Καθώς ο ρυθμός των αλλαγών που φέρνει η πράσινη μετάβαση επιταχύνεται, το Eteron με στόχο να διερευνήσει πως η επιταγή για κλιματική δικαιοσύνη μπορεί να συνδεθεί με την επιταγή για κοινωνική δικαιοσύνη και την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μετά τα project “Ενοίκια στα Ύψη”, θέτει για άλλη μια φορά την κατοικία στο επίκεντρο των αναλύσεων του.
Ενώ σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας βλέπει την πρόσβαση της σε προσιτή και επαρκή στέγη να τίθεται εν αμφιβόλω, ο τομέας της κατοικίας γίνεται αντικείμενο εκτεταμένων παρεμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης.
Θα μπορούσαν τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο για την προστασία του δικαιώματος στη στέγη; Πέραν της ενεργειακής αναβάθμισης, ποιες είναι οι υπόλοιπες ανάγκες της κατοικίας στην Ελλάδα και πως όλα αυτά συνδυαστικά θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια στρατηγική για την κατοικία των επόμενων δεκαετιών στη χώρα;
Απαντάμε σε αυτά τα ερωτήματα μέσα από την αξιολόγηση του αποτυπώματος των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης, την ανάδειξη καλών πρακτικών από την Ελλάδα και το εξωτερικό, την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων για την ενίσχυση του κοινωνικού προσήμου των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης και την καλλιέργεια συνεργασιών που βοηθούν στη διαθεματική προσέγγιση των ζητημάτων της κατοικίας και του κλίματος.
Το project ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2023 και αναμένεται να διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2024. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε στο: a.kafetzis@eteron.org
Meric Ozgunes
Συντονίστρια Έργων Στεγαστικής Πολιτικής ΜΑΘ ΑΕ/ΑΟΤΑ
Αγγελική Κ. Καραγεώργου
Υπεύθυνη Τύπου - Συντονίστρια Project στο ETERON
Άλκης Καφετζής
Συντονιστής Project στο Eteron
Νίκος Βράντσης
Yποψήφιος διδάκτορας κοινωνικής γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, Institute for Housing and Urban Research
Ο Άλκης Καφετζής, συντονιστής του project «Mind the Roof», συζητά με τη Μερίτς Όζγκουνες και τον Νίκο Βράντση για τη μελέτη της FEANTSA, η οποία αξιολογεί το κοινωνικό πρόσημο των προγραμμάτων ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης και δημοσιεύεται στα ελληνικά από το Eteron. Στόχος της συζήτησης είναι να διερευνηθεί ο αρνητικός κοινωνικός αντίκτυπος των εν λόγω προγραμμάτων στην Ελλάδα, να αναδειχθούν καλά παραδείγματα από το εξωτερικό καθώς και τρόποι με τους οποίους μπορεί να βελτιωθεί η σημερινή – προβληματική – κατάσταση.
Συνέντευξη: Άλκης Καφετζής
Επιμέλεια: Αγγελική Κ. Καραγεώργου
Η μελέτη της FEANTSA, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Εθνικών Οργανώσεων για την εξάλειψη της αστεγίας, την οποία συνυπογράφουν, αξιολογεί τα προγράμματα ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης, κυρίως από κοινωνική σκοπιά. Αυτή στάθηκε και η αφορμή για τη συζήτησή μας με την Μερίτς Όζγκουνες και τον Νίκο Βράντση καθώς μεταφράστηκε στα ελληνικά και δημοσιεύεται από το Eteron, ως εισαγωγική βάση στο νέο project του Ινστιτούτου με τίτλο «Mind the Roof».
Με ποιο τρόπο τα προγράμματα ενεργειακών αναβαθμίσεων δημιουργούν καινούργιες τάσεις και ασκούν πιέσεις προς το υπόλοιπο οικιστικό απόθεμα; Μήπως οξύνουν αντί να αμβλύνουν τις κοινωνικές ανισότητες σε ζητήματα στέγασης; Αυτά είναι δύο μόνο από τα πολλά ερωτήματα που προσπαθεί να απαντήσει η μελέτη, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό σημείο συνάντησης των επιμέρους πτυχών του ζητήματος λόγω του μεγάλου όγκου αλλαγών που επιφέρουν τα συγκεκριμένα προγράμματα, αλλά και των στεγαστικών πιέσεων που έχουν ήδη ανακύψει.
