PROJECT: Rapture

PROJECT: Rapture

Κλείσιμο
Project: Rapture
  • Σχετικά με το project

    Οι ρίζες της ραπ και της χιπ χοπ κουλτούρας εντοπίζονται στα μέσα της δεκαετίας του 70 στις γειτονιές του Μπρονξ και του Χαρλεμ. Γεννιέται στους κόλπους της αφροαμερικάνικης κοινότητας με ισχυρά πολιτικά νοήματα και βιωματικό τόνο. Στην Ελλάδα, η ραπ εμφανίζεται την δεκαετία του ‘80, έχει χαρακτηριστικά ρεύματος υπο-κουλτούρας, έχει συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας, συγκεκριμένη μορφολογία και πολιτισμικές αναφορές.
    Με την πάροδο των χρόνων η ραπ σκηνή άλλαξε αρκετά, χωρίς ωστόσο, να απομακρύνεται εντελώς από τα αρχικά της περιεχόμενα. Την τελευταίο δεκαετία αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά είδη ειδικά στη νέα γενιά και συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος.
    Η παρούσα έρευνα, μακριά από λογικές δαιμονοποίησης ή εξιδανίκευσης, επιδιώκει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική καταγραφή και κατανόηση της δυναμικής της ραπ μουσικής στη gen z και της επίδρασης που ασκεί στην πολιτικοποίηση της, στη συγκρότηση της ταυτότητας, στη διαμόρφωση θέσεων και αναπαραστάσεων.

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Μάιο του 2025.

    Project Coordinator έιναι η Μαρία Λούκα. maria.louka@eteron.org

  • Συντελεστές/τριες
ραπ

«Μη μας ενώνει μόνο ο θάνατος»: Μια έμφυλη προσέγγιση στην έρευνα Rapture

30.06.2025

Μια από τις πιο ξεχωριστές θεατρικές παραστάσεις που έχω δει «Τα ίχνη της Αντιγόνης», γραμμένη από τη Χριστίνα Ουζουνίδου και σκηνοθετημένη από την Έλλη Παπακωνσταντίνου, μας έβαλε στο σκηνικό της περιβάλλον με τη φράση «Αυτή εδώ δεν είναι η ιστορία του άνδρα». Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από τότε και πιστεύω πως ένας από τους λόγους που έχει εντυπωθεί σχεδόν ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι επειδή αρκετά κινηματογραφικά, θεατρικά, μουσικά έργα αφηγούνται την ιστορία του άνδρα, αφηγούνται έναν κόσμο με κέντρο την αρρενωπότητα και μέσα από ένα ανδρικό πρίσμα, όπου όλες οι υπόλοιπες έμφυλες κατηγορίες είτε απουσιάζουν, είτε υποτιμώνται, είτε το βίωμα τους διαμεσολαβείται από το ανδρικό βλέμμα και την ανδρική φωνή. Μιλώντας ειδικότερα για τη μουσική και συγκεκριμένα για τη ραπ μουσική με αφορμή την έρευνα Rapture, είναι αναγκαίο να επισημανθεί εισαγωγικά πως η μουσική δεν αποτελεί ένα πεδίο αδιαπέραστο από τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας, παράγει και αναπαράγει στερεότυπα. Ακόμα και μουσικά είδη όπως η ραπ που φέρουν αντισυμβατικά χαρακτηριστικά – όχι απαραίτητα όσο διογκωμένα τους αποδίδονται σε συγκείμενα πολιτικής αμηχανίας και ματαίωσης – αυτό από μόνο του δε συνεπάγεται αποδέσμευση από τις έμφυλες ιεραρχήσεις.

Ανατέμνοντας από μια έμφυλη σκοπιά την έρευνα Rapture, διαπιστώνεται πως η ραπ μουσική έχει απήχηση στις γυναίκες της GenZ, καθώς είναι το δεύτερο δημοφιλέστερο είδος μετά την pop μουσική με ποσοστό 57%. Οι λόγοι που προκρίνονται σε μεγαλύτερο βαθμό είναι ο ρυθμός και ο κοινωνικοπολιτικός στίχος. Μάλιστα στην ερώτηση που σχετίζεται με το «ποια κοινωνικά ζητήματα σε έχει βοηθήσει η ραπ να κατανοήσεις καλύτερα» στις τρεις από τις τέσσερις υποκατηγορίες της θεματικής, οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τους άνδρες: αστυνομική βία 75,3%, φτώχεια – κοινωνικές ανισότητες 74,7%, διαφθορά του πολιτικού συστήματος 70,3%. Πρόκειται για ένα εύρημα που συνάδει με αντίστοιχα ευρήματα άλλων ερευνών πάνω στη GenZ και τα οποία καταδεικνύουν μια ισχυρότερη ροπή των γυναικών αυτής της γενιάς στην πολιτικοποίηση και την κοινωνική ευαισθησία με ένα προοδευτικό πολιτικό πρόσημο.

