Κλείσιμο

Οι πολλές διαστάσεις των πολιτικών ασύλου στην ΕΕ

09.04.2024

Τα τελευταία χρόνια το προσφυγικό βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης. Την ίδια στιγμή αποτέλεσε και αποτελεί καταλύτη πολιτικών και εκλογικών εξελίξεων σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) μετά από πολλές, μακροχρόνιες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις οι θεσμοί της ενέκριναν τη συμφωνία για το Σύμφωνο για την Μετανάστευση και το Άσυλο στην ΕΕ.

Τα τελικά κείμενα και οι λεπτομέρειες θα ακολουθήσουν, με την ψήφισή του να ολοκληρώνεται πριν τις ευρωεκλογές.

Σύμφωνα με κόμματα και οργανώσεις προάσπισης δικαιωμάτων το Σύμφωνο θα κάνει την πρόσβαση στο άσυλο πιο δύσκολη και πιο περίπλοκη. Στο επόμενο διάστημα και όταν δημοσιοποιηθούν τα τελικά κείμενα θα έχουμε καλύτερη εικόνα για το σύνολο των προβλέψεων, αλλά φαίνεται ότι το αποτέλεσμα είναι αρνητικό από την οπτική του δικαιώματος ασύλου και του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Σε αυτή την πραγματικότητα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πως εξελίχθηκε στην Ελλάδα, ειδικά μετά το 2015, το ζήτημα και πως  μια αλληλουχία γεγονότων επηρέασαν την πολιτική της ΕΕ.

Η «κρίση» του 2015

Το 2015 περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέρασαν από την Ελλάδα με προορισμό άλλες χώρες της ΕΕ. Το γεγονός της μεγάλης αύξησης των ροών οδήγησε τους περισσότερους να μιλήσουν για προσφυγική κρίση, αλλά το πλαίσιο δεν το δικαιολογεί. Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν πρόσφυγες στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας που περίμεναν την λήξη του πολέμου για  να επιστρέψουν στην πατρίδα. Μετά από κάποια χρόνια αναμονής και αφού ο πόλεμος δεν τελείωνε προχώρησαν προς την ΕΕ. Παρόλο που γνωρίζαμε δεν προετοιμαστήκαμε για την διαχείριση των ροών και έτσι κάτι που στην πραγματικότητα ήταν μια κρίση υποδοχής και έλλειψη διαχείρισης, ονομάστηκε προσφυγική γιατί πολιτικά ήταν πιο κατανοητό.

Η Ειδομένη και η «συμφωνία» ΕΕ – Τουρκίας

Τον Μάρτιο του 2016 οι πιέσεις στα σύνορα, κυρίως, της Γερμανίας προκάλεσαν το κλείσιμο των εξωτερικών συνόρων, γεγονός που με την σειρά του οδήγησε στην Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας με την οποία η Ελλάδα μετατράπηκε από χώρα transit σε χώρα υποδοχής. Όλοι έχουμε την εικόνα της Ειδομένης με αρκετές χιλιάδες προσφύγων να είναι εγκλωβισμένοι στα σύνορα και την περίοδο αναμονής εξελίξεων.  Σε συνέχεια της Κοινής Δήλωσης τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου υποχρεωτικά ανέλαβαν την φιλοξενία δεκάδων χιλιάδων προσφύγων χωρίς τις κατάλληλες υποδομές και προσωπικό με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Το μόνο θετικό ήταν το κύμα αλληλεγγύης το οποίο αναπτύχθηκε και κάπως έδωσε ελπίδα σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Η όλη διαχείριση οδήγησε στη δημιουργία απαράδεκτων συνθηκών υποδοχής και φιλοξενίας με αποκορύφωμα τη Μόρια.

Η Μόρια

Η Μόρια ήταν ένα “κέντρο φιλοξενίας” το οποίο μετατράπηκε λόγω του αριθμού των εγκλωβισμένων προσφύγων στην Λέσβο σε μια απερίγραπτη δομή, η οποία λειτουργούσε χωρίς κανόνες και χωρίς να εξασφαλίζει τις ελάχιστες αποδεκτές συνθήκες. Η εμπειρία της Μόριας ήταν τραυματική για όλους και προκάλεσε διεθνή κατακραυγή μέσω δημοσιευμάτων, ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ με μαρτυρίες που έμοιαζαν αδιανόητες για μια χώρα της ΕΕ. Τελικά το Σεπτέμβριο του 2019 μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά η Μόρια έκλεισε και ενώ είχε αλλάξει η κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Ιουλίου. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είχε αναγγείλει κλειστά ελεγχόμενα κέντρα στα νησιά ως ένα από τα στοιχεία «μιας σκληρής αλλά δίκαιης» μεταναστευτικής πολιτικής με έμφαση στην φύλαξη των συνόρων και την μείωση τον ροών.