Με κεντρικό σταθμό τη Θεσσαλονίκη, το ερευνητικό ενδιαφέρον της Όζγκουνες και του Βράντση εστιάζει σε ζητήματα στέγασης, στεγαστικού αποκλεισμού και ενεργειακής φτώχειας. Η Μερίτς Όζγκουνες εργάζεται ως συντονίστρια προγραμμάτων Κοινωνικής Ένταξης και Συμπερίληψης στην Αναπτυξιακή Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης (ΜΑΘ ΑΕ ΑΟΤΑ), έναν οργανισμό ο οποίος ασχολείται με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της στρατηγικής του κεντρικού δήμου για την οικονομικά προσιτή και κοινωνική κατοικία.
Στο πλαίσιο αυτό, συμμετέχει και στο πιλοτικό πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας για τη δημιουργία αποθέματος οικονομικά προσιτής κατοικίας. Ο Νίκος Βράντσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Κοινωνικής Γεωγραφίας στο Ινστιτούτο για τη Στέγαση και την Πόλη, του Πανεπιστημίου της Ουψάλα, και η έρευνα του αφορά τις αλλαγές στην πολιτική οικονομία του χώρου στις ελληνικές μητροπόλεις, με μελέτη περίπτωσης τη Θεσσαλονίκη.
Ας πιάσουμε το νήμα όμως από την αρχή. Τα τελευταία χρόνια η εκτίναξη των τιμών ενέργειας έχει καταστήσει κεντρικό το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας. Για την ακρίβεια, βρίσκεται στην κορυφή των ζητημάτων που απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά με την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Αντιθέτως, η ενεργειακή φτώχεια έχει τις ρίζες της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Τότε, είχε εμφανιστεί έντονα αλλά με διαφορετικό τρόπο. Μάς απασχολούσε η περίπτωση της αιθαλομίχλης και οι θάνατοι συνανθρώπων μας, μέσα στα σπίτια τους, στην προσπάθεια τους να ζεσταθούν. Σήμερα, το ζήτημα της ενεργειακής φτώχειας συνδέεται περισσότερο με το αυξημένο κόστος ζωής και τον πληθωρισμό.
Ποιοι τελικά είναι οι λόγοι για τους οποίους η ελληνική κοινωνία είναι τόσο εκτεθειμένη σε αυτό το πρόβλημα; Σε μια χώρα που έχει εννέα μήνες καλοκαίρι, γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ; “Το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας δεν έχει τον αναμενόμενο γεωγραφικό προσδιορισμό, μιας και οι τρεις χώρες που καταγράφουν τα χειρότερα ποσοστά είναι στον νότο της Ε.Ε. με τη Βουλγαρία, την Κύπρο και την Ελλάδα να είναι στην κορυφή της λίστας”, λέει χαρακτηριστικά η Μερίτς Όζγκουνες. Ο Νίκος Βράντσης συμπληρώνει την εικόνα παραθέτοντας ορισμένα στοιχεία: «Σύμφωνα με έρευνες, ένα στα τρία νοικοκυριά έχει περιορίσει πολύ σημαντικές του ανάγκες, όπως αγορά φαρμάκων και φαγητό, προκειμένου να καλύψει το ενεργειακό κόστος στο σπίτι του. Είναι ένα πρόβλημα που πλήττει τα χαμηλότερα εισοδηματικά κοινωνικά στρώματα, τα οποία, σύμφωνα με άλλες μελέτες, δηλώνουν αδυναμία να ζεστάνουν το σπίτι τους ή ζεσταίνουν πολύ συγκεκριμένους χώρους και όχι ολόκληρη την κατοικία τους».
Αυτό οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: ο πρώτος συνδέεται με την κατασκευαστική ποιότητα των σπιτιών, ο δεύτερος με τα νέα δεδομένα που δημιούργησε η οικονομική κρίση οδηγώντας πολύ μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε τεράστια αδυναμία ανταπόκρισης στις καθημερινές ανάγκες και ο τρίτος με την ιδιωτικοποίηση της παραγωγής και της διανομής ενέργειας, πράγμα που την καθιστά εμπόρευμα αντί για δημόσιο αγαθό. Επομένως, επισημαίνει ο Βράντσης, «οι κερδοσκοπικές πρακτικές γύρω από την ενέργεια πλήττουν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά κοινωνικά στρώματα, τα οποία έχουν ανάγκη να καλύψουν κάποιες βασικές ανάγκες, να ζεσταθούν τον χειμώνα και να δροσιστούν το καλοκαίρι».
