PROJECT: Rapture

PROJECT: Rapture

Κλείσιμο
Project: Rapture
  • Σχετικά με το project

    Οι ρίζες της ραπ και της χιπ χοπ κουλτούρας εντοπίζονται στα μέσα της δεκαετίας του 70 στις γειτονιές του Μπρονξ και του Χαρλεμ. Γεννιέται στους κόλπους της αφροαμερικάνικης κοινότητας με ισχυρά πολιτικά νοήματα και βιωματικό τόνο. Στην Ελλάδα, η ραπ εμφανίζεται την δεκαετία του ‘80, έχει χαρακτηριστικά ρεύματος υπο-κουλτούρας, έχει συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας, συγκεκριμένη μορφολογία και πολιτισμικές αναφορές.
    Με την πάροδο των χρόνων η ραπ σκηνή άλλαξε αρκετά, χωρίς ωστόσο, να απομακρύνεται εντελώς από τα αρχικά της περιεχόμενα. Την τελευταίο δεκαετία αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά είδη ειδικά στη νέα γενιά και συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος.
    Η παρούσα έρευνα, μακριά από λογικές δαιμονοποίησης ή εξιδανίκευσης, επιδιώκει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική καταγραφή και κατανόηση της δυναμικής της ραπ μουσικής στη gen z και της επίδρασης που ασκεί στην πολιτικοποίηση της, στη συγκρότηση της ταυτότητας, στη διαμόρφωση θέσεων και αναπαραστάσεων.

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Μάιο του 2025.

    Project Coordinator έιναι η Μαρία Λούκα. maria.louka@eteron.org

  • Συντελεστές/τριες
Hip Hop

Το Hip Hop γίνεται κυρίαρχο: Συλλογικές φαντασιώσεις, λαϊκοί δαίμονες και ηθικός πανικός

16.10.2025

To hip hop στην Ελλάδα είναι μια υπόθεση περίπου 35 χρόνων. 

Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 – αρχές της δεκαετίας του ‘90 αναζητούνται τα πρώτα σημάδια του στα μεγάλα αστικά κέντρα, Αθήνα (κυρίως) και Θεσσαλονίκη. Ένας ξάδερφος από τις ΗΠΑ που ήρθε για καλοκαιρινές διακοπές φέρνοντας μαζί του μια κασέτα Run DMC, μια επαφή στη βάση του Ελληνικού για δίσκους εισαγωγής από καθοριστικά labels όπως η Def Jam, μια νέα κυκλοφορία στην εκπομπή του Πετρίδη ή κάποιος πειρατής μικρής εμβέλειας κι αργότερα οι εκπομπές της ελεύθερης ραδιοφωνίας, οι πρώτοι αυτοδίδακτοι γκραφιτάδες που άρχισαν να βάφουν αδέξια τα βαγόνια του ηλεκτρικού κρατώντας τσίλιες για να αποφύγουν το κυνήγι από την αστυνομία, παράξενες ομάδες με επίδοξους break dancers που είχαν λιώσει στο βίντεο ταινίες και ντοκιμαντέρ όπως το Breakin’ και το Wild Style, φυσικά οι πρώτες απόπειρες για ραπ – αρχικά με αγγλικό στίχο και στη συνέχεια με ελληνικό.

Όλοι κι όλοι τους, λίγοι, πολύ λίγοι, παραμόνευαν για ένα hip hop βίντεο κλιπ στο τότε νέο φρούτο της δορυφορικής τηλεόρασης κι έγραφαν σε VHS την εκπομπή Yo! MTV Raps για να την βλέπουν στο repeat. Όλα αυτά ένα επίπεδο πιο χαμηλά ακόμα κι από το μέγεθος της υποκουλτούρας, πυρήνες που αναπτύσσονταν πάντα σε επίπεδο γειτονιάς όπως π.χ. ο Βύρωνας από τον οποίο ξεπήδησαν οι FF.C και οι Razastarr, το Πέραμα που γεννήθηκαν οι Active Member, τα σχολεία του δήμου Αθηναίων που παρέες σαν εκείνη των Terror X Crew λοξοδρόμησαν από το punk προς το hip hop. Η μεταξύ τους επικοινωνία περιορισμένη κι αναλογική, με «σήματα καπνού» όπως η βλάσφημη κασέτα του Δημήτρη Μεντζέλου (μετέπειτα Ημισκούμπρια) που κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι. Οι περισσότερες εξιστορήσεις πάντως συμφωνούν ότι η συναυλία των εμβληματικών Public Enemy στο Κατράκειο της Νίκαιας το καλοκαίρι του 1992 ήταν η στιγμή που συναντήθηκε αυτή η υπό κατασκευή σκηνή. 

