Όψεις: The Brussels Bubble

Κλείσιμο
Κλιματική Κρίση
15.05.2024

Alessio Terzi: Δεν μπορούμε να είμαστε χαλαροί/ές απέναντι στην κλιματική αλλαγή

Στο πλαίσιο των Όψεων του Eteron με τίτλο “The Brussels Bubble”, ο Alessio Terzi, οικονομολόγος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και στο Sciences Po στο Παρίσι, δίνει συνέντευξη στον Δημήτρη Ραπίδη.

 

Ποιες είναι οι κύριες προκλήσεις που συνδέονται με την πράσινη μετάβαση;

Η κύρια πρόκληση είναι ότι βρισκόμαστε ακόμα στη μέση του ποταμού, περνώντας από ένα παλιό οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε ένα νέο. Με πιο πρακτικούς όρους, αυτό σημαίνει ότι η πράσινη μετάβαση κερδίζει πόντους, αλλά δεν είναι ακόμα μια δυναμική που αυτοτροφοδοτείται. Οι πράσινες επιλογές γίνονται ολοένα και πιο προσιτές, το κόστος περιορίζεται αλλά εξακολουθούν να είναι συχνά πιο ακριβές ή ακόμα πιο σύνθετη η υιοθέτησή τους ως εναλλακτική λύση απέναντι στα ορυκτά καύσιμα. 

Πιστεύω ότι αυτό θα αρχίσει να αλλάζει σύντομα και στην πραγματικότητα το 2024 μπορεί να είναι ένα σημείο καμπής για την πράσινη μετάβαση – ειδικά εάν αποδειχθεί, όπως έχει προβλεφθεί, ότι θα είναι το πρώτο έτος χωρίς ύφεση στην ευρωπαϊκή οικονομία, με συνέπεια οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 να αρχίζουν να μειώνονται. Αυτό θα έχει πολύ ισχυρό συμβολισμό και αφηγηματική δύναμη, καθώς θα δώσει το σήμα ότι ο μετασχηματισμός είναι εφικτός, ότι αρχίζουμε να αντιστρέφουμε την τάση και ότι πρέπει να διπλασιάσουμε την τεχνολογική ικανότητα και τα εργαλεία πολιτικής που έχουμε ήδη θέσει σε εφαρμογή. 

 

Είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους κλιματικής κρίσης;

Η κλιματική αλλαγή συνεπάγεται αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων, συμπεριλαμβανομένων των πλημμυρών, της ξηρασίας, των τυφώνων, αλλά και των πυρκαγιών και της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάποια χώρα ή κοινωνία είναι πραγματικά έτοιμη για κάτι τέτοιο. Τούτου λεχθέντος, από όλα τα μέρη στον κόσμο, η Ευρώπη προπορεύεται όχι μόνο όσον αφορά την ευαισθητοποίηση για το κλίμα, αλλά και στο πεδίο της ετοιμότητας. Αυτό ισχύει εν μέρει επειδή είμαστε τυχεροί από άποψη γεωγραφίας έναντι άλλων περιοχών και κρατών. Σκεφτείτε ότι αρκετές νησιωτικές χώρες αναμένεται να βυθιστούν εντελώς και δεν υπάρχει καμία προετοιμασία που μπορεί πραγματικά να αλλάξει αυτή την πορεία. 

Επιπλέον, η Ευρώπη επενδύει σημαντικά όσον αφορά στην προσαρμογή στις νέες κλιματικές προκλήσεις. Σκεφτείτε έργα όπως το MOSE Project στη Βενετία, ένα έργο με στόχο να αποτρέψει τη βύθιση της πόλης εξαιτίας της ανόδους της στάθμης της θάλασσας. Επίσης, η Ευρώπη έχει τους οικονομικούς πόρους για να πραγματοποιήσει τις σχετικές επενδύσεις, κάτι που δεν ισχύει για όλα τα κράτη αυτού του πλανήτη. 

Συνολικά, λοιπόν, θα έλεγα ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι “ναι”. Είμαστε ως Ένωση από τις πιο κατάλληλα και καλύτερα προετοιμασμένες περιοχές μέσα στον αυξανόμενο κλιματικό κίνδυνο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να είμαστε χαλαροί απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Συνεχίζει να παραμένει μια μεγάλη πρόκληση. 

 

Οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες αφήνουν ορισμένες κοινότητες πιο ευάλωτες στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Έχει αναπτύξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μια συντονισμένη δράση για την αντιμετώπιση αυτών των ανισοτήτων;

Η ΕΕ γνωρίζει καλά τις προκλήσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή για ορισμένες περιοχές και κοινότητες. Κι αυτό αποτυπώνεται μέσα από δύο διαστάσεις: Πρώτον, ορισμένες περιοχές επηρεάζονται περισσότερο από άλλες από την κλιματική αλλαγή. Σκεφτείτε για παράδειγμα ότι τμήματα της νότιας Ισπανίας μπορεί να ερημοποιηθούν – ήδη σήμερα βιώνουν επαναλαμβανόμενες ξηρασίες. Άλλα μέρη της Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, είναι πολύ εκτεθειμένα στις πυρκαγιές, όπως είδαμε πέρυσι. Για να διαχειριστεί την τελευταία πρόκληση, για παράδειγμα, η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή μηχανισμούς αλληλεγγύης και κοινής χρήσης πόρων. 

