Όψεις: Στάσεις και Αντιλήψεις για το Δημογραφικό στην Στερεά Ελλάδα

Κλείσιμο

Το παρόν άρθρο αποτελεί το δεύτερο μέρος του report των κ.κ. Παύλου Μπαλτά και Απόστολου Παπαδόπουλου, «Δημογραφική Αλλαγή και Πολιτικές Προσαρμογής στην Ελλάδα: Η περίπτωση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας».

 

Η δημογραφική διάσταση των ευρημάτων της έρευνας 

Αυτό που παρατηρούμε αρχικά είναι η μερική διαφοροποίηση των νέων ηλικίας 17-24 ετών σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις δημιουργίας οικογένειας στην Στερεά Ελλάδα οι νέοι ηλικίας 17-24 ετών είναι πιο αισιόδοξοι, καθώς απαντούν ότι αυτό είναι εφικτό σε ποσοστό 36,8%, ενώ όσο αυξάνει η ηλικία μειώνονται οι θετικές απαντήσεις, με αποτέλεσμα μόλις το 19,6% των άνω των 65 ετών να απαντά θετικά ότι ένας άνθρωπος που ζει στην Στερεά Ελλάδα μπορεί να υποστηρίξει την δημιουργία οικογένειας. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με περιοχές όπου υπάρχουν μεγάλα αστικά κέντρα, το στεγαστικό δεν μοιάζει να αποτελεί πρόβλημα για τους νέους της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δε το αναφέρουν ως εμπόδιο στην δημιουργία οικογένειας. Αντίθετα, ο “φόβος για το μέλλον” είναι κάτι που το αναφέρει το 30% των νέων ηλικίας 17-24 ετών και συμβαδίζει με τα ευρήματα της βιβλιογραφίας, όπου το αβέβαιο μέλλον και το επισφαλές περιβάλλον δεν ευνοούν την δημιουργία οικογένειας. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το εύρημα της έρευνας όσον αφορά το ερώτημα αν οι ερωτώμενοι/ες έχουν σκεφτεί να μετακομίσουν από την περιοχή όπου κατοικούν σήμερα (στην Στερεά Ελλάδα), καθώς 4 στους 10 νέους ηλικίας 17-24 ετών απαντά ότι: “Ναι, είναι στα μελλοντικά μου σχέδια”, γεγονός που αν συμβεί θα επιδεινώσει την μείωση του πληθυσμού στην περιοχή αλλά και την ένταση της γονιμότητας.

Η έρευνα αναδεικνύει σε μεγάλο βαθμό ότι οι πολίτες της Στερεάς Ελλάδας θεωρούν ότι η μείωση του πληθυσμού στην περιοχή τους οφείλεται στην μετανάστευση του τοπικού πληθυσμού προς το μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού ή σε χώρες του εξωτερικού. Οι οικονομικοί λόγοι ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και περιοχής κατοικίας θεωρούνται ως ο κυρίαρχος λόγος που αποτρέπει σήμερα ένα άτομο να παραμείνει στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Επίσης, στους οικονομικούς λόγους αποδίδεται από τους ερωτώμενους, η λύση για το τι θα πρέπει να βελτιωθεί ώστε να βοηθηθούν τα άτομα για τη δημιουργία οικογένειας. Επίσης, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας οι ερωτώμενοι απαντούν άνω του 60% ότι η αύξηση των μισθών θα συμβάλλει στη δημιουργία οικογένειας. Παράλληλα, η οικονομική κρίση θεωρείται η βασικότερη αιτία για το δημογραφικό, καθώς επιλέγεται από το 65%-70% των ερωτώμενων ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και τόπου κατοικίας. 

