Όψεις: Ενέργεια & Πόλεμος

Κλείσιμο
Αναλύσεις
19.04.2022

Στο δίλημμα CNG ή LNG η απάντηση είναι πιο πολλή εξοικονόμηση

Η ραγδαία αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων, που ξεκίνησε ουσιαστικά σαν κρίση του φυσικού αερίου εδώ και 8 μήνες περίπου και εντάθηκε με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει φέρει και αρκετές χώρες σε ενεργειακά αδιέξοδα. Οι χώρες φυσικά που είναι πιο ευάλωτες είναι αυτές που έχουν τα χαμηλότερα εισοδήματα, αυτές που δεν έχουν πολλές εναλλακτικές συνδεδεμένες στο ενεργειακό τους σύστημα και αυτές που δεν έχουν ολοκληρωμένο (ή κανέναν απολύτως) σχεδιασμό ανθεκτικότητας της οικονομίας. Μία τέτοια χώρα ακριβώς είναι και η Ελλάδα.

Η Ευρωπαϊκή απάντηση στην ενεργειακή κρίση ήταν το σχέδιο RepowerEU το οποίο παρουσίασε αρκετές θέσεις για αντιμετώπιση σε βραχυχρόνιο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα του προβλήματος της απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο. Το βασικό όμως που φάνηκε και σε αυτό το σχέδιο είναι ότι όλες οι λύσεις που προκρίνονται, είναι στο επίπεδο της προσφοράς ενέργειας, όπως με την αλλαγή προμηθευτών ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία σε LNG από άλλες χώρες, η αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αντίθετα, στο επίπεδο της ζήτησης φάνηκε ότι και πάλι δε δόθηκε η δέουσα σημασία και παρουσιάστηκε σαν συμπληρωματικό μέτρο, ενώ θα έπρεπε να είναι το πρωτεύον.

Ο λόγος είναι απλός: το αυξημένο κόστος στα νοικοκυριά και τα οικονομικά αδιέξοδα οφείλονται στη χρήση ενέργειας και στις υψηλές τιμές, οπότε αν μειώνονταν διαρθρωτικά η ζήτηση (χωρίς να μειωθεί το επίπεδο των ενεργειακών υπηρεσιών), σίγουρα δε θα χρειαζόταν και η αύξηση της εισαγόμενης ποσότητας, επομένως και το συνολικότερο οικονομικό και κοινωνικό κόστος θα μειωνόταν. Όλα τα σενάρια πια (όπως και οι πρόσφατες εκθέσεις της Διεθνής Επιτροπής Ενέργειας και του IPCC) δείχνουν περίτρανα ότι ο οικονομικότερος τρόπος να μειωθεί το ενεργειακό κόστος στην οικονομία είναι μέσω των δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης με αρνητικό, πολλές φορές, κόστος σε σχέση με τις άλλες επενδύσεις που σχεδιάζονται.

Στο πλαίσιο αυτό, οι φιλόδοξοι και αναγκαίοι Ευρωπαϊκοί στόχοι για κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει να παίξουν πρωτεύον ρόλο.

Για να πετύχουμε μάλιστα τους στόχους του πακέτου Fit-for-55 σαν Ευρώπη, θα πρέπει οι στόχοι των ΑΠΕ, της μείωσης ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή και στη θέρμανση, και της ενεργειακής εξοικονόμησης στα κτίρια να ισχυροποιηθούν και να γίνουν απόλυτα δεσμευτικοί. Αντί για αυτό όμως, αρκετά κράτη μέλη δράττονται της ευκαιρίας, όπως και η Ελλάδα, να αγνοήσουν το ρόλο της ρύθμισης της ζήτησης και να παραμερίσουν – ή έστω να αιτηθούν παράταση των στόχων – και να δαπανήσουν τεράστια ποσά στην προσφορά με κύριο γνώμονα την ενεργειακή ασφάλεια, η οποία στο μεγαλύτερό της κομμάτι θα εξασφαλιστεί και πάλι από ορυκτά καύσιμα.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ενδιαφέρον για οικονομικά ασύμφορους αγωγούς και εξορύξεις ξαναφουντώνει ακόμα και στην Ελλάδα, και η χώρα είναι έτοιμη να θυσιάσει την πράσινη μετάβαση προς ένα μοντέλο πλήρους εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα. Η συσσώρευση δημόσιου κόστους από το άνοιγμα και κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων (όπως επιτάσσεται τώρα) καθώς και της Πτολεμαϊδας V με το κόστος των 2 δις Ευρώ για λίγα χρόνια ακόμα πριν μετατραπεί με νέο κόστος σε μονάδα φυσικού αερίου σίγουρα δεν αποτελεί σταθερή γραμμή ενός κράτους.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές που χρειάζεται η Ελληνική ενεργειακή αγορά, όπως με τον τρόπο λειτουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας που θα έπρεπε να επιτρέπει και μεγαλύτερη συμμετοχή διμερών συμφωνιών για μείωση τιμών (καθότι και ο αριθμός των παικτών δεν επιτρέπει τη λειτουργία μιας πραγματικής χρηματιστηριακής αγοράς), όπως επίσης και οι ταχύτερες επενδύσεις σε ΑΠΕ, θα έπρεπε να αποτελούν στόχο σε συνάφεια με τη ρύθμιση της ζήτησης.

