Στο επίκεντρο της «Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων» βρίσκονται κρίσιμα ερωτήματα για την κατανόηση της πολιτικής δράσης και συμπεριφοράς των πολιτών στην Ελλάδα. Το ερευνητικό project, αποσκοπεί στην εις βάθος διερεύνηση των ιδεολογικών και πολιτικών προσανατολισμών της ελληνικής κοινωνίας, υπερβαίνοντας τα περιορισμένα ερμηνευτικά πλαίσια των συμβατικών ερευνών κοινής γνώμης.
Επιδιώκεται η ανάδειξη των βασικών αξιακών και αντιληπτικών σχημάτων που διαμορφώνουν τον τρόπο σκέψης των πολιτών, καθώς και η ανάλυση των μεταβολών που έχουν επέλθει σε σύγκριση με προηγούμενες χρονικές περιόδους.
Το ερευνητικό πρόγραμμα που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023 και σε βάθος χρόνου διαμορφώνει χρονοσειρές, οι οποίες θα αποτυπώνουν την ιδεολογική και πολιτική εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Ένας όρος που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετία του 1990 απέκτησε ευρεία δημοφιλία από το 2022 και έπειτα. Για τον Jonathan Derbyshire των Financial Times η λέξη “πολυκρίση” χαρακτήριζε το έτος 2022. Από τότε πλήθος αναλύσεων θέτουν το ερώτημα αν ζούμε στην εποχή της πολυκρίσης. Με τον όρο αυτόν περιγράφεται μια συνθήκη στην οποία πολλές και διαφορετικές κρίσεις συνυπάρχουν ταυτόχρονα.
Με βάση τα ευρήματα της Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων, της νέας έρευνας του Ινστιτούτου Eteron σε συνεργασία με την About People, μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε οτι το ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα βρίσκεται στην δική του εποχή της πολυκρίσης. Τρεις είναι οι παράλληλες κρίσεις που δημιουργούν αυτήν τη συνθήκη: κρίση εμπιστοσύνης, κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση ταυτοτική και ιδεολογική. Από τις τρεις κρίσεις, οι δυο αφορούν το σύνολο του πολιτικού συστήματος και η τρίτη τις λεγόμενες “προοδευτικές” δυνάμεις ή τις κομματικές δυνάμεις που τοποθετούνται στην πολιτική τοπογραφία από το ΠΑΣΟΚ και προς τα αριστερά.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε από την αρχή πως η έρευνα και η ανάλυση βασίζεται στην οπτική των πολιτών και των δυνητικών ψηφοφόρων κάθε κόμματος. Δεν γίνονται ισχυρισμοί και εκτιμήσεις με βάση τις θέσεις των κομμάτων αλλά με βάσει τις απόψεις των δυνητικών ψηφοφόρων τους. Με τον όρο “δυνητικοί ψηφοφόροι” αναφερόμαστε στους πολίτες που απάντησαν στο πλαίσιο της έρευνας ότι έχουν πρόθεση να ψηφίσουν το κάθε κόμμα στις επόμενες εθνικές εκλογές, ανεξάρτητα από την όποια τελική -ή παρελθοντική- εκλογική επιλογή τους.
Στην έρευνα αξιολογήθηκε η εμπιστοσύνη των πολιτών σε οκτώ θεσμούς: την προεδρία της Δημοκρατίας, τον θεσμό του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης, το κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, τη δικαιοσύνη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τις ανεξάρτητες αρχές. Και στους οκτώ θεσμούς παρατηρήθηκε πτώση στην εμπιστοσύνη των πολιτών από 1,7% έως 5,6% σε σύγκριση με την αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2023. Η μεγαλύτερη πτώση εντοπίζεται στον θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως μόνο μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας εκφράζεται πλειοψηφικά (73,3%) εμπιστοσύνη απέναντι στον συγκεκριμένο θεσμό. Στον αντίποδα, καθολική δυσπιστία εκφράζεται από τους ψηφοφόρους του ΜέΡΑ25.
Στους έξι από τους οκτώ θεσμούς μόνο μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας εντοπίζεται μια απόλυτη πλειοψηφία που εκφράζει την εμπιστοσύνη της απέναντί τους. Η μικρότερη εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων εκφράζεται απέναντι στα πολιτικά κόμματα (13,6%) και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (6,2%). Σε αυτούς τους δυο θεσμούς δεν εντοπίζεται απόλυτη πλειοψηφία έκφρασης εμπιστοσύνης στο εσωτερικό κανενός κόμματος. Εντυπωσιακή είναι η καθολική δυσπιστία των ψηφοφόρων του κόμματος Φωνή Λογικής απέναντι στα πολιτικά κόμματα ενώ το υψηλότερο ποσοστό εμπιστοσύνης (30,3%) εντοπίζεται μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Αριστεράς. Το στοιχείο αυτό ενδεχομένως εξηγείται από την αναγνώριση ότι τα κόμματα αποτελούν βασικό πυλώνα της δημοκρατίας, θέση διαδεδομένη στην Αριστερά. Το μεγαλύτερο ποσοστο εμπιστοσύνης προς τα Μ.Μ.Ε. εντοπίζεται μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, αλλά ακόμα κι έτσι μόνο ένας στους έξι ψηφοφόρους του κόμματος εκφράζει την εμπιστοσύνη του (16%). Στους ψηφοφόρους μόνο ενός κόμματος της αντιπολίτευσης μπορεί να βρεθεί απόλυτη πλειοψηφία πο εκφράζει εμπιστοσύνη απέναντι σε κάποιον από τους θεσμούς. Λίγο πάνω από τους μισούς δυνητικούς ψηφοφόρους (55%) της Νέας Αριστεράς δηλώνουν οτι εμπιστεύονται τις Ανεξάρτητες Αρχές.
