Στο πλαίσιο των Όψεων με τίτλο “The Brussels Bubble”, ο Δημήτρης Ραπίδης συζητά με την Amadine Crespy, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών.
Στη συνέντευξη της αναλύει την κοινωνική διάσταση της Ευρώπης και τις πολιτικές για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Εξερευνά την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που σχετίζονται με την οικονομική ολοκλήρωση και την ενιαία αγορά, όπως το κοινωνικό ντάμπινγκ, και την ανάγκη μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών-μελών. Επιπρόσθετα, αναφέρεται στην σημασία του NextGenerationEU ως πηγή κεφαλαίων για την υποστήριξη των κρατών-μελών και την επένδυση σε κοινωνικές και οικολογικές πολιτικές.
Εξετάζει τις διάφορες ερμηνείες του όρου “Κοινωνική Ευρώπη” από διαφορετικές πολιτικές πλευρές, καθώς και τις προκλήσεις και τις προοπτικές για την κοινωνική πολιτική στην ΕΕ, όπως και τις αλλαγές στη δυναμική μεταξύ των νομοθετικών σωμάτων της ΕΕ. Τέλος αναφέρεται στην απόδοση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, επισημαίνοντας τόσο τις επιτυχίες όσο και τις προκλήσεις στην εφαρμογή των σχετικών οδηγιών.
Διαβάστε ολόκληρη την γραπτή συνέντευξη παρακάτω:
Η κοινωνική διάσταση της Ευρώπης και οι σχετικές πολιτικές για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής βρίσκονται στο επίκεντρο της προεκλογικής εκστρατείας των πολιτικών δυνάμεων για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, εκείνο που ονομάζουμε «Κοινωνική Ευρώπη» είναι περισσότερο υπόσχεση ή είναι ένα συγκεκριμένο μοντέλο άσκησης πολιτικής;
Νομίζω ότι αυτό που ονομάζουμε «Κοινωνική Ευρώπη» παραμένει μια υπόσχεση υπό την έννοια ότι πολλοί πολίτες είναι δυσαρεστημένοι με τον τρόπο με τον οποίο ασκούνται οι κοινωνικές πολιτικές. Πολλοί επίσης Ευρωπαίοι πολίτες πιστεύουν ότι η κοινωνική διάσταση στη χάραξη των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς αυτά τα χρόνια και πρέπει να ενισχυθεί.
Αν και υπάρχουν ήδη πολλά διαφορετικά εργαλεία πολιτικής και πόροι στοχευμένοι σε κοινωνικά ζητήματα, η Κοινωνική Ευρώπη παραμένει ένα ιδεατό σχήμα, χωρίς επίσης να υπάρχουν ενδείξεις ότι κινείται προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Αυτό ίσχυε πάντα;
Αν κάνουμε μια μικρή «βουτιά» στην ιστορία, ήδη από τη δεκαετία του 1980 -για πολλούς πιθανότατα και πολύ νωρίτερα- ήταν αρκετά σαφές ότι η Κοινωνική Ευρώπη δεν αφορούσε ποτέ στην οικοδόμηση ενός ευρωπαϊκού κράτους πρόνοιας.
Η φύση του έργου και των αρμοδιοτήτων της ΕΕ είναι πολύ διαφορετική από εκείνη των συστημάτων πρόνοιας των κρατών-μελών, καθώς βασίζεται πολύ περισσότερο σε ένα πλαίσιο κανονισμών παρά στη διανομή πόρων αυτών καθεαυτών. Το έργο δηλαδή της ΕΕ είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που κάνουν τα κράτη-μέλη στο επίπεδο των πολιτικών κοινωνικής πρόνοιας και σε κοινωνικές πολιτικές.
