Η κλιματική κρίση έχει οδηγήσει τον πλανήτη σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η μέση θερμοκρασία έχει ήδη αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, πλησιάζοντας απειλητικά τον 1,5 βαθμό κελσίου, όριο που αν ξεπεραστεί θα φέρει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις για τα οικοσυστήματα και την ανθρώπινη ζωή 1. Μάλιστα, με βάση τα νεότερα δεδομένα εκτιμάται ότι πλέον η άνοδος κατά 1,5 βαθμό κελσίου είναι σχεδόν αναπόφευκτη εντός των επόμενων δεκαετιών. Προκειμένου να συγκρατηθεί σε αυτό το επίπεδο, τα μέτρα που λαμβάνονται για τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα. Πιο συγκεκριμένα, η πιο πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) εκτιμά ότι για να επιτευχθεί η συγκράτηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να κορυφωθούν ως το 2025 το αργότερο, και στη συνέχεια να μειωθούν ραγδαία, κατά το μισό περίπου έως το 2030, πριν σχεδόν μηδενιστούν το 2050.
Αυτή είναι εν ολίγοις η ωμή πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης και η επείγουσα ανάγκη που καθοδηγεί τις πολιτικές για τον μετριασμό και την αντιμετώπισή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντιδρώντας σε αυτά τα δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε το 2019 την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία 2. Η ανακοίνωση έγινε στον απόηχο της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα, του «πράσινου κύματος» που παρέσυρε τις ευρωεκλογές της ίδιας χρονιάς αλλά και της έκκλησης των νέων που πλημμύριζαν τους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων για κλιματική δράση. Ουσιαστικά, αποτελεί την αναπτυξιακή στρατηγική της Ένωσης, με τους στόχους της να αποτυπώνονται, όμως, όχι με οικονομικούς, αλλά με περιβαλλοντικούς όρους. Κεντρικός στόχος είναι ο μετασχηματισμός της ευρωπαϊκής οικονομίας ώστε να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050.
Με αυτόν τον προσανατολισμό, τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει δώσει προτεραιότητα στην πράσινη ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο, οι πολλαπλές κρίσεις που έχουν μεσολαβήσει από την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας – υγειονομική, οικονομική, ενεργειακή – έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση τόσο της ίδιας της Συμφωνίας όσο και της άμεσης αναγκαιότητας της πράσινης μετάβασης. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, το κρίσιμο ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας παρουσιάζεται συχνά ως σημαντικότερο σε σχέση με τη στροφή στην πράσινη ενέργεια, με πολλές φωνές τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα να υποστηρίζουν την επιστροφή στον λιγνίτη ή την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ορυκτών καυσίμων. Πόσο έχει επηρεαστεί όμως ο στόχος της πράσινης ενεργειακής μετάβασης από τις απόπειρες παρέκκλισης της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας; Είναι τελικά αντιφατικές προτεραιότητες η επίτευξη των κλιματικών στόχων και η ενεργειακή αυτάρκεια της ΕΕ;
Ο στόχος της πράσινης ανάκαμψης και ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος
Είναι γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία αμφισβητήθηκε σχεδόν με την έγκρισή της. Με το ξέσπασμα της πανδημίας του Covid-19, στις αρχές του 2020, δεν ήταν λίγες οι φωνές εκείνες που ισχυρίζονταν ότι η υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας έπρεπε να αναβληθεί ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Μετά από μία έντονη – πολιτικά – περίοδο, τελικά συμφωνήθηκε ο στόχος της πράσινης ανάκαμψης, δηλαδή οικονομική ανοικοδόμηση με τρόπο που θα παρέμενε συνεπής με την ανάγκη αντιμετώπισης και της κλιματικής κρίσης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο νέος πολυετής ευρωπαϊκός προϋπολογισμός 2021-2027, μετά τις προσαρμογές λόγω της πανδημίας, ορίζει ότι 30% των πόρων από τα διαφορετικά ευρωπαϊκά ταμεία πρέπει να κατευθυνθεί προς την κλιματική δράση. Στην ίδια κατεύθυνση και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας των 750 δις ευρώ που προβλέπει ότι το 37% των πόρων του έκτακτου ταμείου θα επενδυθεί σε δράσεις με σαφή πράσινη στόχευση.
Το επόμενο διάστημα, κι ενώ η υγειονομική κρίση συνεχιζόταν, η αρχικά πολιτική δέσμευση για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 απέκτησε νομικά δεσμευτική ισχύ με την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου. Αυτός πρόσθεσε και τον επίσης νομικά δεσμευτικό ενδιάμεσο στόχο μείωσης των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 σε σύγκριση με το 1990. Λίγους μήνες αργότερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε και τη δέσμη προτάσεων fit for 55 3 για την αναθεώρηση της κλιματικής και ενεργειακής νομοθεσίας της Ευρώπης σε συμμόρφωση με τους νέους κλιματικούς στόχους.
