PROJECT: Οικονομική Δικαιοσύνη

PROJECT: Οικονομική Δικαιοσύνη

Κλείσιμο
Project: Οικονομική Δικαιοσύνη

Στο προσκήνιο ο ρόλος του κράτους

Η πανδημία ενέτεινε και ανέδειξε με δραματικό τρόπο προϋπάρχουσες ανισότητες εντός κι εκτός των χωρών: στις αγορές εργασίας, τις έμφυλες σχέσεις, την πρόσβαση σε κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες καθώς και στα εμβόλια. Οδήγησε επίσης σε δημόσια μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης που επανέφεραν στο προσκήνιο το ρόλο του κράτους στη μακροοικονομική σταθεροποίηση, την ενίσχυση του δικτύου της κοινωνικής προστασίας και τη θέσπιση πολιτικών για τη στήριξη της απαραίτητης οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας.

Η χωρίς προηγούμενο, σε καιρό ειρήνης, κλίμακα των δαπανών έχει δημιουργήσει ερωτήματα για το πόσο δεσμευτικοί είναι τελικά οι δημόσιοι χρηματοοικονομικοί περιορισμοί όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση πολιτικά σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων. Ταυτόχρονα, έχει αναπόφευκτα επαναπολιτικοποιήσει τη συζήτηση για το ποιές είναι αυτές οι προκλήσεις. Θα μπορούσαμε άραγε να θεωρήσουμε τη σημαντική μείωση των ανισοτήτων, την έγκαιρη και δίκαιη μετάβαση σε μια οικονομία καθαρών μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, την οικοδόμηση ανθεκτικότητας έναντι μελλοντικών κρίσεων αναλόγων με την τρέχουσα πανδημία, ως εξίσου πολιτικά σημαντικές προκλήσεις ώστε να δικαιολογούν δημόσιες δαπάνες σε ανάλογη ή μεγαλύτερη κλίμακα;

Κρίσιμα πλαίσια άσκησης οικονομικής πολιτικής βρίσκονται υπό αναθεώρηση στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Διακυβέρνησης με τους δημοσιονομικούς της κανόνες. Στόχος είναι η μεταρρύθμισή τους ώστε, εκμεταλλευόμενοι τα πολύ χαμηλά επιτόκια, να επιτραπεί ένας πιο ενεργός ρόλος στις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές για την επιδίωξη των οικονομικών και κοινωνικών σκοπών της ΕΕ, μεταξύ άλλων της πλήρους απασχόλησης, και τη διευκόλυνση της δίκαιης πράσινης μετάβασης. Διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συστήνουν τη χαλάρωση των παρόντων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος και για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις.

Κενά στις δημόσιες επενδύσεις είχαν εμφανιστεί σε πολλές χώρες της ΕΕ από τη δεκαετία του 2000, ενώ υπό τις παρούσες συνθήκες των πολύ χαμηλών επιτοκίων, οι δημόσιες επενδύσεις αναμένεται να προσελκύσουν αντί να εκτοπίσουν τις ιδιωτικές, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την επείγουσα και δίκαιη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο. Από την άλλη πλευρά, η νέα βιομηχανική πολιτική της ΕΕ έχει πλέον στόχο να οικοδομήσει τη «στρατηγική αυτονομία» της περιοχής σε κρίσιμους πόρους και αγαθά, ενώ γίνεται ολοένα και πιο προφανές ότι πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης μεταξύ ευρύτερων οργανωμένων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων και των κοινωνικών εταίρων.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Η Ελλάδα δεν έχει μείνει αλώβητη στις προαναφερθείσες παγκόσμιες προκλήσεις και μάλιστα εισήλθε στην πανδημία πολύ πιο ευάλωτη από οικονομική, χρηματοοικονομική και κοινωνική άποψη σε σύγκριση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες εξαιτίας της προηγούμενης κρίσης της δεκαετίας του 2010. Η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση από το 2008 και, στη συνέχεια, η σχετικά αναιμική ανάκαμψη αποδεκάτισαν εισοδήματα, εκτόξευσαν τα ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα στους νέους, και αύξησαν τις ανισότητες.