Οι τρεις θεσμοί που συγκεντρώνουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εμπιστοσύνης, με περίπου έναν στους τρεις ψηφοφόρους να εκφράζουν την εμπιστοσύνη τους είναι ο πρωθυπουργός (ως θεσμός, και όχι ως πρόσωπο), η κυβέρνηση (ως θεσμός), και οι ανεξάρτητες αρχές.
Μέρος της κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών προς το συνολικό θεσμικό και πολιτικό οικοδόμημα της χώρας εκφράζεται και μέσα από τη στάση των πολιτών απέναντι στη δημοκρατία. Η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων αναγνωρίζει πως, παρά τις όποιες αδυναμίες της, δεν υπάρχει καλύτερο πολίτευμα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η θέση αυτή γνωρίζει μια μικρή πτώση (-3,7% σε σχέση με το 2023) αλλά παραμένει ακλόνητη (79,3%). Την ίδια ώρα, αντίστοιχα μαζική είναι η δυσαρέσκεια των πολιτών από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας. To 74,3% (+4,6% σε σχέση με το 2023) των πολιτών δηλώνει δυσαρεστημένο/μάλλον δυσαρεστημένο Στον αντίποδα, μόνο οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας δηλώνουν πλειοψηφικά ικανοποιημένοι από τον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας (75,8%). Το εύρημα αυτό υποδεικνύει μια δυσαρμονία του μέσου ψηφοφόρου από τον ψηφοφόρο της Νέας Δημοκρατίας, μια αναντιστοιχία που εκδηλώνεται σε πλήθος ερωτημάτων που περιλαμβάνονται στην έρευνα. Εξαιρετικά υψηλά ποσοστά δυσαρέσκειας (άνω του 90%) εκδηλώνουν οι δυνητικοί ψηφοφόροι των ακόλουθων κομμάτων: Κ.Κ.Ε, Πλεύση Ελευθερίας, Κίνημα Δημοκρατίας και ΜέΡΑ25.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, αυτή η δυσαρέσκεια δεν μετατρέπεται σε ευρεία ή ουσιαστική αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Οι πολίτες απορρίπτουν μαζικά την ιδέα ενός ισχυρού πρωθυπουργού που θα αποφάσιζε αγνοώντας το κοινοβούλιο ή τις εκλογές (83,3%) και διαφωνούν με τη θέση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η δικτατορία μπορεί να είναι προτιμότερη της δημοκρατίας (82,3%). Ανησυχητικές, όμως, είναι οι αντιλήψεις των ψηφοφόρων των κομμάτων της ακροδεξιάς. Τα ποσοστά απήχησης αυτών των ιδεών είναι ιδιαίτερα υψηλά μεταξύ των ψηφοφόρων τουλάχιστον δύο εκ των τριών κομμάτων του πολιτικού αυτού χώρου. Για σχεδόν έναν στους δύο ψηφοφόρους της Φωνής Λογικής (45,6%) και της Ελληνικής Λύσης (47,9%) υπάρχουν συνθήκες στις οποίες μια δικτατορία μπορεί να ήταν προτιμότερη. Είναι αξιοσημείωτο εδώ το γεγονός πως οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Πλεύσης Ελευθερίας εκφράζουν μια στάση αντίστοιχη με αυτή των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας (11,7% Πλεύση Ελευθερίας και 12,3% Νέα Δημοκρατία) ενώ η θέση αυτή συναντάται στα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς μόνο σε πολύ χαμηλά μονοψήφια ποσοστά. Αντίστοιχα, ένας στους δύο ψηφοφόρους της Φωνής Λογικής (49,4%) επιθυμεί έναν ισχυρό και ανέλεγκτο πρωθυπουργό. Μόνο σε αυτό το κόμμα συναντάται ισχυρό ποσοστό στήριξης μιας τέτοιας θέσης, καθώς στους ψηφοφόρους της Ελληνικής Λύσης μειώνεται στο 25% ενώ οι ψηφοφόροι της Νίκης (18,6%) κινούνται στα ίδια επίπεδα με αυτούς της Νέας Δημοκρατίας (17,5%).
