Όψεις: Στάσεις και Αντιλήψεις για το Δημογραφικό στην Στερεά Ελλάδα

Κλείσιμο

Το παρόν άρθρο αποτελεί το τρίτο μέρος του report των κ.κ. Παύλου Μπαλτά και Απόστολου Παπαδόπουλου, «Δημογραφική Αλλαγή και Πολιτικές Προσαρμογής στην Ελλάδα: Η περίπτωση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας».

Γνωρίζουμε από τις πληθυσμιακές προβολές της Eurostat ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 θα είναι γύρω από τα 9,0 εκ. με το ένα τρίτο του πληθυσμού να αποτελείται από άτομα άνω των 65 ετών. Η δημογραφική γήρανση είναι μια βεβαιότητα και μια πραγματικότητα την οποία οι κοινωνίες μας θα ζήσουν καθώς τα άτομα που θα είναι άνω των 65 ετών το 2050 έχουν ήδη γεννηθεί. Αντίθετα, η αύξηση της γονιμότητας δεν είναι κάτι που θα συμβεί σίγουρα, καθώς εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, ενώ επιπλέον στην περίπτωση που επιτευχθεί δεν αναμένεται να είναι “συνταρακτική” με την έννοια ότι θα ξεπερνάει τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Άλλωστε, αν μελετήσουμε τα δεδομένα της διαγενεακής γονιμότητας θα δούμε ότι καμία γενεά γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1940 δεν απέκτησε κατά μέσο όρο περισσότερα από 2 παιδιά κατά μέσο όρο. 1

Πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet, με δεδομένα από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας, του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον αναφέρεται στην μείωση της παγκόσμιας γονιμότητας ανάμεσα στο 1951 με 2021 όπου από 4,8 παιδιά ανά γυναίκα μειώθηκε σε 2,2 παιδιά ανά γυναίκα. Επιπλέον, κάνει εκτίμηση της εξέλιξης της γονιμότητας για περίπου 200 χώρες, ανάμεσά τους και για τη Ελλάδα για την οποία προβλέπει ότι στο αισιόδοξο σενάριο εφαρμογής μέτρων υπέρ της γονιμότητας (pro-natal policies enacted) ο δείκτης γονιμότητας μπορεί να αυξηθεί κατά 0,2 παιδιά ανά γυναίκα και να φτάσει το 1,6 παιδιά ανά γυναίκα το 2050. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι: “σε περιβάλλοντα χαμηλής γονιμότητας, η εφαρμογή πολιτικών υπέρ των γεννήσεων που υποστηρίζουν γονείς και παιδιά μπορεί να δώσει μια μικρή ώθηση στα ποσοστά γονιμότητας”. 2

Συνοπτικά, η δημογραφική πορεία της χώρας μέχρι και το 2050 είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Τα όποια μέτρα ληφθούν σήμερα θα έχουν ως στόχο πρώτα να βοηθήσουν ώστε η χώρα να σταθεροποιήσει τον πληθυσμό της και εν συνεχεία να ανακτήσει την δημογραφική της δυναμική από το 2050 και έπειτα. Τα προτεινόμενα μέτρα πολιτικής θα μπορούσαν να αφορούν την ενίσχυση της γονιμότητας, την διαχείριση της μείωσης του πληθυσμού με τις όποιες συνέπειες του (συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού), την διαχείριση της γήρανσης, και τέλος τον σχεδιασμό στοχευμένων χωρικά πολιτικών προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες της υπαίθρου, των λιγότερο πυκνοκατοικημένων αλλά και των απομακρυσμένων περιοχών (ορεινές και νησιωτικές περιοχές). 

Τα μέτρα που αφορούν την γονιμότητα θα πρέπει να έχουν ως αρχή το να μπορεί να αποκτήσει το κάθε ζευγάρι τον αριθμό των παιδιών που επιθυμεί. Αυτό θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα που εξασφαλίζουν ότι: “τα άτομα πρέπει να έχουν το βασικό δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα για τον αριθμό και το χρόνο γέννησης των παιδιών τους, καθώς και τη γνώση και τα μέσα για να το πράξουν”. 3 Επιπλέον, οι οικογενειακές πολιτικές στην εποχή μας θα πρέπει πλέον να λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των όλο και πιο “διαφορετικών” σύγχρονων οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων των μονογονεϊκών οικογενειών, των ανύπαντρων ζευγαριών, των οικογενειών του ιδίου φύλου και των “μεικτών” οικογενειών.

