Α. Πρώτη ανάγνωση: Η έκπληξη της 21ης Μαΐου
Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου ήταν μία έκπληξη που θα μπορούσε ωστόσο να έχει προβλεφθεί. Η Νέα Δημοκρατία θριάμβευσε παρά τις κυβερνητικές αποτυχίες και τις θεσμικές σκιές, που άφησε ιδίως το σκάνδαλο των υποκλοπών, αφενός επειδή διαχειρίστηκε πακτωλούς χρημάτων λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης και αφετέρου επειδή στηρίχθηκε από ένα επικοινωνιακό σύστημα με ελάχιστες ρωγμές. Επιπλέον, είχε απέναντί της έναν αντίπαλο που όπως αποδείχτηκε δεν έπεισε ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εξηγείται πολυπαραγοντικά, από τη διάψευση των υποσχέσεων την περίοδο 2015-2019 και την κόπωση της κοινωνίας μετά από 13 χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων μέχρι τη λανθασμένη αντιπολιτευτική στρατηγική της προηγούμενης τετραετίας, την ελλειμματική ανανέωση του πολιτικού του προσωπικού και τον πόλεμο που δέχτηκε από τα ΜΜΕ.
Το ΠΑΣΟΚ, εκ πρώτης όψεως φάνηκε ότι έκανε τη “μεγάλη επιστροφή”. Το σημαντικό στοιχείο είναι η μεγάλη ανανέωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας με πρόσωπα που θα δοκιμαστούν για πρώτη φορά στην κοινοβουλευτική αρένα. Ωστόσο, το ποσοστό του παρέμεινε κάτω από τα ποσοστά που έλαβε στις διπλές εκλογές του 2012, τότε που πραγματοποιήθηκε για το κομματικό σύστημα ένας εκλογικός σεισμός, συνεχίζοντας να πληρώνει την κυβερνητική σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία το 2011-2015. Κατά συνέπεια είναι μεν κατανοητή η ικανοποίηση που εκφράστηκε από τα στελέχη του, όχι όμως οι πανηγυρισμοί.
Το πείραμα της απλής αναλογικής αντί να αμβλύνει τον δικομματισμό και να οδηγήσει στη λογική των συνεργασιών προκάλεσε το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την πόλωση υπέρ του πρώτου κόμματος και την αποδυνάμωση των μικρότερων, που απέτυχαν να μπουν στη Βουλή. Ωστόσο έδωσε “ορατότητα” και μία δυναμική στα μικρά κόμματα, διευκολύνοντας έτσι την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση στις εκλογές του Ιουνίου.
Η ελληνική κοινωνία μετά τη διάψευση του αντιμνημονιακού αφηγήματος το 2015 φαίνεται να χαμήλωσε τον πήχη των προσδοκιών της. Η Νέα Δημοκρατία δεν κέρδισε επειδή επαγγέλθηκε ένα καλύτερο μέλλον, αλλά επειδή προέβαλε άμεσα και έμμεσα το σύνθημα της διασφάλισης της κανονικότητας. Ποιας κανονικότητας όμως;
Β. Σκάνδαλα και κανονικότητα
Το σκάνδαλο των υποκλοπών επιβεβαιώθηκε στις διπλές εκλογές του 2023 ότι δεν άγγιξε το εκλογικό σώμα. Ούτε τα Τέμπη, παρά την αρχική οργή. Ακόμη λιγότερο επηρέασε τις εκλογές του Ιουνίου το ναυάγιο, που δεν αφορά καν “τα παιδιά μας”, αλλά “κάποιους ξένους” που πνίγηκαν νοτιοδυτικά της Πύλου, στον δρόμο προς Ιταλία. Ούτε βέβαια με τις αποκαλύψεις για απευθείας αναθέσεις ιλιγγιωδών ποσών, για τη γύμνια του συστήματος υγείας ή τα κρούσματα διαφθοράς κρατικών αξιωματούχων υπήρξε μεταστροφή των εκλογέων. Η ελληνική κοινωνία φάνηκε να είναι αδιάβροχη σε όλα τα προηγούμενα και το μόνο που επιθυμεί να είναι “κανονικότητα”. Αυτή η κανονικότητα κατέρρευσε ωστόσο πολύ σύντομα, πριν περάσουν καν δύο μήνες από τις εκλογές του Ιουνίου:
Κανονικότητα 1– Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο η χώρα καίγεται και αν συγκρίνουμε με τις καμμένες εκτάσεις στις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης δεν φταίει μόνο η κλιματική αλλαγή.
