Ο Javier Gil είναι κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Αστικού Σχεδιασμού του πανεπιστημίου UNED της Μαδρίτης, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ενοικιαστών Μαδρίτης. Συζητά με τον Δημήτρη Ραπίδη για την στεγαστική κρίση στην Ισπανία, για την πρωτοβουλία Madrid Against Blackstone, καθώς και την κατάσταση όσον αφορά την κοινωνική στέγαση.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη παρακάτω:
Πριν από τη σημερινή κατάσταση, αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ισπανία βίωσε μια μεγάλη στεγαστική κρίση τη δεκαετία του 1990. Έπειτα είχαμε την οικονομική κρίση παγκοσμίως και στην Ευρωζώνη το 2008, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε μέχρι τις μέρες μας. Οι τράπεζες έδιωχναν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους, καθώς δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη εξυπηρέτηση των δανείων τους. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκαν μεγάλα στεγαστικά κινήματα, τα οποία υπερασπίστηκαν τα στεγαστικά δικαιώματα τη στιγμή που οι κυβερνήσεις προχωρούσαν σε δημόσιες πολιτικές για τη στέγαση με στόχο την προσέλκυση διεθνών επενδυτών και hedge funds. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), η επανεκτίμηση των ακινήτων, στη συνέχεια η αύξηση των κόστους ενοικίασης και αγοράς και, τέλος, η διαδικασία των εξώσεων που επηρέασε το σύνολο της στεγαστικής αγοράς στην ισπανική πρωτεύουσα.
Σήμερα, οι μεγάλες επιχειρήσεις, κάτοχοι πλέον αναρίθμητων ακινήτων, έχουν μετατρέψει οικιστικές μονάδες σε ενοικιαζόμενα ακίνητα προχωρώντας σε υπερβολικές αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων. Αγόρασαν ακίνητα, έδιωξαν τους καταληψίες όπου χρειάστηκε και προχώρησαν σε ριζική αναδιαμόρφωση της αγοράς. Τράπεζες και διεθνή επενδυτικά κεφάλαια έχουν εισέλθει επιθετικά στον τομέα της στέγασης, συσσωρεύοντας έναν τεράστιο αριθμό ακινήτων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με συνέπεια να ασκούν μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση και την αγορά και να επηρεάζουν την άσκηση πολιτικής.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έπληξε πλατιά κοινωνικά στρώματα στην Ισπανία. Πραγματοποιήθηκαν πάρα πολλές εξώσεις μεταξύ 2008 και 2015. Το κίνημα υπέρ της στέγασης για τα άτομα που επλήγησαν από την κρίση των στεγαστικών δανείων άρχισε να μεγαλώνει, ειδικά όσο οι κυβερνητικές πολιτικές δεν έδιναν απάντηση στο πρόβλημα. Άνθρωποι που έχαναν τα σπίτια τους προέρχονταν από χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, κάποιοι ήταν μετανάστες, αλλά υπάρχουν και πολλές οικογένειες που δεν ήταν προηγουμένως πολιτικοποιημένες και αποφάσισαν να μπουν στο κίνημα, να συμμετέχουν σε καταλήψεις, να οργανωθούν και πολλές φορές να καταφέρουν να τα βάλουν με επενδυτικούς κολοσσούς.
