H καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βάσω Τροβά, σε συνέντευξη της στον Δημήτρη Ραπίδη, μιλά για την κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα και την Ευρώπη, καθώς και τις κοινωνικές πολιτικές στέγης που έχουν εφαρμοστεί.
Αναφέρεται στον ρυθμιστικό ρόλο του κράτους για την διεκδίκηση της κατοικίας ως “δικαίωμα”, αναφέροντας χαρακτηριστικά: “Η διεκδίκηση της κατοικίας ως «δικαίωμα» και όχι ως εμπόρευμα έχει ιστορία δύο αιώνων στην Ευρώπη, ας μην το ξεχνάμε, και σε αυτή την διεκδίκηση ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους, είτε σε κεντρικό είτε σε αυτοδιοικητικό επίπεδο είναι αναντικατάστατος.”
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη παρακάτω:
Βεβαίως υπήρξε. Πρώτος ο Ιωάννης Καποδίστριας στέγασε τους πρόσφυγες της καταστροφής των Ψαρών στον συνοικισμό «Πρόνοια» στο Ναύπλιο, ο οποίος κατασκευάστηκε για αυτό τον σκοπό. Πέντε χρόνια αργότερα στον νεοσύστατο Πειραιά διατέθηκαν οικόπεδα, μία ολόκληρη οργανωμένη συνοικία, για τη στέγαση των προσφύγων της καταστροφής της Χίου. Από το 1906 και για τα επόμενα ογδόντα χρόνια κατασκευάστηκαν εκατοντάδες οικισμοί σε όλη την Ελλάδα για να κατοικήσουν οι πρόσφυγες των εθνοκαθάρσεων και των πολέμων, οι οποίοι συνέρρευσαν στη χώρα από τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο, την Αρμενία, τη Ρωσία. Δημιουργήθηκαν αγροτικοί ή αστικοί οικισμοί σε όλη τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Θράκη, σε νησιά όπως η Σάμος και η Μυτιλήνη, επεκτάσεις σχεδόν όλων των μεγάλων και μικρών πόλεων με κορυφαίες περιπτώσεις το «τόξο» των προσφυγικών συνοικισμών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, η ίδρυση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ) το 1954, σηματοδότησε μια στροφή στην κοινωνική κατοικία, από την διαχείριση της επείγουσας κατάστασης των προσφυγικών ροών, στην παροχή στεγαστικής βοήθειας σε εργατοϋπαλλήλους. Τελευταίο έργο του υπήρξε το Ολυμπιακό Χωριό των αγώνων του 2004. Ο ΟΕΚ μετά από δεκαετίες λειτουργίας και προσφοράς στην παροχή στέγης καταργήθηκε το 2012.
Στην ιστορία της κοινωνικής κατοικίας πρέπει να συμπεριλάβουμε επίσης τους μόνιμους οικισμούς εκτάκτων αναγκών που υπήρξαν μετά από καταστροφές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των δεκαετιών 1960-1970, οι οικισμοί των σεισμόπληκτων στην Ευρυτανία, ο συνοικισμός των βομβόπληκτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο Κερατσίνι κ.α. Τέλος να θυμίσουμε τα μεγάλα προγράμματα εργατικής κατοικίας από βιομηχανίες, του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, όπως η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου, τα Λιπάσματα Δραπετσώνας, η εταιρεία τσιμέντων «Τιτάν» στην Ελευσίνα. Αυτή η πρακτική επαναλήφθηκε με τον εργατικό οικισμό Άσπρα Σπίτια από τη γαλλική βιομηχανία αλουμινίου «Πεσινέ» στη Βοιωτία και από την κρατική ΔΕΗ η οποία κατασκεύασε μεγάλους οικισμούς στην Εορδαία για τους αγρότες που έχαναν τα χωριά και τα σπίτια τους λόγω των εξορύξεων του λιγνίτη.
Σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γαλλία, η Γερμανία ή η Μεγάλη Βρετανία για παράδειγμα, δεν βλέπουμε το κράτος να επενδύει στην κοινωνική κατοικία αλλά να αναπτύσσει σε κάποια βαθμό προγράμματα στεγαστικής συνδρομής με επιδότηση ενοικίου για νοικοκυριά με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Κατ΄αρχήν να θυμηθούμε μια βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούμε κοινωνική κατοικία στην Ελλάδα και στις ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα η κοινωνική κατοικία αποδίδεται στον δικαιούχο με δάνειο το οποίο αποπληρώνεται χαμηλότοκα και σε χρονικό βάθος. Αυτό το σύστημα εφαρμόστηκε τόσο στην προσφυγική αποκατάσταση όσο και στον ΟΕΚ. Εν τέλει με την αποπληρωμή του δανείου μετατρέπεται είναι ιδιωτική κατοικία. Στις ευρωπαϊκές χώρες η κοινωνική κατοικία ανήκει στους δήμους ή σε μη κερδοσκοπικούς στεγαστικές ενώσεις (housing associations), και ενοικιάζεται σε δικαιούχους συνήθως με πολύ χαμηλό εισόδημα.
Μετά τη σταδιακή θατσερική στροφή των δημοκρατιών, η οποία έφερε εντέλει ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης, σε πάρα πολλές χώρες άρχισε να συρρικνώνεται η κοινωνική στέγαση, ακόμη και εκεί όπου υπήρξε ισχυρό παρελθόν κοινωνικού κράτους. Παράλληλα, μετά το 1989, στο πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ, από τη Σοβιετική Ένωση ως την Αλβανία εκατομμύρια κατοικίες -κρατική ιδιοκτησία ως τότε- μέσα σε ελάχιστα χρόνια ιδιωτικοποιήθηκαν, κατ’ αρχήν περνώντας στους τότε κατοίκους και λίγα χρόνια αργότερα στην ελεύθερη αγορά στέγης. Παρόλα αυτά, στον ευρωπαϊκό χώρο, η παράδοση κοινωνικής στέγης συνεχίστηκε. Στην Μ. Βρετανία για παράδειγμα, κάθε νέο συγκρότημα κατοικιών οφείλει να διαθέσει στον Δήμο ένα ποσοστό της τάξης του 10% του συνόλου της δόμησης για «οικονομικά προσιτή κατοικία» (affordable housing) την οποία θα διαθέσει ο Δήμος με ενοίκιο έως 50% χαμηλότερο από τις τρέχουσες τιμές, σε δημότες του χαμηλού εισοδήματος.
Στεγαστικά επιδόματα υπάρχουν και στις ευρωπαϊκές χώρες (πχ Housing Benefit και Universal Credit στην Μ. Βρετανία) για να στηρίξουν όσους και όσες περιστασιακά αντιμετωπίζουν προβλήματα στέγασης. Υπάρχουν όμως σε συνδυασμό με άλλα προγράμματα παροχής κοινωνικής στέγης. Στην Ελλάδα, μετά την κατάργηση του ΟΕΚ, η παροχή των στεγαστικών επιδομάτων έμεινε η μόνη κρατική στεγαστική πολιτική. Η πολιτική αυτή συνάδει με την στρατηγική της μείωσης κάθε δημόσιου τομέα, την συστηματική αποχώρηση του κράτους από την άσκηση και τον έλεγχο κάθε πολιτικής γης και στέγης και την εκχώρηση της στις δυνάμεις της αγοράς. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για τον δικαιούχο στεγαστικού επιδόματος; Ότι καθώς ανεβαίνουν οι τιμές των ενοικίων, οι δικαιούχοι αναγκάζονται να κατευθύνονται σε φθηνότερη και κακής ποιότητας στέγη.