Κανονικότητα 2– Αυτόκλητοι ακροδεξιοί “πολιτοφύλακες”, κοινώς ένοπλες παρακρατικές ομάδες, έχουν αναλάβει από τα μέσα Αυγούστου την ασφάλεια και τη μεταναστευτική πολιτική στον Έβρο, εν μέσω των πυρκαγιών για τις οποίες κατηγορούνται μετανάστες.
Κανονικότητα 3– Με τη δολοφονία του Σιράζ Χαφτάρ στον Περισσό στις 8 Αυγούστου και όσα συμβαίνουν στον Έβρο φαίνεται να ξαναγυρίζουμε 10 χρόνια πίσω, στην εποχή της δολοφονίας του Σαχζάντ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα και των συστηματικών επιθέσεων κατά μεταναστών από τα Τάγματα Εφόδου της Χρυσής Αυγής.
Κανονικότητα 4– Ακριβώς ένα χρόνο μετά τις πρώτες μηνυτήριες αναφορές και τις αποκαλύψεις για τις (παρακρατικές) υποκλοπές, η δικαιοσύνη δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα.
Κανονικότητα 5– Η υπερχειλίζουσα “κανονικότητα” οφείλεται σε ποικίλους παράγοντες, εννοείται όμως ότι δεν φέρει καμία ευθύνη η Κυβέρνηση, όπως διαβεβαιώνουν τα “συστημικά” ΜΜΕ.
Κανονικότητα 6– Οι όποιες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης χάνονται μέσα στη βοή των γεγονότων, των θεωριών συνωμοσίας και της παραπληροφόρησης.
Κανονικότητα 7– Στη Βουλή τρία ακροδεξιά κόμματα δίνουν πολιτική κάλυψη σε όλα τα προηγούμενα, ενώ μέλη της δεξιάς Κυβέρνησης υιοθετούν ανερυθρίαστα μέρος της ακροδεξιάς ρητορείας.
Κανονικότητα παντού– Η λέξη κλειδί στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου, ήδη σε πλήρη εκδίπλωση. Καθώς πλησιάζει τελειώνει το θέρος, όλο και περισσότερες “κανονικότητες” απειλούν να εισβάλουν στην καθημερινότητά μας.
Γ. Η άνοδος της ακροδεξιάς και οι δύο κόσμοι
Η ακροδεξιά (επι)στροφή είναι ίσως η σημαντικότερη συνέπεια των εκλογών. Αποτελεί πλήγμα για τη δημοκρατία, επίπτωση της αποτυχίας του πολιτικού συστήματος, ιδίως της προηγούμενης κυβέρνησης να απομονώσει τον νεοφασιστικό λόγο και να αμβλύνει τις ανισότητες – αντιθέτως, σκόπιμα ή αθέλητα τον υπέθαλψε τα προηγούμενα χρόνια. Αποτελεί λανθασμένη η άποψη ότι είναι προτιμότερη η διασπασμένη παρά η ενωμένη ακροδεξιά, αφού έτσι θα ακούγονται περισσότερες φωνές, με διάφορες παραλλαγές ρητορείας, αποκρουστικής για την πλειονότητα αλλά εκμαυλιστικής για πολλούς.
