Αντί εισαγωγής
Κλιματική αλλαγή. Κλιματική κρίση. Κλιματική κατάρρευση. Κάθε όρος και χειρότερος – κάθε και πέρσι και καλύτερα. «Κλιματική αλλαγή είναι αυτή που αποδίδεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινη δραστηριότητα που μεταβάλλει τη σύνθεση της ατμόσφαιρας του πλανήτη και η οποία προστίθεται στις φυσικές κλιματικές διακυμάνσεις που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια συγκρίσιμων χρονικών περιόδων». Αυτός είναι ο ορισμός που δόθηκε το 1992 στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή για να περιγράψει μια επιστημονική παρατήρηση: την αύξηση της θερμοκρασίας της Γης που αποδίδεται στην υπερσυγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Τα αέρια αυτά παράγονται από τη βιομηχανική επανάσταση μέχρι και σήμερα, εκθετικά, από σχεδόν το σύνολο των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, που είναι συνυφασμένες με την κάθε είδους ανάπτυξη και βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Ακόμη και με αυτή την εισαγωγική παρατήρηση, γίνεται κατανοητό πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά η κλιματική αλλαγή. Ειδικά μιας και πλέον έχει κανονικοποιηθεί στην καθημερινή ορολογία και οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να μην δείχνουν ιδιαίτερη ή πραγματική ανησυχία για την αντιμετώπιση των φαινομένων που προκαλεί η κλιματική αλλαγή. Παράλληλα, η παραδοχή ότι κάτι συμβαίνει, το οποίο επηρεάζει αρνητικά τις ζωές μας, απαιτεί σειρά θεμελιακών αλλαγών, που κανείς/μια δεν εμφανίζεται έτοιμος/η να κάνει.
Όταν μου προτάθηκε να γράψω ένα κείμενο για την κλιματική κρίση και τις Ευρωεκλογές από το ΕΤΕΡΟΝ, δέχθηκα αμέσως, πιστεύοντας ότι έχω κάτι να γράψω. Στην πραγματικότητα, έχω ξοδέψει αρκετές ώρες μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, ξεκινώντας παραγράφους που δεν ολοκλήρωνα, κρατώντας διάφορες σημειώσεις από σκόρπιες ιδέες και προσπαθώντας να αποφασίσω τι είναι αυτό που θέλω να πω. Δυστυχώς, έχοντας μπροστά μας τις Ευρωεκλογές, το διακύβευμα είναι χιλιοειπωμένο, η ανταπόκριση ισχνή και η δράση -εν πολλοίς- αναποτελεσματική. Η κλιματική κρίση δεν αποτελεί τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο των ευρωεκλογών (βλ. Editorial), ή των οποιωνδήποτε εκλογών λαμβάνουν χώρα φέτος ή οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή. Η κλιματική κρίση είναι το δωμάτιο και ο ελέφαντας είμαστε εμείς που στρουθοκαμηλίζουμε, πιστεύοντας πως θα βρεθεί η αναγκαία μαγική λύση και το κλίμα θα σταθεροποιηθεί σε ανεκτά επίπεδα για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Τα επιστημονικά δεδομένα είναι σαφέστατα: οδεύουμε προς το άγνωστο, το οποίο βάσει υπολογισμών, μοιάζει χειρότερο από το τώρα και το πριν. Ενδείξεις έχουμε: ακραίες καταιγίδες που οδηγούν σε ακραίες πλημμύρες, πρωτόγνωρες και μακράς διάρκειας υψηλές θερμοκρασίας που οδηγούν σε παρατεταμένες πυρκαγιές, εξαιρετικής έντασης χιονοπτώσεις και μια σειρά από άλλα φαινόμενα -άλλα πιο ορατά κι άλλα πιο αφανή-, τα οποία συνολικά συμβάλλουν στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Και πολύ συχνά -αν όχι πάντοτε-, ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι είμαστε μέρος αυτού του περιβάλλοντος και όχι υπεράνω του. Δυστυχώς, για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος, χρειαζόμαστε μια παγκόσμια λύση. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, με τα όσα συμβαίνουν διεθνώς, η προοπτική αυτή φαντάζει αδύνατη και είναι λογικό, καθώς υπάρχουν έκτακτες συνθήκες που απαιτούν άμεση επίλυση. Αντιθέτως, όπως έχει ήδη εννοηθεί, η κλιματική αλλαγή μοιάζει με κάτι μακρινό και με κάτι που μπορούμε να ασχοληθούμε όταν δεν αντιμετωπίζουμε άλλα προβλήματα. Παρ’ όλο που αυτή είναι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε σήμερα και είναι αναμενόμενο, η κλιματική αλλαγή όλο και μεγαλώνει, οδηγώντας σε περισσότερες ακραίες καταστάσεις που, με τη σειρά τους, θα οδηγήσουν σε ακόμη περισσότερες συγκρούσεις, διενέξεις και διαφορές.
