Οι λαϊκές μάζες φαίνεται πως στρέφουν την πλάτη στα κόμματα της Αριστεράς, περιλαμβανομένων των (πρώην, πλέον) μεγάλων κομμάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Σημαντικό μέρος των μη προνομιούχων στρέφεται σε κόμματα –συνήθως (αν και όχι πάντα) της Δεξιάς ή Άκρας Δεξιάς– που χαρακτηρίζονται ως λαϊκιστικά 2. Οι εκλογικές επιτυχίες του ακροδεξιού λαϊκισμού είναι εντυπωσιακές όσο και ανησυχητικές. Ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λε Πεν έχει εδραιωθεί από καιρό ως μεγάλη πολιτική δύναμη στη Γαλλία. Στην Ουγγαρία, το Fidesz του Βίκτορ Όρμπαν τείνει να εδραιωθεί ως καθεστώς στην κυβέρνηση. Το ίδιο επιδίωκε για χρόνια το PiS του Γιάροσλαβ Καζίνσκι στην Πολωνία. Συμμετοχή στην κυβέρνηση πέτυχαν ή διεκδικούν με αξιώσεις ακροδεξιοί λαϊκιστές σε Ιταλία (Σαλβίνι, Μελόνι), Ολλανδία (Βίλντερς) και αλλού. Υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Το φαινόμενο αυτό χρειάζεται μιαν εξήγηση. Γιατί ο λαϊκισμός έχει γίνει τόσο ελκυστικός σε μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος, ιδίως στις λαϊκές μάζες; Πώς οι πολιτικές δυνάμεις της Ακροδεξιάς κατόρθωσαν να οικειοποιηθούν το λόγο (discourse) του λαϊκισμού, προκειμένου να αποκομίσουν εκλογικά οφέλη που τους επιτρέπουν να εφαρμόσουν την εθνικιστική, ξενοφοβική, ρατσιστική και μισαλλόδοξη πολιτική ατζέντα τους; Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, χρειάζεται καταρχάς να δούμε τί είναι (και τί δεν είναι) ο λαϊκισμός.
Ο λαϊκισμός δεν είναι μια συνεκτική πολιτική ιδεολογία. Κανείς δεν είναι μόνο λαϊκιστής. Είτε τον αντιλαμβανόμαστε ως μια ατελή ιδεολογία είτε ως μια διακριτή λογική πολιτικού λόγου 3, ο λαϊκισμός πάντοτε προϋποθέτει και συνδυάζεται με ορισμένη ιδεολογία βάσης, πάνω στην οποία προσκολλάται, περίπου όπως ένα παράσιτο προσκολλάται στον ξενιστή του. Τη βάση μπορούν να προσφέρουν ποικίλες ιδεολογίες: εθνικισμός, σοσιαλισμός, νεοφιλελευθερισμός, σοσιαλδημοκρατία κ.ά. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ένας λαϊκισμός, αλλά πολλοί και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Είναι προτιμότερο να μιλάμε για λαϊκισμούς (στον πληθυντικό) παρά για λαϊκισμό (στον ενικό). Είναι αλήθεια ότι, συχνά, ο λαϊκισμός είναι εθνικιστικός, ρατσιστικός, ξενοφοβικός. Υπάρχει όμως και προοδευτικός, χειραφετητικός, δημοκρατικός λαϊκισμός. Όπως υπάρχει δεξιός, έτσι υπάρχει και αριστερός λαϊκισμός 4.
Περαιτέρω, ο λαϊκισμός γνωρίζει διαβαθμίσεις, είναι ένα φάσμα μάλλον παρά ένα δίπολο 5. Ένας πολιτικός φορέας δεν είναι πάντοτε και μόνον είτε λαϊκιστικός είτε μη λαϊκιστικός. Μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο λαϊκιστικός, όπως επίσης μπορεί να εκφέρει λαϊκιστικό λόγο για να προάγει ορισμένες από τις πολιτικές του, αλλά όχι για άλλες. Ο λαϊκισμός, επομένως, δεν έχει μόνο διαφορετικές μορφές, αλλά και διαφορετικές διαβαθμίσεις.
Υπάρχει, πάντως, κάτι κοινό σε όλες τις μορφές λαϊκισμού. Όλοι οι λαϊκιστές ισχυρίζονται πως αντιπροσωπεύουν τον απλό λαό απέναντι στις ελίτ που συγκροτούν ένα διεφθαρμένο κατεστημένο. Η έμφαση στο λαό και ο αντι-ελιτισμός είναι η αφετηρία και ο πυρήνας κάθε λαϊκισμού 6. Οι διαφορές αρχίζουν από κει και πέρα. Ιδίως, ως προς το πώς εννοεί το λαό κάθε λαϊκισμός. Κάπως σχηματικά, η μεγάλη διαιρετική τομή είναι ανάμεσα στον αυταρχικό λαϊκισμό, για τον οποίον ο λαός έχει εθνο-φυλετική καθαρότητα και, άρα, αποκλείεται κάθε ξένος και, από την άλλη, τον δημοκρατικό λαϊκισμό, που ως λαό αντιλαμβάνεται τους μη προνομιούχους, στους οποίους περιλαμβάνονται περιθωριοποιημένες και υπο-αντιπροσωπευόμενες κοινωνικές ομάδες.
Σε οποιαδήποτε από τις εκδοχές του, ο λαϊκισμός ενέχει μια κριτική της ‘υπαρκτής’ φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως διαμορφώνεται από τα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα 7. Από την άποψη αυτήν, ο λαϊκισμός είναι ένας ‘καθρέφτης’, που μας επιτρέπει να δούμε τα εγγενή προβλήματα, τις αδυναμίες και τα ελλείμματα –ιδίως το δημοκρατικό και το έλλειμμα αντιπροσώπευσης– της φιλελεύθερης δημοκρατίας 8. Στην πραγματικότητα, όπως λέει η Nicola Lacey, «ο λαϊκισμός γεννιέται εν μέρει από τις ‘διαψευσθείσες υποσχέσεις’ της ίδιας της δημοκρατίας». Η αποτυχία της «να αντιπροσωπεύσει ένα επαρκές εύρος συμφερόντων έδωσε σημαντική ώθηση στο λαϊκισμό, ιδίως στην Ευρώπη, όπου η κινητήρια ιδέα της ανασυγκρότησης της δημοκρατίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η εγκαθίδρυση δομών που περιορίζουν την εμβέλεια της λαϊκής βούλησης». Ιδιαίτερα, «οι επί μακρόν βαθιές κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες μπορούν να πυροδοτήσουν το λαϊκισμό υπονομεύοντας τη νομιμοποίηση των κυβερνωσών ελίτ» 9.
Ο λαϊκισμός είναι η αντίδραση απέναντι σ’ αυτό που αποτελεί την πιο δομική δυσλειτουργία –και τη διαστρέβλωση των επαγγελιών– της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην εποχή μας: Οι οικονομικές ελίτ έχουν καταφέρει να επιβληθούν στο πολιτικό σύστημα, ελέγχοντας και διαπλεκόμενες με τις κυβερνώσες ελίτ –ένα διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο– με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, ώστε κατ’ αποτέλεσμα οι πολλοί να αποκλείονται από την πολιτική διαδικασία 10. Η πολιτική καταλήγει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων και ισχυρών, αγνοώντας τα συμφέροντα των απλών πολιτών.
Από κει και πέρα, όμως, ο λαϊκισμός καθαυτόν δεν προσφέρει κάποια συγκεκριμένη απάντηση. Την απάντηση τη δίνει η ιδεολογία βάσης με την οποία κάθε φορά συνδυάζεται. Για τον (ακρο)δεξιό λαϊκισμό, η απάντηση είναι η μετάβαση σε αυτό που έχει αποκληθεί ‘ανελεύθερη δημοκρατία’ (illiberal democracy) 11, δηλαδή σε ένα αυταρχικό πολίτευμα που, σε αντίθεση με τις απροκάλυπτες δικτατορίες, εξακολουθεί να λειτουργεί ως κατ’ επίφαση δημοκρατικό, αφού οι κυβερνώντες αναδεικνύονται από εκλογές. Από την άλλη, ο δημοκρατικός λαϊκισμός επαγγέλλεται τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος 12. Αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται την αντιπροσώπευση των κοινωνικά αποκλεισμένων και όσων υπο-αντιπροσωπεύονται, τη δραστική μείωση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και, κατ’ ανάγκην, αντιστοίχως, τη δραστική περικοπή των εξωφρενικών προνομίων των ελίτ.