H κοινωνική πολιτική στέγης ξεκίνησε με τα πρώιμα «ουτοπικά» σοσιαλιστικά παραδείγματα στην Αγγλία και τη Γαλλία του 18ου και 19ου αιώνα, συνεχίστηκε με τα πρώτα μεγάλα προγράμματα του Μεσοπολέμου σε σοσιαλιστικούς δήμους όπως η Βιέννη ή το Βερολίνο. Αμέσως μετά τον πόλεμο και για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ολόκληρη η Ευρώπη προσέφερε κοινωνική κατοικία. Στην Ανατολική Ευρώπη η παροχή κατοικίας σε όλους αποτέλεσε θεμέλιο λίθο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Στη Δυτική Ευρώπη – είτε κυβερνούσαν σοσιαλδημοκρατικές είτε συντηρητικές κυβερνήσεις – η παροχή στέγης για όσους είχαν χαμηλά εισοδήματα ήταν δεδομένη. Στα πλαίσια της ανταγωνιστικής κουλτούρας του Ψυχρού πολέμου το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε αιχμή του δόρατος και για τις δυο πλευρές. Πάντως ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου κυριάρχησε ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό μοντέλο -εκεί δεν υπήρξε ποτέ η κομμουνιστική και σοσιαλιστική παράδοση της Ευρώπης- έχουμε πρόνοια για κοινωνική κατοικία σε ομοσπονδιακό επίπεδο από το 1933 κατά την διάρκεια του New Deal.
Οι αντιδράσεις των κατοίκων στην ομοιομορφία της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής μαζικής οικοδόμησης οδήγησε την δεκαετία του 1960 και του 1970 σε πολλά εγχειρήματα εμπλοκής των κατοίκων στον σχεδιασμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μπάϊκερ στο Νιούκαστλ της Αγγλίας το 1969 όπου οι κάτοικοι συμμετείχαν συστηματικά στην ανάπλαση ενός παρηκμασμένου συγκροτήματος εργατικών κατοικιών, με κύριο αίτημα την διατήρηση των υπαρχόντων κτιρίων δημόσιου χαρακτήρα που φιλοξενούσαν τις κοινόχρηστες δραστηριότητες της κοινότητας (τις παμπ, τα λουτρά, τα σχολεία). Αντίστοιχα παραδείγματα είχαμε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στο Βέλγιο, την Γαλλία, την Ολλανδία. Αλλά και στην Ελλάδα έχει καταγραφεί ένα μοναδικό πείραμα, αυτό της Ανάπλασης του Προσφυγικού Συνοικισμού της Θήβας με την συμμετοχή των κατοίκων του, στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα της συμμετοχής, η πρόνοια για δημόσιους και κοινόχρηστους χώρους ήταν εξ’ αρχής ενσωματωμένη στον σχεδιασμό της κοινωνικής κατοικίας. Μέχρι την δεκαετία του 1980, ο σχεδιασμός σχεδόν πάντα παρείχε εκτεταμένους υπαίθριους και δημόσιους χώρους οι οποίοι κατά κανόνα έλειπαν από την υπόλοιπη πόλη. Στην Ελλάδα για παράδειγμα στα συγκροτήματα του ΟΕΚ το 60% περίπου των οικοπέδων των συγκροτημάτων διαμορφώθηκαν ως δημόσιοι χώροι πρασίνου προσβάσιμοι από όλους. Ας σκεφτούμε τι σημαίνει αυτό στις ασφυκτικά πυκνοδομημένες ελληνικές πόλεις. Από την δεκαετία του 1980 εγκαταλείπεται γενικά η δημιουργία μεγάλων συγκροτημάτων στην Ευρώπη και επιλέγονται στρατηγικές διασποράς κτιρίων κοινωνικής κατοικίας μέσα στον αστικό ιστό. Αυτή η επιλογή μειώνει τα προβλήματα γκετοποίησης αλλά αφαιρεί και την δυνατότητα εμπλουτισμού της αστικής ζωής με ένα διαφορετικό -πιο γενναιόδωρο- μοντέλο κατοικίας.