Δεύτερον, ορισμένες περιοχές αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προσκλήσεις σε σχέση με την πράσινη μετάβαση, όπως περιοχές που έχουν βασίσει τα οικονομικά τους μοντέλα στην εξόρυξη του άνθρακα. Επίσης, για τέτοιες περιπτώσεις η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή σημαντικά προγράμματα, όπως ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Mechanism), για να επιτρέψει σε αυτές τις περιφέρειες να μην μείνουν πίσω, αλλά να επανεφεύρουν τα μοντέλα ανάπτυξής τους με τρόπο που να ταιριάζει στη νέα πράσινη οικονομία. Όλα αυτά υποστηρίζονται και συμπληρώνονται από τα κονδύλια του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility), τα οποία εστιάζουν στην πράσινη και την ψηφιακή ανάπτυξη. 

 

Τα συντηρητικά και ακροδεξιά κόμματα είναι επιφυλακτικά σχετικά με τα οφέλη της Πράσινης Συμφωνίας. Θα μπορούσε η άνοδος τέτοιων κομμάτων στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του Ιουνίου να υπονομεύσει τις υποχρεώσεις των κρατών-μελών να αυξήσουν τις φιλοδοξίες τους και να υλοποιήσουν τα εθνικά τους σχέδια για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή;

Το βασικό, ισχυρό στοιχεία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας είναι η ίδια η νομοθεσία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι κλιματικοί μας στόχοι, συμπεριλαμβανομένης της επίτευξης του στόχου για μια κλιματικά ουδέτερη ΕΕ έως το 2050, κατοχυρώνονται από τη νομοθεσία της ΕΕ για το κλίμα. Αλλαγή αυτού του στόχου ή της νομοθεσίας θα απαιτούσε την πλειοψηφία, με τις τρέχουσες προβλέψεις να μην υποδηλώνουν μια τάση για ανατροπή της σημερινής ισορροπίας. Ωστόσο, πράγματι, τα δεξιά και τα ευρωσκεπτικιστικά -σχετικά με το κλίμα- κόμματα είναι έτοιμα να ενισχύσουν την παρουσία τους στο Ευρωκοινοβούλιο και αυτό έχει σημασία γιατί θα δυσκολέψει τη συνέχιση των πολιτικών που ήδη εφαρμόζουμε. Όλα αυτά για να πούμε ότι η ψηφοφορία έχει σημασία, οπότε πηγαίνετε να ψηφίσετε στις ευρωεκλογές. 

 

Ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αδικίας; Θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια νέα φορολογική στρατηγική σε ολόκληρη την ΕΕ και να επιφέρει θετικά αποτελέσματα;

Η κλιματική δικαιοσύνη σημαίνει πολλά πράγματα, αλλά καταλαβαίνω ότι εννοείτε το γεγονός ότι αυτοί που είναι λιγότερο υπεύθυνοι για τις εκπομπές είναι εκείνοι που υποφέρουν δυσανάλογα από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ή αλλιώς, τι μπορούμε να κάνουμε για το γεγονός ότι οι πλούσιοι ρυπαίνουν περισσότερο από τους φτωχούς. Κατά τη γνώμη μου, αυτό ευθυγραμμίζει την πράσινη μετάβαση με μια ατζέντα που στοχεύει στη μείωση των ανισοτήτων που όντως αυξάνονται εδώ και καιρό. Σχετικά με αυτό, υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία που προσπαθεί να κατανοήσει γιατί συμβαίνει αυτό, και επομένως τι είδους πολιτικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπισή των ανισοτήτων. Υπάρχει σίγουρα μια εστίαση στη φορολογία, συνήθως συμπεριλαμβανομένου του κλεισίματος των κενών που χρησιμοποιούνται από την ανώτερη τάξη για να μειώσουν τον πραγματικό φορολογικό τους συντελεστή. Υπάρχει επίσης πιο αυστηρή φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών, ειδικά στον ψηφιακό κόσμο. Πέρα από τη φορολογία όμως, δίνεται έμφαση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για τη διασφάλιση της κοινωνικής κινητικότητας. Και πολλά εργαλεία. 

 

Στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΟΠ) -που δημοσιεύτηκε στις αρχές Μαρτίου- υπογραμμίζεται με σαφήνεια ότι μείωση της γεωργικής ρύπανσης θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την αύξηση της ανθεκτικότητας της Ευρώπης απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Πως αυτό μεταφράζεται σε συγκεκριμένη πολιτική δράση και τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει στις εθνικές οικονομίες;

Είμαι ειδικός στα οικονομικά της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, όχι συγκεκριμένα στη γεωργική πολιτική, επομένως δεν θα πω πολλά για αυτό. Αλλά σε ένα συνολικό πλαίσιο, είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να γίνει στη γεωργία. Στο μυαλό πολλών ανθρώπων, η γεωργία είναι αυτός ο “παρθένος τομέας” όπου η ανθρωπότητα βρίσκεται σε επαφή με τη φύση. Η πραγματικότητα είναι πολύ λιγότερο ειδυλλιακή και αυτή τη στιγμή αυτός ο τομέας φέρει μεγάλο μερίδιο στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ. Είναι επίσης υπεύθυνος για διαταραχές στον κύκλο του αζώτου, όποτε πρέπει να αλλάξει η σημερινή κατάσταση, το σημερινό status quo αναφορικά με τη γεωργική ρύπανση. 

**Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν κείμενο είναι του συγγραφέα και όχι απαραίτητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ο Alessio Terzi είναι οικονομολόγος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και στο Sciences Po στο Παρίσι.

Πολιτική Cookies