Μένει ένα κρίσιμο ερώτημα: Για ποιο λόγο ο ακροδεξιός αυταρχικός λαϊκισμός έχει αποδειχθεί μακράν πιο επιτυχημένος από τον αριστερό δημοκρατικό λαϊκισμό; Την απάντηση ίσως πρέπει να την αναζητήσουμε στο πρόσφατο παρελθόν της κυβερνώσας Αριστεράς. Περίπου από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι πολίτες διαπίστωσαν ότι, είτε έφερναν με την ψήφο τους στην κυβέρνηση συντηρητικά κόμματα είτε σοσιαλδημοκρατικά, το αποτέλεσμα ήταν οι ίδιες πάνω κάτω πολιτικές λιτότητας, ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης, δηλαδή η εφαρμογή του πολιτικού προγράμματος του νεοφιλελευθερισμού, που ειδικά στην ήπειρό μας συντονίστηκε κεντρικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ, το SPD του Γκέρχαρντ Σρέντερ ή, στα καθ’ ημάς, το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη είναι ορισμένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα σύγκλισης πάλαι ποτέ ανταγωνιστικών πολιτικών δυνάμεων σε ένα ακαθόριστο ‘Κέντρο’ ή ‘μεσαίο χώρο’. Η Αριστερά εγκατέλειψε τη ριζοσπαστικότητά της και, μαζί μ’ αυτή, την ικανότητα να εμπνέει και να εκφράζει τις λαϊκές μάζες. Με άλλα λόγια, έπαψε να είναι λαϊκιστική. Το κενό που προέκυψε το οικειοποιήθηκε η λαϊκιστική Άκρα Δεξιά, εκφράζοντας με επιτυχία μιαν ακραία (δήθεν) αντισυστημική ρητορική –ανεξαρτήτως του ότι οι πολιτικές που προάγει κάθε άλλο παρά αντισυστημικές είναι– που βρήκε ευήκοον ους στους χτυπημένους από τη λιτότητα και απογοητευμένους από την πολιτική πολίτες.
Η Αριστερά, αντιθέτως, –όχι μόνον η κυβερνώσα, αλλά και η ριζοσπαστική– απέτυχε να μιλήσει στους πολίτες στη γλώσσα τους. Αποδείχθηκε φοβική, επέλεξε ένα λόγο ευπρεπισμένο, στρογγυλεμένο, άτολμο. Δίστασε να πει τα πράγματα με το όνομά τους, από το φόβο μη χαρακτηριστεί λαϊκιστική από το μιντιακό και πολιτικο-οικονομικό κατεστημένο –για το οποίο ο λαϊκισμός αποτελεί, και ευλόγως, «ανάθεμα» 13. Δεν αντιστάθηκε στη διαρκή ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών, των κεντρικών τραπεζών και αντίστοιχων εθνικών, διεθνών ή υπερεθνικών θεσμών, που προάγουν την τεχνοκρατική διακυβέρνηση αντί της πλειοψηφικής πολιτικής. Δεν υπερασπίστηκε τη βασική δημοκρατική αρχή ότι σημαντικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών δεν θα πρέπει να αφαιρούνται από τους πολίτες και να αφήνονται σε μη αιρετούς και ανεύθυνους αξιωματούχους.
Ο δημοκρατικός λαϊκισμός στέκεται κριτικά απέναντι στη διαρκή τάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας να υποβαθμίζει ή και να εμποδίζει την πολιτική ενεργητικότητα των ‘απλών’ πολιτών σε αντιδιαστολή προς τις ελίτ 14. «Περισσότερη εξουσία στους πολίτες», αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει 15. Κι αυτό προϋποθέτει και συνεπάγεται τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος προς την κατεύθυνση μιας πιο συμπεριληπτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας. Το αίτημα αυτό είναι ιδιαίτερα επιτακτικό σε χώρες με ασθενή κοινωνία των πολιτών και αδύναμο πολιτικό σύστημα, όπως η δική μας, όπου η κρατούσα αντίληψη περί φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι πιο πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα τη διολίσθηση του πολιτεύματος σε εργαλείο των ελίτ. Και, μιας και αυτές ακριβώς οι ‘αποτυχίες’ της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι η αιτία για την εξάπλωση των αυταρχικών παρεκκλίσεων της λαϊκιστικής ιδέας, ο δημοκρατικός λαϊκισμός μοιάζει να δίνει μιαν απάντηση για την αντιμετώπιση του αυταρχικού λαϊκισμού. Ένας κάποιος ‘υγιής’ λαϊκισμός, επομένως, φαίνεται πως είναι αναγκαίος για να πολεμήσουμε τον ‘κακό’ λαϊκισμό 16. Η Αριστερά μόνο τότε θα μπορέσει να ανακτήσει τη σχέση της με τις λαϊκές μάζες, όταν (ξανα)γίνει πραγματικά λαϊκιστική.