Μερικά χρόνια μετά, είχαμε τις πρώτες κυκλοφορίες. Βαδίζοντας προς το μιλένιουμ, το ελληνικό hip hop γνώριζε την πρώτη περιορισμένη του ακμή, τρυπώντας το mainstream και τρυπώνοντας στο ραδιόφωνο, επωφελούμενο κι από την τότε χρυσή εποχή του ελληνόφωνου ροκ. Από αυτήν την πρώτη περίοδο, προέκυψαν υβρίδια όπως το εγχώριας σύλληψης low bap, κάποια σχήματα ή καλλιτέχνες έγιναν ακόμα και πρώτο πρόγραμμα στις πίστες των νυχτερινών κέντρων, κάποια γκρουπ συνεργάστηκαν με καταξιωμένα ονόματα της ελληνικής δισκογραφίας που έρχονταν από έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Η σκυτάλη παραδόθηκε σε δεύτερη και τρίτη γενιά, καλλιτεχνών και κοινού, που εξέλιξαν την τεχνογνωσία και μεγάλωσαν την απήχηση – όπως είχε συμβεί και με τις κιθάρες, από τη Θεσσαλονίκη κι από γκρουπ όπως τα Βόρεια Αστέρια προέκυψαν τα μεγάλα σημερινά ονόματα σαν τον ΛΕΞ και τον Τζαμάλ. Ακόμα και τα ελληνικά τμήματα των πολυεθνικών δισκογραφικών δεν αρνήθηκαν την χρηματοδότηση μικρών sub-labels που συγκέντρωναν για λογαριασμό τους το νέο ταλέντο. 

Κανείς όμως δεν μπορούσε να προβλέψει το σημερινό crossover. Με sοld out που γίνονται σε ελάχιστες ώρες, γεμάτα γήπεδα που δεν προκαλούν πια σε κανέναν εντύπωση, κυκλοφορίες που βάζουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να στηνονται μες στα μεσάνυχτα για την πρώτη ακρόαση μιας νέας κυκλοφορίας θυμίζοντας εποχές που η δισκογραφία πίστευε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. 

Γιατί όμως αυτή η αποσπασματική, προφανώς ελλιπής, ιστορική αναδρομή; Γιατί, το hip hop, με όλα τα παρακλάδια του, στην πραγματικότητα τώρα καθιερώνεται στην Ελλάδα. Είναι μια εισαγόμενη κουλτούρα που αντιμετωπίστηκε μοιραία ως εξωτική τις πρώτες δεκαετίες της «εισβολής» της. Και τώρα που έχει γίνει κυρίαρχη και σε παγκόσμιο επίπεδο (προκαλώντας επιπόλαιους αφορισμούς ότι είναι «η νέα ποπ») γίνεται οριζόντια δημοφιλής και στη χώρα μας, καταγράφοντας εντυπωσιακά ποσοστά διείσδυσης τόσο με ποσοτικά όσο και με ποιοτικά κριτήρια. 

Στην έρευνα του ETERON, νέοι και νέες ηλικίας 17-29 ετών, τοποθετούν το ραπ (και τα παρακλάδια του) στη δεύτερη θέση των μουσικών ειδών τόσο από πλευράς δημοφιλίας όσο κι από πλευράς προτίμησης. Πίσω μόνο από την ποπ, ξεπερνώντας μουσικά είδη με ιστορικά μεγαλύτερη απεύθυνση όπως το ροκ ή με προβάδισμα εντοπιότητας και πολιτισμικής οικειότητας όπως τα λαϊκά κι έντεχνα ελληνικά. Όσο κι αν εξηγείται από την καθημερινότητα του 2025 – όλοι αντιλαμβανόμαστε, ίσως και με έκπληξη, την διαρκώς αυξανόμενη διείσδυση – δεν παύει να είναι εντυπωσιακό. Συνιστά μια αληθινή μετάβαση της νεανικής κουλτούρας, στον βαθμό που ορίζεται από τη μουσική (όχι τόσο όσο παλιότερα είναι η αλήθεια). 