Επίσης, σε μεγαλύτερο ποσοστό οι γυναίκες θεωρούν ότι η τραπ και η ραπ μουσική δεν ανήκουν στο ίδιο μουσικό είδος (83% έναντι 76% στους άνδρες) και μόνο το 20,3% των γυναικών του δείγματος δηλώνει ότι ακούει τραπ και το 8,9% δηλώνει ότι ακούει τραπ και ραπ. Ως προς τους στίχους για τη ραπ μουσική γενικά το 20,9% των γυναικών τους χαρακτηρίζει υποτιμητικούς για τις γυναίκες και το 9,4% ομοφοβικούς. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτά υπερδιπλασιάζονται και με μεγαλύτερες διαφορές στις απαντήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών όταν η ερώτηση αφορά στα στιχουργικά μοτίβα της τραπ. Το 55,2% των γυναικών του δείγματος τους χαρακτηρίζει υποτιμητικούς για τις γυναίκες και το 26,4% ομοφοβικούς. Οι γυναίκες, επίσης, όπως προκύπτει από την έρευνα, έχουν πιο συμπεριληπτικά κριτήρια στα ακούσματα τους, καθώς το 78,5% δηλώνει ότι ακούσει ραπ από γυναίκες δημιουργούς (στους άνδρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 57,4%), το 47,5% ότι ακούει ραπ από μετανάστες/στριες δημιουργούς (37% το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες), το 37,3% από πρόσφυγες/ισσες (32,1% το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες), το 32,9% από ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα (18,5% στους άνδρες) και το 28,5% από Ρομά (24,1% στους άνδρες). Στην ερώτηση για το αν οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν ίσες ευκαιρίες στη σκηνή, μόνο το 23,4% των γυναικών απαντάει θετικά, ποσοστό που στους άνδρες ανεβαίνει στο 45,7%. Πρόκειται για μια διάσταση που γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρη παρακάτω στο ερώτημα για το τι πρέπει να αλλάξει στη σκηνή, όπου το 52,5% των γυναικών θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί περισσότερος χώρος στις γυναίκες, ποσοστό που στους άνδρες πέφτει στο 25,9%. Εδώ μάλλον θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι ενώ προκύπτει μια ισχυρή επιθυμία βελτίωσης της ραπ ως προς τις γυναίκες και στιχουργικά και στην ίδια την παραγωγή της μουσικής, δεν ισχύει το ίδιο για το θέμα της ομοφοβίας και του ανοίγματος στον ΛΟΑΤΚΙ+ πληθυσμό, καθώς μόνο το 10,6% του συνολικού δείγματος (14,6% στις γυναίκες, 6,8% στους άνδρες) εκφράζει τη βούληση να δοθεί περισσότερος χώρος σε ΛΟΑΤΚΙ+ δημιουργούς. Σαφώς και εδώ τα αντιομοφοβικά αντανακλαστικά είναι πιο οξυμένα στον γυναικείο πληθυσμό που αντιλαμβάνεται περισσότερο την ανάγκη συμπόρευσης των έμφυλων και ΛΟΑΤΚΙ+ ζητημάτων, αλλά το χαμηλό ποσοστό αποτελεί μάλλον μια ένδειξη πως η ανάγκη συμπερίληψη ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην παραγωγή ραπ μουσικής δεν προτεραιοποιείται. 

Αν, όμως, πρέπει να κωδικοποιηθεί ένα κεντρικό συμπέρασμα από την έρευνα, αυτό είναι πως οι γυναίκες της συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας έλκονται μεν από τη ραπ μουσική και ειδικότερα από τα κοινωνικοπολιτικά της συμφραζόμενα, αλλά δε νιώθουν ικανοποιημένες ως προς την εκπροσώπηση της γυναικείας εμπειρίας μέσα σε αυτήν. Ωστόσο, αυτή η θέση δεν οδηγεί στην απόρριψη. Υπάρχει μια ενεργή και δυναμική σύνδεση ταυτόχρονα με μια κρυστάλλινη διεκδίκηση μετασχηματισμού της ραπ σε μια πιο ευρύχωρη και αντισεξιστική κατεύθυνση. Κι αυτό εύλογα μπορεί να θεωρηθεί πως αποκρυσταλλώνει τις διεργασίες επίγνωσης που έχουν συντελεστεί στο έμφυλο πεδίο μέσω της παραγωγής και της επιδραστικότητας του φεμινιστικού λόγου, ο οποίος μεταξύ άλλων, προσφέρει εργαλεία κριτικής θέασης και ανάγνωσης της πολιτιστικής παραγωγής και του τρόπου που αυτή μετέχει στη συγκρότηση των έμφυλων αναπαραστάσεων. 