Στην ερώτηση για το ποιος είναι ο ιδανικός αριθμός παιδιών να αποκτήσει κάποιος/κάποια, όσον αφορά στο σύνολο των ερωτώμενων προκύπτει ο αριθμός 2,6 παιδιά. Αν όμως περιορίσουμε στην ηλικιακή ομάδα στα άτομα 17-24 ετών, μετά την στάθμιση των απαντήσεων, ο αριθμός που προκύπτει είναι τα 2,1 παιδιά. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνεται και από τη σχετική βιβλιογραφία, όπου έχει καταγράφει η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στον ιδεατό αριθμό παιδιών που θέλει να αποκτήσει κάποιος και στους πραγματικούς αριθμούς που καταγράφουμε (πραγματοποιηθείσα γονιμότητα). Ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται ότι το κυρίαρχο μοντέλο της οικογένειας με τα δυο παιδιά που εδραιώθηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα παραμένει σε ιδεατό επίπεδο κυρίαρχο στα άτομα των νεότερων ηλικιών. 

Στην ερώτηση για το αν θα ήθελαν να αποκτήσουν ένα πρώτο παιδί ή ένα δεύτερο αν έχουν ήδη πρώτο, σημαντικό ποσοστό των ατόμων στην ηλικιακή ομάδα 17-24 ετών (19,5%) και 25-44 ετών (23,7%) απάντησε αρνητικά (“όχι”). Εξετάζοντας τους λόγους για αυτή την αρνητική απάντηση διαπιστώνουμε ότι από όσους στην ηλικιακή ομάδα 17-24 ετών απαντούν ότι δεν θέλουν να αποκτήσουν ένα παιδί, η μεγάλη πλειοψηφία (65%) επισημαίνει ότι είναι πολύ νέοι, κάτι που είναι εύλογο, δεδομένου ότι η μέση ηλικία στην τεκνογονία είναι άνω των 30 ετών. Αντίστοιχα στην ηλικιακή ομάδα 25-44 ετών οι κυρίαρχοι λόγοι για την αρνητική απάντηση περιλαμβάνουν τους προσωπικούς λόγους (30%) και τους οικονομικούς λόγους (30%), όπως για παράδειγμα το χαμηλό εισόδημα και την επισφαλή εργασία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απαντήσεις, από όσους έχουν παιδιά, στο ερώτημα: “Πείτε μας εσείς με ποιο κριτήριο προχωρήσατε στην επιλογή να κάνετε παιδιά;” Στην ηλικιακή ομάδα 25-44 ετών, που απέκτησε παιδιά μέσα στην πρόσφατη περίοδο (2010-2024), κατά την οποία συνέβησαν γεγονότα όπως η οικονομική κρίση, η προσφυγική κρίση, η υγειονομική κρίση και η πρόσφατη ενεργειακή κρίση, η πλειονότητα απάντησε ότι: “δεν είχαμε κάποιο σαφές κριτήριο” (42%) και “θέλαμε να κάνουμε όσα περισσότερα παιδιά μπορούσαμε” (30,8%), ενώ μόλις ένας στους πέντε (18,7%) ανέφερε ότι η επιλογή έγινε: “ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες”. Πρόκειται για απαντήσεις που φαίνονται κάπως αντιφατικές δεδομένου ότι σε όλες τις υπόλοιπες ερωτήσεις το οικονομικό προτάσσεται ως η βασικότερη προϋπόθεση για την δημιουργία οικογένειας. Παρόλα αυτά, οι απαντήσεις  αυτές συνάδουν με την ευρύτερη διαδικασία επιλογής απόκτησης τέκνου, καθώς η απόκτηση ενός παιδιού έχει και μια αξιακή-ηθική αλλά και προσωπική διάσταση για το κάθε άτομο η οποία ξεπερνά ή δεν υποτάσσεται πλήρως στις οικονομικές προϋποθέσεις που δεν χάνουν τη σημασία τους.