Απαραίτητη παρένθεση. Για ορισμούς. Το hip hop είναι κουλτούρα, ένα πολιτισμικό κίνημα που ξεκίνησε πριν από μισό αιώνα από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης, συμπεριλαμβάνοντας τέσσερα βασικά στοιχεία – το DJing (οι δίσκοι που παίζουν και μιξάρονται γεννώντας καινούριους ρυθμούς ως μουσική βάση), το MCing (ο χειρισμός του μικροφώνου από τον άνθρωπο που εκφέρει τις ρίμες και κατευθύνει το κοινό), το tagging (στο οποίο επιδίδονται οι γκραφιτάδες κάνοντας πολύχρωμες τις σύγχρονες μητροπόλεις) και το B-Boying (ο κάποτε εντελώς καινούριος χορός που συνόδευε τον κάποτε νέο ήχο). Το rap είναι το μέσο, ένα εργαλείο ρυθμικής απαγγελίας ποίησης πάνω στο beat που φτιάχνει ο παραγωγός/δίνει ο DJ. Το hip hop εξελίχθηκε αρχικά χωρίς το rap να είναι προαπαιτούμενο, στην πορεία όμως έγινε βασικό του στοιχείο και στο πέρασμα του χρόνου οι δύο όροι χρησιμοποιούνται περίπου ως συνώνυμοι. Είναι χρήσιμος όμως ο διαχωρισμός τους. Ο θρυλικός ράπερ KRS-One, από το Μπρονξ που ξεκίνησαν όλα, μπορεί να μας βοηθήσει εδώ: «Το rap είναι κάτι που κάνεις. Το hip hop είναι κάτι που ζεις».

Το trap που ασφαλώς θα μας απασχολήσει είναι ένα υποείδος του hip hop με καταγωγή από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Αναπτύχθηκε μετά το 2000, έχει αρκετά στοιχεία από την ηλεκτρονική μουσική (οπως τις χαρακτηριστικές μπασογραμμές που παράγει το θρυλικό drum machine Roland 808), πήρε το όνομά του από τον όρο “trap house”, δηλαδή το μέρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για αγοραπωλησίες ναρκωτικών και μετα από χρόνια κατέληξε να έχει ως κύρια, αν όχι αποκλειστική, θεματολογία γύρω από το εμπόριο και τη χρήση ουσιών, αλλά και τη βία που τα συνοδεύει π.χ. πόλεμος μεταξύ αντίπαλων συμμοριών]. 

Μοιάζει λίγο ακαδημαϊκή αυτή η συζήτηση περί ορισμών, κανείς φυσικά δεν ακούει μουσική με ανοιχτό λεξικό. Αφήστε που η μουσική ορολογία είναι ένα κατεξοχήν δυναμικό πεδίο με όρους, είδη κι έννοιες να αλλάζουν και να εξελίσσονται διαρκώς. (Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, αντικείμενο μιας άλλη συζήτησης, είναι ο διαφορετικός τρόπος που αντιλαμβάνονται την techno οι Millennials και η Gen X σε σύγκριση με την Gen Z.) Όμως, νομίζω ότι είναι σημαντικό να βάλουμε κάποιου είδους πλαίσιο γιατί τώρα που αυτή η μουσική αποκτά ηγεμονικά χαρακτηριστικά και στη χώρα μας, μεγαλώνει και η σχετική σύγχυση. Ακριβώς γιατί προσπαθούμε να την εντάξουμε στα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα που διαθέτουμε. Να τη φέρουμε στα μέτρα μας, για να το πούμε πιο απλά. Αποδίδοντας πολιτικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά στην «σκηνή» και στους πρωταγωνιστές της που περισσότερο εκπληρώνουν τις δικές μας φαντασιώσεις παρά ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Καθιστώντας υπόλογους τους καλλιτέχνες για πραγματα που κάνουν ή δεν κάνουν, για πράγματα που λένε ή δε λένε, για στάση που τηρούν ή δεν τηρούν – η συζήτηση για τον ΛΕΞ και τον ακτιβισμό υπέρ της Παλαιστίνης με αφορμή τις συναυλίες του που έκοψαν περίπου 100.000 (!) εισιτήρια σε δύο ημέρες το καλοκαίρι στο ΟΑΚΑ, είναι ένα καλό παράδειγμα.

8 στους 10 που απάντησαν στην έρευνα της aboutpeople για λογαριασμό του ETERON διαχωρίζουν τη rap από την trap. Εντοπίζοντας τις κυριότερες διαφορές στη ρυθμολογία, περισσότερο στο lifestyle πρότυπο που προτείνει το κάθε είδος, και βασικά στη θεματική των στίχων (τους οποίους σε αξιοσημείωτα ποσοστά βρίσκουν, όσον αφορά την trap μουσική, υποτιμητικούς για τις γυναίκες, ομοφοβικούς και ρατσιστικούς). Αντίθετα, θετικές ταυτίσεις προκαλεί το rap που συνδέεται με αυθεντικότητα και κριτική στο πολιτικό σύστημα, θεωρείται εργαλείο για κατανόηση της διαφθοράς και καταγγελία της αστυνομικής αυθαιρεσίας, μέσο για που θέτει όρους κοινωνικοπολιτικής ατζέντας.