Η σκληρή αλλά δίκαιη πολιτική

Η πολιτική διαχείρισης του προσφυγικού, όπως παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία κέρδισε τις εκλογές, είχε ως κύριους πυλώνες την προστασία των συνόρων, τα κλειστά ελεγχόμενα κέντρα, την επιτάχυνση του ασύλου και αύξηση των επιστροφών. Το τελικό ζητούμενο ήταν η μείωση των ροών προς την Ελλάδα και επομένως την ΕΕ. Στο σκέλος της φύλαξης των συνόρων και λόγω της ρητορικής της ΕΕ, η κυβέρνηση έβαζε και το στοιχείο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η ισορροπία ανάμεσα στις δύο επιδιώξεις γνωρίζουμε ότι εν τέλει δεν τηρήθηκε με τα θεμελιώδη δικαιώματα να παραβιάζονται κατ’ επανάληψη.

Πολλές νομοθετικές και διοικητικές παρεμβάσεις δυσκόλεψαν την πρόσβαση στο άσυλο, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα την αναγνώριση της Τουρκίας ως ασφαλούς Τρίτης Χώρας, το οποίο σημαίνει ότι για κάποιες εθνικότητες (πχ Σύροι, Αφγανοί, Πακιστανοί κα) πριν την κατάθεση αιτήματος ασύλου υπάρχει ακόμα διαδικασία, μέσω της οποίας πρέπει ο κάθε ενδιαφερόμενος να αποδείξει ότι κινδυνεύει στην Τουρκία ώστε να μην επιστραφεί (διαδικασία του παραδεκτού).

Η επιτάχυνση της διαδικασίας ασύλου, τέλος, αποδείχτηκε ότι ήταν μέρος μια πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης, η οποία ήθελε να δίνει χαρτιά και ταξιδιωτικά έγγραφα στους πρόσφυγες ώστε να φεύγουν γρήγορα (δευτερεύουσα μετακίνηση) προς άλλες χώρες, κυρίως την Γερμανία. Πολλές οργανώσεις περιγράφουν αυτή την διαδικασία ως push out, η οποία έχει εξελιχθεί σε μείζον πολιτικό ζήτημα και η Ελλάδα δέχεται πιέσεις από άλλα κράτη της ΕΕ να την σταματήσει.

Είναι αλήθεια ότι οι επιλογές της κυβέρνησης σε συνδυασμό με την Κοινή Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας είχαν επιτυχία και οι ροές μειώθηκαν. Όμως μόλις μπήκαμε στην περίοδο της πανδημίας, η Τουρκία προχώρησε σε μια κίνηση αύξησης της πίεσης προς την ΕΕ με αφορμή τα αιτήματα της σε σχέση με την Ένωση.

Η ασπίδα της Ευρώπης

Τον Μάρτιο του 2020 η Τουρκία εργαλειοποιώντας χιλιάδες πρόσφυγες τους οδήγησε στα σύνορα με την Ελλάδα, δημιουργώντας συνθήκες πίεσης στα σύνορα. Η Ελλάδα προστάτευσε τα σύνορα της, όπως είχε το δικαίωμα. Υπήρξαν βέβαια περιστατικά ακραίας βίας και καταγγελίες για δύο νεκρούς με τις υποθέσεις τους να διερευνώνται δικαστικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι ελληνικές αρχές ανέστειλαν στο ίδιο πλαίσιο και την πρόσβαση στο άσυλο για 30 ημέρες, επικαλούμενες έκτακτες ανάγκες, κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου. Η Ελλάδα αναφέρθηκε σε απόπειρα εισβολής και υβριδικό πόλεμο μέσω της εργαλειοποίησης των προσφύγων δικαιολογώντας έτσι και τα έκτακτα μέτρα που έλαβε.

Οι επικεφαλής της ΕΕ επισκέφτηκαν την περιοχή και έδωσαν συγχαρητήρια στην ελληνική κυβέρνηση και τις αρχές για την επιτυχή υπεράσπιση των ευρωπαϊκών συνόρων και χαρακτήρισαν τη χώρα Ασπίδα της Ευρώπης. Μια από τις άμεσες συνέπειες αυτής της αναφοράς ήταν ο πολλαπλασιασμός των επαναπροωθήσεων (pushback) από την Ελλάδα σε «βιομηχανικά» επίπεδα.