Τα τελευταία δύο χρόνια μιλάμε πολύ συχνά για την κρίση αντιπροσώπευσης στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Τα μεγάλα ποσοστά αποχής από τη μια καθώς και ο πολυκερματισμός του κομματικού τοπίου σε συνδυασμό με την απουσία δυναμικής αντιπολίτευσης και προβολής μιας κυβερνητικής εναλλακτικής από την άλλη συνιστούν συνήθως τα πιο σημαντικά στοιχεία που μας ωθούν να μιλήσουμε για μια τέτοια κρίση. Το φαινόμενο αποτυπώθηκε και στις εθνικές εκλογές του 2023 και στις ευρωεκλογές του 2024 ενώ αποτυπώνεται έντονα και τους τελευταίους μήνες στην πρόθεση ψήφου που καταγράφεται στις πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης. Στην παρούσα έρευνα το στοιχείο που τεκμηριώνει την ύπαρξη μιας τέτοιας κρίσης αντιπροσώπευσης στην καρδιά του ελληνικού πολιτικού συστήματος έχει μεγαλύτερη ένταση καθώς αποτελεί αξιολογική κρίση έναντι ιδεολογικών ρευμάτων και παραταξιακών μπλοκ, και όχι μεμονωμένων κομμάτων.
Το ερώτημα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι πολίτες τους ζητούσε να επιλέξουν ποιο ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα ή παράταξη μπορεί να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τη χώρα.
Το γεγονός ότι η επιλογή της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς υπερτερούσε έναντι της Κεντροδεξιάς/Δεξιάς ήδη από το 2023, παρά το γνωστό εκλογικό αποτέλεσμα της διπλής κάλπης του 2023, φαίνεται να είναι σε συμφωνία με τις αναλύσεις που θέλουν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να τοποθετείται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μεταπολίτευση, σε ιδεολογικό επίπεδο στην Κεντροαριστερά. Σέ ένα από τα κλασικά κείμενα μελέτης των διαιρετικών τομών στην Ελληνική κοινωνία, ο Γεράσιμος Μοσχονάς (1994, σ. 189) είχε μιλήσει χαρακτηριστικά για το υποσύστημα των αντιδεξιών δυνάμεων στην καρδιά του ελληνικού κομματικού συστήματος. Αυτή η ιδεολογική τομή Δεξιάς-Αριστεράς, ή Δεξιάς-Αντιδεξιάς, και η συνακόλουθη παραταξιακή διαίρεση υπήρξε ερμηνευτικό κλειδί για την κομματική σύγκρουση και τα εκλογικά αποτελέσματα της Μεταπολίτευσης. Στη βάση αυτής της προσέγγισης, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων συντάσσοταν με την Κεντροαριστερά (ως παραταξιακό σύνολο δυνάμεων) στις περισσότερες εκλογικές διαδικασίες (με εξαίρεση τις εθνικές εκλογές του 1974 και του 2023). Επομένως, το εύρημα που θέλει την Κεντροαριστερά να υπερτερεί έναντι στη Κεντροδεξιάς τόσο στην έρευνα του 2023 όσο και σε αυτήν του 2025 αντιμετωπίζεται ως εύλογο αν ιδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα.
Αυτό που συναντούμε, όμως, στη φετινή έρευνα είναι η παράλληλη πτώση και των δύο παρατάξεων, γεγονός που υποδεικνύει μια δυσπιστία ή ακόμα και απαξίωση των δυο ιδεολογικών ρευμάτων και των δύο εναλλακτικών κυβερνητικών μπλοκ. Το αίσθημα μιας σοβούσας κρίσης αντιπροσώπευσης επιτείνεται από το γεγονός πως οι πολίτες δηλώνουν ως πρώτη τους επιλογή ότι καμία εκ των δύο παρατάξεων δεν μπορεί να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Πρόκειται για μια σημαντική μετακίνηση ψηφοφόρων προς αυτή τη θέση (+6,4%) εντός δύο χρόνων που καταγράφει με σαφήνεια μια αποδέσμευση και απομάκρυνση των πολιτών από τις δύο πολιτικές εναλλακτικές. Μια τέτοια τάση θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ρήξη των δεσμών των πολιτών με τα κόμματα και ενίσχυση της αποξένωσής τους από τη θεσμική πολιτική και εκλογική διαδικασία.