Παρά την άνευ προηγουμένου δημοσιονομική εξυγίανση, το ελληνικό δημόσιο χρέος εξακολουθούσε να βρίσκεται στο 180% του ΑΕΠ το 2020, ενώ η χώρα παραμένει υπό «ενισχυμένη επιτήρηση» και έχει δεσμευτεί να επιτυγχάνει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα για αρκετές δεκαετίες ως αντάλλαγμα σε μέτρα που θα ελαφρύνουν το βάρος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους της. Η ύφεση, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και οι μαζικές περικοπές των δημοσίων δαπανών της δεκαετίας του 2010, ειδικά στον τομέα της Υγείας, σήμαιναν ότι, παρά ορισμένες μεταρρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση (για παράδειγμα, την επέκταση της επιλεξιμότητας των επιδομάτων ανεργίας στους αυτοαπασχολούμενους), η προσφορά κοινωνικής προστασίας και προστασίας της αγοράς εργασίας δεν ανταποκρίθηκε στις αυξημένη ζήτηση που επέφερε η ύφεση.

Η έρευνα

Πόσο επίκαιρη είναι η προαναφερθείσα διεθνής συζήτηση για τον ρόλο του κράτους στις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές για την Ελλάδα; Η έρευνα γνώμης του Eteron παρουσιάζει μερικά ενδιαφέροντα ευρήματα από αυτή την άποψη.

Η έρευνα δείχνει ότι υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη μεταξύ των ερωτηθέντων ότι οι ταξικές ανισότητες είναι σημαντικές, με το 85% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι είναι πολύ ή αρκετά σημαντικές. Αυτό το ποσοστό μεταβάλλεται μεταξύ διαφορετικών δημογραφικών, εισοδηματικών, ταξικών ομάδων και αυτοπροσδιοριζόμενων πολιτικών ομάδων, αλλά εξακολουθεί να είναι έως και 75% στην κατηγορία των μηνιαία υψηλά αμειβομένων (από €2000 και άνω) ερωτηθέντων.

Η αντίληψη είναι σημαντικά υψηλή μεταξύ των ερωτηθέντων που αυτοπροσδιορίζονται πολιτικά σε όλο το φάσμα της Αριστεράς (91,1%) έως της Δεξιάς (79,3%), υποδηλώνοντας ότι οι ταξικές ανισότητες είναι εξέχον ζήτημα για τους ψηφοφόρους. Η πλειοψηφία (62,5%) των ερωτηθέντων αντιλαμβάνεται την οικονομική ανισότητα ως αποτέλεσμα του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Οι απόψεις των υψηλά αμειβόμενων ερωτηθέντων και εκείνων που αυτοτοποθετούνται πολιτικά στη Δεξιά φαίνεται να είναι πιο ισορροπημένες μεταξύ αυτής της άποψης και της άποψης ότι οι οικονομικές ανισότητες αντανακλούν τη «βαθύτερη ανθρώπινη φύση που κλίνει προς το ατομικό συμφέρον, την απόκτηση ιδιοκτησίας και τον ανταγωνισμό».

Είναι ενδιαφέρον ότι το 84,7% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ο πλούτος δεν κατανέμεται δίκαια μεταξύ των ιδιοκτητών επιχειρήσεων και των εργαζομένων, με τους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να ευνοούνται και να αφήνουν πολύ λίγα στους εργαζομένους. Ενώ και πάλι τα ποσοστά των ερωτηθέντων που συμφωνούν με αυτήν την άποψη ποικίλλουν μεταξύ των διαφορετικών ομάδων, η σαφής πλειοψηφία συμφωνεί με αυτήν την άποψη ακόμη και μεταξύ των ατόμων με υψηλές μηνιαίες αποδοχές και εκείνων που ταυτίζονται με τη Δεξιά/Κεντροδεξιά.