Πρέπει να συμφωνήσουμε αν ενδιαφέρει το κράτος και την κοινωνία η στεγαστική επισφάλεια των μελών της. Αν δεχθούμε ότι η κατοικία είναι εμπορικό προϊόν, τότε αυτή θα υπόκειται στις κινήσεις της αγοράς. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό, το βλέπουμε σε άλλα, άλλοτε δημόσια και τώρα εμπορεύσιμα αγαθά, όπως αυτά της ενέργειας, της υγείας, της εκπαίδευσης. Η αγορά παρέχει καλό προϊόν σε αυτόν που έχει τη δυνατότητα να το πληρώσει. Όποιος δεν έχει τη δυνατότητα, θα έχει πρόσβαση σε χαμηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες ή δεν θα έχει καθόλου. Αυτή είναι η κοινωνία των δύο τρίτων που οραματίστηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, το ένα τρίτο σε συνθήκες φτώχειας, στεγαστικής, ενεργειακής, εκπαιδευτικής και προνοιακής υστέρησης ή συνοπτικά σε συνθήκες αποκλεισμού από τα απαραίτητα αγαθά για μία αξιοπρεπή ζωή. Η διεκδίκηση της κατοικίας ως «δικαίωμα» και όχι ως εμπόρευμα έχει ιστορία δύο αιώνων στην Ευρώπη, ας μην το ξεχνάμε, και σε αυτή την διεκδίκηση ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους, είτε σε κεντρικό είτε σε αυτοδιοικητικό επίπεδο είναι αναντικατάστατος. Αναφέρθηκαν προηγουμένως ενδεικτικά τέτοιες ρυθμίσεις στην Μ. Βρετανία οι οποίες επιχειρούν να συνδυάσουν την εμπορευματοποιημένη με την κοινωνική κατοικία. Στην Ελλάδα θα χρειαστεί αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για να έχει η αυτοδιοίκηση αντίστοιχα δικαιώματα και δραστηριότητες.
Πρέπει να έχουμε κατά νου τον χρόνο ζωής ενός κτιρίου ή μιας πόλης. Ένα κτίριο μπορεί να ζει 100, 200 χρόνια. Μια πόλη βέβαια πολύ περισσότερο. Σε αυτά τα 200 χρόνια πόσες διαφορετικές γενιές θα κατοικήσουν μέσα στα κτίρια; Πόσο πολύ η εξέλιξη του τρόπου ζωής θα αλλάξει τα μοντέλα και τις ανάγκες της καθημερινής ζωής; Διαπιστώνουμε πλέον σε τι βαθμό η εξέλιξη της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια έφερε την εργασία μέσα στην κατοικία. Ή το πώς η αύξηση της κινητικότητας διεύρυνε τα πεδία εργασίας με προσωρινές μετακινήσεις σε άλλες πόλεις ή σε άλλες χώρες. Κάθε σχεδιασμός μεταφέρει το πολιτισμικό αποτύπωμα της εποχής του και επιχειρεί να απαντήσει στα προβλήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας την οποία υπηρετεί. Ο σχεδιασμός της κοινωνικής κατοικίας στην μεταπολεμική Ευρώπη εξέφραζε τις ανάγκες και τα οράματα της εποχής του. Απευθύνονταν επίσης στις κοινωνικές τυπολογίες της εποχής, κυρίως πυρηνικές οικογένειες με πολλά μέλη. Σήμερα οι ανάγκες αυτές είναι διαφορετικές. Σκέφτομαι για παράδειγμα ότι η εκτεταμένη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην εποχή μας έχει δημιουργήσει νέες μεγάλες ευάλωτες ομάδες (τον φοιτητικό πληθυσμό) με συγκεκριμένες ανάγκες και μεγάλες δυσκολίες στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς στέγης για τα πεπερασμένα χρόνια των σπουδών τους. Η γήρανση του πληθυσμού και η έκπτωση των οικογενειακών δικτύων στήριξης έχει δημιουργήσει επίσης ένα μεγάλο κοινωνικό σώμα μοναχικών ηλικιωμένων με διαφορετικές ανάγκες καθημερινής ζωής και επομένως και διαφορετικές προδιαγραφές κατοικίας.
Η επανάχρηση υπαρχόντων κτιρίων κοινωνικής κατοικίας αποτελεί το μεγάλο στοίχημα. Κατ‘ αρχήν γιατί είναι υλικοί πόροι οι οποίοι στα πλαίσια της βιωσιμότητας πρέπει να μην καταστραφούν. Ο σχεδιασμός εδώ έρχεται να αξιολογήσει το απόθεμα και να εισάγει μια συμβατή χρήση. Η πρόταση επανάχρησης 1 των προσφυγικών κατοικιών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας ως προσωρινές κατοικίες των συνοδών ασθενών του νοσοκομείου του Αγίου Σάββα είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα σε αυτή την κατεύθυνση.
Η Βάσω Τροβά είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.