Η πρόσφατη «(επαν)έναρξη» με τυμπανοκρουσίες του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην χώρα μας δια πρωθυπουργικών χειλέων, ολίγους μήνες μετά την κάθετα αρνητική θέση του υπουργού Εξωτερικών (της ίδιας κυβέρνησης) αναφορικά με ενδεχόμενη εξορυκτική δραστηριότητα στις ελληνικές θάλασσες ώστε «να μην γίνουμε Κόλπος του Μεξικού», καταδεικνύουν ότι η χώρα μας σήμερα απέχει πόρρω από μία μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική, εσωτερική και εξωτερική.
Ποιό μοντέλο ενεργειακής πολιτικής και ανάπτυξης ταιριάζει στη Ελλάδα, με ποιο ενεργειακό μείγμα και ποιους αντικειμενικούς στόχους για τις επόμενες δεκαετίες; Η ενέργεια τέμνει οριζόντια όλες τις επιμέρους πολιτικές και επηρεάζει τα «δημόσια και ιδιωτικά» περισσότερο ίσως απ’ οποιονδήποτε άλλον κοινωνικό και οικονομικό τομέα. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: α) λειτουργία της αγοράς στο εσωτερικό, β) σχέσεις με τρίτες χώρες στο εξωτερικό. Ας τις δούμε με προσοχή.
Η άποψή μου διαχρονικά είναι ότι οι αλλαγές γύρω μας –και ασφαλώς στον τομέα της ενέργειας– δεν χρειάζεται να μας ξενίζουν, να μας πανικοβάλλουν ή να μας αδρανοποιούν. Οι μακροπρόθεσμοι ενεργειακοί στόχοι μπορούν ταυτόχρονα να προσαρμόζονται χωρίς να ακυρώνονται.
Ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι κυρίαρχοι μακροπρόθεσμοι στόχοι, στους οποίους μπορούμε να συναινέσουμε διακομματικά, διεπιστημονικά, διαχρονικά σήμερα;
α) Ενεργειακή ασφάλεια. Αδιατάρακτη ροή ενέργειας με απρόσκοπτο εφοδιασμό, με διασπορά ρίσκου και διαφοροποίηση, όχι μόνο των πηγών ή των οδεύσεων (εισαγωγών) ενέργειας, αλλά κυρίως του ενεργειακού μας μείγματος με έμφαση στην εγχώρια παραγωγή και τη σταδιακή απεξάρτηση.
β) Πράσινη μετάβαση. Με στέρεα βήματα και προγραμματισμό. Χωρίς ολιγωρία και χωρίς πυροτεχνηματικές εξαγγελίες που ανατρέπονται από τη μία στιγμή στην άλλη. Οφείλουμε να προσαρμοστούμε, όχι μόνο μόνο διότι αυτό υπαγορεύουν οι ευρωπαϊκές ή διεθνείς νόρμες, αλλά για λόγους οικολογίας, προστασίας του περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής, τούτης και των επόμενων γενεών.
γ) Συμπεριληπτικότητα. Παντού. Και στην ενέργεια. Δεν νοείται επιτυχής ενεργειακή μετάβαση με ενεργειακή πενία. Δεν δικαιολογούνται αποκλεισμοί κοινωνικών ομάδων στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Η αξιοπρεπής δια-βίωση δεν σημαίνει σπατάλη. Και η ενεργειακή ασφάλεια δεν σημαίνει απλή (επιδοματικού χαρακτήρα) επιβίωση.
Και για τα τρία παραπάνω, συγκρούονται διαφορετικές προσεγγίσεις: Η πρώτη δίνει έμφαση αποκλειστικά σε μεγάλα έργα υποδομής και συρρίκνωση (ακόμη και εκ του αποτελέσματος) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων χάριν της ανταγωνιστικότητας. Η εναλλακτική θεώρηση εστιάζεται στην αποτελεσματική ρύθμιση και εποπτεία της αγοράς, τη στιβαρή παρουσία του Δημοσίου σε κρίσιμες υποδομές και δίκτυα και τον συνολικό οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας με την κοινωνική συμμετοχή στην παραγωγή ενέργειας.
Η δεύτερη αυτή προσέγγιση ταιριάζει στη χώρα μας και είναι αυτή που μπορεί να εγγυηθεί κοινωνική και περιφερειακή συνοχή, κοινωνική δικαιοσύνη και βιωσιμότητα. Το σχέδιο αυτό βασίζεται: α) στην κοινωνική αποδοχή και συμμετοχή, δηλαδή συμμετοχή άνευ κοινωνικών αποκλεισμών και στη διάχυση των οικονομικών οφελών στο σύνολο της κοινωνίας, και β) την αναπτυξιακή λογική, ενίσχυση δηλαδή των εγχώριων κρίκων στην αλυσίδα παραγωγής αξίας, τεχνολογίας και απασχόλησης.