Σήμερα, η Blackstone κατέχει τα περισσότερα ακίνητα στην Ισπανία και την ίδια στιγμή είναι ο μεγαλύτερος ιδιωτικός πάροχος στέγης στην ιστορία της χώρας. Όταν άρχισε να αυξάνει τα ενοίκια κατά σχεδόν 100%, η Ένωση Ενοικιαστών της Μαδρίτης κινητοποιήθηκε ενάντια σε αυτήν την πολιτική. Οι ενοικιαστές δεν εγκατέλειψαν τις οικίες τους, ακόμα και αν η μίσθωση έχει ολοκληρωθεί, αποφεύγοντας να υπογράψουν νέο συμβόλαιο με διπλάσια τιμή ενοικίου. Η Ένωση κινείται δυναμικά στο πεδίο της προστασίας αυτών των ανθρώπων και τους δικαιώματος στην στέγη από το 2017, ξεκινώντας έναν τεράστιο αγώνα στις γειτονιές, στα social media. Δημιουργήσαμε «κτίρια του αγώνα», όπως τα ονομάσουμε, ενάντια στις εξώσεις από την Blackstone. Φέραμε τη συζήτηση στο ισπανικό Κοινοβούλιο, το θέμα των εξώσεων μπήκε στην καθημερινή ατζέντα, ο κόσμος σε όλη τη χώρα άρχισε να μαθαίνει τι ακριβώς συμβαίνει στη Μαδρίτη, το ζήτημα διεθνοποιήθηκε, η κυβέρνηση πιέστηκε. Η Blackstone άρχισε τις μηνύσεις, πολλοί ενοικιαστές βρέθηκαν στα δικαστήριο εξακολουθώντας ωστόσο να πληρώνουν το παλιό ενοίκιο, όχι την αύξηση που ήθελε να επιβάλλει η Blackstone, δείχνοντας ότι υπήρχε δέσμευση από την πλευρά των ενοικιαστών να συνεχίσουν να πληρώνουν αυτό που θεωρούσαν ως νόμιμο μίσθωμα.
Μετά από δύο χρόνια σύγκρουσης, η Blackstone κάθισε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, παρότι ο νόμος ήταν με το μέρος της. Πάνω από 80 νοικοκυριά συμμετείχαν στη δικαστική διαμάχη. Τελικά, ως Ένωση κερδίσαμε μια εξαιρετικά ευνοϊκή δικαστική ρύθμιση για όλους τους ενοικιαστές, που αποτυπωνόταν στην οριζόντια αύξηση του ενοικίου κατά 8% -και όχι στο διπλασιασμό του- και καμία επιπλέον αύξηση ενοικίου για τα επόμενα επτά χρόνια.
Πάω από το δεύτερο στο πρώτο σημείο: Η Μαδρίτη έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά άδειων, μη αξιοποιήσιμων ακινήτων που προορίζονται για κατοικία στην Ευρώπη. Οι επενδυτές θεωρούν τα μη αξιοποιήσιμα ακίνητα ως περιουσιακό στοιχείο, κερδοσκοπώντας πάνω στην τιμή τους, αντί να τα βάζουν στην αγορά, πληρώνοντας τον σχετικό φόρο, όχι αυτόν που πληρώνουν τώρα που είναι πολύ χαμηλότερος και δεν ανταποκρίνεται στο κόστος του ακινήτου.
Τώρα, όσον αφορά τον έλεγχο των ενοικίων, στην περιοχή της Καταλονίας και στο Βερολίνο έχουμε δύο περιπτώσεις επιβολής πλαφόν στα ενοίκια, όπου το Συνταγματικό Δικαστήριο προσάρμοσε τις τιμές με βάση ένα σύνολο κριτηρίων και όχι με βάση τις κερδοσκοπικές τάσεις και το Κοινοβούλιο στη συνέχεια σεβάστηκε την ετυμηγορία του Δικαστηρίου. Στην πράξη, η απόφαση του δικαστηρίου αποδείχθηκε αποτελεσματική και βοήθησε τους ενοικιαστές να νοικιάζουν σπίτια σε σχετικά φυσιολογικές τιμές σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στη Μαδρίτη για παράδειγμα.
Η κοινωνική στέγαση ήταν μια πολιτική που είχε ως τελικό στόχο τα ακίνητα να περάσουν σε χέρια ιδιοκτητών, στα χέρια όσων μένουν σε κοινωνικές κατοικίες. Αυτό ήταν το πολιτικό πλάνο στην αρχή, ώστε να ενισχυθεί και το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στη χώρα. Έχουμε ένα τεράστιο απόθεμα τέτοιων κατοικιών που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1960 με τρόπο που οι ενοικιαστές μετά από μια περίοδο θα μπορούσαν να αγοράσουν το σπίτι με ευνοϊκούς -υποτίθεται- χρηματοδοτικούς όρους. Αυτή ήταν επομένως μια πολιτική που ευνοούσε την «ιδιωτικοποίηση» των κοινωνικών κατοικιών, το πέρασμα δηλαδή του ακινήτου από το κράτος στον ιδιώτη. Αυτή η διαδικασία δημιούργησε μια τεράστια «φούσκα», ένα τεράστιο χαρτοφυλάκιο κατοικιών που κατέρρευσε μετά το 2008. Από αυτή την άποψη, λαμβάνοντας υπόψη την συγκεκριμένη εμπειρία, η κοινωνική στέγαση δεν είναι η λύση · ο έλεγχος των ενοικίων είναι η λύση και οι φόροι στις άδειες, μη αξιοποιήσιμες κατοικίες.