 

Η χωρική και κοινωνικοοικονομική διάσταση των ευρημάτων

Πρώτα από όλα είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι δεν παρατηρούνται χαώδεις διαφοροποιήσεις στις απαντήσεις των ερωτώμενων για το δημογραφικό και την ποιότητα ζωής στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, γεγονός που οφείλεται στην ευρύτερη δημόσια συζήτηση που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το δημογραφικό στη χώρα και η όποια έχει προφανώς προβληματίσει την πλειοψηφία των πολιτών. Ένα δεύτερο σχόλιο αφορά στη σχετική μείωση της απόστασης στις απόψεις και τις αντιλήψεις των κατοίκων των αγροτικών και των αστικών περιοχών που μπορεί να αποδοθεί στη σύγκλιση των προτύπων ζωής, του επιπέδου κατανάλωσης, καθώς επίσης των κοινωνικών και οικονομικών επιδιώξεων των κοινωνικών ομάδων που ζουν στην ύπαιθρο και τις πόλεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρούνται ορισμένες αξιόλογες διαφορές μεταξύ των ερωτώμενων που μένουν σε αγροτικές περιοχές (δηλαδή σε οικισμούς με λιγότερους από 2.000 κατοίκους)  σε σχέση με όσους κατοικούν σε αστικές περιοχές (δηλαδή σε οικισμούς άνω των 10.000 κατοίκων).Είναι ενδεικτικό ότι οι κάτοικοι των αστικών περιοχών φαίνονται περισσότερο ικανοποιημένοι από τον τόπο κατοικίας τους συγκριτικά με τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών (63% έναντι 56%), ενώ όπως αναμένεται, αντίστοιχα, διαφοροποιείται και ο βαθμός δυσαρέσκειας από τον τόπο κατοικίας τους (37% έναντι 44%). Επιπρόσθετα, ενώ υπάρχει συμφωνία μεταξύ των ερωτώμενων όλων των περιοχών σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και ειδικότερα αναφέρουν τη ακρίβεια, την ανεργία και την έλλειψη νοσοκομείων/ υγειονομικών μονάδων, παρόλα αυτά οι ερωτώμενοι από τις αγροτικές περιοχές τονίζουν περισσότερο ως πρόβλημα της περιοχής τους τη φτώχεια και τη φυγή των νέων προς άλλες πόλεις/εξωτερικό για περισσότερες ευκαιρίες. 

Οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών δείχνουν σχετικά μικρότερο βαθμό ανησυχίας ως προς το «δημογραφικό πρόβλημα της χώρας» που εκπέμπεται ως τέτοιο από κάθε μέσο και με κάθε ευκαιρία τα τελευταία έτη παρότι βεβαίως αναγνωρίζουν την ύπαρξη του. Την ίδια στιγμή, συγκριτικά με τους κατοίκους των αστικών περιοχών πιο συχνά υποστηρίζουν την άποψη ότι αθροιστικά η μείωση πληθυσμού, η γήρανση και η χαμηλή γονιμότητα συγκροτούν το «δημογραφικό πρόβλημα της χώρας». 

Γενικότερα, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών φαίνονται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι περιοχές τους αντιμετωπίζουν πιο έντονα δημογραφικά προβλήματα. Μια πρώτη ένδειξη είναι ότι, συχνότερα αναφέρουν ότι η περιοχή όπου ζουν αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ενδιαφέρον έχει η απάντηση στο ερώτημα: «ποιους τομείς επηρεάζει αρνητικά το δημογραφικό πρόβλημα στην περιοχή σας;» όπου οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών συμφωνούν με τους κατοίκους των αστικών περιοχών ότι επηρεάζεται η τοπική οικονομία, η ποιότητα ζωής και οι προοπτικές των κατοίκων της, καθώς επίσης συνολικά το μέλλον της περιοχής. Σε αυτό το ερώτημα, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών επισημαίνουν συχνότερα σε σχέση με τους κατοίκους των αστικών περιοχών την αρνητική ψυχολογία των κατοίκων (25,9% έναντι 17,3%), την μη-ευνοϊκή αντιμετώπιση από το κεντρικό κράτος (15,2% έναντι 9,6%), την έλλειψη δομών υγείας (15,9% έναντι 13%) και την έλλειψη δομών εκπαίδευσης (15,4% έναντι 13,5%). Σε ένα τρίτο επίπεδο, στο ερώτημα αν είναι ικανοποιημένοι από το κράτος πρόνοιας της χώρας, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών παρουσιάζονται λιγότερο ικανοποιημένοι από το κράτος πρόνοιας συγκριτικά με τους κατοίκους των αστικών περιοχών (17,8 έναντι 22%), κάτι που πιθανότατα οφείλεται στην αναγνώριση των προβλημάτων που επισημαίνονται και αφορούν στην έλλειψη κοινωνικών υποδομών και στην ολοένα και πιο έντονη αντίληψη ότι το κράτος δεν αντιμετωπίζει τις αγροτικές περιοχές όπως θα έπρεπε.