Η ενεργειακή κρίση
Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και οι στόχοι της αμφισβητούνται εκ νέου λόγω της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης που εμφανίστηκε το 2021 με την άνοδο των τιμών και κορυφώνεται ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Το κεντρικό στην ΕΕ και εν πολλοίς κοινό αίτημα για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και για ενεργειακή επάρκεια προβάλλεται – σε διάφορα κράτη μέλη και στην Ελλάδα – ως αντίθετο ή ως ασύμβατο με τον σχεδιασμό της πράσινης μετάβασης.
Πολλές φωνές προκρίνουν την επιστροφή στον λιγνίτη και στον λιθάνθρακα. Όμως αυτή η επιλογή δεν είναι κλιματικά συνεπής καθώς ο λιγνίτης και ο λιθάνθρακας είναι τα πιο ρυπογόνα καύσιμα στον πλανήτη και η χρήση τους είναι αδύνατον να συμβαδίσει με την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Αποτελεί λοιπόν κοινό τόπο πως ο μετριασμός της κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να επιτευχθεί, αν ο λιγνίτης και ο λιθάνθρακας δεν εξαλειφθούν από το ενεργειακό μίγμα.
Η επιστροφή στον λιγνίτη, όμως δεν είναι ούτε οικονομικά αποδοτική, ειδικά στην Ελλάδα που η ποιότητά του είναι, με διαφορά, η χειρότερη στην Ευρώπη. H τιμή του διοξειδίου του άνθρακα εμφανίζει αυξητικές τάσεις 4 παρά την πρόσκαιρη μείωσή της τις πρώτες μέρες του πολέμου. Επιπλέον, στην υπό εξέλιξη αναθεώρηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ (ΕΣΕΔΕ), στο πλαίσιο του πακέτου fit for 55, οι θέσεις της πλειονότητας των πολιτικών ομάδων συνηγορούν σε αύξηση και όχι συγκράτηση της φιλοδοξίας, πράγμα που θα οδηγήσει τελικά σε περαιτέρω άνοδο των τιμών άνθρακα στο χρηματιστήριο ρύπων. Μόνο συγκυριακά, λόγω της έκρηξης των τιμών του ορυκτού αερίου, συνεπώς, και όχι σε βάθος χρόνου μπορεί η καύση λιγνίτη να είναι πιο οικονομική επιλογή.
Άλλες φωνές υποστηρίζουν την εξέταση εναλλακτικών πηγών αερίου, την επένδυση σε διαφορετικές υποδομές αποθήκευσης αερίου, ή, στην περίπτωση της χώρας μας, την ολοκλήρωση επισφαλών αγωγών, όπως είναι ο East Med, αλλά και την επανέναρξη της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων. Εκτός από το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, οι προτάσεις αυτές διατυπώνονται χωρίς να διευκρινίζεται ότι δεν θα βοηθήσουν στην εκτόνωση των σημερινών ενεργειακών τιμών, καθώς χρειάζονται χρόνο μέχρι να ολοκληρωθούν. Άρα το μόνο που θα επιτύχουν είναι να δεσμεύουν πολύτιμους οικονομικούς πόρους, οι οποίοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε καθαρές και πιο αποδοτικές επενδυτικές επιλογές.
Οι παραπάνω προτάσεις δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα από το να παρατείνουν την εξάρτηση Ευρώπης και Ελλάδας από ορυκτά καύσιμα, γεγονός που όπως αναδεικνύει και ο Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, τις καθιστά πολιτικά, οικονομικά και ενεργειακά ευάλωτες.
Μέχρι στιγμής οι προτάσεις αυτές δεν έχουν γίνει αποδεκτές από τις Βρυξέλλες σε αντίθεση με όσα γράφονται και λέγονται στην Ελλάδα.
Το πακέτο REPowerEU και η προοπτική της πράσινης στρατηγικής αυτονομίας
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στη δέσμη μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης που έχει προκαλέσει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία – το πακέτο REPowerEU 5 – που ανακοίνωσε στις 8 Μαρτίου, στρέφεται σε άλλη κατεύθυνση, που δεν απομακρύνεται από τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Τα μέτρα αυτά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, καθώς αποτελούν την εξέλιξη των σχεδίων ανταπόκρισης στην κρίση ενεργειακών τιμών που είχε ξεκινήσει πολύ πριν από τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, ήδη από τα μέσα του 2021, και τώρα προσαρμόζονται με πρώτο στόχο την απεξάρτησή της το συντομότερο δυνατό από το ρωσικό ορυκτό αέριο.
H ΕΕ-27 εισάγει το 90% του ορυκτού αερίου που καταναλώνει, με τη Ρωσία να προμηθεύει το 40% αυτού (μερίδιο 2020). Ως πρώτο βήμα επιδιώκεται η απεξάρτηση κατά 2/3 – δηλαδή 100 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα – εντός του 2022. Το 60% της μείωσης αυτής θα προέλθει από την προμήθεια αερίου από άλλες πηγές (LNG και άλλους αγωγούς) για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών, ενώ το υπόλοιπο από την επίσπευση της ανάπτυξης των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, της εγκατάστασης αντλιών θερμότητας, της παραγωγής βιομεθανίου και πράσινου υδρογόνου καθώς και από επιπλέον μέτρα ενίσχυσης της ενεργειακής απόδοσης. Στη δέσμη προτάσεων δεν υπάρχει καμία αναφορά σε λιγνίτη ή λιθάνθρακα. Με αυτόν τον τρόπο το πακέτο REPowerEU έρχεται – στην πράξη – να ενισχύσει και να επισπεύσει τις προβλέψεις του πακέτου fit for 55. Στη νέα πρόταση που θα ανακοινωθεί τον Μάιο, αναμένονται πρόσθετα μέτρα που θα οδηγούν στη συνολική απεξάρτηση της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα (αέριο, πετρέλαιο και λιθάνθρακας) μέχρι το 2027.
