Οι ελληνικές εκλογές του 2023 φαίνεται ότι εγκαινιάζουν μια νέα δεκαετία. Αποτελούν ορόσημο, όπως ακριβώς και ο εκλογικός σεισμός του 2012, του οποίου ο απόηχος έφτασε σε όλη την Ευρώπη.
Η δεκαετία του θυμού
Θα μπορούσε κανείς να περιγράψει την προηγούμενη δεκαετία ως τη δεκαετία του θυμού. Από το Occupy Wall Street μέχρι το #ThisIsACoup του ελληνικού δημοψηφίσματος, οι κοινωνίες αντιδρούσαν στην οικονομική κρίση, στη λιτότητα και στην ύφεση, αλλά και στην αντιδημοκρατική συχνά επιβολή τους. Κυρίαρχο αίτημα ήταν η δικαιοσύνη, η προάσπιση κεκτημένων δικαιωμάτων, μέσα από σημαντικούς συλλογικούς αγώνες, συχνά με στοιχεία κινηματικής πρωτοτυπίας (π.χ. Indignados, Αγανακτισμένοι). Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, στο χώρο της πολύχρωμης Αριστεράς δημιουργήθηκαν νέα ισχυρά πολιτικά υποκείμενα, όπως οι Podemos και η Ανυπότακτη Γαλλία, υφιστάμενα κόμματα γνώρισαν μια περισσότερο (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ) ή λιγότερο (όπως το πορτογαλικό Bloco της Αριστεράς) εντυπωσιακή εκλογική ενίσχυση, ενώ άλλα, προερχόμενα από διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις, πραγματοποίησαν μια εντυπωσιακή ριζοσπαστική στροφή, όπως το αγγλικό Labour Party.
Κόμματα, στην ηγεσία των οποίων βρέθηκαν την περίοδο αυτή ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, που επιδίωξαν και κατάφεραν να εκφράσουν την κοινωνική οργή, αλλά και διαθεσιμότητα για κοινωνικούς αγώνες και πολιτική αλλαγή: Αλέξης Τσίπρας, Pablo Iglesias, Jean-Luc Mélenchon, Jeremy Corbyn, Catarina Martins. Και βέβαια, ήταν αυτή η ιστορική συγκυρία που, ιδίως στον ευρωπαϊκό νότο, έθεσε την Αριστερά με τρόπο επιτακτικό μπροστά στο εγχείρημα της διακυβέρνησης: στην Ελλάδα και στην Κύπρο κυβέρνησε στο δικό της όνομα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία συμμετείχε ή στήριξε προοδευτικές κυβερνήσεις με επικεφαλής τους Σοσιαλιστές, στη Γαλλία έφτασε κοντά στο να διεκδικεί με αξιώσεις την προεδρία της χώρας.
Η δεκαετία του φόβου
Αν και με μεσο-/μακροπρόθεσμους όρους η Αριστερά στην Ευρώπη και στην Ελλάδα παραμένει και σήμερα σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή στην οποία βρισκόταν στην αρχή της χιλιετίας, είναι σαφές ότι η ανοδική της πορεία δεν είναι απαλλαγμένη από δυσκολίες και ανατροπές. Η σχετική – ή και μεγάλη – υποχώρηση των εκλογικών ποσοστών της από τα ανώτατα επίπεδα που είχε καταφέρει να καταγράψει την προηγούμενη δεκαετία, αν και όχι σε βαθμό επιστροφής στην αφετηρία, είναι μάλλον κοινό φαινόμενο, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό νότο, παρ’ όλο που οι πολιτικές και θεσμικές ιδιαιτερότητες αλλάζουν σημαντικά τον ρόλο που παίζει σε κάθε χώρα – π.χ. στη Ισπανία, παρά την άνοδο του δεξιού Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές του Ιουλίου 2023, προς το παρόν τουλάχιστον, η προοδευτική κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Αριστεράς καταφέρνει να παραμείνει στην εξουσία.