Ακόμη κι αν η ΕΕ αποτελεί, όπως λέτε, ένα πλαίσιο κανονισμών, τι θα μπορούσε να κάνει για να βελτιώσει τις πολιτικές της για την Κοινωνική Ευρώπη;
Εκτιμώ ότι αυτό που μπορεί ή πρέπει να κάνει η ΕΕ -και σε κάποιο βαθμό το κάνει ήδη- είναι να αντιμετωπίσει προβλήματα αμιγώς ευρωπαϊκά, που αφορούν την οικονομική ολοκλήρωση και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα ήταν αυτό που ονομάζουμε «κοινωνικό ντάμπινγκ». Στο πλαίσιο της ελευθερίας μετακίνησης ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών, οι εργαζόμενοι μπορούν να μετακινούνται μεταξύ διαφορετικών χωρών που έχουν πολύ διαφορετικά κοινωνικά πρότυπα και μισθολογικά επίπεδα, όπου υπάρχει ήδη ένας ολόκληρος μηχανισμός κανόνων και προβλέψεων για την προστασία της εργασίας, ειδικά σε εργαζόμενους που προέρχονται από χώρες με χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο. Τα διαφορετικά επίπεδα ρύθμισης δημιουργούν προβλήματα και ανισότητες και το βλέπουμε και με Ευρωπαίους πολίτες, αλλά και πολίτες υπηκόους τρίτων χωρών, εκτός ΕΕ, που αναζητούν εργασία σε ένα κράτος-μέλος. Επομένως, το πρώτο ζήτημα είναι να προσπαθήσουμε ως ΕΕ να επιλύσουμε τα προβλήματα και εμπόδια της ολοκλήρωσης της αγοράς εργασίας συνολικά.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι πώς μπορούμε να κάνουμε την ΕΕ να αντιμετωπίσει τις ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών και των κοινωνιών, στηρίζοντας εκείνα τα κράτη-μέλη που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη · τα κράτη-μέλη που δεν έχουν τους πόρους επειδή η οικονομία τους είναι πιο αδύναμη για διαρθρωτικούς λόγους ή λόγω ενός πολύ άδικου φορολογικού συστήματος που αφήνει πίσω του ελάχιστα δημόσια έσοδα στο κράτος για να καλύψει ουσιαστικά κενά πολιτικής που σχετίζονται με την καταπολέμηση των ανισοτήτων. Σε αυτόν τον τομέα, η ΕΕ έχει κάνει περισσότερα βήματα, ιδιαίτερα μέσω του χρηματοδοτικού εργαλείου NextGenerationEU*, όπου βλέπουμε νέα ποσά να κατευθύνονται, για παράδειγμα, σε κοινωνικές επενδύσεις.
Το NextGenerationEU αποτελεί μία σημαντική, νέα πηγή κεφαλαίων για να στηρίξει εκείνα τα κράτη-μέλη που έχουν βγει από τη λιτότητα και βιώνουν τις σκληρές συνέπειές της. Στηρίζει επίσης τις κυβερνήσεις που θέλουν να επενδύσουν σε πολιτικές μετάβασης από οικολογική άποψη, αλλά και σε κοινωνικές επενδύσεις, βελτιώνοντας τις πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας και τις υπηρεσίες αναζήτησης εργασίας ή τις υπηρεσίες δια βίου μάθησης.
Υπάρχει μία ή πολλές ερμηνείες για το τι ακριβώς σημαίνει «Κοινωνική Ευρώπη»;
Εκτιμώ ότι από διαφορετικές πολιτικές οπτικές γωνίες η ΕΕ χρησιμοποιείται είτε για να προβάλλει ό,τι δεν είναι επιθυμητό, ένα αντί-μοντέλο αν θέλετε, είτε για να δώσει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς σηματοδοτεί η Κοινωνική Ευρώπη για τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, όμως αυτό που γνωρίζω είναι ότι χρησιμοποιούν έναν «σοβινισμό της πρόνοιας», έτσι θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε, που στρέφεται ενάντια στις βασικές ελευθερίες της ΕΕ και στο «κλείσιμο» της αγοράς εργασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών. Αυτή είναι μια κενή νοήματος κι άδικη Κοινωνική Ευρώπη, θα έλεγα.
Τι γίνεται με τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς;
Νομίζω ότι για τα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Υπάρχει η ελπίδα ότι η ΕΕ θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, όπως το κοινωνικό ντάμπινγκ και οι ανισότητες, ζητήματα που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστούν σε εθνικό επίπεδο. Τα περισσότερα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα είναι πολύ ευνοϊκά στην ανακατανομή των πόρων μεταξύ των κρατών-μελών μέσω συγκεκριμένων μέσων και εργαλείων, όπως και του προϋπολογισμού της ΕΕ επίσης, αλλά την ίδια στιγμή, ειδικά τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, είναι πολύ επιφυλακτικά για το γεγονός ότι μερικές φορές η ΕΕ μπορεί να παίξει αρνητικό ρόλο στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα είναι η πολιτική του flexicurity, της ευελιξίας στην εργασία χωρίς να χάνεται η έννοια της ασφάλειας, της εργασιακής ασφάλειας. Πρόκειται για μία πολιτική που «πατάει» πάνω στο σκανδιναβικό και το ολλανδικό μοντέλο, μια προοδευτική προσέγγιση που επιχειρεί να συνδυάσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας με τον υψηλό βαθμό προστασίας του εισοδήματος και της κατάρτισης για τους εργαζόμενους. Αυτό το μοντέλο έχει λειτουργήσει αρκετά καλά σε αυτές τις χώρες, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους εργοδότες ή εφαρμόστηκε σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία έχει αλλάξει την ίδια την φύση και το περιεχόμενο της εργασιακής ευελιξίας, δημιουργώντας απλώς περισσότερη ευελιξία για τους οικονομικούς παράγοντες χωρίς να παρέχεται ένα αξιοπρεπές επίπεδο ασφάλειας στους εργαζόμενους.