Το ζήτημα το οποίο οι ερωτηθέντες θεώρησαν ως τη μακράν μεγαλύτερη αδικία είναι το γεγονός ότι υπάρχουν εργαζόμενοι με μισθούς που δεν τους επιτρέπουν να απολαμβάνουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο με τις οικογένειες τους. Με άλλα λόγια οι αντιλήψεις περί αδικιών επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό σε ‘‘αποτελέσματα” της αγοράς εργασίας.

Τα εργαλεία αναδιανομής

Όσον αφορά εργαλεία αναδιανομής για τη μείωση των ανισοτήτων, οι αντιλήψεις φαίνεται να είναι πιο ανάμεικτες. Σχεδόν 9 στους 10 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η φορολογία επιβαρύνει κατά κύριο λόγο τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους και το 83% των ερωτηθέντων συμφωνεί ή μάλλον συμφωνεί ότι οι φόροι «για τους πλούσιους» πρέπει να αυξηθούν για να στηριχθούν οι οικονομικά ασθενέστεροι, ενώ περίπου 2 στους 3 ερωτηθέντες δεν νομίζουν ότι είναι σωστό να πληρώνει η μεσαία τάξη για τα επιδόματα αλληλεγγύης στους φτωχότερους.

Όσον αφορά τα επιδόματα, οι μισοί από τους ερωτηθέντες πιστεύουν ότι όταν το κράτος παρέχει πάρα πολλά από αυτά, παρακινεί τους πολίτες να καταβάλουν λιγότερη προσπάθεια, αν και αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για τα επιδόματα ανεργίας, τα οποία η πλειοψηφία των ερωτηθέντων πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν πιο γενναιόδωρα (σε ποσό και διάρκεια), αντανακλώντας πιθανώς τόσο τα πρόσφατα πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας αλλά και την πολύ χαμηλή κάλυψη των ανέργων από το σύστημα επιδομάτων ανεργίας.

Δεδομένης (και) της ευρέως διαδεδομένη αντίληψης μεταξύ των ερωτηθέντων ότι η φορολογική επιβάρυνση δεν είναι δίκαια κατανεμημένη και η φορολογία ανεπαρκώς προοδευτική, οι περισσότεροι ερωτηθέντες (περίπου 80%) πιστεύουν ότι προτεραιότητα για τις μελλοντικές κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στις επιχειρήσεις, ούτως ώστε να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας, και αυτό παρά τη διαδεδομένη αντίληψη περί άδικης κατανομής πλούτου μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων, αντί της αύξησης των φόρων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν περισσότερες και καλύτερες κοινωνικές υπηρεσίες και το κράτος πρόνοιας.

Πράγματι, οι προτιμήσεις των ερωτηθέντων φαίνεται να είναι συνολικά περισσότερο υπέρ της χαμηλότερης φορολογίας, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ένα ασθενέστερο κράτος πρόνοιας και όχι το αντίστροφο, αν και αυτές οι προτιμήσεις ποικίλλουν καθώς κινούμαστε από την Αριστερά προς τα Δεξιά του πολιτικού φάσματος. Αυτές οι αντιλήψεις είναι ενδιαφέρουσες, αν όχι αντιφατικές, καθώς σχεδόν 9 στους 10 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι οι δημόσιες δαπάνες για το εθνικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να αυξηθούν.