Στην εποχή των πολλαπλών κρίσεων, αναβαθμίστηκε και η κλιματική αλλαγή σε κρίση, ώστε να εμπίπτει στην ορολογία της και να της προσδίδεται η έννοια του κατ’ επείγοντος. Παρ’ όλα αυτά, στην ουσία, τίποτα δεν άλλαξε πέρα από τον όρο.
Θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να γράψει κανείς για την κλιματική αλλαγή σήμερα: είναι ένα ζήτημα που διαπερνά τα πάντα, είναι μια νέα κατάσταση εντός της οποίας καλούμαστε να ζήσουμε και που -εάν επιθυμούμε να τη βελτιώσουμε- καλούμαστε να αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε. Η σημερινή κατακερματισμένη και διασπαστική προσέγγιση του ζητήματος δεν εξυπηρετεί τίποτα περισσότερο από το status quo και το business-as-usual. Οι λύσεις που συνήθως προτείνονται εμπίπτουν εντός του πλαισίου που διαβιούμε ενώ, κανονικά, χρειαζόμαστε την εφαρμογή ρηξικέλευθων αλλαγών που, θέλοντας ή μη, θα τροποποιήσουν την καθημερινότητα και τη ρουτίνα μας. Σε αυτόν που αποκαλούμε δυτικό κόσμο, σχεδόν κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τις αλλαγές αυτές ενώ, στον αποκαλούμενο αναπτυσσόμενο κόσμο, το Άγιο Δισκοπότηρο είναι η διαβίωση όπως στον δυτικό κόσμο.
Αντί επιλόγου
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), στην οποία ανήκουμε ως κράτος, και για την Ευρωβουλή (της) θα ψηφίσουμε τον ερχόμενο Ιούνιο, έχει το πιο ολοκληρωμένο σύστημα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής στον κόσμο, πετυχαίνοντας έτσι τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην επικράτειά της. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η κατάσταση βελτιώνεται στην Ευρώπη. Οι εκπομπές συνεχίζουν να αυξάνονται παγκοσμίως, με αποτέλεσμα τα φαινόμενα που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή να ενισχύονται, και στην Ευρώπη.
Σήμερα, ωστόσο, υπάρχει, και ένας ορατός κίνδυνος: Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών να οδηγήσουν σε (μερική) απομάκρυνση από την ενδυνάμωση και επέκταση των κλιματικών πολιτικών. Αυτό θα οφείλεται στη διαφαινόμενη τάση της ανάδειξης ευρωβουλευτών που είτε δεν πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι πρόβλημα είτε εξυπηρετούν διαφορετικά συμφέροντα, και στη διεθνή και παγκόσμια πραγματικότητα που απομακρύνεται κατά τρόπους από την πίστη στις κλιματικές δεσμεύσεις, προτάσσοντας «σκληρά» εθνικά συμφέροντα. Η ΕΕ αποτελεί μέρος αυτού του κόσμου και δεν (μπορεί να) αποτελεί εξαίρεση. Οι πόλεμοι στα σύνορά της, η συνακόλουθη ενεργειακή κρίση, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός αγαθών και υπηρεσιών, και πολλά άλλα, φαίνεται να αναγκάζουν και την ΕΕ να αναθεωρήσει μερικώς τη στάση της απέναντι σε ορισμένες πάγιες πολιτικές της θέσεις, ακόμη κι αυτή της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής.
