Η Ακτινογραφία της Ακροδεξιάς είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron που αποτελείται από μια ποσοτική και μια ποιοτική έρευνα για την ιδεολογική ταυτότητα και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων των ακροδεξιών κομμάτων. Το project περιλαμβάνει επισης κείμενα σχολιασμού της έρευνας.
Το project ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2023.
Επικοινωνία: yannisalmpanis@eteron.org
Νομίζω ότι το κεντρικό ερώτημα στο οποίο πρέπει κανείς να εστιάσει την προσοχή του για να μπορέσει να ερμηνεύσει τις απαντήσεις στα άλλα επί μέρους ερωτήματα αναφέρεται στη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Σ’ αυτό το ερώτημα («Συνολικά, είστε ικανοποιημένος ή δυσαρεστημένος από τον τρόπο που λειτουργεί η δημοκρατία στην Ελλάδα;») η απάντηση «Ικανοποιημένος & Μάλλον ικανοποιημένος» περιορίζεται στο 28,4%, ενώ η απάντηση «Δυσαρεστημένος & Μάλλον δυσαρεστημένος» φτάνει το 70,8%.
Αν συνδυάσει κανείς αυτή τη μαζική δυσαρέσκεια για τη λειτουργία της δημοκρατίας με τις απαντήσεις στο αρχικό ερώτημα («Πόσο χαρούμενος/η νιώθετε αυτές τις μέρες;»), όπου διαπιστώνουμε πολύ μικρότερη απόσταση μεταξύ θετικών και αρνητικών απαντήσεων («Πολύ & Αρκετά: 45,9%», «Όχι και τόσο & Καθόλου: 53,2%») μπορεί νομίζω να συμπεράνει ότι η λειτουργία της δημοκρατίας δεν περιλαμβάνεται στις άμεσες ανησυχίες των πολιτών ή ότι η βελτίωση αυτής της λειτουργίας δεν θεωρείται εφικτός στόχος στο ορατό μέλλον, οπότε δεν σχετίζεται με την καθημερινή μας διάθεση.
Το δικό μου σχόλιο είναι ότι από τον συνδυασμό αυτών των απαντήσεων προκύπτει μια απογοήτευση για τα «κοινά» και μια τάση αποχής από τον αγώνα για τη βελτίωσή τους. Αυτή η απογοήτευση, οι κρυμμένες φοβίες και η απόσυρση από τη δημόσια δράση προκύπτει από το γεγονός ότι υπερτερούν όσοι στο ερώτημα «Πόσο εμπιστεύεστε τους συνανθρώπους σας» δηλώνουν «Όχι και τόσο & καθόλου» (55,3%), έναντι όσων δηλώνουν «Πολύ και Αρκετά» (44,2%).
Αλλά αυτή είναι ίσως η εξήγηση ορισμένων ευρημάτων που μοιάζουν από πρώτη άποψη αλληλοσυγκρουόμενα. Εννοώ τη φαινομενική αντίφαση των απαντήσεων στο ερώτημα για το «πού είναι καλύτερο να στηρίζεται το οικονομικό σύστημα» (50,1% απαντά «στην ελεύθερη αγορά» και 35,6% στον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό») σε σχέση με το ερώτημα αν «το ελληνικό κράτος επεμβαίνει υπερβολικά στην οικονομία» ή όχι (28,9% απαντά ότι «επεμβαίνει υπερβολικά και δεν επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας» ενώ το 55,9% θεωρεί ότι «Το κράτος δεν επεμβαίνει αρκετά και επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να δρα ασύδοτος»).
Με τον ίδιο τρόπο εξηγείται νομίζω και μια άλλη φαινομενική αντίφαση. Ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων απαντά ότι «η αστυνομία είναι πολύ βίαιη όταν υπάρχουν συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις» (62,6% έναντι 32,0%), οι απαντήσεις είναι μοιρασμένες στο ερώτημα «αν πρέπει να περιορίζεται το δικαίωμα σε συγκεντρώσεις όταν η αστυνομία κρίνει ότι απειλείται η δημόσια τάξη» (συμφωνεί το 47,9%, διαφωνεί το 47,3%).
Οι απαντήσεις για το ζήτημα των μεταναστών και των προσφύγων δυστυχώς επιβεβαιώνουν ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας το αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο που το αντιμετώπισαν προηγούμενες γενιές πριν από τρεις δεκαετίες, όταν άρχισε η Ελλάδα να μεταβάλλεται σε χώρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων. Ενώ απ’ τη μια μεριά υπερτερούν ελαφρά όσοι θεωρούν ευπρόσδεκτη η προσφορά τους στην οικονομική ανάπτυξη (46,8% έναντι 45,4%), είναι συντριπτικά περισσότεροι όσοι θεωρούν ότι «οι μετανάστες συμβάλλουν στην αύξηση της εγκληματικότητας» (65,7% έναντι 28,5%) και όσοι πιστεύουν ότι «η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα απειλεί τον πολιτισμό και τις παραδόσεις μας» (57,2% έναντι 39,6%).