«Δεν μιλάμε για μια απλή μείωση του κόστους. Πρόκειται για μια αλλαγή στην ποιότητα ζωής»
Οι ενεργειακές αναβαθμίσεις αποτελούν το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων, με τρόπο που μπορεί παράλληλα να συμβάλλει στην κοινωνική εξισορρόπηση. Γίνονται όμως τέτοιες αναβαθμίσεις στην Ελλάδα; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο; Ποιο είναι το αποτύπωμα αυτής της προσπάθειας μέχρι τώρα; «Υπάρχει μια προσδοκία ότι οι επενδύσεις στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ο σκόπελος που εντοπίζουμε ωστόσο, είναι ότι αυτά τα προγράμματα δεν μεριμνούν για τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχουν στην κοινωνία, κάτι που προσπαθήσαμε να εξετάσουμε στην αναφορά μας για τη FEANTSA» απαντά η Όζγκουνες και εξηγεί: «Υπό προϋποθέσεις, αν δούμε τι συμβαίνει στο εξωτερικό, αυτές οι επενδύσεις μπορούν να έχουν θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας.
Οι πιο ριζικές ανακαινίσεις, όταν δηλαδή οι επεμβάσεις γίνονται σε επίπεδο κτιρίου ή όταν γίνονται πράγματι σε βάθος, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τη ζήτηση για ενέργεια, να μειώσουν ακόμα και έως 90% της ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτιρίου. Επίσης, έρευνες που έχουν γίνει στην Αγγλία δείχνουν ότι τέτοιου τύπου επενδύσεις οδηγούν και τον ενοικιαζόμενο τομέα σε μια σταθερότητα, καθώς οι ενοικιαστές/στριες που επωφελήθηκαν από τέτοια προγράμματα μπορούσαν να πληρώσουν με μεγαλύτερη σταθερότητα το ενοίκιό τους».
Αξίζει δε, να σημειωθεί πως για την ώρα τα Πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης (ΠΕΑ) παρέχουν βασικά δεδομένα για την ενεργειακή απόδοση ενός κτιρίου, αλλά όχι επαρκή δεδομένα για τις επιπτώσεις της ενεργειακής φτώχειας: «Δε γίνεται να λέμε ότι συμβάλλουμε στην αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, κοιτάζοντας μόνο τα πιστοποιητικά και τη μείωση κόστους που προκύπτει μέσα από αυτά. Για παράδειγμα, όταν μια οικογένεια μειώνει την κατανάλωση φαγητού για να ζεστάνει το σπίτι της ή ζεσταίνει μόνο το δωμάτιο που κοιμούνται τα παιδιά, η αναβάθμιση δύο κλάσεων του σπιτιού μπορεί απλά να σημαίνει ότι θα έχουν λίγες περισσότερες ανέσεις, χωρίς να σταματήσουν να κόβουν τις δαπάνες σε άλλα βασικά αγαθά. Και όλο αυτό γιατί πολύ απλά τα ενεργειακά χαρακτηριστικά του σπιτιού του δεν άλλαξαν τόσο ριζικά, όσο το έχουν ανάγκη».
Δηλαδή, μια πραγματική ενεργειακή αναβάθμιση θα επιτρέψει σε ανθρώπους που ζεσταίνουν μόνο ένα δωμάτιο του σπιτιού τους ή το σαλόνι στο οποίο μαζεύονται, να αξιοποιήσουν ολόκληρο το σπίτι τους ή να δαπανήσουν περισσότερα για φαγητό και ρούχα. «Δεν είναι μόνο μια απλή μείωση του κόστους, αλλά για μια βελτίωση της ποιότητας ζωής τους» τονίζει η Όζγκουνες.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρόσβαση στην κοινωνική κατοικία
Με τη μελέτη τους για τη FEANTSA που δημοσιεύθηκε πέρυσι τον Οκτώβρη, θέλησαν να διερευνήσουν αν υπάρχει κάποια καταγραφή των κοινωνικών επιπτώσεων των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης. «Δυστυχώς είδαμε ότι δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από έναν τεχνικό λόγο που ασχολείται μόνο με ορισμένα, λίγα, στοιχεία. Αυτή η ανησυχία δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα, είναι μια συζήτηση σε όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό και η FEANTSA έκανε μια σειρά από μελέτες, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ουγγαρία και για άλλες χώρες. Γιατί μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες» λέει η Όζγκουνες και ο Βράντσης συμπληρώνει: «Το ίδιο το μέγεθος του επενδυτικού πακέτου που εγκρίθηκε από την Ε.Ε. δημιούργησε αυτήν την ανάγκη. Πρόκειται για ένα τρομακτικά μεγάλο μέγεθος χρημάτων που θα διοχετευθεί στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, και ένα πολύ μεγάλο τμήμα αυτής της χρηματοδότησης θα κατευθυνθεί στο δομημένο περιβάλλον, στην αναβάθμιση των κατοικιών και των πόλεων. Επομένως, ήταν αναγκαίο να δούμε τις ενδεχόμενες κοινωνικές επιπτώσεις που όλος αυτός ο πακτωλός χρημάτων θα προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία».