Το κρισιμότερο ερώτημα ωστόσο είναι τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Γιατί τόσο υψηλό ποσοστό νέων ψήφισε ακροδεξιά; Πού οφείλεται το ρεκόρ αποχής και, ιδίως, η αδιαφορία στις εκλογές του Ιουνίου; Ας προσπαθήσουμε για λίγες στιγμές να έρθουμε στη θέση του ενός και πλέον εκατομμυρίου νεότερων ψηφοφόρων, εκείνων δηλαδή που γεννήθηκαν από το 1995 μέχρι το 2006 και σήμερα είναι 17-28 χρονών. Πώς μεγάλωσαν; Πώς ζουν σήμερα; Τι σκέφτονται;
Είναι τα παιδιά που πρόλαβαν τα τελευταία χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας και ξαφνικά, μαθητές στο σχολείο, είδαν έναν κόσμο να γκρεμίζεται με πάταγο γύρω τους – οικονομική κρίση, λουκέτα, ανεργία, πολιτική και κοινωνική ένταση, ανασφάλεια και στο τέλος του δρόμου πανδημία, λοκντάουν, ενεργειακή κρίση.
Αλλά και το αμέσως προηγούμενο περίπου ενάμισι εκατομμύριο ψηφοφόρων, οι γεννημένοι από το 1985 μέχρι το 1994, που σήμερα είναι 29-38 χρονών, βίωσαν το τραύμα των κρίσεων με οδυνηρό τρόπο, καθώς βρέθηκαν να τελειώνουν το σχολείο ή το πανεπιστήμιο πάνω στο ξέσπασμα της κρίσης. Είναι, επιπλέον, οι νέοι άνθρωποι που το 2012-2015, για πολλούς οι πρώτες εκλογές που ψήφισαν, πίστεψαν ότι αυτή η συνθήκη μπορεί να αλλάξει, αλλά οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Η έκρηξη στη Γαλλία είναι το τελευταίο δείγμα των κοινωνικών συγκρούσεων που προκάλεσαν η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, οι ανισότητες, οι διαχωρισμοί και η ατιμώρητη αστυνομική βία σε συνδυασμό με την αδυναμία των παραδοσιακών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων στην Ευρώπη να κατανοήσουν αυτή την πραγματικότητα. Ότι η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν καταγράφεται σήμερα πρώτη στις δημοσκοπήσεις, 6% μπροστά από τον πρόεδρο Μακρόν, είναι ένα ισχυρό μήνυμα, όπως και η επικράτηση της Ακροδεξιάς στην Ιταλία, τη Σουηδία ή τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Όμως η ελληνική ιδιαιτερότητα συναρτάται αφενός με τις πρωτοφανείς σε παγκόσμια κλίμακα συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που βίωσε η χώρα επί μία δεκαετία και αφετέρου με τα ακραία φαινόμενα ακροδεξιάς βίας που εκκόλαψε η Χρυσή Αυγή.
Ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός στοχαστής Αλέξις ντε Τοκβίλ είχε γράψει ότι κάθε γενιά είναι ένας νέος λαός. Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει η αίσθηση ότι συμβιώνουν τουλάχιστον δύο λαοί, οι μικρότεροι από σαράντα χρονών, που υπό διάφορες εκδοχές εντάσσονται στις γενιές της κρίσης, και οι άνω των σαράντα, όσοι μεγάλωσαν σε μια εποχή που θεωρούνταν δεδομένο ότι κάθε χρονιά θα βελτιωνόταν το βιοτικό τους επίπεδο. Κάθε πολιτική ανάλυση που αγνοεί αυτό το δεδομένο είναι καταδικασμένη να οδηγηθεί σε ατελή ή εσφαλμένα συμπεράσματα και σε αλυσιτελείς, επιφανειακές ή και επικίνδυνες πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανόδου της Ακροδεξιάς.
Δ. Το μετεκλογικό πολιτικό τοπίο
Η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος στις διπλές εκλογές του 2023 μικρή σημασία έχει τελικά για το πώς θα κυβερνήσει η αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία. Μία κυβέρνηση που στηρίζεται από τουλάχιστον 158-160 βουλευτές μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμά της για μία τετραετία εξίσου απρόσκοπτα είτε έχει διαφορά 20% είτε 2% από το δεύτερο κόμμα. Το κρίσιμο μέγεθος είναι η αντιπολίτευση. Το 1974 το ΠΑΣΟΚ έλαβε το ισχνό 13,58% και εξέλεξε 12 βουλευτές, αλλά η φωνή του (με αιχμή τον χαρισματικό Ανδρέα Παπανδρέου) απέναντι στη ΝΔ του 54,37% και των 220 εδρών ήταν ισχυρή, όπως ισχυρή ήταν η φωνή του ΣΥΡΙΖΑ το 2010-2011, με 5% και 14 βουλευτές. Το κρίσιμο λοιπόν δεν είναι η διαφορά, αλλά η ικανότητα της αντιπολίτευσης να αρθρώσει ισχυρή φωνή πιάνοντας τον σφυγμό της εποχής.