Μια ανάλυση αυτών των στάσεων με βάση την κομματική προτίμηση προσφέρει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για περαιτέρω αναστοχασμό. Οι δυνητικοί ψηφοφόροι τριών κομμάτων ενισχύουν κυρίως τη θέση απόρριψης και των δυο ιδεολογικών ρευμάτων και παρατάξεων: Ελληνική Λύση (54,9%), Πλεύση Ελευθερίας (40,6%) και Νίκη (39,4%). Εντύπωση προκαλεί πως ενώ οι ψηφοφόροι των κομμάτων που αυτο-προσδιορίζονται ως αριστερά υποστηρίζουν μαζικά πως η καλύτερη επιλογή διακυβέρνησης είναι η κεντροαριστερά -ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σε Κίνημα Δημοκρατίας (82,7%), ΣΥΡΙΖΑ (87,4%) και Νέα Αριστερά (93,9%)- μόνο δύο στους τρεις ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (66,1%) δηλώνουν το ίδιο. Αξίζει να αναφερθεί πως αν και σημαντικό μέρος των δυνητικών ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας απορρίπτουν και τα δυο παραταξιακά μπλοκ, ένα αντίστοιχα μεγάλο -και για την ακρίβεια ελαφρώς μεγαλύτερο- μέρος (46%) υποστηρίζει την επιλογή της Κεντροαριστεράς. 1
Η Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων επιχειρεί με εναλλακτικούς τρόπους, και ορισμένες φορές με ερωτήσεις πέραν των κλασικών που συναντάμε στις συνήθεις έρευνες κοινής γνώμης, να εντοπίσει τις στάσεις, τις αντιλήψεις και τις αξίες των πολιτών αλλά και να κατανοήσει την πολύπλοκη σχέση που διαμορφώνουν οι πολίτες με την ιδεολογία που ασπάζονται αλλά και με μια πολιτική ταυτότητα που μπορεί να επαναδιαπραγματεύονται συχνά.
Κομβική, λοιπόν, ερώτηση στην παρούσα έρευνα είναι αυτή που προσκαλεί τους πολίτες να δηλώσουν με ποιον ιδεολογικό χαρακτηρισμό ή ταυτότητα νιώθουν πιο κοντά ανάμεσα σε οκτώ πιθανές επιλογές. Στη συγκριτική ανάλυση με την έρευνα του 2023 μπορούμε να εντοπίσουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες μετατοπίσεις. Δεν πρόκειται για ριζικές αλλαγές αλλά οι μετατοπίσεις αυτές συνάδουν με τις συνολικές τάσεις που αναγνωρίζονται στην κοινωνία και υποδεικνύουν σημαντικές εσωτερικές μετακινήσεις εντός των ευρύτερων ιδεολογικών ρευμάτων.
Η κύρια μετατόπιση που παρατηρείται είναι πως η πρώτη επιλογή των πολιτών είναι η σοσιαλδημοκρατία (20,9%) ενώ το 2023 ήταν ο φιλελευθερισμός. Η ενίσχυση της προτίμησης προς τη σοσιαλδημοκρατία (+2,7%) είναι σχεδόν ισόποση με την πτώση του φιλελευθερισμού (-2,9%). Η εκλογική άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων και οι τάσεις συντηρητικοποίησης της κοινωνίας αποτυπώνονται και εδώ με την αθροιστική αύξηση περίπου 4 μονάδων του εθνικισμού και του συντηρητισμού. Είναι, επίσης, οι μόνοι προσδιορισμοί που σχηματικά ανήκουν στο μπλοκ της Δεξιάς και γνωρίζουν ενίσχυση των ποσοστών τους. Στο μπλοκ της Αριστεράς αυτό συμβαίνει κατά βάση με τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ ο κομμουνισμός παρουσιάζει επίσης μια μικρή αύξηση (+0.5%).
Το κέντρο της αντιπαράθεσης παραμένει η αντίθεση σοσιαλδημοκρατίας και φιλελευθερισμού, με τους δυο προσδιορισμούς να συγκεντρώνουν αθροιστικά σχεδόν τέσσερις στους δέκα ψηφοφόρους (37,7%).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση των ιδεολογικών προσδιορισμών των ψηφοφόρων με βάση την πρόθεση ψήφου τους. Σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας (45,7%) αυτο-προσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι, σχεδόν ένας στους πέντε (18,2%) ως νεο-φιλελεύθερος ενώ ένας στους δέκα δηλώνει σοσιαλδημοκράτης (11,4%). Το τελευταίο στοιχείο υποδεικνύει ότι ένα μέρος των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ έχει πια μετακινηθεί σταθερά στη Νέα Δημοκρατία, καθώς το ποσοστό των αυτοπροσδιοριζόμενων σοσιαλδημοκρατών εντός της ΝΔ έχει αυξηθεί σημαντικά -σχεδόν διπλασιαστεί- σε σχέση με την έρευνα του 2023 (από 6,6% σε 11,4%).