Παράλληλα, υπάρχει μια αμφιθυμία στο αριστερό πολιτικό φάσμα ότι η ΕΕ αποτελεί μία αρένα πολιτικής σύγκρουσης, ότι αποτελεί πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού και τίποτα παραπάνω. Κόμματα του χώρου τάσσονται υπέρ του επιχειρήματος η ΕΕ να έχει περισσότερες εξουσίες και πόρους για να επενδύσει την κοινωνική πολιτική μόνο εάν είναι εκ προοιμίου βέβαιο ότι ο ρόλος της θα είναι θετικός κατά τη δική τους οπτική και ότι δεν θα υπάρχουν αρνητικά σημεία σε αυτή την πολιτική. Αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ έχουν επίσης αμφισβητηθεί, κυρίως εκείνες που θέτουν τις οικονομικές ελευθερίες της ΕΕ πάνω από τις εθνικές πολιτικές και ρυθμίσεις. Και όχι τυχαία θα έλεγα σε πολλές περιπτώσεις, καθώς είναι εμπειρικά αποδεδειγμένο ότι η ΕΕ αποδυναμώνει την προστασία και τις κοινωνικές ρυθμίσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν σε εθνικό επίπεδο. Αυτή είναι μια μεγάλη πρόκληση για την ΕΕ, αλλά και για τις αριστερές δυνάμεις πιο συγκεκριμένα.
Συνολικά, πως θα αξιολογούσατε την μέχρι τώρα απόδοση του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων;
Ήταν μια καλή κίνηση που προωθήθηκε από τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επικεφαλής μιας Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ήταν αφοσιωμένη στην απόδοση αυτού του Πυλώνα. Υπήρχε η βούληση να βγούμε μπροστά μετά από μια δεκαετία λιτότητας που δεν βοήθησε στην επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας και προκάλεσε δυστυχία για πολλούς Ευρωπαίους. Ο Πυλώνας ήταν ένα πολιτικό μήνυμα και η σημερινή Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιχείρησε να καταστήσει απτό το αποτύπωμά του στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως η Οδηγία για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής ή η Οδηγία για τον κατώτατο μισθό, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες ανάλογου περιεχομένου.
Υπάρχουν θολά ή προβληματικά σημεία στην εφαρμογή των παραπάνω Οδηγιών ή όλα βαίνουν καλώς;
Πολλά έχουν συμβεί κάτω από τη «σημαία» του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, πιθανώς περισσότερα αυτά τα πέντε χρόνια από ό,τι έχει συμβεί τα προηγούμενα δεκαπέντε χρόνια, αλλά υπάρχουν δύο ζητήματα στα οποία θα επέμενα λίγο παραπάνω: το πρώτο είναι ότι, αν κοιτάξετε το αποτέλεσμα των Οδηγιών στα κράτη-μέλη, τι άφησαν πίσω, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περισσότερο για πολιτική που κινείται σε κάποιες περιπτώσεις στο πεδίο των συμβολισμών. Το πρόβλημα είναι ότι η πολιτική της ΕΕ έχει να κάνει πάντα με συμβιβασμούς με πολλούς διαφορετικούς δρώντες με διαφορετικές προτιμήσεις και πολιτικές · σε μερικές περιπτώσεις έχουμε, για παράδειγμα, εθνικές εκλογές που δημιουργούν περισσότερα πολιτικά εμπόδια για μια πιο προοδευτική μεταρρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ και κατά συνέπεια ό,τι απομένει από άποψη χάραξης πολιτικής δεν είναι σημαντικό σε επίπεδο ουσίας για τους εργαζόμενους. Βλέπω πραγματικά τον κίνδυνο να υπάρχουν υποχωρήσεις στις πολιτικές του Πυλώνα, ένα χάσμα να δημιουργείται μεταξύ των πολιτικών διαπραγματεύσεων και του πραγματικού αντίκτυπου των πολιτικών επιλογών – ένα χάσμα που φαίνεται να μεγαλώνει.