Το μοντέλο αυτό δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε έργα μεγάλης κλίμακας ή σε μεγάλες επενδύσεις παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας. Αντιθέτως, το μοντέλο αυτό εδράζεται σε μια ισορροπία ανάμεσα στις αναγκαίες μεγάλες επενδύσεις και στην αυτοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση, την παραγωγή δηλαδή και κατανάλωση ενέργειας από τα ίδια τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, την αποκέντρωση της παραγωγής, την τοπικότητα και την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων (π.χ. το 1/2 των αδειών ΑΠΕ να κατανέμεται δεσμευτικά και διακριτά σε ενεργειακές κοινότητες) με τη συνεργασία δήμων και άλλων φορέων.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από θεσμούς και φορείς επιφορτισμένους με τη θέσπιση και εφαρμογή δημόσιων πολιτικών, ότι οποιαδήποτε θεσμική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει ερήμην της κοινωνίας, ούτε εν τέλει να επιτύχει χωρίς την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας. Ο ρόλος της παιδείας και της εκπαίδευσης είναι κρίσιμος, όχι μόνο στην ανάλυση, επεξεργασία και εφαρμογή των επιστημονικών δεδομένων για τη θέσπιση των γενναίων μεταρρυθμίσεων, αλλά και στην αλλαγή κουλτούρας και προτύπου ζωής.
Η τελευταία διετία χαρακτηρίζεται από σημαντικές διεθνείς ανακατατάξεις (πανδημία, ενεργειακή μετάβαση, επανατοποθέτηση των μεγάλων δυνάμεων, προεδρική αλλαγή στις ΗΠΑ, πόλεμος στην Ουκρανία), αλλά και έντονη κινητικότητα στις εξωτερικές ενεργειακές σχέσεις, με κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και πύκνωση της ευρωπαϊκής και αμερικανικής παρέμβασης, όχι όμως προς την επιθυμητή κατεύθυνση της υποστήριξης των ελληνικών θέσεων. Διαθέτει μια έξυπνη εξωτερική ενεργειακή στρατηγική η Ελλάδα στο διαμορφούμενο περιβάλλον, πέραν της συνήθους ρητορικής;
Πριν από ένα χρόνο, οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια από τη Σαουδική Αραβία σηματοδότησαν ουσιαστικά την εγκατάλειψη της ελληνικής πολιτικής έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων, στην οποία διαδοχικές κυβερνήσεις είχαν επενδύσει την τελευταία δεκαετία. Οι δηλώσεις Δένδια συνιστούσαν τότε απότομη αναδίπλωση της κυβέρνησης και επανέφεραν το ζήτημα του τι μέλλει γενέσθαι με τις διεθνείς συμβάσεις της Ελλάδας για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων και κυρίως με τον σχεδιαζόμενο αγωγό φυσικού αερίου EastMed, που σχεδιάστηκε να μεταφέρει τα όποια κοιτάσματα της Λεβαντίνης στην ηπειρωτική Ευρώπη διά της Κύπρου και της Ελλάδας.
Μόλις έναν χρόνο πριν, είχε υπογραφεί με τυμπανοκρουσίες διακρατική συμφωνία για τον EastMed από τους υπουργούς Ενέργειας Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ. Έκτοτε έχουν μεσολαβήσει πολλά: το έγγραφο του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών που χαρακτήρισε τον αγωγό «πεδίο ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο» και οι πρόσφατες δηλώσεις της βοηθού υπουργού Εξωτερικών Βικτώρια Νούλαντ που επιβεβαίωσε την άρση της στήριξης των ΗΠΑ σε έργα υδρογονανθράκων και στον αγωγό East Med. Προ ολίγων ημερών, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε «επανέναρξη και επιτάχυνση» των διαδικασιών για έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων, ενώ κυβερνητικά στελέχη παρείχαν στήριξη στο πρότζεκτ του East Med.
Κάθε προσπάθεια στο πεδίο της ενεργειακής εξωτερικής πολιτικής και των εξωτερικών ενεργειακών σχέσεων χρειάζεται σχέδιο και διορατικότητα. Η διαρκής αναδίπλωση και οι δολιχοδρομίες ακυρώνουν οποιαδήποτε προσπάθεια και καταδεικνύουν έλλειψη στρατηγικής. Όσοι και όσες παρακολουθούμε τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις γύρω από τα ενεργειακά αλλά και τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, είμαστε τουλάχιστον σκεπτικοί/ές ως προς τον βαθμό προετοιμασίας και τη στρατηγική της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Διαπιστώνουμε μία αδυναμία διορατικότητας όσον αφορά ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις και, ταυτόχρονα, μια αδυναμία κεφαλαιοποίησης των ευνοϊκών συγκυριών και στα τρία πεδία διπλωματικών εξελίξεων: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, αμερικανικό.
Συμπερασματικά, απαιτείται πιο στιβαρή ενεργειακή παρουσία της Ελλάδας, με πρωτοβουλία κινήσεων αντί της μετάθεσης ευθυνών και της αυτοθυματοποίησης, και στα τρία ανωτέρω πεδία: ευρωπαϊκό, περιφερειακό, ευρω-ατλαντικό. Απαιτείται επίσης επάνοδος σε μια ενεργητική και προορατική ενεργειακή και εξωτερική πολιτική στη «λογική της λύσης», αντί της αποσπασματικής – πυροσβεστικής απόπειρας αντιμετώπισης των θεμάτων οσάκις ανακύπτουν ή της μετάθεσης ευθυνών. Πάνω από όλα χρειάζεται αποσαφήνιση της στρατηγικής μας και διορατικότητα με σταθερούς άξονες ως προς τους μακροχρόνιους στόχους μας στο πλαίσιο μίας νέας προοδευτικής ενεργειακής πολιτικής με ορίζοντα 30ετίας, με συναινέσεις και με την κοινωνία στο επίκεντρο.