Όσον αφορά τον ρόλο του κράτους στην οικονομία πέρα ​​από την αναδιανομή, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι ερωτηθέντες είναι γενικά υπέρ μιας οικονομίας της αγοράς και όχι μιας κεντρικά προγραμματιζόμενης οικονομίας, αλλά είναι επίσης υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων για τη βελτίωση της κατανομής των πόρων. Περισσότεροι από 2 στους 3 ερωτηθέντες πιστεύουν ότι χωρίς μια κατάλληλη κρατική στρατηγική, η ελληνική οικονομία δεν θα πετύχει ποτέ ισχυρές εξαγωγές, μια άποψη που υπερισχύει μεταξύ των ερωτηθέντων που αυτοτοποθετούνται σε όλο το φάσμα Αριστεράς-Δεξιάς και σε διαφορετικές κατηγορίες μηνιαίων εισοδημάτων. Οι απαντήσεις σχετικά με τον βαθμό κρατικής παρέμβασης στην οικονομία φαίνονται ισορροπημένες μεταξύ της κρατικής παρέμβασης σε τόσο μεγάλο βαθμό που παρεμποδίζει τον ιδιωτικό τομέα στη δημιουργία πλούτου και θέσεων εργασίας και της κρατικής παρέμβασης που είναι τόσο μικρή που επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να ενεργεί ασύδοτα.

Πράγματι, οι περισσότεροι ερωτηθέντες φαίνεται να τονίζουν την ανάγκη για «καλύτερη» κρατική παρέμβαση στην οικονομία παρά για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κράτος. Στο πλαίσιο της μετάβασης σε μια οικονομία καθαρών μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της πιθανής αντιθετικής σχέσης που συνεπάγεται μεταξύ ανάπτυξης και περιορισμού των εκπομπών, αξίζει να σημειωθεί ότι 3 στους 4 ερωτηθέντες τάσσονται υπέρ της αυστηρότερης περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ακόμη και αν αυτό γίνεται σε βάρος των επενδύσεων.

Συνολικά, φαίνεται ότι ενώ οι ταξικές και οικονομικές ανισότητες και αδικίες είναι πολύ διαδεδομένες στις αντιλήψεις των ερωτηθέντων, οι κρατικές παρεμβάσεις υπέρ της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της υποστήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων φαίνεται να θεωρούνται από τους ερωτηθέντες ως προτιμότερες από πιο κλασικά εργαλεία αναδιανομής όπως η φορολογία και τα επιδόματα (σε μετρητά και σε είδος). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μεταξύ 60 και 70% των ερωτηθέντων έχουν πολύ μικρή έως καθόλου εμπιστοσύνη σε θεσμούς όπως η Εφορία και ο ΕΦΚΑ.

Η ανάπτυξη στρατηγικών όχι μόνο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας αλλά και για «καλές θέσεις εργασίας» παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις για την Ελλάδα. Πέρα από το επενδυτικό κενό που πρέπει να καλυφθεί μετά τη λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η αβεβαιότητα που συνεπάγεται η διπλή πράσινη και ψηφιακή μετάβαση θα συνηγορούσε σε συντονισμένες πολιτικές σε όλους τους τομείς πολιτικής και πιο συνεργατικές μορφές διακυβέρνησης, με τη συμμετοχή και την εκπροσώπηση διαφόρων συμφερόντων, όπως προτείνεται σε έρευνα του Dani Rodrik και των συνεργατών του.

Οι περισσότεροι ερωτηθέντες στην έρευνα γνώμης φαίνεται να συμφωνούν ότι χωρίς ισχυρά συνδικάτα και σωματεία δεν μπορούν να υπάρχουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, ωστόσο, σχεδόν 8 στους 10 ερωτηθέντες έχουν χαμηλή ή καθόλου εμπιστοσύνη στα συνδικάτα. Έτσι, για να αντιμετωπίσει τις ανισότητες και να δημιουργήσει μια δίκαιη διπλή μετάβαση με διαφορετικό/μεγαλύτερο ρόλο για τις κρατικές πολιτικές, η Ελλάδα αντιμετωπίζει όχι μόνο οικονομικές προκλήσεις, η σοβαρότητα των οποίων θα εξαρτηθεί από την έκβαση της διεθνούς συζήτησης για το ρόλο του κράτους στην οικονομία και κατ’ επέκταση της διαδικασίας αναθεώρησης του πλαισίου της Οικονομικής Διακυβέρνησης της ΕΕ, αλλά και εγχώριες θεσμικές προκλήσεις.

Μπορείτε να διαβάσετε όλα τα κείμενα της έρευνας εδώ.

Πολιτική Cookies