Η αύξηση των δημόσιων δαπανών θα αποτελούσε ένα πρώτο μέτρο, καθώς γνωρίζουμε από την βιβλιογραφία ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών υπέρ της δημιουργίας οικογένειας έχει θετική συσχέτιση με τα ποσοστά γονιμότητας. Οι αναπτυγμένες χώρες δαπανούν μεταξύ του 1% και του 4% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) τους για τη στήριξη των οικογενειών μέσω απευθείας επιδομάτων σε χρήμα, παροχών σε υπηρεσίες αλλά και φοροαπαλλαγών. Όσον αφορά την Ελλάδα για το έτος 2019 με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, 4 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 1,8% (1,4% σε απευθείας χρηματικές ενισχύσεις και το υπόλοιπο 0,4% σε υπηρεσίες), ενώ σε χώρες με υψηλότερη γονιμότητα όπως η Γαλλία και η Σουηδία το ποσοστό του ΑΕΠ ήταν σχεδόν το διπλάσιο 3,4%. Παράλληλα, το ποσοστό της Ελλάδας παρέμεινε χαμηλότερο από την μέση δαπάνη τόσο για τις χώρες του ΟΟΣΑ που ήταν 2,3% όσο και για τις χώρες της ΕΕ που ήταν 2,6%, το ίδιο έτος. 

Γνωρίζουμε επίσης ότι οι πολιτικές ενίσχυσης της γονιμότητας είναι πιο αποτελεσματικές αν ανταποκρίνονται στις διάφορες ανάγκες των ατόμων σε διαφορετικές καταστάσεις ζωής. Με βασικό χαρακτηριστικό την συμφιλίωση της επαγγελματικής ζωής των μελών του νοικοκυριού με την ανατροφή των παιδιών και την παροχή οικονομικής στήριξης σε οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζουν οι γονικές άδειες, ειδικότερα όταν είναι καλά αμειβόμενες. Επιπρόσθετα, το ευέλικτο ωράριο εργασίας φαίνεται να έχει θετική συσχέτιση με την γονιμότητα σε σχέση με το άκαμπτο 08:00-16:00, όλες τις μέρες της εβδομάδας, όπως επίσης και η δυνατότητα τηλεργασίας. Αντίθετα, τα εφάπαξ οικονομικά βοηθήματα έχουν μέτρια επίδραση στην γονιμότητα, με μικρή διάρκεια, ενώ η επιδότηση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής τείνει να έχει μικρή θετική επίδραση στα συνολικά ποσοστά γονιμότητας. 5

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ισχυρή συσχέτιση της ένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην αύξηση του εισοδήματος τους με την αύξηση της γονιμότητας. 6 Ειδικότερα, το ύψος του εισοδήματος των γυναικών και το ποσοστό των πρώτων γεννήσεων έχουν θετική συσχέτιση. Αποδεικνύεται ότι με τη συνεχή αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και την ταυτόχρονη λήψη μέτρων διευκόλυνσης της γυναικείας πλήρους απασχόλησης αλλά και της ανατροφής των παιδιών, τα υψηλότερα γυναικεία εισοδήματα σε συνδυασμό με όλα τα απαραίτητα μέτρα συμβιβασμού μητρότητας με επαγγελματική ζωή, διευκολύνουν παρά εμποδίζουν τη μετάβαση στη μητρότητα. Στην Ελλάδα τα ποσοστά ενσωμάτωσης των γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένουν χαμηλά (53%) αποτελώντας πιθανό παράγοντα της χαμηλής γονιμότητας που καταγράφει η χώρα μας, ενώ χώρες όπως η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Τσεχία και η Δανία με ποσοστά γυναικείας απασχόλησης άνω του 70% και μια σειρά πολιτικών υπέρ της οικογένειας καταγράφουν αντίστοιχα υψηλή γονιμότητα πάνω από 1,7 παιδιά ανά γυναίκα (2021). 7)