Η Μερίτς Όζγκουνες βάζει ακόμα μία διάσταση: «Είχαμε ακόμα μια ανησυχία, ότι αυτή η επένδυση – η πράσινη μετάβαση στο δομημένο περιβάλλον, έρχεται σε μια χώρα που δεν έχει κοινωνική κατοικία. Σε άλλες χώρες ένα μεγάλο μέρος αυτής της επένδυσης πηγαίνει προς την ήδη υπάρχουσα κοινωνική κατοικία και έτσι έχει άμεσο αντίκτυπο στην αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης ανθρώπων. Ακόμα και σε εκείνες τις περιπτώσεις, που διαχειρίζεται την κοινωνική κατοικία ο δήμος, το κράτος ή ακόμα και μη κερδοσκοπικοί φορείς ή εταιρείες, υπάρχουν πιέσεις στον ενοικιαζόμενο τομέα και χρειάζεται μια προσεκτική ανάλυση επιπτώσεων. Επομένως, σε μια χώρα που δεν υπάρχει καν πρόσβαση σε κοινωνική κατοικία είναι σημαντικό ερώτημα, τι επίπτωση θα έχουν όλα αυτά».
Στη Θεσσαλονίκη, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως μελέτη περίπτωσης, παρατηρήθηκε μια μέση αύξηση των τιμών πώλησης της κατοικίας λόγω ανακαινίσεων κατά μέσο όρο 3-8% και στα ενοίκια 3-5%. Αυτή η αύξηση, λέει η Όζγκουνες, μπορεί με πρώτη ματιά να μη φαίνεται μεγάλη, αλλά αν τη δούμε μαζί με τις υπόλοιπες αυξητικές τάσεις της αγοράς στέγης – τις κακές συνθήκες διαβίωσης, τους χαμηλούς μισθούς – κατανοούμε ότι όλα μαζί δημιουργούν μια τεράστια πίεση.
Μπορεί το κύμα ανακαινίσεων να γίνει κύμα εξώσεων;
«Το ερώτημα και η υπόθεση με τα οποία ξεκινήσαμε είναι το κατά πόσο αυτό που παρουσιάζεται ως ένα κύμα ανακαινίσεων μπορεί να γίνει ένα κύμα εξώσεων, δεδομένης όλης αυτής της γνώσης που έχουμε για την παντελή έλλειψη κάποιου ρυθμιστικού πλαισίου και κοινωνικών κριτηρίων. Εξαιτίας αυτής της απουσίας στοιχείων, η έρευνα μας έγινε με βάση ορισμένες ψηφιακές πλατφόρμες και τις πληροφορίες που ανεβαίνουν για τα σπίτια εκεί, π.χ. αν πρόκειται για ανακαινισμένη ή μη κατοικία και τη χρονολογία της ανακαίνισης.
Μέσα από αυτά συγκρίναμε το μέσο κόστος των ανακαινισμένων με τις μη ανακαινισμένες κατοικίες» εξηγεί ο Νίκος Βράντσης και προσθέτει: «Είδαμε ότι η ανακαινισμένη κατοικία έχει υψηλότερη τιμή πώλησης. Κάτι που δεν συναντήσαμε τόσο πολύ στις κατοικίες προς ενοικίαση. Είτε μια κατοικία είναι ανακαινισμένη είτε όχι, έχουμε πάνω-κάτω την ίδια τιμή. Λόγω και της χρονικής στιγμής που διεξήχθη η έρευνα μας, κάναμε την υπόθεση ότι αυτό σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή. Φαίνεται ότι οι κατοικίες που ανακαινίζονται, ανακαινίζονται προκειμένου να πωληθούν σε υψηλότερες τιμές, και όχι τόσο για να ενοικιαστούν. Μια επιπλέον υπόθεση είναι ότι ακριβώς επειδή υπάρχει μια έντονη και διαρκής άνοδος των ενοικίων, η άνοδος που οφείλεται από την ανακαίνιση μιας κατοικίας που παραμένει στην αγορά των μακροχρόνιων μισθώσεων, εξουδετερώνεται λόγω αυτής της συνολικότερης και έντονης αύξησης στην αγοράς ενοικιαζόμενης στέγης».