Στον ΣΥΡΙΖΑ των πολλών ανακατατάξεων λόγω των δυο διασπάσεων και της διπλής αλλαγής ηγεσίας παρατηρούνται αρκετές μετατοπίσεις που αποτυπώνουν τις αλλαγές στη σύνθεση της δυνητικής εκλογικής βάσης του κόμματος. Πάνω από ένας στους δυο ψηφοφορούς του κόμματος ταυτίζεται με την έννοια του δημοκρατικού σοσιαλισμού (54,5%, από 40,4% το 2023). Σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων, ένας στους τέσσερις (26,1%), αυτο-προσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκράτης, με τη σοσιαλδημοκρατία να αποτελεί πια έναν σταθερό και διακριτό πυλώνα του κόμματος. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, σε αναλογία περίπου δύο τρίτων (61,7%, αυξημένο κατά 5,4% σε σχέση με το 2023) αυτο-προσδιορίζονται κυρίαρχα ως σοσιαλδημοκράτες. Αυξημένο είναι και το ποσοστό όσων ταυτίζονται με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό (16,9% από 14.4%) ενώ μειωμένο είναι το ποσοστό των φιλελεύθερων (9,1% από 13%). Στους ψηφοφόρους του ΚΚΕ δίπλα στη βασική ταυτότητα του κομμουνιστή (52,6%) συναντάμε τους ιδεολογικούς προσδιορισμούς του δημοκρατικού σοσιαλισμού (17,2%) και της σοσιαλδημοκρατίας (13,1%), αν και μειωμένες σε σχέση με την έρευνα του 2023.
Στην Ελληνική Λύση, ο πρώτος προσδιορισμός των ψηφοφόρων είναι ο εθνικισμός (29,7%, με άνοδο 5,5% σε σχέση με το 2023), ενώ ακολουθεί ο φιλελευθερισμός (15,6%) και ο συντηρητισμός (13,8%). Αξιοσημείωτο είναι πως ένα μικρό ποσοστό (7%) δυνητικών ψηφοφόρων δηλώνουν σοσιαλδημοκράτες. Αντίστοιχη, είναι η εικόνα στο κόμμα της Νίκης με μικρή διαφοροποίηση ως προς την πρώτη επιλογή αυτο-προσδιορισμού των δυνητικών ψηφοφόρων. Εκεί προηγείται ο συντηρητισμός (28,4%) και ακολουθεί ο εθνικισμός (16,3%). Εντοπίζεται κι εδώ ένα σεβαστό ποσοστό ψηφοφόρων που προσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι (12,8%) αλλά και σοσιαλδημοκράτες (7,5%). Αυτό το 7-7,5% που ταυτίζεται ιδεολογικά με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά εξετάζει τη ψήφο ή ψηφίζει ήδη κόμματα που τοποθετούνται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας ίσως δείχνει μια μετακίνηση παλαιότερων ψηφοφόρων του ιστορικού ΠΑΣΟΚ προς αυτά τα δύο κόμματα. Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός πως περισσότερο καθαρά εθνικιστικός είναι ο προσδιορισμός των δυνητικών ψηφοφόρων της Φωνής Λογικής, καθώς με τον εθνικισμό ταυτίζονται περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα (44,4%). Σε μεγάλη απόσταση ακολουθεί ο συντηρητισμός (21,9%), ενώ οι αυτο-προσδιοριζόμενοι ως φιλελεύθεροι (7,3%) είναι αρκετά λιγότεροι από ο,τι στα άλλα δύο κόμματα της ακροδεξιάς.
Οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Πλεύσης Ελευθερίας παρουσιάζουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους αλλά είναι σαφές ότι η πλειοψηφία εντάσσεται στο φάσμα της Αριστεράς, με το 25% να βρίσκεται κοντά στη σοσιαλδημοκρατία και ένα αντίστοιχο ποσοστό (22,7%) να επιλέγει τον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Αν και η πλειοψηφία (αθροιστικά στο 47,7%) των δυνητικών ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας ταυτίζονται με τη σοσιαλδημοκρατία και τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, εντοπίζεται πως ένα -αθροιστικά- 7,6% αυτών νιώθει πιο κοντά στον εθνικισμό και τον συντηρητισμό. Αντίστοιχο εύρημα δεν υπάρχει για κανένα άλλο κόμμα του χώρου της (κεντρο-)αριστεράς (στα τέσσερα από τα έξι κόμματα μάλιστα το ποσοστό αυτό είναι αθροιστικά κάτω της μονάδας και σε κανένα δεν ξεπερνά το 2%).
Στα τρια μικρότερα κόμματα της (κεντρο-)αριστεράς, ο πρώτος προσδιορισμός που επιλέγουν οι δυνητικοί τους ψηφοφόροι είναι αυτός του δημοκρατικού σοσιαλισμού, όπως αντίστοιχα ισχύει και για την περίπτωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Στο ΜέΡΑ25, το 35,9% των δυνητικών του ψηφοφόρων ταυτίζονται με το ρεύμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού ενώ τρεις άλλοι προσδιορισμοί εντοπίζονται με σχεδόν ισοδύναμη παρουσία: 14% κομμουνισμός, 12,4% σοσιαλδημοκρατία, 12,1% οικολογία. Στη Νέα Αριστερά, ο δημοκρατικός σοσιαλισμός αποτελεί βασικό πυλώνα μεταξύ των δυνητικών ψηφοφόρων του κόμματος (45,8%) ενώ κομμουνισμός και σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπούνται από σημαντική και ισοδύναμη μερίδα ψηφοφόρων (19,1% για έκαστο ιδεολογικό προσδιορισμό). Τέλος, στο Κίνημα Δημοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία έχει πιο έντονη παρουσία (32,6%), με τον δημοκρατικό σοσιαλισμό (42,8%) να παραμένει, όμως, πρώτη προτίμηση ιδεολογικού αυτο-προσδιορισμού για τους δυνητικούς ψηφοφόρους του κόμματος.