Εκτός από τις επιμέρους επιτυχίες, αδυναμίες ή λάθη, αυτό που έχει αλλάξει στη μεγάλη εικόνα είναι η εποχή. 1 Αν η προηγούμενη δεκαετία ήταν η δεκαετία του θυμού, αυτή που ξεκίνησε με την έλευση του 2020 είναι η δεκαετία του φόβου. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες συνεχίζουν να μαστίζονται από κρίσεις – ή ορθότερα από επιμέρους εκφάνσεις της γενικευμένης κρίσης του κυρίαρχου μοντέλου. Το ποιοτικά διάφορο στοιχείο σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία είναι ότι πλέον αντιστρέφεται η σχέση κανόνα και εξαίρεσης. Η γενίκευση της ανασφάλειας και η εμπέδωσή της ως κανόνα μετασχημάτισε ριζικά τα βιώματα και τις προσδοκίες των ανθρώπων, που πλέον δεν αισθάνονται ότι έχουν να υπερασπιστούν κεκτημένα, εμπεδωμένα δικαιώματα και αναπτύσσουν στρατηγικές προσαρμογής στην επισφάλεια,2ενώ η πανδημία επιτέλεσε την ίδια ακριβώς λειτουργία και στο πεδίο των ατομικών ελευθεριών, προκαλώντας έναν συνταγματικό μιθριδατισμό.3
Μάλιστα – και αυτή είναι η δεύτερη και επίσης καθοριστική ποιοτική διαφορά – η κρίση/οι κρίσεις της τρέχουσας δεκαετίας, αν και προφανώς έχουν συστημική αφετηρία, είναι πιο δύσκολο να συνδεθούν ευθέως στον κοινό νου με τις πολιτικές επιλογές συγκεκριμένων προσώπων, π.χ. μιας κυβέρνησης, ενός διεθνούς οργανισμού (π.χ. ΔΝΤ, ΕΚΤ) ή, έστω γενικά, μιας ελίτ. Παρουσιάζονται και γίνονται αντιληπτές ως εξωγενείς ή ακόμα και τυχαίες ή θεόσταλτες, γι’ αυτό και ο χώρος της Δεξιάς – ιδίως όπου κυβερνάει, αλλά και γενικότερα – όχι απλώς δεν κατηγορείται, αλλά κατορθώνει να επωφεληθεί από αυτές. Εκτός του γνωστού rally ‘round the flag effect, της συσπείρωσης των κοινωνιών γύρω από την ηγεσία τους και έναντι ενός κοινού ορατού ή αόρατου, υπαρκτού ή κατασκευασμένου εχθρού, οι μειωμένες προσδοκίες σε συνδυασμό με τον φόβο στρέφουν γενικότερα το κοινωνικό σώμα σε αναζήτηση λύσεων στο συντηρητικό οπλοστάσιο: μισαλλοδοξία, αποκλεισμός, ατομικισμός, βία, καταστολή, πόλεμος.
Την ίδια στιγμή, υπεισέρχονται στη διαμόρφωση του κυρίαρχου κοινωνικού κλίματος και μια σειρά άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, τα σημάδια της πανδημίας στο κοινωνικό σώμα είναι και θα παραμείνουν για πολύ καιρό ακόμα ορατά, περιορίζοντας την ενσώματη συλλογική δράση, προτεραιοποιώντας το άτομο και τον στενό οικογενειακό του πυρήνα, αλλά και ενισχύοντας τη βαρύτητα των ΜΜΕ και των social media στην ενημέρωση και στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Και βέβαια, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το ίχνος που άφησε η προηγούμενη δεκαετία: Αφ’ ενός, τη ματαίωση που επέφεραν οι ήττες της και οι αναγκαίες πλην όμως επώδυνες υποχωρήσεις, ειδικά στις χώρες που δέχτηκαν τα σκληρότερα πλήγματα, όπως η Ελλάδα. Αφ’ ετέρου, τη συσσώρευση προβλημάτων και η κόπωση συνεπεία της προηγούμενης κρίσης: η συζήτηση περί της «χαμένης γενιάς» δεν είναι μόνο θεωρητική, έχει άμεσες επιπτώσεις στην αυτοεικόνα, στις προτεραιότητες, στις αντιλήψεις και τελικά στην κοινωνική δράση και στην πολιτική συμπεριφορά της γενιάς αυτής.
