Στο επίκεντρο της «Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων» βρίσκονται κρίσιμα ερωτήματα για την κατανόηση της πολιτικής δράσης και συμπεριφοράς των πολιτών στην Ελλάδα. Το ερευνητικό project, αποσκοπεί στην εις βάθος διερεύνηση των ιδεολογικών και πολιτικών προσανατολισμών της ελληνικής κοινωνίας, υπερβαίνοντας τα περιορισμένα ερμηνευτικά πλαίσια των συμβατικών ερευνών κοινής γνώμης.
Επιδιώκεται η ανάδειξη των βασικών αξιακών και αντιληπτικών σχημάτων που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης των πολιτών, καθώς και η ανάλυση των μεταβολών που έχουν επέλθει σε σύγκριση με προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Το ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023 και σε βάθος χρόνου διαμορφώνει χρονοσειρές, οι οποίες θα αποτυπώνουν την ιδεολογική και πολιτική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Τα αποτελέσματα της «ακτινογραφίας» του εκλογικού σώματος του ΕΤΕΡΟΝ αναδεικνύουν με εντονότερο τρόπο το χάσμα που υφίσταται ανάμεσα στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας και σε εκείνους των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στο οικονομικό πεδίο, λαμβάνοντας υπόψιν και άλλες έρευνες κοινής γνώμης, η πρώτη ομάδα αξιολογεί θετικά τόσο τους μακροοικονομικούς δείκτες όσο και τις δημόσιες παρεμβάσεις για τόνωση της αγοράς· επιπλέον, δηλώνει εμπιστοσύνη στις κυβερνητικές πολιτικές. Αντιθέτως, στα κόμματα της αντιπολίτευσης επικρατεί αμφιβολία όσον αφορά τη σταθερότητα της οικονομίας και την αποτελεσματικότητα των δημοσιονομικών μέτρων, με σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων να εκφράζει επιφυλάξεις ή ακόμη και σαφή δυσπιστία απέναντι στο οικονομικό αφήγημα της κυβέρνησης.
Παράλληλα, ανακύπτει ένα δεύτερο κρίσιμο πεδίο διαφοροποίησης, που αφορά την αντίληψη για την ποιότητα της δημοκρατίας και την αξιοπιστία των θεσμών. Σε μία περίοδο όπου η γενική κινητοποίηση του πληθυσμού εκδηλώνεται μέσα από την απώλεια εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οι ψηφοφόροι της ΝΔ εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξοι για την πορεία των δημοκρατικών διαδικασιών. Αντίθετα, οι υποστηρικτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης θεωρούν ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και η λειτουργία των θεσμικών οργάνων πλήττονται από παρεμβάσεις και υπολειτουργίες, με συνέπεια να ενισχύεται το αίσθημα πολιτικής αποξένωσης.
Οικονομική δυσπραγία
Μεταξύ των δεκατριών κομματικών συνόλων που συμμετείχαν στην έρευνα, διαπιστώνεται ότι μόλις το 14,7% δηλώνει «πολύ ή μάλλον ικανοποιημένο» από την προσωπική του οικονομική κατάσταση, ενώ ένα μεγαλύτερο, αλλά όχι κυρίαρχο, ποσοστό 21,3% αισθάνεται «ούτε ικανοποιημένο ούτε δυσαρεστημένο». Αντιθέτως, το 63,8% των ερωτηθέντων επιλέγει τις κατηγορίες «πολύ ή «μάλλον δυσαρεστημένος», καταδεικνύοντας ότι η πλειονότητα, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, βιώνει έντονα αισθήματα δυσαρέσκειας για τα τρέχοντα οικονομικά της.