Ξεκινώντας την παρουσίαση του ιδεολογικού αυτο-προσδιορισμού των πολιτών έκανα λόγο για μια τρίτη κρίση που επηρεάζει το πολιτικό τοπίο της χώρας, μια ιδεολογική και ταυτοτική κρίση. Ορισμένα παράδοξα σημεία έχουν αρχίσει να διαφαίνονται ήδη με την παρατήρηση ότι ψηφοφόροι που ταυτίζονται με ιδεολογικούς προσδιορισμούς της (κεντρο-)αριστεράς εμφανίζονται ως δυνητικοί ψηφοφόροι κομμάτων της κεντροδεξιάς ή ακόμα και της ακροδεξιάς ή την αυξημένη παρουσία πολιτών με συντηρητικό ή/και εθνικιστικό σύνολο ιδεών στο σώμα των δυνητικών ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας. Βλέπουμε με αυτόν τον τρόπο ότι οι ιδεολογικές ταυτότητες που υιοθετούν οι πολίτες δεν μεταφράζονται αυτόματα σε συγκεκριμένες εκλογικές συμπεριφορές. Δεν είναι απολύτως σαφές τι κατανοεί ο ψηφοφόρος ως ιδεολογία και πόσο δεσμευμένοι νιώθουν οι πολίτες από την εκάστοτε ιδεολογία που δηλώνουν ότι ασπάζονται.
Επιπλέον, η σύγκριση με τις στάσεις και αντιλήψεις των πολιτών σε σειρά θεμελιωδών ζητημάτων που εξετάζει η έρευνα αναδεικνύει μια σειρά από αντιφάσεις και φέρνει στο προσκήνιο την αίσθηση της κρίσης των ιδεολογιών. Θα δούμε παρακάτω ορισμένα τέτοια παραδείγματα, διατηρώντας κατά νού ότι άνω του 40% των πολιτών ταυτίζεται με ιδεολογικούς προσδιορισμούς που ανήκουν σαφώς στο πεδίο της Αριστεράς και ότι πάνω από τους μισούς υιοθετούν ιδεολογικούς προσδιορισμούς που σηματοδοτούν φιλελεύθερες ή/και γενικώς προοδευτικές θέσεις.
Σε αυτό το περιβάλλον, μια ευρύτατη πλειοψηφία πολιτών (79,6%) τάσσεται υπέρ 2 της αυστηροποίησης των ποινών για να υπάρξει ασφάλεια στη χώρα. Η θέση αυτή γνωρίζει αποδοχή σε όλα τα κόμματα, πλην των ΜέΡΑ25 και Νέας Αριστεράς. Το ποσοστό συμφωνίας των δυνητικών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας (91,8%) είναι αντίστοιχο με αυτό της Ελληνικής Λύσης (93,8%) και της Φωνής Λογικής (96%), και μεγαλύτερο των ψηφοφόρων της Νίκης. Ας θυμηθούμε ότι οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας προσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι (κατά 45,7%) ενώ αυτοί της Ελληνικής Λύσης και της Φωνής Λογικής κατά βάση ως συντηρητικοί και εθνικιστές. Ιδιαίτερα μεγάλο είναι και το ποσοστό συμφωνίας μεταξύ των ψηφοφόρων της Πλεύσης Ελευθερίας (86%), μεγαλύτερο όλων των άλλων κομμάτων της (κεντρο-)αριστεράς και σχεδόν ίδιο με αυτό της Νίκης (87,2%). Ακόμα πιο σημαντικό, λόγω της βαρύτητας του ζητήματος, είναι το γεγονός πως ένα 42,9% των πολιτών εμφανίζεται θετικό στο ζήτημα της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Οι δυνητικοί ψηφοφόροι του κυβερνώντος κόμματος, οι μισοί σχεδόν εκ των οποίων αυτο-προσδιορίζονται ως φιλελεύθεροι, είναι μοιρασμένοι στο ζήτημα της θανατικής ποινής (49,2% υπερ vs. 49,2% κατά). Σχεδόν ένας στους δυο δυνητικούς ψηφοφόρους της Πλεύσης Ελευθερίας (48,7%), σχεδόν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (31,1%) και σχεδόν ένας στους τέσσερις του ΚΚΕ (24,7%) έχει μάλλον θετική στάση απέναντι στην επαναφορά της θανατικής ποινής.