Ο ίδιος συμπληρώνει ακόμη ότι σε επίπεδο πιο ποιοτικών δεικτών, εξετάστηκε και τι είναι αυτό ακριβώς που λαμβάνει υπόψη της η ελληνική πολιτεία όταν προβαίνει σε μια αξιολόγηση αυτών των προγραμμάτων. «Διαπιστώσαμε ότι τα στοιχεία που κρατούν είναι μιας επιφανειακής και πάντα ποσοτικής φύσης, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ρήγματα που αναφέραμε προηγουμένως. Δηλαδή, τι είναι αυτό που συμβαίνει με τους ενοικιαστές/στριες, τι συμβαίνει με τους ανθρώπους που κατοικούσαν στο σπίτι που ο/η ιδιοκτήτης/τρια αποφάσισε να το αναβαθμίσει ενεργειακά; Παρέμειναν εκεί; Τους ζητήθηκε υψηλότερο ενοίκιο; Μήπως υπέστησαν κάποια έξωση; Τέτοιου είδους στοιχεία δεν έχουμε και δεν πιστεύω ότι η Πολιτεία ενδιαφέρεται να συλλέξει, δεδομένης της ξεκάθαρης στόχευσής που έχει να ενισχύσει την αγορά» τονίζει.
Το μέλλον του στεγαστικού ζητήματος στην Ελλάδα
Η Όζγκουνες δεν είναι αισιόδοξη για το μέλλον του στεγαστικού ζητήματος στην Ελλάδα καθώς εκτιμά ότι θα ενισχυθεί περαιτέρω η εμπορευματοποίηση της στέγασης. «Αυτήν τη στιγμή, στην αγορά επικρατεί το σκεπτικό που αντιλαμβάνεται την κατοικία ως ένα εμπόρευμα, που μπορεί να αποδώσει πολλά χρήματα, ανταμείβοντας ουσιαστικά με πολύ καλούς όρους όσους/όσες έχουν προχωρήσει στην κίνηση να επενδύσουν στην κατοικία, αντιμετωπίζοντας την κυρίως ως εμπόρευμα». Όπως τονίζει, η συγκεκριμένη τάση δεν προβλέπεται να μειωθεί καθώς το δημόσιο θα έχει ενεργό ρόλο στην ενίσχυση ανάλογων πρακτικών, άλλοτε μέσω φορολογικών κινήτρων κι άλλοτε αξιοποιώντας τις δικές του δυνατότητες, όπως το πρόγραμμα «Σπίτι μου» και τις υπόλοιπες επεμβάσεις του στεγαστικού νόμου, ένα κομμάτι του οποίου είναι η κοινωνική αντιπαροχή.
«Δηλαδή ενώ δεν χρειάζεται να χτίσουμε, χτίζουμε. Ποιος χτίζει; Ο ιδιωτικός τομέας. Ποιος το χρησιμοποιεί; Ο ίδιος. Υπάρχουν έλεγχοι, στο πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής, που ορίζει τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας ως ανταπόδοση για την παροχή δημόσιας γης σε κάποιον εργολάβο; Με τι προϋποθέσεις και με ποια κριτήρια; Με αυτόν τον τρόπο, και το δημόσιο συμμετέχει άμεσα, με τους δικούς του πόρους και δυνατότητες, ενισχύοντας αυτήν την προσδοκία, η οποία χαρακτηρίζεται με τις γνωστές λέξεις περί “προόδου”, “ανάπτυξης” κ.λπ.» προσθέτει.
Και ο Βράντσης συμπληρώνει ότι για την ώρα και αυτές οι παρεμβάσεις, που υποτίθεται ότι καλύπτουν τις ανάγκες του κόσμου που μένει εκτός του συστήματος, είναι πάλι υπερ της αγοράς: «Διαμορφώνονται και σχεδιάζονται με μια επικάλυψη κοινωνικής ευαισθησίας αλλά ουσιαστικά έχουν άλλη στόχευση”. Υποστηρίζει ακόμη ότι σε αυτή τη φάση θα πρέπει να εξετάσουμε τους δρώντες που συμμετέχουν σε αυτή την κατάσταση και τον τρόπο που κερδοφορούν από την αξιοποίηση του δομημένου περιβάλλοντος (σ.σ.: το κρατούν κενό, το επανατοποθετούν στην αγορά με το σταγονόμετρο ή μέσα σε ένα ελεγχόμενο πλαίσιο;) καθώς το ζητούμενο είναι το πως οργανώνουμε μια άλλη σύλληψη της χρήσης του αποθέματος για πιο κοινωνικούς σκοπούς.
