Το παρόν άρθρο αποτελεί το πρώτο μέρος του report των κ.κ. Παύλου Μπαλτά και Απόστολου Παπαδόπουλου, «Δημογραφική Αλλαγή και Πολιτικές Προσαρμογής στην Ελλάδα: Η περίπτωση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας».
Εθνικό Επίπεδο
Η δημογραφική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί σε ένα μεγάλο μέρος των ανεπτυγμένων χωρών. Τα τελευταία 200 χρόνια, ζήσαμε αυτό που περιγράφεται στην θεωρία ως δημογραφική μετάβαση, δηλαδή περάσαμε από κοινωνίες με υψηλή γονιμότητα και υψηλή θνησιμότητα, σε κοινωνίες χαμηλής γονιμότητας και χαμηλής θνησιμότητας. Η οικονομική ανάπτυξη, που εκφράστηκε μέσω της αύξησης του βιοτικού επιπέδου είχε ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής, αλλά και ταυτόχρονα τον έλεγχο των γεννήσεων. Βασική έκφραση των εξελίξεων αυτών ήταν η μείωση της γονιμότητας (με αποτέλεσμα την μείωση του μεγέθους της οικογένειας), η αύξηση της μακροζωίας και η δημογραφική γήρανση. Πρόκειται για αλλαγές που συνέβησαν στο σύνολο των χωρών της Ευρώπης. Η μείωση της γονιμότητας, αρκετά κάτω από τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, μαζί με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδήγησε στην ανάδυση φαινόμενων όπως η αύξηση της αναλογίας των ατόμων άνω των 65 ετών, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και η μείωση του συνολικού πληθυσμού μιας χωρικής ενότητας (σε συνδυασμό όμως με το μεταναστευτικό ισοζύγιο).
Πλέον καμία χώρα της Ε.Ε. δεν καταγράφει συγχρονική γονιμότητα άνω των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, κατώφλι το οποίο είναι απαραίτητο για να διατηρεί μια χωρική ενότητα σταθερό τον πληθυσμό της χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συμβολή της μετανάστευσης. Αυτή η δημογραφική αλλαγή δεν συμβαίνει μόνο στην Ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και στις ΗΠΑ όσο και στην γειτονική Τουρκία και σε χώρες της Ασίας όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία. Αυτό που διαφοροποιεί τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε σχέση με αυτές της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης είναι ότι οι πρώτες την τελευταία δεκαετία γνωρίζουν μείωση του πληθυσμού τους.
Τα χαρακτηριστικά της δημογραφικής εξέλιξης στην Ελλάδα είναι τα ίδια με αυτά που περιγράφονται παραπάνω. Στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. οι δημογραφικοί της δείκτες, σε ότι αφορά την γονιμότητα και την γήρανση λαμβάνουν τις μικρότερες και μεγαλύτερες τιμές αντίστοιχα. Η Ελλάδα καταγράφει έναν από τους χαμηλότερους συγχρονικούς δείκτες γονιμότητας (παιδιά ανά γυναίκα) και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Τον υψηλότερο δείκτη γονιμότητας τον καταγράφει η Γαλλία και είναι τα 1,8 παιδιά ανά γυναίκα. Ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα, το 2022, βρίσκεται στο 1,3 παιδιά ανά γυναίκα και είναι από τους χαμηλότερους, μαζί με αυτούς της Ισπανίας και της Ιταλίας, όπου είναι αντίστοιχα 1,2 και 1,3 παιδιά ανά γυναίκα.
Αντίστοιχα σε ό,τι αφορά την γήρανση, η χαμηλή επί σειρά ετών και πλέον παγιωμένη σε χαμηλά επίπεδα γονιμότητα σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής οδήγησε στην αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών στον γενικό πληθυσμό. Η Ελλάδα (22,7%) μαζί με την Ιταλία (23,8%) είναι οι χώρες με τα υψηλότερο ποσοστό ηλικιωμένων στην Ε.Ε. Αυτό που διαφοροποιεί την Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης είναι ότι ο πληθυσμός της, την τελευταία δεκαετία, μειώνεται. Αυτό συμβαίνει διότι οι χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης καλύπτουν το μηδενικό ή αρνητικό φυσικό τους ισοζύγιο (που δημιουργεί το πλεόνασμα των θανάτων έναντι των γεννήσεων) με το θετικό μεταναστευτικό ισοζύγιο που καταγράφουν, καθώς οι εισερχόμενοι είναι περισσότεροι από τις εξερχόμενους.
Η παρούσα δημογραφική εικόνα, δηλαδή της μειωμένης γονιμότητας και της αυξημένης δημογραφικής γήρανσης είχαν προδιαγραφεί πολύ νωρίτερα. Η μείωση των γεννήσεων έχει ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα, οι γεννήσεις την δεκαετία του 1970 ήταν κατά μέσο όρο γύρω στις 140.000 ανά έτος, για να μειωθούν σταδιακά στις 100.000 στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Υπήρξε μια μικρή περίοδος αύξησης κατά την περίοδο 2004-2010 (φαινόμενο της αναπλήρωσης) η οποία διακόπηκε με την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Από ένα ελαφρώς θετικό φυσικό ισοζύγιο το 2010 (οι γεννήσεις ήταν περισσότερες έναντι των θανάτων κατά 5.000 άτομα) περάσαμε μέσα σε 12 χρόνια, σε ένα σημαντικά αρνητικό ισοζύγιο: ειδικότερα, το 2022 καταγράφηκαν 64.706 θάνατοι περισσότεροι από τις γεννήσεις.
Από το 2010 και μετά η Ελλάδα για πρώτη φορά στην μεταπολεμική της ιστορία γνωρίζει σταθερή μείωση του πληθυσμού της κατ’ έτος. Ο πληθυσμός ανάμεσα στην απογραφή του 2011 και την απογραφή του 2021 μειώθηκε κατά 3,1% (-333.799 άτομα, από 10.816.286 σε 10.482.487). Σημαντικό ρόλο στην μείωση της τελευταίας δεκαετίας, πέραν του σημαντικά αρνητικού φυσικού ισοζυγίου, έπαιξε η οικονομική κρίση, η οποία οδήγησε στην αναχώρηση σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, πρόκειται για νέους και νέες μεταξύ 25 και 40 ετών ιδιαίτερα καταρτισμένους και με υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο. Η έξοδος αυτή, γνωστή και ως “brain drain” εκτιμάται συνολικά σε περίπου 650.000 άτομα, η οποία δεν συνέβαλε μόνο στην μείωση του συνολικού πληθυσμού της χώρας, αλλά και στον μειωμένο αριθμό γεννήσεων που καταγράφηκε κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς τα άτομα που αναχώρησαν ήταν κυρίως αναπαραγωγικής ηλικίας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληθυσμιακές προβολές της EUROSTAT, η προοπτική του πληθυσμού της Ελλάδας είναι ότι σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο που προϋποθέτει μια λίγο αυξημένη γονιμότητα (περίπου 1,6 παιδιά ανά γυναίκα) και ένα μεταναστευτικό ισοζύγιο μηδενικό ή ελαφρώς θετικό, ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2050 αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 9,0 και 9,5 εκατομμυρίων ατόμων, ενώ το 2100 (εάν διατηρηθούν αυτές οι τάσεις) θα κυμαίνεται μεταξύ 7,0 και 7,5 εκατομμυρίων.
Σε ό,τι αφορά την δομή του πληθυσμού το 2050, το ένα τρίτο του πληθυσμού θα αποτελείται από άτομα άνω των 65 ετών. Η μείωση του πληθυσμού και η αύξηση της γήρανσης εν πολλοίς καθορίζει και τις ανάγκες που θα προκύψουν στο μέλλον και θα αφορούν αφενός την έντονη ανάγκη επενδύσεων σε υγειονομικές υποδομές (καθώς θα υπάρξει αύξηση των πιέσεων στο σύστημα υγείας, την υγειονομική περίθαλψη και τις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας) και αφετέρου στην αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού. Ιδιαίτερα η τελευταία θα έχει επιπτώσεις τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στις συντάξεις. Αυτό συμβαίνει διότι η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού δημιουργεί έντονες πιέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, καθώς ήδη πλέον αναλογούν περίπου 1,7 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο όταν στο παρελθόν η αναλογία αυτή ήταν 4 εργαζόμενοι ανά συνταξιούχο.