Επίσης, τα ευρήματα της έρευνας στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας επιβεβαιώνουν σχεδόν πλήρως τα αντίστοιχα ευρήματα έρευνας της ΚΑΠΑ Research που διενεργήθηκε σε όλες τις περιφέρειες της χώρας το Νοέμβριο 2022 για λογαριασμό του Heinrich Böll Stiftung. Ειδικότερα, στην έρευνα της ΚΑΠΑ Research ήταν σαφής η ένταση των προβλημάτων όπως τα διατύπωσαν οι κάτοικοι των αγροτικών συγκριτικά με τους κατοίκους των αστικών περιοχών: «πολλοί νέοι αναγκάζονται να φύγουν από την περιοχή γιατί οι προοπτικές τους εδώ είναι περιορισμένες»  (85% έναντι 54%), «οι υποδομές στην περιοχή υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα» (76% έναντι 45%), «οι κάτοικοι της περιοχής δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες να εξελιχθούν κοινωνικά και επαγγελματικά σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα» (69% έναντι 46%), «οι κάτοικοι της περιοχής είναι πιο ευάλωτοι σε ακραία καιρικά φαινόμενα» (60% έναντι 28%), «οι δομές εκπαίδευσης της περιοχής υστερούν σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα» (59% έναντι 31%), και «η απόσταση από την κοντινότερη πόλη είναι σημαντικό πρόβλημα για του κατοίκους της περιοχής σε ό,τι αφορά την ποιότητα ζωής και τη δυνατότητα επαγγελματικής επιτυχίας» (58% έναντι 24%). Τα ανωτέρω ευρήματα καταδεικνύουν την ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών συγκριτικά με τις αστικές περιοχές που παρότι και αυτοί αναγνωρίζουν την ύπαρξη προβλημάτων, διαθέτουν ορισμένες ευκαιρίες ώστε να ανταπεξέλθουν στα όποια προβλήματα.

Στο Γράφημα 3 παρουσιάζονται οι διαφορετικές τάσεις που συνυπάρχουν στο εσωτερικό της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Προχωρώντας περαιτέρω στη διάγνωση της έκτασης του δημογραφικού προβλήματος που βιώνουν οι κάτοικοι των αγροτικών και των αστικών περιοχών αρκετά ενδιαφέρουσα είναι η απάντηση στο ερώτημα: «υπάρχει κάποιος/α συγγενής σας πρώτου βαθμού που να έχει μετακομίσει ή να έχει σκεφτεί να μετακομίσει από την περιοχή;» Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Γράφημα 4 είναι εμφανές ότι οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών έχουν πιο συχνά εμπειρία κοντινού συγγενή που έχει μετακομίσει από την περιοχή σε σχέση τους κατοίκους των αστικών περιοχών (57,9% έναντι 46,1%), αλλά και σαφώς μικρότερο ποσοστό κατοίκων που δεν έχουν μετακομίσει (34,5% έναντι 47,4%). 

Γράφημα 3. Αν έχει μετακομίσει στενός συγγενής στο παρελθόν ανάλογα με Περιφερειακή Ενότητα κατοικίας του ερωτώμενου Σημείωση (*): Η Ευρυτανία έχει μικρό αριθμό ερωτώμενων (κάτω των 60 ατόμων) στο δείγμα και έτσι ό,τι αναφέρεται σε αυτή είναι ενδεικτικό.