Ανατρέχοντας στις ρίζες της ραπ και χιπ χοπ κουλτούρας, δε μπορεί να αγνοηθεί η σημασία της ραπ για τις αποκλεισμένες αφροαμερικάνικες κοινότητες, για τον σκληρό εθνοφυλετισμό της Αμερικής, για την απόρριψη της κυρίαρχης τέχνης, μιας τέχνης που αποσιωπούσε τις συνθήκες ζωής των μαύρων που ζούσαν στα γκέτο. Η αμερικάνικη ραπ αναμφισβήτητα το έκανε και σε ορισμένες εκδοχές της συνεχίζει να το κάνει, να βγάζει προς τα έξω το βίωμα, την οργή, την αίσθηση αδικίας των ανθρώπων που μεγαλώνουν σε συνθήκες φτώχειας, περιθωριοποίησης, ρατσισμού και καταστολής. Μ’ αυτή την έννοια υποβόσκει μέσα της η παράμετρος του πολιτικού, όχι απλά για την κριτική στο σύστημα της λευκής υπεροχής και για τον διάχυτο αντικατασταλτικό χαρακτήρα αλλά κι επειδή εκβάλλει από την καρδιά του βιώματος των μη προνομοιούχων. Ωστόσο, υπήρξε σκληρά ανδροκεντρική, ένας χώρος ανδρών κι ένας χώρος όπου χτίζεται η ηγεμονική αρρενωπότητα. Κι αυτό δεν περιορίζεται σ’ ένα σημείο. Διατρέχει τον στίχο, τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ράπερ, την ίδια τη σωματικότητα.

Οι αμερικάνοι συγγραφείς Deborah David & Robert Brannon στην ανάλυση τους παρουσιάζουν τους εξής τέσσερις βασικούς πυλώνες για την επιτέλεση της ηγεμονικής αρρενωπότητας στη ραπ:

  1. «No sissy stuff» η απέχθεια προς οτιδήποτε θηλυπρεπές, όπως η εκδήλωση συναισθημάτων, το κλάμα, η ευαλωτότητα και φυσικά η ομοφυλοφιλία
  2. «Ο άνδρας πρέπει να υπερέχει τον υπόλοιπων ανδρών»
  3. «Είναι στυλοβάτης», δηλαδή δεν αμφισβητεί τον ανδρισμό του και τη σεξουαλική του σταθερότητα
  4. Ο άνδρας επιβάλλεται στα υπόλοιπα σώματα ακόμα και με τη χρήση βίας, είναι «ετοιμοπόλεμος».

Αυτές οι τυπολογίες είναι ευανάγνωστες όχι μόνο στην αμερικάνικη ραπ. Με τις αναλογίες και τις ιδιαιτερότητες που αντιστοιχούν σε κάθε πλαίσιο, μπορούμε να τις εντοπίσουμε και στην εγχώρια σκηνή. Η ελληνική ραπ ξεπηδά από το σύμπαν των μη προνομιούχων ταξικά στρωμάτων, λειτουργεί ως παλμογράφος του θυμού και της απογοήτευσης τους, γίνεται μια ποιητική της καθημερινότητας τους. Παραμένει, όμως, σεξιστική και ομοτρανσφοβική. Η ιστορία που λέει είναι η ιστορία του άνδρα, του φτωχού, νέου, κατά βάση λευκού, αρτιμελούς, άνδρα. Οι κοινότητες των καταπιεσμένων, όμως, δεν αποτελούν συμπαγείς κοινότητες ετεροφυλόφιλων ανδρών και όταν αναπαριστώνται ως τέτοιες, οι αντιθέσεις αποκρύπτονται και όλοι οι υπόλοιποι τρόποι ύπαρξης γίνονται χυλός. 

Σε αντίστιξη, βέβαια, με το κλίμα δαιμονοποίησης της ελληνικής ραπ μουσικής, την επιδιωκούμενη συσχέτιση της με τη νεανική παραβατικότητα και την εργαλειακή αναφορά στο σεξιστικό της περιεχόμενο, αξίζει να επισημανθεί πως ολόκληρη η ιστορία της μουσικής, από την εποχή που ο πατέρας της Μάριαν και του Βολφαγκ Αμαντέους Μότσαρτ, απαγόρευσε στην κόρη του να συνεχίσει να παίζει μουσική υποχρεώνοντας την να παντρευτεί, μέχρι την υπερσεξουαλικοποίηση και αντικειμενοποίηση των γυναικείων σωμάτων στη ροκ, τη ρομαντικοποίηση της έμφυλης βίας στη λαϊκή μουσική και την κουλτούρα βιασμού που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς ακόμα και σε φαινομενικά χαριτωμένα τραγούδια της ποπ, είναι η ιστορία του άνδρα. Σεξιστικά και ομοτρανσφοβικά στιχουργικά μοτίβα δε βρίσκουμε μόνο στη ραπ. Αντιστοίχως, η πρόσβαση των γυναικών, των θηλυκοτήτων και των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στην παραγωγή μουσικής δεν είναι ισότιμη σε κανένα μουσικό είδος. Και γενικά τα συστημικά προβλήματα δε λύνονται με πειθαρχικά μέτρα, ούτε με ηθικό πανικό. 