Συνδιαμόρφωση προγραμμάτων με κοινωνικούς εταίρους
Δεδομένου ότι ο στόχος είναι η ποιοτική και προσιτή στέγη για όλες και όλους, πώς μπορεί το κύμα ανακαινίσεων να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση; Κατά την Όζγκουνες πρέπει η ενεργειακή αναβάθμιση να γίνει με τρόπο που να ελέγχονται τα κοινωνικά της αποτελέσματα. Επίσης, χρειάζεται να συμμετέχουν κοινωνικοί – και όχι μόνο τεχνικοί – εταίροι στη διαμόρφωση του προγράμματος, όπως και στην επίβλεψη του. Να υπάρχει ένα διαφανές σύστημα αξιολόγησης, που να μην αφορά μόνο τα τεχνικά και ενεργειακά χαρακτηριστικά, αλλά και τα κοινωνικά. Να υπάρχει επίβλεψη των νοικοκυριών μετά τη λήξη του προγράμματος, ως προς τις αλλαγές στην ενεργειακή τους κατάσταση και στο κόστος κατανάλωσής τους. Πρέπει ακόμη, κάθε φορά να εστιάζουμε στα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις των επενδύσεων ενεργειακής αναβάθμισης στον ενοικιαζόμενο τομέα, παρόλο που είναι σχετικά μικρό το ποσοστό τους.
Απαγόρευση στις εξώσεις λόγω ανακαινίσεων & μηδενική ή ελάχιστη αύξηση ενοικίων μετά την επένδυση
Στην Ευρώπη γίνεται μια έντονη συζήτηση για τις κοινωνικές επιπτώσεις, αναφέρεται στη μελέτη της FEANTSA. Ωστόσο, σε χώρες όπως η Τσεχία και η Ιταλία, υπάρχει μια εκ των προτέρων απελευθέρωση των κονδυλίων (prefinancing) και καλύπτεται σχεδόν το 100% του κόστους ανακαίνισης.
«Στην έρευνα μας είδαμε ότι είναι δύσκολο για χαμηλά εισοδήματα να μπουν στο πρόγραμμα, γιατί αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και το αρχικό κόστος (άδειες, κόστος μηχανικού κ.λπ.). Παρ’ όλο δηλαδή που το πρόγραμμα το καλύπτει, θέλεις αυτό το αρχικό κεφάλαιο» λέει η Όζγκουνες, προσθέτοντας πως μία ακόμη διάσταση του ζητήματος είναι η χρηματοδότηση φορέων που έχουν σκοπό τη διάθεση κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας.
Εκεί χρειάζεται να υπάρξουν πιο ευνοϊκοί όροι ή να μπορούν να αιτηθούν μαζικά – εκ μέρους πολλών ιδιοκτητών – χρήματα. «Επίσης υπάρχει ανάγκη ελέγχου των ενοικίων, δηλαδή πρώτον να υπάρχει προσωρινή απαγόρευση στις εξώσεις λόγω ανακαινίσεων και να υπάρχει ο κανόνας ότι μετά από μια τέτοια επένδυση δεν μπορούν να αυξηθούν τα ενοίκια για δύο χρόνια πάνω από 2%. Στο Βερολίνο ανακοινώθηκε ένα πάγωμα ενοικίων το 2019 για 5 χρόνια. Στον Καναδά, η έκδοση αδειών για τις ανακαινίσεις γίνεται με την προϋπόθεση ότι θα μείνουν στις μακροχρόνιες μισθώσεις με συγκεκριμένο και προκαθορισμένο ενοίκιο. Αυτά τα μέτρα θα πρέπει να δούμε πως μπορούν να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα» συμπληρώνει.
Ελλάδα: Η ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών ως τρόπος δημιουργίας αποθέματος κοινωνικής κατοικίας
Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει ο φορέας Κοινωνικής Μίσθωσης που λειτουργεί στο πλαίσιο της ΜΑΘ ΑΕ ΑΟΤΑ εταιρείας. Στόχος του, εξηγεί η Όζγκουνες, είναι η διάθεση κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας μέσω διαχείρισης δημοσίου και μη αποθέματος, το οποίο προηγουμένως έχει ανακαινιστεί και αναβαθμιστεί ενεργειακά. Έτσι δηλαδή, θα επιστρέψει ένα κομμάτι του αποθέματος στην κοινωνία, στην κοινωνικοποίηση του, με μειωμένες τιμές.
«Είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο και χρειάζεται να δούμε πως μπορούμε στην Ελλάδα να διευκολύνουμε τη δράση αντίστοιχων προγραμμάτων. Τον ρόλο του φορέα θα μπορούσε να παίξει και κάποια ΑΜΚΕ ή ένα συνεταιριστικό σχήμα. Θα μπορούσε επίσης να είναι μια ΜΚΟ που αναλαμβάνει υπηρεσίες για την αστεγία» λέει και υπογραμμίζει ότι στον Φορέα Κοινωνικής Μίσθωσης το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι το πάντρεμα του κοινωνικού με το ενεργειακό κομμάτι. «Πως θα αποκτήσουμε πρόσβαση σε όλη αυτήν τη χρηματοδότηση, την οποία τώρα δεν μπορούμε να αξιοποιήσουμε . Βρίσκουμε σπίτια, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, αλλά δεν έχουμε πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις ενεργειακής αναβάθμισης γιατί δεν μπορούμε να αιτηθούμε μαζικά πόρους, εκ μέρους άλλων. Πρέπει να γίνουν πιο ευνοϊκοί οι όροι για να μπορέσουν τέτοιοι φορείς να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο. Αντίστοιχες διευκολύνσεις που δίνει το δημόσιο σε φορείς του ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να δίνονται και σε φορείς της κοινωνικής οικονομίας» λέει χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του ο Νίκος Βράντσης, εστιάζοντας περισσότερο στο κατασκευαστικό κομμάτι, συμπληρώνει πως χρειάζεται ένας έλεγχος της ίδιας της κατασκευαστικής δραστηριότητας. «Έχουμε κάνει ορισμένα βήματα στην Ελλάδα προς αυτήν την κατεύθυνση. Υπάρχει ένα παράδειγμα, που είναι μικρό αλλά δεν παύει να είναι σημαντικό, με τον Δήμο Πάτρας.
Εκεί έχει διαμορφωθεί μια αγορά μηχανημάτων, έχει ενεργοποιηθεί το ίδιο το εργατικό δυναμικό του Δήμου, προκειμένου να γίνουν παρεμβάσεις που ελέγχονται από τον ίδιο τον Δήμο και όχι με όρους αγοράς. Δεν έχει γίνει ακόμα σε βάθος αλλά χρειάζεται να δούμε τις δυνατότητες των δήμων να παρεμβαίνουν στο απόθεμα, με τρόπο που θα τους επιτρέπει να ελέγχουν τις τιμές, τις παρεμβάσεις και την ποιότητα τους. Όσον αφορά τα προγράμματα “Εξοικονομώ”, χρειάζεται να υπάρξει έμφαση στο κτίριο και όχι στα διαμερίσματα, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά είδη νοικοκυριών που ζουν σε μια πολυκατοικία. Χρειάζεται να δοθούν επίσης μεγαλύτερες επιχορηγήσεις στα πιο χαμηλά οικονομικά στρώματα, ενώ πρέπει να συζητηθεί και η πιθανότητα πλήρους χρηματοδότησης σε ορισμένες περιπτώσεις» αναφέρει.
Σε αυτό το σημείο η Μερίτς Όζγκουνες υπενθυμίζει ότι υπάρχουν επενδύσεις και προγράμματα για έργα ενεργειακής αναβάθμισης που αφορούν και το απόθεμα του δημοσίου. «Μέσω αυτής της δυνατότητας δίνεται μια ευκαιρία η Ελλάδα να αποκτήσει ένα βασικό απόθεμα κοινωνικής κατοικίας, από το οποίο, αυτήν τη στιγμή, δεν έχει καθόλου. Πρέπει να υπάρχει σίγουρα δημόσιος έλεγχος πάνω σ’ αυτά τα κτίρια και ένα κομμάτι της περιουσίας του δημοσίου, το οποίο θα αναβαθμιστεί ενεργειακά, να επιτρέψει στη χώρα να αποκτήσει απόθεμα κοινωνική κατοικίας» λέει.
Ένα άλλο κομμάτι που δυσχεραίνει την κατάσταση στην Ελλάδα εντοπίζεται σε επίπεδο βούλησης και πολιτικού σθένους. Το δημόσιο, λέει η Όζγκουνες, πραγματοποιεί πολλά προγράμματα σε συνεργασία με ΜΚΟ, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη όπου τα προγράμματα αστεγίας γίνονται μαζί με οργανώσεις τα τελευταία αρκετά χρόνια. «Η νομοθεσία στην Ελλάδα μια χαρά επιτρέπει και να υλοποιούνται τέτοια προγράμματα και να υπάρχει παρέμβαση, οπότε στην τελική είναι θέμα βούλησης. Υπάρχει και η χρηματοδότηση που είναι αρκετά ευέλικτη. Όπως, για παράδειγμα, αποφασίστηκε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης να πάνε λεφτά σε τουριστικές επενδύσεις, θα μπορούσε να αποφασιστεί να πάνε αντίστοιχα χρήματα στην κοινωνική κατοικία, όπως έκανε η Πορτογαλία με 2,7 δις» προσθέτει, ενώ ο Βράντσης σημειώνει ότι όπου προέκυψε πρωτοβουλία από Δήμο, είχε προηγηθεί μια κοινωνική πίεση, η οποία οδήγησε στο να γίνουν κάποια βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ρόλος των δήμων
Επομένως, ο ρόλος των δήμων αναδεικνύεται σημαντικός καθώς θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη γέφυρα μεταξύ κινημάτων και κρατικών πολιτικών. Η Όζγκουνες διευκρινίζει πάντως ότι τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι στη Θεσσαλονίκη ο Δήμος έχει βάλει ως κεντρικό στόχο τη στέγαση: «Δεν μπορούμε να το δούμε ως ένα ενιαίο συμπαγές πράγμα. Πρόκειται για ανθρώπους, τεχνικούς, υπαλλήλους, κινήματα και πολιτικές παρεμβάσεις που γίνονται στο δημοτικό συμβούλιο, που όλα μαζί πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι πολλαπλές σχέσεις που πιέζουν προς μια κατεύθυνση και όχι ακριβώς ένας Δήμος που είναι δοσμένος σε αυτό».