Τα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς
Ταυτόχρονα, στο πεδίο των πολιτικών υποκειμένων της Αριστεράς η κατάσταση έχει επίσης μεταβληθεί, τόσο με θετικούς όσο και με αρνητικούς όρους. Στα θετικά, σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, εγγράφεται η σχετικά καλύτερη εκλογική αφετηρία των κομμάτων αυτών και κυρίως η εμπειρία που απέκτησαν από τη με διάφορους τρόπους εμπλοκή τους στη διακυβέρνηση των χωρών τους. Έτσι, σήμερα τα κόμματα της Αριστεράς είναι σε θέση να απαντήσουν όχι μόνο τι θέλουν να κάνουν, με ποιους και για ποιους, αλλά και πώς ακριβώς θα το κάνουν.
Στα αρνητικά, από την άλλη πλευρά, εγγράφεται το γεγονός ότι πλέον η Αριστερά δεν μπορεί να παρουσιάζει τον εαυτό της ως a priori και de facto νέα και άφθαρτη πολιτική δύναμη. Η διακυβέρνηση την έβαλε, αλλού σε μεγαλύτερο αλλού σε μικρότερο βαθμό, στο «κάδρο» του πολιτικού συστήματος4.
Και βέβαια, ας μην ξεχνάμε ότι η νέα αυτή περίοδος βρίσκει τα πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς χωρίς τους ηγέτες που σημάδεψαν την άνοιξη της προηγούμενης δεκαετίας. Πρώτα ο Pablo Iglesias, έπειτα η Catarina Martins και πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας – μια ομάδα ηγετών που ανήκε, εκτός των άλλων, βιολογικά και πολιτικά, στην ίδια γενιά – παραιτήθηκαν από την ηγεσία των κομμάτων τους. Είχε προηγηθεί η αλλαγή ηγεσίας και η εκκαθάριση του Labour Party από υποστηρικτές του Jeremy Corbyn, αλλά και ο θάνατος του Δημήτρη Χριστόφια, καθιστώντας τον Jean-Luc Mélenchon τον τελευταίο ηγέτη της προηγούμενης περιόδου που παραμένει, έστω εν μέρει, στο πολιτικό προσκήνιο.
Και η προοπτική της ελπίδας (;)
Σε επίπεδο δικής της στρατηγικής αυτή η νέα συνθήκη έχει δύο μείζονες συνέπειες: Πρώτον, η Αριστερά δεν έχει πλέον νόημα να επενδύσει στην αγανάκτηση για αυτό που χάνεται, αλλά πρέπει να επιδιώξει την έμπνευση, να κινητοποιήσει τη φαντασία ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν αλλιώς – και να απαντήσει πώς. Δεύτερον, προκύπτει η ανάγκη να επανεφεύρει τον εαυτό της, ώστε να αποδεικνύει διαρκώς ότι παραμένει η νέα και ριζοσπαστική διέξοδος. Και στο πλαίσιο αυτό, αφ’ ενός τίθεται το ζήτημα μιας νέας γενιάς και ενδεχομένως μιας νέου τύπου ηγεσίας,5 αφ’ ετέρου και κυρίως προκύπτει η ανάγκη μιας σύνθεσης ανάμεσα στην παραδοσιακή πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα της Αριστεράς και στη δημιουργική και κριτική αξιοποίηση της κυβερνητικής της εμπειρίας.