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο παίζει η άμβλυνση των έμφυλων ανισοτήτων που δείχνει να έχει θετική συσχέτιση με την γονιμότητα. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ανισότητες μεταξύ των φύλων στον καταμερισμό της οικιακής εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι κοινωνίες με ισχυρά παραδοσιακά πρότυπα ρόλων των φύλων μέσα στην οικογένεια καταγράφουν χαμηλή γονιμότητα. 8

Θετικά αποτελέσματα αναμένεται να έχει η ενθάρρυνση και ενίσχυση της συμβίωσης/ συγκατοίκησης των νέων ζευγαριών. Αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από το οικογενειακό τους νοικοκυριό νωρίτερα από ότι μέχρι σήμερα, καθώς στην Ελλάδα έχουμε έναν από τους μεγαλύτερους μέσους όρους ηλικίας αναχώρησης από το οικογενειακό νοικοκυριό στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, οι νέοι παραμένουν στο γονεϊκό τους νοικοκυριό για μεγάλο χρονικό διάστημα πολλές φορές και μετά τα 30 έτη. Με βάση τα δεδομένα της Eurostat το ποσοστό των νέων ηλικίας 25-34 ετών που διαμένουν στο σπίτι των γονιών τους για την Ελλάδα ήταν 70.1% για τους άνδρες και 49% για τις γυναίκες το 2020. Στην Ισπανία, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 50,7% για τους άνδρες και 43% για τις γυναίκες, στην Ιταλία ήταν 58,3% και 47,6%, ενώ στην Γαλλία τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 21,6% και 10,2%. 9)

Η αναχώρηση προϋποθέτει  καταρχήν σταθερή εργασία (μείωση της ανεργίας των νέων) και πρόσβαση στην κατοικία (λογικά ενοίκια), καθώς με αυτόν τον τρόπο να νέα ζευγάρια θα μπορούν να συγκατοικούν. Δυστυχώς το κόστος στέγασης για τους νέους στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2021, κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το 18,9% του διαθέσιμου εισοδήματος αφιερώθηκε στο κόστος στέγασης. Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό 34,2%, όταν για παράδειγμα στη Γερμανία ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 23,4%. Λόγω του ότι η συγκατοίκηση είναι το πρώτο βήμα για την δημιουργία οικογένειας, αν η ηλικία.

Σε αρκετές χώρες, όπως και στην Ελλάδα,  η χαμηλή γονιμότητα μονοπωλεί την  προσοχή στις συζητήσεις για την δημογραφική αλλαγή, ως ο βασικός παράγοντας μείωσης του πληθυσμού και κατ’ επέκταση του “δημογραφικού”, αλλά η μετανάστευση είναι συνήθως ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδηγεί στη μείωση του πληθυσμού μιας χωρικής ενότητας. Όπως αναφέραμε και παραπάνω η μείωση των γεννήσεων στην Ελλάδα ξεκίνησε από τα μέσα του 1980, αλλά ο πληθυσμός της χώρας αυξάνονταν συνεχώς, παρά τα σχεδόν μηδενικά φυσικά ισοζυγία, για περισσότερο από μια δεκαετία. Ο πληθυσμός της Ελλάδας άρχισε να μειώνεται από το 2010 και έπειτα, όταν σταμάτησε η χώρα  να αποτελεί ελκυστικό προορισμό για τους μετανάστες -όπως ήταν κατά την δεκαετία του 1990- και επιπλέον όταν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της αποφάσισε να μεταναστεύσει στο εξωτερικό.  

Είναι σαφές ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να ανατρέψει την χαμηλή γονιμότητα ή τη δημογραφική γήρανση. Αυτό που μπορεί να κάνει η μετανάστευση είναι να συγκρατήσει την συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Οπότε στα πλαίσια σταθεροποίησης του ολοένα συρρικνούμενου εργατικού δυναμικού η μετανάστευση όπως και πολιτικές που θα εννοούσα την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση.