Η διαχείριση της ζήτησης και η αντίστοιχη μείωσή της μέσω δράσεων ενεργειακής εξοικονόμησης έχει μείνει αρκετά πίσω.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε το 2021 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μη εφαρμογή της Οδηγίας για την Ενεργειακή Αποδοτικότητα του 2018 ενώ σε λίγους μήνες ξεκινάει και νέα Οδηγία με νέους υψηλότερους στόχους. Ενδεικτικό είναι ότι η χώρα αργεί υπερβολικά στα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης (πχ. ακόμα και το τελευταίο Εξοικονομώ διαφημιζόταν από τον Μάρτιο του 21 και τελικά ξεκίνησε τον Δεκέμβριο εν μέσω του peak του COVID19 και όταν το κόστος των υλικών είχε ήδη αυξηθεί από τον πληθωρισμό). Αντίστοιχη ιστορία και για τα αλλα προγράμματα που προαναγγέλονται χωρίς τελικά να υλοποιούνται (πχ. οι φοροαπαλλαγές για ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που τελικά έμεινε μόνο στην εργασία και όχι στα υλικά κοκ).

Επιπλέον, η Ελλάδα δε θα έχει πιάσει τους στόχους της περιόδου 2014-2020 για ενεργειακή εξοικονόμηση καθότι δεν υλοποίησε τα προγράμματα που είχε υποσχεθεί, ενώ ακόμα και το 2021 είναι αμφίβολο αν 60.000 κατοικίες δέχτηκαν ριζική αναβάθμιση… Αντίθετα, ήδη δαπανήθηκαν περισσότερα από 2 δισ. ευρώ για επιδοτήσεις λογαριασμών ρεύματος και φυσικού αερίου, χωρίς ουσιαστικά να λύνουν το πρόβλημα. Από την αρχή της κρίσης (Αύγουστος 2021), η χώρα είχε αρκετό χρονικό περιθώριο για να υλοποιήσει στοχευμένα μέτρα διαρθρωτικών σύντομων λύσεων ενεργειακών παρεμβάσεων στα ευάλωτα νοικοκυριά. Ένα είναι σίγουρο: Όσο και να θέλει η ελληνική πλευρά να μιλάει για πρόσκαιρο φαινόμενο, προφανώς είχε άγνοια των σεναρίων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας που δείχνουν αύξηση των τιμών σταθερά έως το 2050 (ίσως με μικρότερες πληθωριστικές πιέσεις) άρα προετοιμασία έπρεπε να είχε γίνει.

Η διαχείριση της ζήτησης είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος για να μειώσουμε την ενεργειακή εξάρτηση, και το δυναμικό στην Ελλάδα είναι τεράστιο (για να μην αναφέρουμε και την ευκαιρία πραγματικής εργασίας και δημιουργίας νέων θέσεων). Τελικά, η άποψη ότι δεν προλαβαίνουμε για εξοικονόμηση ενέργειας τώρα, αλλά προλαβαίνουμε για εξορύξεις και γεωτρήσεις, είναι αν μη τι άλλω, ανεδαφική και εντελώς παραπλανητική.

Πολιτική Cookies