 

Γράφημα 4. Αν έχει μετακομίσει συγγενής στο παρελθόν ανάλογα με το βαθμό αστικότητας του ερωτώμενου

 

Ειδικότερα, στις Περιφερειακές Ενότητες Βοιωτίας και Εύβοιας που αποτελούν σχετικά πιο αστικοποιημένες περιοχές υπάρχει σχετική εμπειρία κοντινού συγγενή που έχει μετακομίσει από την περιοχή (48,3% και 50,3%) αλλά είναι κάπως πιο περιορισμένη συγκριτικά με την Φθιώτιδα (55,8%) την Φωκίδα (67,8%) και την Ευρυτανία (55,7%). Αντίστοιχα, πολύ πιο σημαντικό ποσοστό ερωτώμενων από τη Βοιωτία (41%) και την Εύβοια (43,4%) συγκριτικά με τη Φθιώτιδα (38,2%), τη Φωκίδα (28,3%) και την Ευρυτανία (27,6%) δηλώνει «όχι», δηλαδή ότι δεν έχει μετακομίσει. Συνοπτικά, οι διαγραφόμενες τάσεις συνάδουν με τα αναλυτικά δημογραφικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν νωρίτερα. 

Επιπρόσθετα, παρότι στο ποιος ευθύνεται για το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποια διαφοροποίηση μεταξύ κατοίκων αγροτικών περιοχών και αστικών περιοχών, καθώς φαίνεται να συμφωνούν ότι φταίει περισσότερο το κεντρικό κράτος, όσον αφορά στη λύση του δημογραφικού οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών λιγότερο συχνά θεωρούν ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να δώσει λύσεις (53,7% έναντι 61%), ενώ πιο συχνά θεωρούν ότι οι ίδιοι οι πολίτες θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις (17,9% έναντι 13,9%). Σε σχέση με τις διαγραφόμενες ενδιάμεσες «λύσεις» του δημογραφικού οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών, συγκριτικά με τους κατοίκους των αστικών περιοχών, τείνουν να περισσότερο να πιστεύουν ότι η επιστροφή των Ελληνίδων και Ελλήνων που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης στο εξωτερικό μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα (65,3% έναντι 60,3%), ενώ στο ερώτημα «συμφωνείτε ή διαφωνείτε ότι η ενσωμάτωση μεταναστών και προσφύγων μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα;» δεν παρουσιάζεται σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών. Και στις δύο αυτές εκδοχές, οι ερωτώμενοι φαίνεται να επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από την ευρύτερη δημόσια συζήτηση σχετικά με την επιζητούμενη εξεύρεση δημογραφικής/οικονομικής λύσης μέσω της επιστροφής των Ελλήνων/ Ελληνίδων που έφυγαν από την χώρα μεσούσης της οικονομικής κρίσης και τα γενικότερα αρνητικά αντανακλαστικά απέναντι στην ενσωμάτωση των μεταναστών/ προσφύγων στη χώρα. 

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τους μετανάστες και το μεταναστευτικό/ προσφυγικό είναι ενδιαφέρον ότι, από την μια πλευρά, δεν φαίνεται να ταυτίζονται με κάποιο σημαντικό πρόβλημα στη χώρα, ενώ από την άλλη πλευρά μόλις ένας στους τέσσερις ερωτώμενους (24,8%) συμφωνεί ότι οι μετανάστες/πρόσφυγες μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των ερωτώμενων διαφωνεί (56,2%) ότι μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στη χώρα, ενώ ένα αξιόλογο ποσοστό (17,1%) παραμένει αναποφάσιστο. Συγκριτικά με τις άλλες κατηγορίες ερωτώμενων, θετικότερη στάση σχετικά με την ενσωμάτωση των μεταναστών/ προσφύγων διαθέτουν οι άνω των 65 ετών (29,4%), οι κάτοικοι των ημιαστικών περιοχών (29,5%), οι κάτοχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (27,4%), οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (38,8%), οι δημόσιοι υπάλληλοι (28,8%), οι συνταξιούχοι (28,6%), οι απασχολούμενοι στις υπηρεσίες (27,1%), οι έχοντες εισόδημα άνω των 1.500 ευρώ (41,9%), όσοι δηλώνουν ότι ανήκουν στη μεσαία προς ανώτερη τάξη (31,8%) και οι κάτοικοι της Φωκίδας (35,3%). Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι ένας συνδυασμός παραγόντων που αφορούν τις ευρύτερες ανάγκες για παροχή φροντίδας και υπηρεσιών, τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και τις ιδιαιτερότητες σε τοπικό επίπεδο, αλλά και την εύλογη και ψύχραιμη αναγνώριση της συνεισφοράς των μεταναστών/προσφύγων στην οικονομία και κοινωνία της χώρας, βρίσκεται πίσω από την εκδήλωση θετικής στάσης μιας (μειοψηφούσας) μερίδας ερωτώμενων σχετικά με συμβολή των μεταναστών/προσφύγων στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος της χώρας. 