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το μεταναστευτικό, όπου μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών (76%) θεωρεί ότι ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα είναι υπερβολικά μεγάλος τα τελευταία δέκα χρόνια. Συγκροτημένες πλειοψηφίες κατά αυτής της θέσης συναντούμε μόνο στη Νέα Αριστερά και το ΜέΡΑ25.Οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Πλεύσης Ελευθερίας, οι μισοί περίπου εκ των οποίων δηλώνουν ότι ταυτίζονται με τη σοσιαλδημοκρατία και τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, έχουν ποσοστό συμφωνίας (78,3%) υψηλότερο του μέσου όρου του γενικού πληθυσμού, υψηλότερο όλων των κομμάτων της κεντροαριστεράς, του ΠΑΣΟΚ (72,1%) συμπεριλαμβανομένου. Ένας κοινωνικός και πολιτισμικός συντηρητισμός μπορεί να βρεθεί στη θέση ότι οι νέοι και οι νέες σήμερα δεν σέβονται αρκετά τις παραδοσιακές ελληνικές αξίες, θέση που αποδέχεται το 67,9% των ερωτώμενων. Μόνο οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Νέας Αριστεράς εκφράζονται πλειοψηφικά κατά αυτής της άποψης ενώ αυτοί του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν μια οριακή διαφωνία. Σχεδόν τα δύο τρίτα των δυνητικών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (64,6%) και της Πλεύσης Ελευθερίας (64,1%) συντάσσονται με τη θέση ότι η νεολαία δείχνει ελλιπή σεβασμό προς τις -μη προσδιορισμένες- παραδοσιακές ελληνικές αξίες. Το γεγονός ότι καμία από αυτές τις παραδοσιακές αξίες δεν ορίζεται στην ερώτηση, αλλά παρόλα αυτά οι απαντήσεις είναι θετικές, δείχνει ακόμα περισσότερο ότι έχουμε να κάνουμε με μια συντηρητική θέση που δεν εξαρτάται από μια συγκεκριμένη συμπεριφορά της νέας γενιάς αλλά από έναν συντηρητικό αντανακλαστικό.
Οι αντιφάσεις δεν αφορούν μόνο τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και το πεδίο της οικονομίας. Για παράδειγμα, η έννοια της ανταγωνιστικότητας γνωρίζει ευρεία αποδοχή (80,6% στον γενικό πληθυσμό και θετικό ισοζύγιο σε όλα τα κόμματα, πλην οριακά του ΜέΡΑ25). Για να επιτευχθεί αυτή η ευρεία αποδοχή φαίνεται πως παραμερίζεται η σχέση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας με τον νεο-φιλελευθερισμό και τη λογική της οικονομίας της αγοράς (η οποία σε αντίθεση με την έννοια της ανταγωνιστικότητας θεωρείται ως θετική έννοια μόνο από το 55,6% των πολιτών). Η διακομματική δε αποδοχή θυμίζει τον ισχυρισμό του Paul Krugman (1994) οτι η εμμονή με την ανταγωνιστικότητα δεν είναι μόνο λανθασμένη αλλά είναι και επικίνδυνη. Ένα άλλο παράδοξο είναι η διαμετρικά αντίθετη αξιολόγηση των πολυεθνικών και των ξένων επενδύσεων. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις θεωρούνται ως έννοια κάτι αρνητικό από το 61,1% των πολιτών αλλά οι ξένες επενδύσεις θεωρούνται κάτι θετικό από το 66,7% των ερωτώμενων. Είναι ένα παράδοξο που εν μέρει μπορεί να εξηγηθεί, αλλά η διαμετρικά αντίθετη εικόνα των δυο εννοιών υποδεικνύει ότι μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων τις αντιμετωπίζει ως σχεδόν ανεξάρτητες, κάτι που δεν αντιστοιχεί προφανώς στην πραγματικότητα όπου μεγάλες ξένες επενδύσεις πραγματοποιούνται συνήθως από πολυεθνικές επιχειρήσεις. Οι ξένες επενδύσεις αντιμετωπίζονται πλειοψηφικά αρνητικά μόνο από τους δυνητικούς ψηφοφόρους του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25.