Στόχοι που ως τώρα φάνταζαν ουτοπικοί γίνονται ρεαλιστικοί. Μάλιστα, με βάση ανεξάρτητη ανάλυση τεσσάρων δεξαμενών σκέψης 6 φαίνεται ότι κι οι δυνατότητες της ΕΕ-27 υποεκτιμούνται, καθώς η πλήρης απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο (155 δις κυβικά μέτρα το 2020) είναι δυνατή ως το 2025, και μάλιστα χωρίς την ανάγκη κατασκευής νέων υποδομών αποθήκευσης ορυκτού αερίου, αλλά αξιοποιώντας το δυναμικό ανάπτυξης των ΑΠΕ, προωθώντας την αντικατάσταση συστημάτων θέρμανσης που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα με αντλίες θερμότητας και αυξάνοντας την ενεργειακή αποδοτικότητα. Με έμμεσο τρόπο, η μελέτη αναδεικνύει σε πόσο καλύτερη θέση θα ήταν η Ευρώπη, εάν η πράσινη ενεργειακή μετάβαση είχε προχωρήσει γρηγορότερα.
Η θέση της Ελλάδας: οι ΑΠΕ ως εθνικό καύσιμο και η προοπτική πράσινης στρατηγικής ενεργειακής αυτονομίας
Η παρούσα κρίση δημιουργεί απαιτητικές καταστάσεις, αλλά συγχρόνως δίνει και προοπτικές. Για αυτό και οι όποιες βραχυπρόθεσμες λύσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης δεν θα πρέπει να υπονομεύσουν τους στόχους αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης ούτε σε ευρωπαϊκό ούτε σε εθνικό επίπεδο.
Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που έχει από την αρχή υποστηρίξει την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Μάλιστα με την απόφαση της για απολιγνιτοποίηση, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2019, έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή λιγνιτοπαραγωγός χώρα που δεσμεύτηκε να απεξαρτηθεί από τον λιγνίτη πριν το 2030, μια θέση που έκανε τη χώρα από ουραγό, πρωτοπόρο στη χάραξη κλιματικής πολιτικής.
Η μείωση του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα είναι η πιο συνεπής κλιματικά και οικονομικά επιλογή. Το ίδιο ισχύει και για την απεξάρτηση από το αέριο, καθώς η σημαντική αύξηση του αερίου τα τελευταία δύο χρόνια (2020-2021) 7 έχει καταστήσει τη χώρα ευάλωτη στην κρίση των ενεργειακών τιμών. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα, συγκριτικά με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ-27 είναι – προς το παρόν – σε ευνοϊκότερη θέση, καθώς η εξάρτηση από το ορυκτό αέριο αφορά κυρίως στην ηλεκτροπαραγωγή, που σημαίνει ότι είναι συγκριτικά πιο εύκολη η μετάβαση από το αέριο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ειδικά η ηλιακή και αιολική ενέργεια, που είναι ήδη ώριμες τεχνολογίες και το κόστος τους βαίνει σταθερά μειούμενο, αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας. Αν συνδυαστούν με τις απαραίτητες υποδομές αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, μπορούν να αποτελέσουν το νέο μας εθνικό καύσιμο. Μαζί και με επενδύσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα, στις οποίες η χώρα υπολείπεται, μπορούν να οδηγήσουν στην πλήρη απεξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα ως το 2035 διασφαλίζοντας παράλληλα την ενεργειακή επάρκεια της χώρας.
Πριν σπεύσουμε σε πολιτικές που υπονομεύουν τους κλιματικούς στόχους και δεσμεύουν οικονομικούς πόρους, ας δούμε πώς η χώρα μπορεί να αποκτήσει πράσινη ενεργειακή ασφάλεια και πρωταγωνιστικό ρόλο στην πράσινη στρατηγική ενεργειακή αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο ισχύει για την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά. Μέχρι σήμερα, οι όποιες αμφισβητήσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας δεν έχουν πετύχει την παρέκκλιση από τον δρόμο της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Τα μέσα και οι τεχνολογίες υπάρχουν, οι πολίτες απαιτούν, οι πολιτικές δυνάμεις συγκλίνουν, και οι σχεδιασμοί είναι εφικτοί και οικονομικά αποδοτικοί. Οι αντίθετες φωνές δεν είναι μόνο μια αντιδραστική μειοψηφία, αλλά μια μειοψηφία που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη της ζωής πάνω στον πλανήτη. Θα της επιτρέψουμε να το πετύχει;
Σημειώσεις