Αυτή η κυνική αντιμετώπιση, δηλαδή καλοί είναι οι μετανάστες, αλλά μόνο για να μας κάνουν τις δουλειές, προσιδιάζει σε χώρες με παρελθόν αποικιοκρατικό και δεν θα ταίριαζε στην Ελλάδα, μια χώρα αποστολής μεταναστών επί πολλές δεκαετίες, εξηγείται όμως με την απάντηση που δίνεται στο ερώτημα αν «οι Έλληνες είναι ένας σημαντικός λαός που ξεχωρίζει για την ευφυΐα και τον πολιτισμό του». Εδώ βλέπουμε να απαντά «Συμφωνώ & Μάλλον συμφωνώ» το 62,5%, ενώ «Διαφωνώ & Μάλλον διαφωνώ» μόλις το 34,1%.
Δυστυχώς αυτή η επίδειξη «εθνικής υπερηφάνειας» εμπεριέχει το ρατσιστικό υπόστρωμα που αποφεύγεται να εκδηλωθεί σε άλλες απαντήσεις, προφανώς εξαιτίας της αυτολογοκρισίας που επιβάλλουν τα στερεότυπα της πολιτικής ορθότητας. Και με βάση αυτό το εύρημα νομίζω πρέπει να αξιολογηθούν και τα θετικά ευρήματα, λ.χ. στο ερώτημα σχετικά με τις επικίνδυνες «επαναπροωθήσεις στη θάλασσα», όπου μόνο το 29,8% συμφωνεί «αν υπάρχει κίνδυνος να χαθούν ανθρώπινες ζωές».
Με τις ίδιες σκέψεις πρέπει να αξιολογήσουμε και το γεγονός ότι στο ερώτημα αν η δικτατορία θα ήταν προτιμότερη από τη δημοκρατία βλέπουμε να συμφωνεί το 15,7% και να διαφωνεί το 81,8%. Στο πιο συγκεκριμένο ερώτημα αν είχε η δικτατορία της 21 Απριλίου 1967 «πολλές καλές όψεις», το ποσοστό όσων συμφωνούν ανεβαίνει (19,7% έναντι 70,9%). Από πρώτη ματιά τα ποσοστά αυτά δεν είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά, αν ληφθεί υπόψη ότι πριν από μια εικοσαετία τα ποσοστά ήταν ακριβώς τα ίδια. Με αφορμή την εκλογική επιτυχία του Ζαν-Μαρί Λεπέν στη Γαλλία, είχε δημοσιευτεί δημοσκόπηση, στην οποία εμφανιζόταν ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινής γνώμης (20,7%) να δηλώνει ότι η δικτατορία του 1967 έκανε καλό στην Ελλάδα, ενώ άλλο ένα αξιοσημείωτο ποσοστό (19,6%) δήλωνε ότι θα επιθυμούσε την ύπαρξη ενός ελληνικού «λεπενικού» κόμματος και μάλιστα ένα 5,4% θα το ψήφιζε και ένα 6,5% μάλλον θα το ψήφιζε («Κάπα Research», εφ. «Το Βήμα», 21 και 23.4.2002).
Θα ήταν νομίζω λάθος να συμπεράνουμε από αυτή τη σύγκριση ότι τα φιλικά αισθήματα προς τη δικτατορία και την Ακροδεξιά παραμένουν σταθερά μέσα σ’ αυτή την εικοσαετία. Το 2002 δεν είχε ακόμα αποκτήσει δύναμη το ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, που απέτυχε μάλιστα στις βουλευτικές του 2004 (2,19%) και έβγαλε έδρα μόνο στις ευρωεκλογές της ίδιας χρονιάς (4,12%). Σήμερα, όμως, όχι μόνο τα βασικά στελέχη του ΛΑΟΣ είναι υπουργοί, αλλά στη Βουλή συμμετέχουν τρία κόμματα του χώρου της Ακροδεξιάς που απέσπασαν στις εκλογές του Ιουνίου συνολικά 12,8%. Πρόκειται δηλαδή για μια συνολική μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά, κάτι που δεν αφορά μόνο τις παραδοσιακές εκφράσεις αυτού του χώρου, αλλά πολύ ευρύτερο σύνολο.
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με την «επαναφορά της θανατικής ποινής για ορισμένα εγκλήματα», όπου συμφωνεί το 47,9% και διαφωνεί το 47,5%, με τους ψηφοφόρους της Ν.Δ. να συμφωνούν κατά 55,9%, του ΠΑΣΟΚ 45,7%, του ΚΚΕ κατά 33,5% και του ΣΥΡΙΖΑ 30,2%. Μέρες που είναι ας σημειώσουμε και το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι «υπήρξαν νεκροί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου»: Μόλις 76%, με το όχι να φτάνει 10,7% και το δεν ξέρω/δεν απαντώ το 13,3%.
Όσο για το πώς κατανέμονται στις απαντήσεις τους οι ψηφοφόροι των διαφόρων κομμάτων διαπιστώνουμε επαναλαμβανόμενη τη διακύμανση Αριστεράς-Δεξιάς, κάτι που είναι αναμενόμενο για μένα, αλλά έχει σημασία αυτή την περίοδο που αμφισβητείται από πολλές πλευρές ακόμα και η ύπαρξη αυτού του πολιτικού διαχωρισμού.
Ενδιαφέρον έχει ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ ότι οι ψηφοφόροι του εμφανίζονται με τις απαντήσεις τους να ακολουθούν μια αριστερή συνεπή στάση, σε μια συγκυρία που μετά τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση από τη νέα του ηγεσία ακόμα και η αριστερή ταυτότητα του κόμματος.