Ωστόσο, η εικόνα αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν εστιάσουμε στους ψηφοφόρους της ΝΔ. Εδώ, το ποσοστό των «πολύ ή μάλλον ικανοποιημένων» ανεβαίνει στο 36,4%, σχεδόν διπλάσιο από τον γενικό μέσο όρο, ενώ και οι «ούτε ικανοποιημένοι ούτε δυσαρεστημένοι» φτάνουν το 36,7%. Η τάση αυτή μοιάζει περισσότερο με το προφίλ των υποστηρικτών του ακροδεξιού εκκλησιαστικού κόμματος Νίκη, παρά με εκείνων των κεντροαριστερών σχηματισμών: για παράδειγμα, στον ΣΥΡΙΖΑ το αντίστοιχο ποσοστό ικανοποίησης είναι μόλις 4,5%, στο ΠΑΣΟΚ 15,4% και στην Πλεύση Ελευθερίας 11,4%. Αυτή η διαφοροποίηση υπαγορεύει ότι οι ψηφοφόροι της ΝΔ διατηρούν σχετικά πιο θετική εικόνα για την οικονομία, παρά την ευρύτερη αίσθηση δυσφορίας.
Αν προστεθούν στα παραπάνω τα στοιχεία για την υποκειμενική φτώχεια, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, όπου το 67% των πολιτών θεωρεί τον εαυτό του «σε συνθήκες υποκειμενικής φτώχειας» 1 και το 26,9% βρίσκεται στο όριο της φτώχειας,2 τότε αναδεικνύεται ένα ακόμη πιο σύνθετο σκηνικό. Η αντίθεση ανάμεσα στα υψηλά ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας και την σχετικά υψηλή ικανοποίηση που δηλώνουν οι ψηφοφόροι της ΝΔ δημιουργεί ένα προκλητικό «χάσμα πραγματικότητας»· από τη μία, η προσωπική δυσχέρεια που καταγράφεται παντού, κι από την άλλη, η εμπιστοσύνη στο κυβερνητικό αφήγημα για σταθερή πορεία της οικονομίας.3
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται σαφές ότι η «πιστή δεξαμενή» της ΝΔ – το 22-25% του εκλογικού σώματος που της αποδίδει σταθερή στήριξη στις πρόσφατες ευρωεκλογές – ταυτίζεται ακόμα και σήμερα με το κυβερνητικό αφήγημα περί ανάκαμψης και προόδου. Αυτή η σύμπλευση δεν είναι τυχαία: η πολιτική επικοινωνία έχει στο επίκεντρο την ανάδειξη μετρήσιμων δεικτών ανάκαμψης (π.χ. μείωση ανεργίας4, δημόσια έργα, (υπερ)τουριστικά έσοδα)5, οι οποίοι αναπαράγονται ως «αποδείξεις» ότι η οικονομία ήδη βαδίζει σε σωστή κατεύθυνση.
Τέλος, οι απόψεις αυτές συγκρούονται ευθέως με πρόσφατες διεθνείς συγκριτικές μελέτες για την ευημερία των Ελλήνων σε σχέση με προηγούμενα έτη: για παράδειγμα, το 52% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι το 2019,6 επί πρωθυπουργίας Τσίπρα, η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλύτερη. Αυτή η αντίληψη υπογραμμίζει την έντονη πόλωση μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων» – ή, πιο σωστά, μεταξύ εκείνων που εμπιστεύονται το κυβερνητικό αφήγημα και εκείνων που αισθάνονται ότι η πραγματική ζωή παραμένει σκληρή, παρά τις θετικές επιδόσεις στους επίσημους δείκτες. Με αυτόν τον τρόπο, το πολιτικό και κοινωνικό ρήγμα διευρύνεται, καθιστώντας την οικονομική κατάσταση όχι μόνο ζήτημα επιδοκιμασίας ή κατακραυγής, αλλά και κεντρικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης.
Περί δημοκρατίας
Μεταξύ των δεκατριών κομματικών συνόλων, διαπιστώνεται ένα δεύτερο χάσμα. Ψηφοφόροι της ΝΔ εμφανίζουν πολύ υψηλότερο ποσοστό ικανοποίησης από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας (75,8%) σε σύγκριση με όλους τους άλλους σχηματισμούς. Ακολουθούν η Νέα Αριστερά με 17,6% και ο ΣΥΡΙΖΑ με 13,5%, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα σημειώνουν μονοψήφιες τιμές, έως και 4,2% στο ΜέΡΑ25. Είναι σαφές ότι η στήριξη της κυβερνητικής παράταξης συνδέεται με τη θετικότερη εκτίμηση του πολιτειακού πλαισίου.