Το διακύβευμα για τον ιδιωτικό τομέα είναι υψηλό και η πίεση που ασκούν τα κοινωνικά κινήματα σε αυτόν αυξάνεται συνεχώς. Για τον ιδιωτικό τομέα και την κυβέρνηση ισχύει πάντα το ρητό «business as usual», αλλά για εμάς, για τους ενοικιαστές και τα κοινωνικά κινήματα, το μείζον είναι η διασφάλιση προσιτής στέγης. Για τους επενδυτές και τα funds, το ακίνητο είναι μια επιχείρηση, η στέγαση είναι μια επιχείρηση, ένα χρηματοοικονομικό αγαθό, ένα μέσο συσσώρευσης κεφαλαίων, κάτι που δεν ισχύει για τους ενοικιαστές και τα κινήματα. Έτσι δημιουργείται μια ανταγωνιστική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών που δυσκολεύει το πεδίο συνεργασίας.
Προς το παρόν, επενδυτές και funds επικρατούν σε αυτή τη μάχη, με την υποστήριξη του κράτους και κυρίαρχων θεσμών, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που από την αρχή ήταν υπεύθυνη με τις πολιτικές της για την «έκρηξη» στις τιμές των ακινήτων και των ακραίων κερδοσκοπικών τάσεων που ακολούθησαν.
Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση μεταξύ της αρχικής σύλληψης του Airbnb και εκείνου που βλέπουμε σήμερα να υλοποιείται, εκείνου που σηματοδοτεί σήμερα το Airbnb. Αρχικά ήταν μια ιδέα για ένα μοντέλο κοινής, συνεταιριστικής οικονομίας, αφορούσε ένα μοντέλο βιώσιμης οικονομίας, αλλά αυτό που ζούμε τώρα είναι το ακριβώς αντίθετο. Έχουμε τεράστια συγκέντρωση τουριστών, βίαιο εκτοπισμό των κατοίκων στις περιοχές όπου ανθεί το Airbnb, ιδιοκτήτες που βγάζουν περισσότερα χρήματα διαστρεβλώνοντας την αγορά, διαλύοντας γειτονιές, διώχνοντας ενοικιαστές που ζούσαν επί χρόνια στο ίδιο ακίνητο.
Το Airbnb έχει γίνει μια τεράστια επιχείρηση που καταστρέφει τις πόλεις, κάνει την καθημερινή ζωή εξαντλητική, ευνοεί την ηχορύπανση λόγω της υπερσυσσώρευσης ανθρώπων σε συνοικίες, σε μικρούς χώρους, τα κτίρια και οι δημόσιοι χώροι δεν χρησιμοποιούνται με τον τρόπο που ήταν προορισμένα να χρησιμοποιηθούν, οι γειτονιές χάνουν τα χαρακτηριστικά και την ταυτότητά τους, με συνέπεια επίσης σχολεία να κλείνουν, καθώς πολλές οικογένειες εγκαταλείπουν τις περιοχές στις οποίες είχαν χτίσει ουσιαστικά τη ζωή τους. Ο υπερκορεσμός στον τουρισμό έχει επίσης αρνητικό αντίκτυπο στη δημόσια υγειονομική περίθαλψη και σε άλλες υπηρεσίες του δημοσίου, υποβαθμίζοντας σταδιακά ένα ολόκληρο δημόσιο σύστημα πρόνοιας στο οποίο δεν έχουν πρόσβαση οι τουρίστες και το οποίο συντηρούταν από τον άλλοτε μόνιμο, τοπικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου, είναι δύσκολο να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στις θετικές και αρνητικές πτυχές της Airbnb. Οι αρνητικές πτυχές υπερτερούν κατά κράτος.
Ο Javier Gil είναι κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Αστικού Σχεδιασμού του πανεπιστημίου UNED της Μαδρίτης, ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Ενοικιαστών Μαδρίτης.