Διαμορφώνεται, λοιπόν, ένα δίπολο: «καλή ραπ – κακή τραπ». Με μια ηθική βάση που στηρίζεται σε αξιολόγηση (κι ενίοτε καταδίκη) προθέσεων και μηνυμάτων. Είμαι λίγο επιφυλακτικός. Φοβάμαι ότι αυτή η προσέγγιση γίνεται από θέση προνομίου. Αγνοώντας ότι το πολιτικό ζητούμενο στο hip hop δεν ήταν ποτέ (ή δεν ήταν κυρίως) ο αντικομφορμισμός. Το hip hop μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, αλλά στο πέρασμα των τελευταίων πέντε δεκαετιών που υπάρχει, αυτό που έχει πρωτίστως σημασία για τους εκπροσώπους του είναι να «τα καταφέρεις»: “started from the bottom, now we’re here” λέει ο στίχος του Drake που εγινε αργκό, t-shirt, meme.

Και «να τα καταφέρεις» σημαίνει «κότερα και ελικόπτερα», chains και straps, πούρα και σαμπάνιες, “fuck the police”, «μπίτσεζ και γκάνια». Σημαίνει απόδραση από τα γκέτο κι επιτυχία συνήθως με τους όρους που έχουν επιβάλλει οι λευκοί (ή η οποία κοινωνική/οικονομική ελίτ σε άλλα μέρη του κόσμου). Μια σημειολογία/εικονογραφία πολύ συχνά αντιφατική, αφού με τα χρόνια κανονικοποίησε τον σεξισμό και τον μισογυνισμό, αποθεώνοντας την κουλτούρα της βίας και των ναρκωτικών ενώ μιλούσε παράλληλα για καταπίεση και καταστολή – ίσως δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τους NWA (Niggers With Attitude), ιστορικό γκρουπ από το Κόμπτον του Λος Άντζελες που αποτέλεσαν και το σάουντρακ των ταραχών, των περίφημων LA Riots του 1992. Κι όσο η γλώσσα αυτή εξελισσόταν σε παγκόσμια, άρχισε να λειτουργεί και το γεωγραφικό «χαλασμένο τηλέφωνο» καταλήγοντας σήμερα σε συχνά γραφικούς στίχους ελλήνων (τ)ράπερ που περπατάνε σε κάποια αθηναϊκή γειτονιά αναπαράγοντας όλα τα στερεότυπα που τους κάνουν να νομίζουν ότι βρίσκονται στο Κόμπτον. 

Από την άλλη, ίσως εδώ κρύβεται και το μυστικό της επιτυχίας μιας σειράς από ράπερ που ξεπερνούν τον σκόπελο του στείρου μιμητισμού: Anser, Bloody Hawk, Εθισμός, ΛΕΞ και οι υπόλοιποι που συγκροτούν μια,ας πούμε, ελληνική εκδοχή του conscious rap. Όμως, μην ξεχνάμε ποτέ ότι, τα δοχεία είναι ασφαλώς συγκοινωνούντα. Ας πούμε, το πρότυπο ΛΕΞ συνομιλεί με το πρότυπο Light. Κυριολεκτικά. Η πρόσφατη συνεργασία τους, με τον εύγλωττο τίτλο “Capo dei Capi”, ξένισε τους όψιμους ακόλουθούς τους, πόσο μάλλον όταν βρίσκεται στο ίδιο tracklist με το πολυσυζητημένο κομμάτι του Light που κατηγορήθηκε ως μισαναπηρικό. Γι’ αυτό έχει σημασία το πλαίσιο, αν δεν κατανοήσουμε την κοινή τους μήτρα κι αφετηρία, είμαστε καταδικασμένοι να κάνουμε προβολές που θα διαψεύδονται. 

Είναι και κάτι άλλο. Μια συνθήκη που την έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές με τα νεανικά μουσικά κινήματα. Όταν κάτι είναι καινούριο, φαίνεται «παράξενο» και γίνεται δημοφιλές (αυτό σπάνια συμβαίνει ξαφνικά, άσχετα αν η μαζικότητα γίνεται αντιληπτή ως έκρηξη), περνάει σχεδόν «υποχρεωτικά» από ένα άλλο δίπολο: λαϊκός δαίμονας – ηθικός πανικός (folk devil – moral panic). Μέχρι να εμπορευματοποιηθεί πλήρως, να γίνει commodity, δηλαδή ακίνδυνο και να ξεφουσκώσει. Το έχουμε δει με το πανκ, με τους γκοθάδες και τους μεταλάδες, με το ρέιβ, με ων ουκ έστι αριθμό μουσικών «φυλών». 