Οι καταγγελίες για pushback είναι πλέον εκατοντάδες και οι μαρτυρίες για βία στα σύνορα, (χερσαία και θαλάσσια) ανατριχιαστικές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκφράζει την έντονη ανησυχία της και ζητάει ανεξάρτητες έρευνες και ανεξάρτητο μηχανισμό επιτήρησης των συνόρων ώστε να υπάρχει έλεγχος για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Η εισβολή στην Ουκρανία

Τον Φεβρουάριο του 2022 η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία και ένας νέος πόλεμος αρχίζει στην Ευρώπη. Η ΕΕ, αντιδρώντας ακαριαία για τα δεδομένα της, ενεργοποιεί τον μηχανισμό προσωρινής προστασίας, ο οποίος προβλέπεται από οδηγία του 2001 και δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στους 8 πρώτους μήνες 8 εκατομμύρια πρόσφυγες έρχονται στην ΕΕ και πολλοί από αυτούς μπαίνουν στο σύστημα προσωρινής προστασίας. Η κινητοποίηση των κρατών-μελών της ΕΕ και των τοπικών κοινωνιών μοιάζει εντελώς διαφορετική από τον πανικό και την τοξικότητα της περιόδου 2015-2019. Δεν υπάρχουν αντιδράσεις, τα συστήματα υποδοχής απορροφούν σχετικά γρήγορα το σοκ και τα πράγματα βαίνουν ομαλά. Στην Ελλάδα υπάρχει ήδη κοινότητα Ουκρανών και κάποιες δεκάδες χιλιάδες έρχονται στη χώρα αναζητώντας ασφάλεια και υποστήριξη. Η υποδοχή γίνεται χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις, αλλά οι παροχές της χώρας δεν είναι πολλές και έτσι αρκετοί φεύγουν.

Είναι προφανές ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην επιλογή διαχείρισης των κρίσεων του 2015 και του 2022. Η ΕΕ αποδεικνύει ότι όταν θέλει μπορεί και η πολιτική της βούληση είναι αρκετή ώστε να κινητοποιήσει τα κατάλληλα μέσα, ώστε να σταθεί όπως πρέπει πολιτικά και ανθρωπιστικά. Η μεγάλη αυτή διαφορά κάνει, κατά τη γνώμη μου, προφανές ότι το 2015 δεν ήταν ζήτημα αδυναμίας ή το γεγονός ότι η ΕΕ ήταν απροετοίμαστη για να διαχειριστεί το 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, αλλά λόγω έλλειψης πολιτικής βούλησης και εντέλει ρατσισμού, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Αυτό το επιχείρημα έχει ακόμα περισσότερο νόημα αν σκεφτεί κανείς ότι και η «κρίση» του 2023, όπως προέκυψε λόγω κάποιων χιλιάδων επιπλέον αφίξεων στην Ιταλία, είχε σαν σημείο αναφοράς και σύγκρισης το 2015 και όχι το 2022.

Η τραγωδία της Πύλου

Το καλοκαίρι του 2023 ένα σκάφος υπερφορτωμένο με ανθρώπους βυθίζεται στα ανοιχτά της Πύλου σε διεθνή ύδατα, αλλά εντός ζώνης διάσωσης και έρευνας της Ελλάδας. Ο τραγικός απολογισμός 82 νεκροί, 104 διασωθέντες και τουλάχιστον 600 αγνοούμενοι. Η τραγωδία της Πύλου είναι μια μαύρη σελίδα στο ζήτημα του προσφυγικού γιατί ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εφόσον είχαν γίνει άλλες πολιτικές επιλογές διαχείρισης από την ΕΕ.

Τα γεγονότα που περιγράψαμε, οι συνέπειες τους και η ρητορική που αναπτύχθηκε είναι ενταγμένα σε μια λογική αποτροπής που εφαρμόζεται από την ΕΕ ως το κύριο εργαλείο πολιτικής για την διαχείριση του προσφυγικού. Κοινώς κάνουμε τη ζωή των προσφύγων δύσκολη ώστε να μην έρθουν.

Επιπλέον οι επιλογές πολιτικές διαχείρισης τις οποίες έκανε η Ελλάδα βρίσκονται στον πυρήνα της λογικής του Συμφώνου που μόλις εγκρίθηκε.