Ορισμένα κόμματα της κεντρο-Αριστεράς δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τις αντιφάσεις μεταξύ του ιδεολογικού αυτο-προσδιορισμού και των πολιτικών στάσεων και αντιλήψεων των δυνητικών ψηφοφόρων τους. Ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερο ζήτημα να προκύπτει αν μελετήσουμε πως εκτιμούν οι ίδιοι οι ψηφοφόροι των κομμάτων την ταξική τους θέση. Η εικόνα που δίνουν οι ψηφοφόροι δεν είναι μια αντικειμενική εικόνα της ταξικής διαστρωμάτωσης του εκλογικού σώματος καθώς βασίζεται στην υποκειμενική αίσθησή τους. Το αποτέλεσμα είναι πως το 44,4% του δείγματος θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Με αυτό ως δεδομένο, ας δούμε μερικά στοιχεία σχετικά με τη μερίδα εκείνη των ψηφοφόρων που εκτιμούν ότι ανήκουν στην κατώτερη τάξη. Η Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων μελέτησε έντεκα κόμματα. Σε πέντε από αυτά το ποσοστό των δυνητικών ψηφοφόρων τους που δηλώνουν ότι ανήκουν στην κατώτερη τάξη είναι μονοψήφιο και τα τρία από αυτά τα πέντε κόμματα ανήκουν στην κεντρο-αριστερά: ΣΥΡΙΖΑ (9,5%), ΠΑΣΟΚ (5,9%), Νέα Αριστερά (4,6%). Το κόμμα με το υψηλότερο ποσοστό δυνητικών ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι ανήκουν στην κατώτερη τάξη είναι η Ελληνική Λύση (18,3%). Σε δυο κόμματα της κεντρο-Αριστεράς υπάρχουν περισσότεροι ψηφοφόροι που θεωρούν ότι ανήκουν στην ανώτερη παρά στην κατώτερη τάξη: το ΠΑΣΟΚ (6,5% ανώτερη vs 5,9% κατώτερη) και η Νέα Αριστερά (6,9% ανώτερη vs. 4,6% κατώτερη). Η σημαντική απόσταση που παρατηρείται μεταξύ των δύο ομάδων δυνητικών ψηφοφόρων της Νέας Αριστεράς (+2,3% υπερ της ανώτερης τάξης) διευρύνεται όταν συγκριθεί η μερίδα ψηφοφόρων που έχουν, με βάση το οικογενειακό τους εισόδημα, ικανότητα αποταμίευσης (9,7%) σε σχέση με αυτούς που δηλώνουν ότι το εισόδημά τους δεν φτάνει για τα απαραίτητα (6,1%). Η διαφορά αγγίζει τις 3,6 μονάδες και τέτοια διαφοροποίηση στο πεδίο της κεντροαριστεράς παρατηρείται μόνο στο ΠΑΣΟΚ, αν και εκεί η απόσταση είναι σαφώς περιορισμένη (0,7%). Όπως είδαμε παραπάνω, η Νέα Αριστερά ήταν το κόμμα του οποίου οι ψηφοφόροι εξέφραζαν με συνέπεια τις πιο προοδευτικές απόψεις στα κοινωνικά ζητήματα και ένα από αυτά με τις πιο ριζοσπαστικές τοποθετήσεις στα οικονομικά. Την ίδια στιγμή είναι το κόμμα της Αριστεράς που φαίνεται να συγκεντρώνει το χαμηλότερο μερίδιο πολιτών που νιώθουν ότι ανήκουν στην κατώτερη τάξη.
Στο κείμενο αυτό ήταν αδύνατο να αναδείξουμε όλα τα ευρήματα και όλα τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων. Σταθήκαμε στα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα των τριών κρίσεων που είναι εν εξελίξει αυτήν την περίοδο και αποτυπώνουν τη ρευστότητα των κομματικών ισορροπιών καθώς και τις ευρύτερες πολιτικές δυναμικές που ενδεχομένως περνούν συχνά απαρατήρητες. Οι τρεις αυτές κρίσεις θα μπορούσαν να είναι και αυτόνομες, διακριτές κρίσεις, να αναδύονται σε διαφορετικές στιγμές ξεχωριστά η μια απο την άλλη. Η συνύπαρξή τους αυτή τη στιγμή στο πολιτικό τοπίο της χώρας δημιουργεί μια συνθήκη πολυκρίσης, για να δανειστούμε έναν επίκαιρο όρο.
Αυτή η συνθήκη επηρεάζει με διαφορετική ένταση το κάθε κόμμα. Αποτελεί, όμως, σίγουρα ένα ισχυρό προειδοποιητικό καμπανάκι για το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Η βασική εικόνα που αποτυπώνει η έρευνα είναι αυτή ενός πολιτικού και κομματικού συστήματος σε ανοικτή κρίση. Αυτήν την εικόνα της κρίσης σφραγίζει με τρόπο εμφατικό η αίσθηση πολιτικού αδιεξόδου που βιώνουν οι ψηφοφόροι, αν θυμηθούμε ότι το 34% των πολιτών πιστεύει πως ούτε η (κεντρο-)αριστερά, ούτε η (κεντρο-)δεξιά μπορεί να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.
Αυτό είναι και το μεγάλο διακύβευμα για την επόμενη μέρα. Μπορεί να δοθεί μια απάντηση στο πολιτικό αδιέξοδο, στις μειωμένες προσδοκίες και στη δυσαρέσκεια των πολιτών τόσο σε σχέση με την οικονομία και τα καθημερινά πρακτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν όσο και σε σχέση με τη λειτουργία των θεσμών και της δημοκρατίας;
Μοσχονάς, Γ. (1994). «Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990). Το περιεχόμενο της τομής και όψεις της στρατηγικής των κομμάτων του ‘αντιδεξιού υποσυστήματος’» στο Ν. Δεμερτζής (επιμ.), Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα Σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.
Krugman, P. (1994). Competitiveness: A Dangerous Obsession. Foreign Affairs, 73 (2), Μάρτιος-Απρίλιος 1994, σ. 28-44.