Εδώ νομίζω ότι συμβολικό ορόσημο αποτελεί μια ημερομηνία: 2 Σεπτεμβρίου 2021. Είναι η μέρα που μέσα σε λίγες ώρες έφυγαν από τη ζωή ο Mad Clip και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ανόμοια μεγέθη – ένας αρκετά δημοφιλής παραγωγός/ράπερ κι ένα εθνικό σύμβολο, ανόμοιες συνθήκες – ένα τραγικό τροχαίο στα 34, μια μεγαλειώδης ζωή που σταμάτησε στα 96. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι οι απώλειές τους συσχετίστηκαν (πώς θα μπορούσαν άλλωστε;). Όμως σίγουρα υπήρξαν κάποια σπίτια που εκπρόσωποι διαφορετικών γενεών πένθισαν για διαφορετικό λόγο και, νομίζω ότι, στον απόηχο του θανάτου του Mad Clip πήρε για πρώτη φορα μεγάλες διαστάσεις η συζήτηση σχετικά με τον αν «η τραπ θα διαφθείρει τα ελληνόπουλα».

Είναι όντως άβολο όταν ακούς παιδιά στην προεφηβεία να αναπαράγουν «με γονική συναίνεση» άβολους, το λιγότερο, στίχους που έμαθαν στη μεγάλη κολυμπήθρα του TikTok. Βέβαια, το αστείο είναι πολύ «εκεί» για να μην το πιάσεις. Aυτή η αδέξια μίξη «ελληνικού ονείρου» και «αμερικάνικου gangsta», συγκροτεί μια σκηνή που υποστηρίζεται από την ελληνική μουσική βιομηχανία λίγο πολύ με τους όρους που κυριαρχούσε στο παρελθόν η λαϊκοπόπ σε προηγούμενες δεκαετίες και μοιάζει καταδικασμένη να παράγει κομμάτια που μοιάζουν περισσότερο με ηχητικά memes ισορροπώντας λεπτή γραμμή που χωρίζει την πρόκληση από την παρωδία. Βγάζοντας έξω το μουσικό κομμάτι, η εικονογραφία της ελληνικής trap είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο μιας εποχής που στα social media μπορείς να είσαι ότι φαντασιώνεσαι: από insta babe που 24/7 ποζάρει για εξώφυλλα που δε θα τυπωθούν ποτέ μέχρι πρωταγωνιστής σε ένα Narcos για τους close friends στο Instagram.

Όμως, γιατί είμαστε σίγουροι ότι η trap οδηγεί τα παιδιά μας στο βούρκο; Εμείς, boomers και millennials, δε μεγαλώσαμε π.χ. με την αποθέωση της βίας στις ταινίες του Σκορσέζε και το στυλιζαρισμά της σε εκείνες του Ταραντίνο; Δεν έγινε ο Τόνι Σοπράνο αγαπημένος μας τηλεοπτικός ήρωας; Δεν χαλάσαμε τόνους σφαίρες στα video games; Δεν είπαμε συνθήματα στα γήπεδα που η λέξη «εμετικά» είναι ανεπαρκής για να τα περιγράψει; Μήπως να πιάσουμε και τους στίχους στα λαϊκά; Αν ανοίξει αυτό το λυχνάρι, δε θα μας αρέσει το τζίνι που θα βγει.

Αφήστε που είναι και πολύ ενοχλητικό αυτό το πατρονάρισμα. Να αναθέτει άνευ «διαγωνισμού» την ανησυχία της για τα «κακά πρότυπα» η ελληνική κοινωνία στην ελληνική τηλεόραση. Γιατί έτσι γίνεται, είναι ο ηδονοβλεπτικός πουριτανισμός του να καταγγέλεις και ταυτόχρονα να εξαπλώνεις την εστία του εκμαυλισμού. 

Αυτή η ανησυχία δε, είναι το δεύτερο πιο ενοχλητικό κλισέ περι νεότητας, αμέσως μετά το διαχρονικό «εμείς τα κάναμε χάλια, αλλά ποντάρουμε στις επόμενες γενιές που έρχονται και θα τα καταφέρουν καλύτερα». Καλή η αισιοδοξία, το βασικό πρόβλημα όμως με τους «νέους» είναι άλλο: κι αυτοί μεγαλώνουν.

Πολιτική Cookies