Μια ενδιαφέρουσα διάσταση του δημογραφικού ζητήματος της χώρας αναδεικνύεται μέσα από την θεώρηση του από τους απασχολούμενους στον πρωτογενή (αγροτικό) τομέα. Συγκεκριμένα, οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα τείνουν να θεωρούν ότι η περιοχή τους αντιμετωπίζει πιο έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Παράλληλα, συγκριτικά με τους απασχολούμενους στους άλλους κλάδους δείχνουν κάπως μεγαλύτερη ικανοποίηση από το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα (21,5% έναντι 12,1% στον δευτερογενή και 15,8% στον τριτογενή). Η στάση αυτή επιβεβαιώνεται και από την απάντηση στο ερώτημα: «Το Ελληνικό κράτος είναι κράτος πρόνοιας;» Ειδικότερα, οι απασχολούμενοι στον πρωτογενή τομέα τείνουν πιο συχνά να απαντήσουν θετικά στο ερώτημα αυτό συγκριτικά με τους απασχολούμενους στους άλλους κλάδους (24,8% έναντι 18,8% και 15,6%). Η στάση αυτή πιθανότατα οφείλεται στη στήριξη που απολαμβάνει ο αγροτικός τομέας από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και η οποία χρειάζεται να λαμβάνεται υπόψη όσον αφορά το σχεδιασμό και την προώθηση των όποιων μέτρων πολιτικής στην ύπαιθρο.

Η ανάλυση των ευρημάτων για το δημογραφικό αναδεικνύει τους παράγοντες του εισοδήματος και της οικονομικής θέσης ως ιδιαίτερα σημαντικούς για την εκτίμηση των στάσεων και των αντιλήψεων που διατυπώνονται από τους ερωτώμενους στην έρευνα. Πρώτον, είναι αρκετά σαφές ότι το ύψος του εισοδήματος και η κοινωνικοοικονομική θέση παίζουν σημαντικό ρόλο για την ικανοποίηση από τη ζωή στον τόπο κατοικίας. Ειδικότερα, όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα (49,6% για την χαμηλότερη έναντι 73,1% για την υψηλότερη κατηγορία εισοδήματος) και η οικονομική θέση (22,1% για την χαμηλότερη έναντι 89% για την υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη) τόσο αυξάνεται η ικανοποίηση από τη ζωή στον τόπο κατοικίας. Παράλληλα, αυξανόμενου του εισοδήματος και της οικονομικής θέσης, αυξάνεται και η αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου κατοικίας. Δεύτερον, οι χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες τείνουν να υπογραμμίζουν περισσότερο την ύπαρξη δημογραφικού προβλήματος στην περιοχή τους. Τρίτον, η δημιουργία οικογένειας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ύπαρξη ικανού εισοδήματος για την συντήρηση του νοικοκυριού και των τέκνων. Αυξανόμενου του εισοδήματος αυξάνεται και η πεποίθηση ότι μπορεί να υποστηριχθεί η δημιουργία οικογένειας, ακόμα και υπό την προϋπόθεση της στήριξης από μέλη της ευρύτερης οικογένειας, και συρρικνώνεται η άποψη ότι είναι δύσκολο έως αδύνατο να δημιουργηθεί οικογένεια (Γράφημα 5). Επίσης, το εισόδημα και η κοινωνικοοικονομική θέση εξασφαλίζουν τη δυνατότητα αξιοπρεπούς ζωής στην περιοχή, όπως φαίνεται από τις απαντήσεις των ερωτώμενων. Τέταρτον, όσον αφορά την πρόθεση μετακίνησης σε περιοχή διαφορετική από την περιοχή κατοικίας των ερωτώμενων, εμφανίζεται αξιόλογη διαφοροποίηση στις απαντήσεις όσο αυξάνεται το εισόδημα αλλά και σύμφωνα με την υψηλότερη κοινωνικοοικονομική θέση. Ειδικότερα, όσο αυξάνεται το εισόδημα αυξάνεται και το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι δεν έχουν σκεφτεί να μετακομίσουν σε άλλη περιοχή και μειώνεται το ποσοστό όσων έχουν εκπονήσει μελλοντικά σχέδια για την μετακόμιση τους (Γράφημα 6).