Στον αντίποδα, οι «δυσαρεστημένοι ή μάλλον δυσαρεστημένοι» εκφράζουν σχεδόν ομοβροντία αποδοκιμασίας: από 71,7% στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, 82,4% στη Νέα Αριστερά και έως πάνω από 90% στα περισσότερα μικρότερα κόμματα (ΚΚΕ 92,8%, Πλεύση Ελευθερίας 93,2%, ΜέΡΑ25 95,8%). Αυτή η συντριπτική πλειοψηφία δείχνει ότι, πέραν της κομματικής προτίμησης, υπάρχει βαθιά διάχυτη απογοήτευση για την ισχύουσα λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Βάσει των πρόσφατων μετρήσεων — εν μέσω του σκανδάλου των υποκλοπών, της αποτυχίας διερεύνησης του εγκλήματος στα Τέμπη, του ελέγχου των ΜΜΕ από την κυβέρνηση και των δικαστικών αποφάσεων που πυροδότησαν κοινωνική κατακραυγή — η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη έχει φτάσει σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά.7
Έλλειψη εναλλακτικών
Αποτελεί μείζον ερώτημα το γεγονός ότι, παρά την όξυνση της οικονομικής δυσπραγίας στην Ελλάδα και την επιστροφή σε επίπεδα που θυμίζουν την κρίση του 2010, κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχει καταθέσει ένα συνεκτικό, πειστικό οικονομικό αφήγημα. Οι συνεχείς ανακατατάξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Αριστεράς — με εσωκομματικές συγκρούσεις και αλλαγές ηγεσιών — αποκαλύπτουν ένα ασταθές πολιτικό τοπίο,8 στο οποίο η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής αφήνει κενό την ώρα που οι πολίτες βιώνουν αυξανόμενες δυσκολίες.
Η Πλεύση Ελευθερίας επιχειρεί μία μοναδική κίνηση: πατώντας στον αντίκτυπο από το έγκλημα των Τεμπών, έχει συγκροτήσει ένα μονοθεματικό ρεύμα αντίστασης, χωρίς όμως να προτείνει ολοκληρωμένη πλατφόρμα για τα οικονομικά και τα κοινωνικά ζητήματα. Αντίθετα, τα υπόλοιπα κόμματα παραμένουν εγκλωβισμένα σε επιμέρους αντιπαραθέσεις, χωρίς να διαμορφώνουν αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στο αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη για «σταθερή ανάπτυξη» και «ανάκαμψη».
Στο διεθνές παράδειγμα, η περίπτωση της Ανυπότακτης Γαλλίας δείχνει τον δρόμο: σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη, ο αρχηγός της «Ανυπότακτης Γαλλίας» Ζαν-Λυκ Μελανσόν, υπογράμμισε ότι η Αριστερά για να κερδίσει πρέπει να διαθέτει ολοκληρωμένο κυβερνητικό πρόγραμμα.9 Η εκλογική επιτυχία10 του στη Γαλλία αποδεικνύει πως μια ενωτική πολιτική και στρατηγική κατεύθυνση, όταν επιτυγχάνει στην πράξη ευρεία συναίνεση μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων και στοχεύει στην επούλωση διαχρονικών αδικιών — ειδικά για ζητήματα που απασχολούν ευρύτερα τις γυναίκες — μπορεί να συσπειρώσει δυναμικά και να αποκτήσει μακρά απήχηση. Στην Ελλάδα, όμως, η πλειονότητα των αριστερών δυνάμεων φαινεται να αγνοεί αυτή τη διάσταση, με αποτέλεσμα η πολιτική θύελλα να συνεχίζεται χωρίς σαφή πυξίδα και κοινή κατεύθυνση.