Η γήρανση του πληθυσμού ίσως αποτελεί την μεγαλύτερη πρόκληση της δημογραφικής αλλαγής. Αυτό συμβαίνει γιατί θίγει όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής μιας χώρας. Μια κοινωνία όπου το ένα τρίτο του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών θα πρέπει να λάβει έγκαιρα μέτρα για την προσαρμογή αυτή και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις νοσοκομειακές υποδομές και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα πολιτικής που θα ενισχύουν την προληπτική ιατρική ώστε ο γηράσκων πληθυσμός να φτάσει στην καλύτερη υγεία που μπορεί σε μεγαλύτερη ηλικία. Επίσης, χρειάζεται ενίσχυση της ενεργούς γήρανσης ώστε τα γερασμένα άτομα να έχουν τον έλεγχο της ζωής τους και να συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην κοινωνία αλλά εφόσον το επιθυμούν και στην οικονομία της χώρας.

 

Δημογραφική αλλαγή και χωρικός σχεδιασμός: Προτάσεις πολιτικής

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αλλά και την ακαδημαϊκή συζήτηση σχετικά με την εξεύρεση απαντήσεων στη συρρίκνωση του πληθυσμού, 10 χρειάζεται ένας συνδυασμός πληθυσμιακών, κοινωνικών, οικονομικών και χωρικών μέτρων πολιτικής. Ειδικότερα, όσον αφορά την πληθυσμιακή συρρίκνωση της υπαίθρου -με ειδικότερες περιπτώσεις τις ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές- είναι εμφανές ότι πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία που δεν μπορεί να αναστραφεί σε μικρό ή μέσο χρονικό ορίζοντα, αλλά χρειάζεται βάθος δεκαετιών για όποια πιθανή σταθεροποίηση ή αναστροφή της διαδικασίας.

Η μεταβαλλόμενη δημογραφία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναθεωρήσεις των σχεδίων χρήσης γης για την προσαρμογή σε διαφορετικούς τύπους ανάπτυξης, όπως οικισμούς/ γειτονιές μικτής χρήσης ή φιλικές προς την τρίτη ηλικία. Πρόκειται για τη δημιουργία πολεοδομικών σχεδίων που θα λαμβάνουν υπόψη την ηλικιακή ευαλωτότητα κάθε περιοχής και όπου θα προσαρμόζονται οι δημόσιοι χώροι και οι διαθέσιμες υπηρεσίες προκειμένου να επωφελούνται οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Παράλληλα, χρειάζεται να διασφαλιστεί ότι οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και τα συστήματα υποστήριξης ότι θα είναι σχετικά εύκολα προσβάσιμα και επαρκή για τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του πληθυσμού. Επιπλέον, η ανάπτυξη των νέων υποδομών/ υπηρεσιών θα πρέπει να καθιστά διαθέσιμες τις μεταφορές, τη μετακίνηση, τη διάθεση ειδών διατροφής, τη διάθεση διαρκών καταναλωτικών αγαθών, κ.λπ. σε διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες που δεν έχουν τη δυνατότητα σε ατομικό επίπεδο να καλύψουν αυτές τις ανάγκες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αξιοποίηση του οικιστικού αποθέματος των εγκαταλελειμμένων περιοχών της υπαίθρου απαιτεί ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο χωρικής ανάπτυξης, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας όπου συγκροτήθηκε μια Ολοκληρωμένη Στρατηγική για τις Εσωτερικές Περιοχές (Inner Areas) που βεβαίως δεν αφορά μόνο την αντιμετώπιση των προβλημάτων μείωσης πληθυσμού, αλλά και την μειωμένη ή καθόλου πρόσβαση των κατοίκων σε υπηρεσίες. 11 Ο στόχος για την αξιοποίηση των ήδη εγκαταλελειμμένων περιοχών της υπαίθρου δεν αφορά απλώς τη βιωσιμότητα των αγροτικών κοινοτήτων, που ήδη έχει πληγεί, αλλά και την ενδυνάμωση των τοπικών υπηρεσιών, των επιχειρήσεων και των υποδομών τους. Πιθανότατα ο ψηφιακός μετασχηματισμός με την ανάπτυξη/ υποστήριξη ψηφιακών δεξιοτήτων και υπηρεσιών να μπορεί να διευκολύνει τη σταθεροποίηση της παραμονής του υφιστάμενου πληθυσμού στις περιοχές αυτές και να δημιουργήσει τη βάση για την βελτίωση της ελκυστικότητας των περιοχών αυτών μέσω της προσέλκυσης νεότερων κατοίκων που θα παρέχουν υπηρεσίες για όσους/όσες προτίθενται να κατοικούν στις περιοχές αυτές είτε εποχικά είτε καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Ο διαμένων πληθυσμός της υπαίθρου που τείνει όλο και περισσότερο να ξεπερνά τα 65 έτη χρειάζεται αυξημένες υπηρεσίες υγείας και φροντίδας που να μπορούν να εξασφαλιστούν μέσω όσων απασχολούμενων είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες με αξιοπρεπή αμοιβή αλλά και παροχή κινήτρων μετεγκατάστασης (π.χ. ασφάλιση, στέγαση, αναψυχή). Η γήρανση του πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές αφορά στην αντίστοιχη λήψη μέτρων που αφορούν στην παροχή υπηρεσιών διατροφής, μετακίνησης, φροντίδας και υγείας σε περιοχές όπου δεν διατίθενται αυτές οι υπηρεσίες. Αυτές οι υπηρεσίες είναι σημαντικές την ίδια στιγμή που έχει σταδιακά ατονήσει η οικογενειακή φροντίδα των γερασμένων μελών της οικογένειας είτε λόγω των αλλαγών στην μορφή της οικογένειας που επικρατεί είτε γιατί οι οικογένειες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν πλέον οικονομικά τις ανάγκες αυξημένης φροντίδας των ηλικιωμένων μελών τους.