Το πιλοτικό πρόγραμμα που συντονίζει η ‘Οζγκουνες στη Θεσσαλονίκη, είναι το πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και αφορά 30 διαμερίσματα, ενώ το Ταμείο χρηματοδοτεί άλλα 70 διαμερίσματα στην Αθήνα. “Επειδή στη Θεσσαλονίκη πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό να ενισχύσουμε το διαχειριστικό κομμάτι της κοινωνικής κατοικίας, υπάρχει φορέας υλοποίησης που είναι ο Φορέας Κοινωνικής Μίσθωσης. Τα διαμερίσματα δηλαδή που εντάσσονται στο πρόγραμμα παραχωρούνται στον φορέα, που προχωράει στις αναβαθμίσεις και μετά τα διαχειρίζεται εκ μέρους των Δήμων της Μητροπολιτικής Θεσσαλονίκης, που συμμετέχουν. Από την άλλη στην Αθήνα επιλέχθηκε η υλοποίηση του προγράμματος χωρίς κάποιον φορέα, με απευθείας επιχορηγήσεις σε ιδιώτες ιδιοκτήτες”, σημειώνει χαρακτηριστικά η ‘Οζγκουνες.
Το στεγαστικό ζήτημα εντός κι εκτός Αθήνας
Τι είναι εκείνο που ορίζει τη συζήτηση για το στεγαστικό θέμα εκτός Αθηνών; Όλα εξαρτώνται από το πλαίσιο απαντά ο Βράντσης, εξηγώντας ότι οι μικρότερες πόλεις και οι μικρότεροι δήμοι της χώρας βρίσκονται σε μια σταθερή τάση οικονομικής και πληθυσμιακής συρρίκνωση, με τους νέους/τις νέες να φεύγουν προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και το εξωτερικό.
«Αυτές οι αλλαγές συνδέονται με το ευρύτερο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι στη χώρα, με την υψηλή ανεργία και την εργασιακή επισφάλεια που είναι σταθερή και παγιωμένη στους μικρότερους δήμους. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε και εκεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του αποθέματος που είναι κενό. Για παράδειγμα στη Νάουσα έχουμε διαπιστώσει ότι αυτό συμβαίνει για το 1/3 του αποθέματος στην πόλη. Ωστόσο, είναι κενό για άλλους λόγους. Δεν πρόκειται για αποτέλεσμα μεγάλων επενδυτικών δραστηριοτήτων ή θεσμικών επενδυτών που έχουν πάει σ’ αυτούς τους Δήμους που ελέγχουν την κενότητα.
Αντίθετα, έχουμε μια εγκατάλειψη που οφείλεται στις μεταναστευτικές εκροές. Την ίδια στιγμή έχουμε επίσης ανθρώπους που αναγκάζονται να επιστρέψουν στην πατρική τους εστία. Δηλαδή, η συρρίκνωση που σημειώνεται σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, μπορεί να συνδεθεί με την επιστροφή ορισμένων κοινωνικών ομάδων στα σπίτια της οικογένειάς τους, σε μικρότερους δήμους. Η αόρατη αστεγία υπάρχει επίσης και σε μικρούς δήμους, που έχουν υψηλά ποσοστά ακραίας αστεγίας. Υφίσταται δηλαδή και στους μικρότερους δήμους η ανάγκη παρέμβασης. Και εκεί λοιπόν θα ήταν πολύ σημαντική η ενεργοποίηση της εκάστοτε δημοτικής αρχής, προς μια κατεύθυνση κοινωνικοποίησης του αποθέματος, δημιουργίας προϋποθέσεων για την παραμονή πληθυσμών σε αυτούς τους δήμους» εξηγεί ο Νίκος Βράντσης.