To δεύτερο θέμα που βλέπω είναι ότι αυτή η αναβίωση της ατζέντας της κοινωνικής πολιτικής είναι μια προσωρινή κατάσταση, ένα κάπως εξωραϊσμένο παράθυρο ευκαιρίας. Πολλοί άνθρωποι περιμένουν ένα παλιρροϊκό κύμα ανόδου της συντηρητικής δεξιάς και της ακροδεξιάς στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό θα μετατοπίσει τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους δύο συννομοθέτες, πιο δεξιά, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε σημαντική πρωτοβουλία για περισσότερη Κοινωνική Ευρώπη θα «πεθάνει». Αυτή η ανησυχία είναι πραγματική στους κύκλους χάραξης πολιτικής στις Βρυξέλλες, με πολλούς να πιστεύουν ότι έχουμε μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου για να περάσουμε ό,τι μπορούμε, γιατί αν αποτύχει τώρα κάθε πολιτική που συνδέεται με την Κοινωνική Ευρώπη, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην βρεθεί ποτέ ξανά στο τραπέζι, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον.
Σχετικά τώρα με το πεδίο της νομοθέτησης, έχουμε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως δύο νομοθετικά σώματα και ταυτόχρονα έχουμε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Πως έχει εξελιχθεί η δυναμική μεταξύ αυτών των τριών σωμάτων τα τελευταία πέντε χρόνια;
Θα έλεγα ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όποτε έχουν βρεθεί στα χέρια προοδευτικών δυνάμεων, έχουν δείξει δείγματα γραφής υπέρ της προώθησης πολιτικών που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή. Τα δύο αυτά σώματα λειτουργούν ως διαμορφωτές της ατζέντας και αυτό το έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε μια σειρά εκθέσεων για πολλά κοινωνικά ζητήματα, πιέζοντας επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναλάβει δράση.
Κάτι που δεν είναι καινούργιο είναι ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι πάντα το θεσμικό όργανο που βάζει εμπόδια ή καθυστερεί τις εξελίξεις για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι είναι πάντα δύσκολο για τις εθνικές κυβερνήσεις να παραχωρούν αρμοδιότητες, καθήκοντα και πόρους στο ευρωπαϊκό επίπεδο διακυβέρνησης, επομένως υπάρχει αυτή η φυσική απροθυμία να διατηρηθούν ανέγγιχτα τα πεδία των εθνικών αρμοδιοτήτων και να μην εμπιστευτούν την ΕΕ ως το καλύτερο επίπεδο για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι το Συμβούλιο είναι πολύ συχνά διχασμένο, πρώτα απ’ όλα πολιτικά, με αριστερές και δεξιές κυβερνήσεις να ανταγωνίζονται, ενώ όταν δεν είναι απαραίτητα διχασμένο, κλίνει περισσότερο προς τα δεξιά με πιο φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα στις κυβερνήσεις που δεν στηρίζουν απαραίτητα την Κοινωνική Ευρώπη.
Τέλος, υπάρχει πάντα διαίρεση ως προς τις καθαρές συνεισφορές στον προϋπολογισμό της ΕΕ, κάτι που παρατηρείται σε μια σειρά πολιτικών. Οι συνεισφέροντες είναι πάντα περισσότερο απρόθυμοι να βάλουν περισσότερα χρήματα στο κοινό «κουμπαρά» για να τροφοδοτήσουν τις ευρωπαϊκές πολιτικές. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει επίσης στις διαπραγματεύσεις για το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, όπου αναζητήθηκαν περισσότεροι κοινοί πόροι για την ανακατανομή μεταξύ των κρατών-μελών. Η Γερμανία, για παράδειγμα, ένα προοδευτικό και προηγμένο κράτος-μέλος όσον αφορά την πράσινη μετάβαση, λαμβάνοντας υπόψη και το σύνολο της ατζέντας για τη δίκαιη μετάβαση, ανησυχεί για ολόκληρη την ατζέντα του Ταμείου. Μαζί με άλλα κράτη-μέλη έπαιξε έναν αρκετά κρίσιμο ρόλο στην προσπάθεια περιορισμού του πεδίου εφαρμογής και των πολιτικών του Ταμείου. Τέτοιες συγκρούσεις όμως προκύπτουν συνεχώς, είναι συνηθισμένες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δικαιολογούν και όσα αναφέραμε παραπάνω για τους διαφορετικούς δρώντες, τα επίπεδα, τα εμπόδια και τα όρια άσκησης πολιτικής σε επίπεδο θεσμών της ΕΕ.
H Amandine Crespy είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (CEVIPOL/Institut d’Etudes Européennes στο Université Libre de Bruxelles – ULB).