Ο νέος κοινοβουλευτικός χάρτης είναι πρωτοφανής. Δεν αναφέρομαι μόνο στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών δεδηλωμένα ακροδεξιών κομμάτων, αλλά σε μία θεσμική πραγματικότητα χωρίς ιστορικό προηγούμενο: Η αξιωματική αντιπολίτευση διαθέτει λιγότερους από 50 βουλευτές, άρα στερείται βασικά όπλα για να ασκήσει το έργο της.
Ενδεικτικά, δεν μπορεί να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, δεν μπορεί να υποβάλει πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, δεν μπορεί σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης (εξαιρουμένων των τριών ακροδεξιών) να επιβάλει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής, για να περιοριστούμε σε τρία κρίσιμα παραδείγματα. Ποτέ από το 1974 μέχρι σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν βρέθηκε με λιγότερους από 50 βουλευτές, ανίσχυρη να προβεί σε βασικές κοινοβουλευτικές λειτουργίες που αρμόζουν στον ρόλο της.
Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί αυτή η “κοινοβουλευτική ανωμαλία”, που πρακτικά ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο την κυβέρνηση και αποδυναμώνει ένα σημαντικό θεσμικό αντίβαρο απέναντι στην πρωθυπουργική μονοκρατορία, είναι να διαμορφωθεί μία προγραμματική κοινοβουλευτική συνεργασία των δύο όμορων πολιτικών κομμάτων κεντροαριστεράς και αριστεράς, ώστε να μην ματαιωθεί η δυνατότητα εφαρμογής βασικών συνταγματικών ρυθμίσεων κοινοβουλευτικού ελέγχου. Αν συντρέχουν σήμερα οι πολιτικές προϋποθέσεις μίας τέτοιας σύγκλισης είναι αβέβαιο. Ωστόσο αποτελεί πλέον επιτακτική θεσμική-δημοκρατική αναγκαιότητα να επιχειρηθούν βήματα σε αυτή την κατεύθυνση.
Ε. Επιμύθιο
Η εξουσία διαφθείρει. Η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα και οδηγεί στα άκρα την αλαζονεία, την αμετροέπεια και τον ναρκισσισμό. Ηγέτες που δεν αντιμετωπίζουν ισχυρά αντίβαρα, επειδή τα έχουν εξουδετερώσει ή αυτοεξουδετερώθηκαν σε συγκεκριμένες συγκυρίες, είναι αναπόφευκτο να συγκεντρώνουν ραγδαία όλο και περισσότερες, ανεξέλεγκτες εξουσίες.
Ακόμη και αποτυχίες, σφάλματα ή τα ολισθήματά τους συγκαλύπτονται, επηρεάζοντας ελάχιστα τις πολιτικές εξελίξεις. Ο έλεγχος ή η χειραγώγηση του κοινοβουλίου, των ΜΜΕ, των ανεξάρτητων αρχών, ακόμη και της δικαιοσύνης παρασέρνουν την πολιτεία σε ολοένα πιο αυταρχικές κατευθύνσεις.
Οι διπλές εκλογές του 2023 είναι και για έναν ακόμα λόγο ορόσημο: Καλούμαστε να αναστοχαστούμε πάνω στα δίπολα συστημική-αντισυστημική ματιά, πολιτική ως διαχείριση ή ως αλλαγή, επικοινωνία με κλισέ ή με έναν περιεκτικό λόγο, ανέξοδη παροχολογία ή ειλικρινής προσέγγιση των ορίων που θέτει η πραγματικότητα.