Η ανάπτυξη πολιτικών στέγασης (με τη χρήση αξιόπιστων κινήτρων για όσους μπορούν να προσελκυστούν) που να επιτρέπουν την μετεγκατάσταση στις περιοχές της υπαίθρου ηλικιακά νεότερων ατόμων με τις οικογένειές τους, με παράλληλη υποστήριξη (μέσω της δημιουργίας υποδομών και υπηρεσιών) όσων θέλουν να απασχολούνται απομακρυσμένα κατοικώντας στις περιοχές αυτές, χωρίς να χρειάζεται να τις εγκαταλείπουν όταν τα παιδιά τους χρειαστεί να πάνε στο σχολείο ή σε περίπτωση ασθένειας μέλους της οικογένειας.

Καθώς σε πολλές αγροτικές περιοχές υπάρχει σημαντικό οικιστικό απόθεμα που δεν αξιοποιείται παρά μόνο εποχικά, χρειάζεται η διασφάλιση (σχετικά) φθηνής κατοικίας διαφόρων τύπων και μεγέθους στις αγροτικές περιοχές ατόμων που θα απασχοληθούν στην κάλυψη των αναγκών του γηράσκοντος πληθυσμού των περιοχών αυτών. 

Η δημιουργία κοινωνικών υποδομών που αφορούν την υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση και την κοινωνική πρόνοια, υποδομών μεταφοράς και υποδομών αναψυχής είναι ιδιαίτερα σημαντική συνθήκη ώστε να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων αλλά και των επισκεπτών στις αγροτικές περιοχές. Ιδιαίτερα κρίσιμη θεωρείται η χωροθέτηση των υποδομών υγειονομικής περίθαλψης και των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης (Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας και ιδρύματα μακροχρόνιας φροντίδας για την τρίτη ηλικία) ώστε να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες θα είναι προσβάσιμες σε όλους, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους. 

Επιπρόσθετα, χρειάζεται διευκόλυνση στην εξεύρεση εργατικού δυναμικού για την κάλυψη των αναγκών στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα σε πολλές περιοχές της υπαίθρου που δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστική η αγορά εργασίας. Η εξασφάλιση αξιοπρεπούς εισοδήματος και διαβίωσης στις αγροτικές περιοχές, ακόμα και για όσους/όσες δεν διαθέτουν γη ή επιχείρηση, αποτελεί σημαντική συνθήκη για την σταθεροποίηση ή ανάταξη του πληθυσμού με παράλληλη ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της αίσθησης του ανήκειν σε αυτές τις περιοχές. Ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια χρειάζεται για την ενδυνάμωση του επαγγελματικού ρόλου των γυναικών στον αγροτικό τομέα αλλά και ευρύτερα στις αγροτικές περιοχές, καθώς οι γυναίκες μπορούν να στηρίξουν την κοινωνική και επαγγελματική ζωή στις περιοχές αυτές.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αποσοβηθούν οι επιπτώσεις της τουριστικοποίησης σε πολλές αγροτικές περιοχές όπου λόγω της υπερανάπτυξης του τουρισμού επιβαρύνεται υπέρμετρα το κόστος διαμονής και διατροφής των κατοίκων των περιοχών αυτών. Η στήριξη των κοινωνικά ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων (π.χ. ηλικιωμένοι, άτομα ανάπηρα, μετανάστες, κ.λπ.), όπως και όσων προσφέρουν υπηρεσίες στην κοινότητα (π.χ. δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι) στις τουριστικοποιημένες περιοχές αλλά και ευρύτερα στην ύπαιθρο αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα, καθώς έτσι εξασφαλίζεται ένα θεμελιώδες επίπεδο ποιότητας ζωής στις περιοχές αυτές.