Περιφερειακό επίπεδο: Η περίπτωση της Στερεάς Ελλάδας
Η δημογραφική αλλαγή αποτελεί ένα σημαντικό φαινόμενο που συχνά δεν αντικατοπτρίζεται πλήρως μέσω των εθνικών μέσων όρων, καθώς αγνοούνται οι περιφερειακές διαφοροποιήσεις όταν αναφερόμαστε στην ένταση του φαινομένου. Όσα περιγράψαμε παραπάνω δεν ισχύουν για όλες τις περιοχές της Ελλάδας, ούτε σε ό,τι αφορά την ένταση του φαινομένου αλλά ούτε και στην διαφαινόμενη τάση. Δηλαδή υπάρχουν περιοχές που γνωρίζουν μεγαλύτερη μείωση του πληθυσμού τους (μεγαλύτερη ένταση), ενώ ακόμη υπάρχουν άλλες που γνωρίζουν αύξηση (αντίθετη τάση). Ειδικότερα, ανάμεσα στις δύο απογραφές 2011 και 2021, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 3,1%. Όμως περιφερειακές ενότητες ιδιαίτερα της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας (όπως η Φθιώτιδα, η Ευρυτανία και τα Γρεβενά) γνώρισαν μείωση του πληθυσμού τους της τάξης του 12-16%. Αντίθετα, υπήρξαν περιφερειακές ενότητες κυρίως γύρω από το Πολεοδομικό Συγκρότημα της Αθήνας και στο νησιωτικό χώρο (ιδιαίτερα τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου) που την ίδια χρονική περίοδο γνώρισαν αύξηση από 3 έως και 12%.
Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας γνώρισε μεγαλύτερη μείωση διπλάσια σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Συγκεκριμένα της τάξης του -7,1% (Πίνακας 1), καθώς ο πληθυσμός της ανάμεσα στις δυο απογραφές μειώθηκε κατά 39.136 άτομα (δηλαδή από 547,390 το 2011 μειώθηκε σε 508.254 το 2021). Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις παρατηρούμε και σε ότι αφορά την δημογραφική γήρανση. Παρότι η διάμεσος ηλικία σε εθνικό επίπεδο είναι τα 46,1 έτη, υπάρχουν υπερ-γερασμένες περιφερειακές ενότητες με διάμεσο ηλικία άνω των 50 ετών, ενώ αντίστοιχα υπάρχουν περιφέρειες πολύ πιο νεανικές με τιμή γύρω στα 42 έτη.
Ο Πίνακας 2 παρουσιάζει την διάμεση ηλικία του πληθυσμού στις 5 χωρικές ενότητες της χώρας με την υψηλότερη (δηλαδή πολύ γερασμένες) και στις 5 χωρικές ενότητες με την χαμηλότερη διάμεσο ηλικία (σχετικά πιο νεανικός). Παρατηρούμε ότι υπάρχουν περιοχές στην Ελλάδα (που όπως προαναφέραμε έχουν καταγραφεί τα υψηλότερα ποσοστά γήρανσης στην Ευρώπη) που καταγράφουν διάμεσο ηλικία κατά πολύ μεγαλύτερη του εθνικού μέσου όρου και βρίσκονται στην Στερεά Ελλάδα, όπως είναι η Ευρυτανία και η Φωκίδα.
Τα παραπάνω αντικατοπτρίζονται στο ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών (Γράφημα 1 και 2), καθώς η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας καταγράφει ποσοστό υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Ειδικότερα, στην Στερεά Ελλάδα το ποσοστό ατόμων άνω των 65 ετών είναι 26% και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στη χώρα μετά από αυτό της Περιφέρειας Ηπείρου. Εντός της περιφέρειας τα ποσοστά έχουν μεγάλη διακύμανση, καθώς η Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας και η Περιφερειακή Ενότητα Φωκίδας ξεπερνούν κατά πολύ τον εθνικό μέσο όρο, καταγράφοντας ποσοστά 35% και 32% αντίστοιχα. Πρόκειται για τιμές που η Ελλάδα αναμένεται να προσεγγίσει συνολικά το έτος 2050.
Οι γυναίκες στην Στερεά Ελλάδα αποκτούν κάπως μεγαλύτερο αριθμό παιδιών ανά γυναίκα και σε λίγο νεότερη ηλικία συγκριτικά με τους εθνικούς μέσους όρους. Ειδικότερα, όσον αφορά την ένταση της γονιμότητας (Πίνακας 3), οι τιμές για την Στερεά Ελλάδα είναι λίγο μεγαλύτερες, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα είναι κατά 0,1 παιδιά μεγαλύτερος (δηλαδή 1,4 παιδιά ανά γυναίκα), ενώ σε ό,τι αφορά το ημερολόγιο της γονιμότητας, η μέση ηλικία στην τεκνογονία είναι κατά 1,2 έτη μικρότερη (30,8 έτη) σε σχέση με την αντίστοιχη τιμή για το σύνολο της χώρας (32 έτη). Και σε αυτήν την περίπτωση όμως υπάρχουν έντονες διαφοροποιήσεις εντός της περιφέρειας. Ειδικότερα, με ακραία χαμηλές τιμές, σε ότι αφορά την ένταση για την Ευρυτανία και την Φωκίδα, γύρω από το 1,0 παιδί ανά γυναίκα, ενώ Περιφερειακές Ενότητες όπως η Βοιωτία καταγράφει γονιμότητα 1,5 παιδιά ανά γυναίκα, δηλαδή μεγαλύτερη κατά 0,2 παιδιά ανά γυναίκα συγκριτικά με τον εθνικό μέσο όρο, αλλά και από την τιμή της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Είναι φανερό ότι τα μέτρα προσαρμογής στην δημογραφική αλλαγή δεν μπορούν να είναι οριζόντια σε εθνικό επίπεδο αλλά θα πρέπει να προσαρμοστούν στις έντονες χωρικές διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν οι 13 περιφέρειες τόσο μεταξύ τους αλλά όσο και στο εσωτερικό τους..
Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας καταγράφει τα τελευταία χρόνια ένα σταθερά αρνητικό φυσικό ισοζύγιο, δεδομένου ότι οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις κατά περίπου 4.000 το έτος. Αυτό σημαίνει ότι στο υποθετικό σενάριο απουσίας μετανάστευσης (δηλαδή αν δεν εγκαταλείψει και δεν εισέλθει κανείς στην χωρική ενότητα), μέσα σε μια δεκαετία, ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά τουλάχιστον 40.000, απλά λόγω της υπεροχής των θανάτων έναντι των γεννήσεων. Με βάση τις προβολές τις EUROSTAT, το 2050 το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 θα αγγίξει το 34% για το σύνολο της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, ενώ εντός της περιφέρειας το ποσοστό θα είναι κατά πολύ υψηλότερο στην ΠΕ Ευρυτανίας. καθώς προβλέπεται να είναι 44%, δηλαδή σχεδόν ο μισός πληθυσμός θα είναι άνω των 65 ετών.
Ιδιαίτερα πλήττονται οι απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και ο ύπαιθρος χώρος. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση της υπαίθρου (rural depopulation), είναι ένα από τα βασικά προβλήματα που θέτει η δημογραφική αλλαγή στις περιοχές αυτές, καθώς ο συνδυασμός της μειωμένης γονιμότητας με την συνεχιζόμενη μετακίνηση του νεότερου μέρους του πληθυσμού τους προς τα μεγάλα αστικά κέντρα οδηγεί στην πληθυσμιακή ερήμωση, επιταχύνοντας παράλληλα στις περιοχές αυτές την διαδικασία της δημογραφικής γήρανσης και της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Αυτό έχει επιπτώσεις στη βιωσιμότητα αυτών των αγροτικών ή ορεινών κοινοτήτων, επηρεάζοντας τις τοπικές υπηρεσίες, τις επιχειρήσεις και τις υποδομές. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να υπάρξουν μέτρα που να διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες και τα συστήματα υποστήριξης, όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η κοινωνική πρόνοια, θα είναι προσβάσιμες ιδίως σε περιοχές με γηράσκοντα πληθυσμό. Οπότε ο Χωροταξικός Σχεδιασμός της χώρας θα παίξει σημαντικό ρόλο καθώς κρίσιμη κρίνεται η χωροθέτηση των υποδομών υγειονομικής περίθαλψης (νοσοκομεία, κέντρα υγείας και ιδρύματα μακροχρόνιας φροντίδας για την τρίτη ηλικία), ώστε να διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες θα είναι προσβάσιμες σε όλους, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής.
Ιδιαίτερα για την Στερεά Ελλάδα που στην πρόσφατη έκθεση του ΙΟΒΕ με τίτλο: “Έκθεση κοινωνικών και οικονομικών τάσεων στις ελληνικές περιφέρειες” γίνεται ιδιαίτερη αναφορά για την δυναμικότητα του υγειονομικού συστήματος της περιοχής, καθως ο αριθμός νοσοκομειακών κλινων ανά 100.000 πληθυσμό είναι ο χαμηλότερος ανάμεσα στις 13 περιφέρειες της χώρας, ενώ αντίστοιχη ειναι και η αναλογία ιατρών σχέση με τον πληθυσμό της περιοχής. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση η έλλειψη αυτή έχει ως συνέπεια: “οι αυτοαναφερόμενες μη εξυπηρετούμενες ανάγκες για ιατρική φροντίδα [να] είναι σε αρκετά υψηλά επίπεδα στη Στερεά Ελλάδα (τέταρτη υψηλότερη θέση στη σχετική περιφερειακή κατάταξη)”.