Η ΕΕ, που προσπαθεί να αποτελέσει τον δρώντα που καθορίζει την παγκόσμια κλιματική ατζέντα, διαχέοντας τους κανόνες της σε διεθνές επίπεδο, βρίσκεται συχνά περιθωριοποιημένη και χαρακτηριζόμενη ως υπερφίαλη και υπερβολικά αισιόδοξη στις διεθνείς διαπραγματεύσεις. Παρ’ όλο που η κλιματική αλλαγή αναγνωρίζεται από την παγκόσμια κοινότητα ως ενός είδους απειλή και έχει υιοθετήσει πολιτικές για την αντιμετώπισή της, που βάσει επιστημονικών εκτιμήσεων θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα εφαρμογής. Οι αιτίες είναι πολλές και έχουν κυρίως να κάνουν με λόγους που προαναφέρθηκαν.
Το πρόβλημα αυτό εντοπίζεται και εντός ΕΕ. Σε αυτή τη φάση, οι πολιτικές προσαρμογής βρίσκονται σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού, όσο και σε επίπεδο εφαρμογής. Η ΕΕ, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (2019), τον Ευρωπαϊκό Κλιματικό Νόμο (2021) και τις συνακόλουθες πολιτικές πρωτοβουλίες (π.χ., Fit for 55), επικεντρώνεται σημαντικά στην επέκταση της πολιτικής μείωσης των εκπομπών απ’ όλες τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, στοχεύοντας σε μια κλιματικά ουδέτερη ήπειρο έως το 2050. Δεν εστιάζει, ωστόσο, όσο θα έπρεπε στις πολιτικές προσαρμογής, που θα επιτρέψουν στον πληθυσμό της Ένωσης να ζει σ’ ένα ανεκτό περιβάλλον, χωρίς να κινδυνεύουν η ζωή του, η περιουσία του, η καθημερινότητά του.
Το μεγάλο στοίχημα, λοιπόν, για την πενταετία που έρχεται είναι να συνεχιστεί το έργο της κλιματικοποίησης όλων των πολιτικών της ΕΕ, με στόχο την αλλαγή μοντέλου σε όλο το φάσμα των καθημερινών δραστηριοτήτων. Τα νέα μέλη της Ευρωβουλής που θα προκύψουν από τις Ευρωεκλογές, θα κληθούν (α) να εγκρίνουν τη νέα σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και (β) να συν-νομοθετούν μαζί της, και άρα να πιέζουν για θέματα που αφορούν τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των Ευρωπαίων πολιτών που εκπροσωπούν. Για τον λόγο αυτό, ισχυρή παρουσία μελών που προωθούν μια εφικτή και αποτελεσματική κλιματική (ή πράσινη) ατζέντα, θα ωφελήσει ιδιαιτέρως το σύνολο της ΕΕ. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε, άλλωστε, ότι η ΕΕ «είμαστε εμείς» και η βελτίωση των πολιτικών της θα έχει θετικό αντίκτυπο σε και για εμάς. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ΕΕ είναι ένας οργανισμός – και όπως όλοι οι οργανισμοί έχουν τα καλά τους και τα κακά τους: πρέπει να αναγνωρίζουμε αυτά που μας προσφέρει και να αγωνιζόμαστε για την μείωση των ελλείψεων και των ελαττωμάτων. Η ΕΕ μας προσφέρει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο (η σύγκριση γίνεται, φυσικά, σε παγκόσμια κλίμακα). Και η αποτελεσματική καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η οποία θα γίνει παράλληλα με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης, θα συμβάλλει στη βελτίωση όλων των δεικτών ποιότητας της ζωής.