Προκειμένου για την προώθηση και υλοποίηση μέτρων πολιτικής που δεν αφορούν ένα μόνο οικονομικό τομέα/κλάδο αλλά διαφορετικούς τομείς επισημαίνεται η ανάγκη συνδυασμού διαφορετικών χρηματοδοτικών μέσων που είναι διαθέσιμα στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), της Περιφερειακής Πολιτικής, της Πολιτικής Συνοχής, αλλά και εθνικών πολιτικών που αξιοποιούν εθνικούς πόρους. Συνοπτικά, χρειάζονται αναπτυξιακές, χωρικές, περιφερειακές αλλά και κοινωνικές πολιτικές για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος στην ύπαιθρο. 

  1. Π.Μπαλτάς, Διαγενεακή Ανάλυση της Γονιμότητας και εξέλιξη των πιθανοτήτων διεύρυνσης της οικογένειας, Δελτίο Ενημέρωσης Κοινωνικής Έρευνας, τευχος 2, θεμα 2. (link)[]
  2. Bhattacharjee et al. (2024). Global fertility in 204 countries and territories, 1950–2021, with forecasts to 2100: A comprehensive demographic analysis for the Global Burden of Disease Study 2021. The Lancet, 0(0). (link)[]
  3.  Freedman, L. P., & Isaacs, S. L. (1993). Human Rights and Reproductive Choice. Studies in Family Planning, 24(1), 18–30. https://doi.org/10.2307/2939211[]
  4. OECD Family Database.[]
  5. Lazzari, E., Gray, E., & Chambers, G. (2021). The contribution of assisted reproductive technology to fertility rates and parity transition: An analysis of Australian data. Demographic Research, 45, 1081–1096. https://www.demographic-research.org/articles/volume/45/3[]
  6. Daniël van Wijk, & Billari, F. C. (2024). Fertility Postponement, Economic Uncertainty, and the Increasing Income Prerequisites of Parenthood. Population and Development Review. https://doi.org/10.1111/padr.12624[]
  7. Eurostat Database (https://ec.europa.eu/eurostat/web/main/data/database[]
  8. Anderson, T., & Kohler, H.-P. (2015). Low Fertility, Socioeconomic Development, and Gender Equity. Population and Development Review, 41(3), 381–407. https://doi.org/10.1111/j.1728-4457.2015.00065.x[]
  9. Eurostat, Leaving home: Young Europeans spread their wings (https://ec.europa.eu/eurostat/web/products-eurostat-news/-/ddn-20220901-1[]
  10. Papadopoulos, A.G. and Baltas, P. Rural Depopulation in Greece: Trends, Processes, and Interpretations. Geographies 2024, 4, 1–20. https:// doi.org/10.3390/geographies4010001. Vanhuysse, P.; Goerres, A. Political Demography as an Analytical Window on Our World. In Global Political Demography; Goerres, A., Vanhuysse, P., Eds.; Palgrave Macmillan: Cham, Switzerland, 2021; pp. 1–27.[]
  11. Σε προηγούμενη προγραμματική περίοδο (2014-2020) συγκροτήθηκε ένα σχέδιο ανάπτυξης των εσωτερικών (απομακρυσμένων) αγροτικών περιοχών στην Ιταλία, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη σήμερα με ενδιαφέρουσες προοπτικές αλλά σχετικά περιορισμένα αποτελέσματα. Βλέπε σχετικά: https://ec.europa.eu/enrd/sites/enrd/files/tg_smart-villages_case-study_it.pdf[]
Πολιτική Cookies