Ως εκ τούτου, η εκφορά κριτικών διαπιστώσεων για τη ραπ σκηνή, δεν ισοδυναμεί με κάλεσμα για cancel, ούτε με πρόταγμα ότι κάθε γυναίκα ή θηλυκότητα που έχει υπόψη της το σεξιστικό υπόστρωμα της ραπ, θα πρέπει να διαρρήξει τους δεσμούς που ενδεχομένως έχει ή να βιώνει ενοχικά το γεγονός ότι απολαμβάνει να ακούει ραπ. Η βρετανίδα φεμινίστρια, συγγραφέας και ακαδημαϊκός Sara Ahmed, το περιγράφει έξοχα: «Το ότι είσαι killjoy φεμινίστρια δε σημαίνει ότι δε χαίρεσαι με τα πράγματα τα οποία αμφισβητείς ή στα οποία ασκείς κριτική (…)Μπορεί να ξέρεις ότι κάτι είναι προβληματικό και να μην το αποφεύγεις. Μπορεί να ξέρεις ότι κάτι είναι προβληματικό και να το απολαμβάνεις. Το ότι είσαι killjoy φεμινίστρια δε σημαίνει ότι τοποθετείς την εαυτή σου πάνω ή πέρα από αυτό που αμφισβητείς. Όταν ανάβουν τα φώτα ή όταν προσέχεις τους στίχους, μπορεί τότε να σε κατακλύσουν αυτά που ξέρεις. Όταν αναστοχάζεσαι πάνω σε κάτι που σε άγγιξε, μαθαίνεις περισσότερα γι’ αυτό. Σκοτώνοντας τη χαρά, μαθαίνουμε για τη χαρά» (Εγχειρίδιο για killjoy φεμινίστριες, εκδόσεις Πουά, μετάφραση Ισμήνη Θεοδωροπούλου)

Με εξαίρεση την υποκατηγορία της τραπ που στο μεγαλύτερο της μέρος είναι μια μορφή εγκωμίου της τοξικής αρρενωπότητας και αποθέωσης του ναρκισσισμού, μπορούν να σταχυολογηθούν δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εξελίξεις των τελευταίων ετών. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι η εμφάνιση και η εδραίωση του fem rap, ενός διακριτού ρεύματος που επιτελείται από γυναίκες και θηλυκότητες με σαφές φεμινιστικό υπόβαθρο και σε ανοιχτή συνομιλία με τα συλλογικά βιώματα και τους φεμινιστικούς αγώνες. Η δεύτερη είναι η βελτίωση που επιχειρούν είτε ορισμένοι νέοι εκπρόσωποι της σκηνής, είτε κάποιοι ήδη καταξιωμένοι δημιουργοί σε στιχουργικό επίπεδο χωρίς, όμως, να έχει πάρει το χαρακτήρα μιας γενναίας συλλογικής αυτοκριτικής και ριζικής αποδόμησης των έμφυλων προτύπων. 

Σε κάθε περίπτωση, αν μας ενώνει στη ραπ η επώδυνη συνειδητότητα του πως έχουν ρημάξει τις ζωές μας ο αυταρχισμός, η καταστολή, η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η διάλυση του δημόσιου χώρου, αν μας ενώνει δηλαδή το αποτύπωμα της θανατοπολιτικής, υπάρχει μια αδήριτη ανάγκη «να μη μας ενώνει μόνο ο θάνατος». Να μας ενώνει και η διεκδίκηση της ζωής, το όραμα μεταμόρφωσης του υπάρχοντος ώστε όλες και όλοι να μπορούμε να εκπληρώνουμε στις εαυτές μας και τους εαυτούς μας ελεύθερα και δημιουργικά, χωρίς φόβο, βία και υποτίμηση κι αυτό δε μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία το ερώτημα ποια υποκείμενα απουσιάζουν, ποια υποκείμενα δεν έχουν πρόσβαση, ποια υποκείμενα δε λένε τις ιστορίες τους.

 

Πολιτική Cookies