Είναι σαφές από το περιεχόμενο του Συμφώνου ότι η Ελλάδα αποτέλεσε το εργαστήριο πολιτικής για το προσφυγικό και δεν είναι λίγες οι φορές που η ΕΕ την επικαλέστηκε ως πετυχημένο παράδειγμα διαχείρισης με αρκετές άλλες χώρες να τονίζουν ότι οι πολιτικές της χώρας μας αποτελούν έμπνευση.

Ακόμα δεν έχουμε πλήρη εικόνα για το περιεχόμενο των κανονισμών που θα συγκροτούν το σύμφωνο, αλλά σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες φαίνεται ότι επικράτησε η σκληρή γραμμή των Κρατών Μελών.

Πολύ συνοπτικά μπορούμε να αναφέρουμε κάποια σημεία τα οποία αναδεικνύουν τον προβληματικό χαρακτήρα του Συμφώνου:

-Στο νέο Δουβλίνο, το οποίο μάλιστα διαφημίστηκε ως το τέλος του Δουβλίνου (Asylum and Migration Management Regulation) όχι απλά παραμένει η ευθύνη του πρώτου κράτους εισόδου, και άρα κυρίως χωρών όπως η Ελλάδα να εξετάζουν τα εκάστοτε αιτήματα ασύλου, αλλά από τους 12 μήνες που διαρκεί αυτή η ευθύνη βάσει του τωρινού Δουβλίνου, αυξάνεται στους 20 μήνες με το Σύμφωνο (παραμένει στους 12 μήνες, μόνο σε περίπτωση που το άτομο έφτασε στην ΕΕ κατόπιν επιχείρησης έρευνας και διάσωσης). Αυξάνεται δηλαδή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο άτομα τα οποία παρατύπως συνέχισαν το ταξίδι σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ (δευτερογενείς μετακινήσεις) θα μπορούν να επιστρέφονται από αυτό το κράτος στην πρώτη χώρα άφιξης και μάλιστα, χωρίς το εν λόγω κράτος να χρειάζεται πλέον να στέλνει αίτημα (εκ νέου ανάληψης/take back request), αλλά θα αρκεί μια γνωστοποίηση (take back notification).

– Παράλληλα, φαίνεται να απορρίφθηκε η πρόταση, από τις αρχικές της Επιτροπής, για δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης και αδερφών υπό το Δουβλίνο (αφορά τη μεταφορά της ευθύνης εξέτασης του αιτήματος σε κράτος-μέλος που οι αιτούντες έχουν στενούς συγγενείς). Πέραν του ότι θίγει την οικογενειακή ενότητα, μπορεί και να αποτελέσει push factor για δευτερογενείς μετακινήσεις, με πιθανή εμπλοκή διακινητών, με ό,τι κίνδυνο μπορεί αυτό να συνεπάγεται. Με απλά λόγια για το Συμβούλιο τα αδέρφια δεν θεωρούνται οικογένεια στο πλαίσιο του νέου Δουβλίνου.

-Για τη δε αλληλεγγύη δε φαίνεται να υπάρχει πρόβλεψη για αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις και δίνεται η δυνατότητα στα κράτη-μέλη να πληρώσουν τα Κράτη πρώτης Υποδοχής ώστε να φιλοξενήσουν τους πρόσφυγες. Ας σκεφτούμε σε τι μπορεί να οδηγήσει η επιλογή των υπόλοιπων κρατών-μελών να μην επιδείξουν αλληλεγγύη μέσω μετεγκατάστασης και να επιλέξουν να πληρώνουν τα Κράτη πρώτης υποδοχής.

Το Σύμφωνο σε θεωρητικό επίπεδο μοιάζει ως ένας ικανοποιητικός συμβιβασμός ανάμεσα στα συμφέροντα των Χωρών πρώτης υποδοχής, των Χωρών προορισμού και των Χωρών που είναι εχθρικά σε οποιαδήποτε πολιτική μετανάστευσης.

Παρόλα αυτά, η ασάφεια κάποιων κανόνων και η έλλειψη υποχρεωτικής αλληλεγγύης μπορεί να βάλουν τις Χώρες πρώτης υποδοχής σε πολύ μεγάλη πίεση.

Ο τρόπος που θα εφαρμοστεί το Σύμφωνο έχει τεράστια σημασία, αφού μοιάζει να επισπεύστηκε η έγκριση λόγω των ευρωπαϊκών εκλογών, ενώ και το επιχείρημα ότι χρειαζόμαστε το Σύμφωνο πριν τις ευρωεκλογές δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικό, αφού επί της ουσίας υιοθετεί μεγάλο μέρος της ακροδεξιάς ατζέντας και ρητορικής.

Πολιτική Cookies