Πέμπτο, αυξανόμενου του εισοδήματος και της κοινωνικοοικονομικής θέσης του ερωτώμενου μεγεθύνεται και το ποσοστό ικανοποίησης που δηλώνει από το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα (31,3% για την υψηλότερη εισοδηματική ομάδα έναντι 14% της χαμηλότερης εισοδηματικής ομάδας). Έκτο, όσο αυξάνεται του εισοδήματος και βελτιώνεται η κοινωνικοοικονομική θέση του ερωτώμενου τόσο βελτιώνεται και το ποσοστό αυτών που θεωρούν ότι η επιστροφή των Ελληνίδων και Ελλήνων που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης στο εξωτερικό μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα. Επίσης, όσο αυξάνεται το εισόδημα βελτιώνεται και η θετική στάση έναντι των μεταναστών και των προσφύγων που μπορούν να συμβάλουν στο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας (από 20% που είναι στη χαμηλότερη εισοδηματική ομάδα διπλασιάζεται στο 41,9% στην υψηλότερη εισοδηματική ομάδα).

Γράφημα 5. Η δυνατότητα δημιουργίας οικογένειας ανάλογα με την κατηγορία εισοδήματος του ερωτώμενου

 

Γράφημα 6. Ενδεχόμενο μετακόμισης (ή όχι) σε άλλη περιοχή ανάλογα με την κατηγορία εισοδήματος του ερωτώμενου. Σημείωση (*): Η εισοδηματική ομάδα άνω των 2.000 έχει μικρό αριθμό ερωτώμενων (κάτω των 60 ατόμων) στο δείγμα και έτσι ό,τι αναφέρεται σε αυτή είναι ενδεικτικό.

 

Συνοπτικά, παρότι οι οικονομικοί λόγοι προβάλλονται ως σημαντικοί για το δημογραφικό καθώς επίσης για την βελτίωση της κατάστασης που μπορεί να οδηγήσει στη μείωση των μετακινήσεων και την δημιουργία οικογένειας, δεν προκύπτει από κάπου ότι αυξανομένου του εισοδήματος αυξάνεται και ο αριθμός των τέκνων της οικογένειας ή μεταβάλλεται η πρόθεση να αυξηθούν τα τέκνα της οικογένειας. Πιθανότατα, η αύξηση του αριθμού των τέκνων δεν αποδίδεται σε γεωγραφικούς ή οικονομικούς παράγοντες αποκλειστικά, αλλά εξαρτάται από διαφορετικές παραμέτρους, όπως για παράδειγμα το μοντέλο της οικογένειας και τους προσωπικούς και κοινωνικούς λόγους που υπεισέρχονται στη δημιουργία οικογένειας και στην απόκτηση τέκνων, που όμως χρειάζεται να ιδωθούν συνδυαστικά αλλά και στην αλληλεπίδρασή τους με τον οικονομικό παράγοντα.

Πολιτική Cookies