Η Ύπατη Αρμοστεία ιδρύθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1950, ως μια μικρή οργάνωση με τριετή θητεία, ώστε να βοηθήσει το 1 εκατομμύριο περίπου των Ευρωπαίων προσφύγων που είχαν μείνει χωρίς πατρίδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Ιούλιο του 1951 υιοθετήθηκε η Σύμβαση της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων, η οποία έχει επικυρωθεί από 146 κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Η Ύπατη Αρμοστεία λειτουργεί ως «θεματοφύλακας» της Σύμβασης του 1951 και του Πρωτοκόλλου του 1967, το οποίο αφαίρεσε τους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς που έθετε η Σύμβαση. Τα κράτη οφείλουν να συνεργάζονται με την Ύπατη Αρμοστεία προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα δικαιώματα των προσφύγων γίνονται σεβαστά και προστατεύονται. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν και με τον αριθμό των ξεριζωμένων να αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ύπατη Αρμοστεία αναπτύχθηκε ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσφυγικές κρίσεις που ξεσπούσαν σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Από την ίδρυσή της, έχει βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να κάνουν μία νέα αρχή, και έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης. Σήμερα ο οργανισμός έχει παρουσία σε 135 χώρες και μετρά περισσότερα από 20.000 μέλη προσωπικού, η πλειοψηφία των οποίων εργάζονται στο πεδίο.
Η Ύπατη Αρμοστεία έχει παρουσία στην Ελλάδα από το 1952. Συνεργάζεται με τις ελληνικές αρχές, οι οποίες έχουν την ευθύνη και τον συντονισμό της ανταπόκρισης στις ανάγκες των προσφύγων, με μη κυβερνητικές οργανώσεις και άλλους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, με δίκτυα εθελοντών και προσφυγικές κοινότητες, με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας και την ένταξη των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο στη χώρα. Εστιάζει επίσης στην ευαισθητοποίηση και σε παρεμβάσεις για την εύρεση βιώσιμων λύσεων και τη βελτίωση των πολιτικών, προκειμένου να μπορούν οι πρόσφυγες να ευημερήσουν στη νέα τους πατρίδα.
Η δράση της Ύπατης Αρμοστείας στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες χώρες της Ε.Ε., είναι κυρίως συμβουλευτική, ενεργώντας συμπληρωματικά και παρέχοντας συνδρομή στην εκάστοτε κυβέρνηση, ώστε να αναπτυχθεί και να ενδυναμωθεί με τρόπο αποτελεσματικό ένα σύστημα προστασίας για τους πρόσφυγες. Το 2015, ωστόσο, εξαιτίας των αυξημένων προσφυγικών ροών που δέχτηκε η χώρα, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, οι ελληνικές αρχές και η Ε.Ε. ζήτησαν τη βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας για την αντιμετώπιση της τότε επείγουσας κατάστασης.
Εκείνη την περίοδο, η Ύπατη Αρμοστεία αύξησε το προσωπικό και την παρουσία της στα βασικά σημεία εισόδου στα νησιά του Αιγαίου, αλλά και στην ενδοχώρα. Ανέλαβε να στηρίξει πιο δυναμικά υπηρεσίες σε τομείς που καλύπτονται, κατ’ αρχήν, από το κράτος, όπως στη διανομή ειδών πρώτης ανάγκης στους πρόσφυγες, τη βελτίωση των δομών φιλοξενίας των προσφύγων, την παροχή ενημέρωσης, διερμηνείας και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, καθώς και παρεμβάσεις στους τομείς της υγείας και της εκπαίδευσης.
Επίσης, η Ύπατη Αρμοστεία συνεργάστηκε με την ελληνική κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση και μη κυβερνητικές οργανώσεις για την παροχή στέγασης σε διαμερίσματα και την οικονομική στήριξη μέσω προπληρωμένων καρτών των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα. Από το 2017, με τη μετάβαση από μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ένα σύστημα πιο σταθερό και πιο βιώσιμο, η Ύπατη Αρμοστεία μείωσε σταδιακά την «επιχειρησιακή» της δράση, με τους εθνικούς φορείς να έχουν πλέον αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος της παροχής υπηρεσιών προς τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο.
Με το προσωπικό της και μαζί με τους εταίρους της, η Ύπατη Αρμοστεία συνεχίζει μέχρι σήμερα να έχει παρουσία στην Ελλάδα και να στηρίζει τις ελληνικές αρχές για την παροχή βοήθειας, προστασίας και την εξεύρεση λύσεων για τους πρόσφυγες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε πρωτοβουλίες και προγράμματα που διευκολύνουν την ένταξη, όπως εργαλεία διασύνδεσης προσφύγων με την αγορά εργασίας και προγράμματα κατάρτισης, εκπαίδευσης και βιοπορισμού.
Συμπληρωματικό υλικό από το UNHCR:
Προτεινόμενα video: