Διαβάζοντας το βιβλίο του Didier Fassin «Για τη Συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας» θυμήθηκα το προηγούμενο βιβλίο του συγγραφέα «Ο Θάνατος ενός ταξιδιώτη» που επίσης μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις. Δε μπορούσα να αποφύγω μια συνεχή επιστροφή σε αυτό παρότι φαινομενικά συνιστούν δύο διαφορετικά θέματα. Στο «Θάνατο ενός ταξιδιώτη», ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο την ιστορία του Άντζελο, ενός νεαρού καταζητούμενου Ρομά, ο οποίος σκοτώνεται στην οικογενειακή αγροικία κατά τη διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης. Η αστυνομία μιλάει για νόμιμη άμυνα. Η οικογένεια αμφισβητεί την επίσημη εκδοχή. Η επίσημη έρευνα δικαιώνει τους αστυνομικούς. Η επιτροπή που είχε συσταθεί από την πλευρά της οικογένειας και της κοινότητας του θύματος έρχεται σε επαφή με έναν επιστήμονα που συνδυάζει πολλαπλές ιδιότητες: ακτιβιστής, ενεργός ανθρωπιστής, κοινωνιολόγος, ανθρωπολόγος και γιατρός.
Ο Fassin είναι κυρίως ένας δημόσιος διανοούμενος που πείθεται να δράσει. Και τα δυο βιβλία, κατά τη γνώμη μου, μιλάνε πάνω απ’ όλα για τη γλώσσα, για τις αποστασιοποιημένες λέξεις είτε στο αστυνομικό δελτίο, είτε στις επίσημες ανακοινώσεις για τη Γάζα. Σκέφτομαι πως όπως σε εκείνο το βιβλίο έτσι και τώρα ο Fassin γυρνάει την υπόθεση ανάποδα, κοιτάζει τις ραφές. Βλέπει, δηλαδή, την καχυποψία κατά των Ρομά, αναδεικνύει το racial profiling ως κινητήρια δύναμη για ένα έγκλημα, μας αποκαλύπτει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας που είναι ο ρατσισμός. Αναρωτιέμαι αν κι εδώ συμβαίνει το ίδιο. Αν και στο έγκλημα στη Γάζα πρωταγωνιστεί ο ρατσισμός.
Ο Fassin και στα δύο βιβλία ψάχνει να βρει πώς κατασκευάστηκε η επίσημη αφήγηση του συμβάντος και γιατί τα Μέσα αποδέχτηκαν την επίσημη αφήγηση ως τη μόνη ορθή. Θέτει, δηλαδή, τα αυτονόητα ερωτήματα που δεν θέτουν οι άλλοι, ακολουθεί κάθε κρίκο της αλυσίδας συγκάλυψης, καθώς οι διαδικασίες θολώνουν, η αλήθεια σχετικοποιείται, η συσκότισή της γίνεται αποδεκτή ως αυτονόητη. Είναι ένα περίεργο πράγμα όταν αρχίσει κανείς αυτό το νήμα της σκέψης γιατί συνειδητοποιεί ότι η επανεξέταση μιας κρατικής δολοφονίας ταιριάζει κι εδώ, σαν να είναι το ένα κρατικό έγκλημα συμπύκνωση του μαζικού κρατικού εγκλήματος. Και σαν ο ρατσισμός που βαραίνει πάνω στους Ρομά ταξιδιώτες σαν τεκμήριο ενοχής, να βαραίνει και πάνω στους Παλαιστίνιους με τον ίδιο τρόπο.
Αυτό που απασχολεί ιδιαίτερα τον Fassin στο βιβλίο είναι πώς εξηγείται η σιωπή μας, πώς εξηγείται η συναίνεση. Μιλάμε για το ασήκωτο βάρος της σιωπής, καθώς στενεύει ο χώρος της ομιλίας, καθώς το πεδίο της δημόσιας συζήτησης γύρω από το συγκεκριμένο θέμα γίνεται όλο και μικρότερο. Δεν πρόκειται μόνο για λογοκρισία αλλά και για αυτολογοκρισία και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στη μια περίπτωση μπορεί να είναι ένας διευθυντής σύνταξης, στην άλλη περίπτωση ο αλγόριθμος και σε μια τρίτη περίπτωση ο φόβος ενός ακαδημαϊκού για το πώς θα αντιδράσει το Πανεπιστήμιο του ή για το πώς θα αντιδράσει ο χορηγός του Πανεπιστημίου.
Το άλλο που τον απασχολεί και είναι κρίσιμο – το παρατηρούμε και στα δύο βιβλία του – είναι πώς η ιστορία αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με την αφετηρία, από το πού επιλέγει κανείς να ξεκινήσει. Ποια είναι λοιπόν η αφετηρία για να μιλήσουμε σήμερα για τη Γάζα; Η επίσημη εκδοχή έχει ως επίσημη αρχή τον Οκτώβριο του 23 και τίποτα πριν από αυτό. Αν κανείς πιέσει πάρα πολύ έντονα να πάμε πιο πίσω, πρέπει να κάνει ένα άλμα στο χρόνο και να πάμε στο Ολοκαύτωμα, σα να μην υπάρχει τίποτα μετά. Σα να μη μεσολαβεί τίποτα από το Ολοκαύτωμα ως το 2023. Πρέπει, επομένως, να μπορούμε να θέτουμε διαρκώς σε αμφισβήτηση την αφετηρία της ιστορίας, να μπορούμε να αποδεχόμαστε την αφετηρία που θέτει ο συνομιλητής μ’ ένα διαρκές «ναι μεν αλλά». Δε μπορεί να γίνεται δεκτή η αφετηρία του Οκτωβρίου του 2023 μόνο με μια ευθεία αναγωγή στο απόλυτο κακό που είναι το Ολοκαύτωμα.
Στον πόλεμο οι λέξεις είναι τα πρώτα θύματα, πεθαίνει και η γλώσσα, διεξάγεται ο πόλεμος των λέξεων. Ο ισχυρός επιβάλλει τη δική του γλωσσική εκφορά του πολέμου, λέει τον πόλεμο στη γλώσσα του και κλείνει το στόμα του άλλου. Ο Fassin μιλάει για πρόθεση και δράση και γλώσσα γενοκτονική. Η λέξη βόμβα στη σιωπή της συναίνεσης είναι η λέξη «γενοκτονία». Όταν αρχίσει κάποιος να αναφέρεται στη γενοκτονία, αμέσως ορθώνονται οι αντιστάσεις και ξεκινάει ο πόλεμος των λέξεων. Αυτή είναι λοιπόν η λέξη βόμβα στη συναίνεση, και μιλάμε για διπλή συναίνεση, μια παθητική και μια ενεργητική, διά της αδράνειας ή δια της συμμετοχής ή υποστήριξης.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δούμε και το διαφορετικό βάρος που έχουν οι ζωές στη ζυγαριά. Υπάρχουν οι ζωές που δεν αξίζει να ζουν, ναι βιωθούν, οι ζωές που δεν αξίζει να θρηνούνται, οι ζωές που δεν αξίζει να αισθητοποιούνται, αβίωτες ζωές και σώματα άκλαυτα. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για την απανθρωποποίηση. Αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ο συγγραφέας την αποστέρηση των αισθήσεων για όσους/ες ζουν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, πώς στερούνται μια – μια τις αισθήσεις τους.
Βέβαια, στον πόλεμο των λέξεων ένα ακόμα βαρύ όπλο είναι η επιλεκτικότητα του όρου «τρομοκρατία». Δείχνει ο συγγραφέας με συστηματικό τρόπο, με πλήθος παραδειγμάτων, πώς χρησιμοποιήθηκε ο όρος για εκείνους που κάθισαν στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων και κάποτε, πλήρως αποδεκτοί, κυβέρνησαν.
Το Ισραήλ μιλάει για υπαρξιακή απειλή και κατηγορεί τους Παλαιστίνιους ότι φαντασιώνονται αυτό που η κυβέρνηση του Ισραήλ πραγματοποιεί. Αρνούνται την ίδια την ύπαρξη του Άλλου με τον εποικισμό και την καταστροφή και ταυτόχρονα, ενώ αρνούνται τη συνύπαρξη, ισχυρίζονται ότι όλα αυτά τα κάνουν επειδή φοβούνται ότι ο Άλλος αρνείται τη δική τους ύπαρξη.
Όλα αυτά, αν και μας μοιάζουν προφανή, σε πολλούς τόπους δεν μπορούν να ειπωθούν, όπως στα αμερικάνικα πανεπιστήμια. Φίλοι που ζουν και εργάζονται εκεί δε θυμούνται όμοιο αυτής της κατάστασης στα χρόνια μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, τις απειλές, τον εξευτελισμό των πρυτανικών τους αρχών, την οικονομική ασφυξία από την απόσυρση χορηγών, έναν δηλαδή μηχανισμό ακαδημαϊκής αυτολογοκρισίας, με την παρουσία της αστυνομίας στα πανεπιστήμια, που πλήττει τον πυρήνα αυτού που έλεγε ο Ντεριντά το «απροϋπόθετο του Πανεπιστημίου».
Κι έρχομαι σε μια λέξη που είναι κομβική: η λέξη «αντισημιτισμός» έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο όπλο αυτού του πολέμου. Ένας γενοκτονικός πόλεμος στο όνομα του Ολοκαυτώματος το πρώτο που προσβάλλει είναι το Ολοκαύτωμα, αμαυρώνει τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, με αποτέλεσμα, όπως γράφει ο Τραβέρσο, να νομιμοποιείται ο αντισημιτισμός. Γιατί έτσι μπαίνουμε σε έναν κόσμο όπου όλα είναι ισοδύναμα και οι λέξεις δεν έχουν πια καμιά άξια.
Δεν έχει νόημα να απαντάμε στην κατηγορία περί αντισημιτισμού. Όχι γιατί δεν υπάρχει αντισημιτισμός σε κάποιες από τις αντιδράσεις στην πολιτική του Ισραήλ. Αλλά γιατί η γενίκευση που επιχειρείται στην απόκρουση κάθε κριτικής με το στίγμα του αντισημιτισμού δε σηκώνει απάντηση παρά με την αποκατάσταση των εννοιών. «Εγώ δεν είμαι αντισημίτης. Εσείς είστε αντισημίτες», πρέπει να λέμε στο κράτος του Ισραήλ. Γιατί πραγματικά η μόνη απάντηση είναι ότι τέτοια πολιτική σαν αυτή που ασκεί το κράτος του Ισραήλ, μόνο αν μισεί κανείς τους εβραίους μπορεί να τη σκεφτεί.
Το Ισραήλ σκοτώνει το δικό του μέλλον, το μέλλον των ανθρώπων του. Η εφημερίδα Χααρέτζ μιλάει για προϊούσα αποκτήνωση με επικράτηση ρατσιστικών ιδεών στην κοινωνία, στο στρατό, παντού. Η πιο τρανή απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι το Ισραήλ έχει μείνει με πιο πιστούς συμμάχους τη διεθνή της ακροδεξιάς. Οι κήρυκες της κυβέρνησης του Ισραήλ στο εξωτερικό είναι πρώτοι και καλύτεροι οι πιο γνωστοί αντισημίτες, ανανήψαντες πια, αναβαπτισμένοι στην κολυμπήθρα της ισλαμοφοβίας. Έχουμε και μέσα στη δική μας κυβέρνηση τέτοια παραδείγματα.
Η κριτική σε ένα κράτος δεν είναι μίσος φυλετικό για τους πολίτες του. Η διερώτηση για το εύρος ενός εγκλήματος δεν είναι αντισημιτισμός. Οι μεγαλύτεροι χορηγοί του αντισημιτισμού είναι σήμερα η κυβέρνηση του Ισραήλ.
Κλείνω με μια ερώτηση που ο ίδιος ο Fassin έσπευσε να απαντήσει: Είναι στρατευμένο αυτό το υβριδικό είδος λογοτεχνίας, ντοκουμέντου και μελέτης; Ναι, είναι στρατευμένο σε θεμελιακές αξίες και κυρίως στην αλήθεια. Είναι αποτέλεσμα μεροληψίας; Γράφει ο συγγραφέας για τους Ρομά αλλά είναι σα να γράφει και για τη Γάζα: «Από τη στιγμή που οι δικαστές, από την πλευρά τους, έχουν αποδεχθεί ευθύς εξαρχής τη μία εκδοχή των γεγονότων και έχουν απορρίψει την άλλη, το να προσδώσεις απλώς, όπως κάνω εγώ, την ίδια αξία και στις δύο εκδοχές, και επομένως να επαναφέρεις την ισορροπία της αξιοπιστίας ανάμεσά τους, τείνει να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας ενώ, στην πραγματικότητα, μαρτυρεί μία προσπάθεια αποκατάστασής της». Ποιοι είναι οι δικαστές στην περίπτωση της Γάζας; Είναι όλος ο κόσμος αλλά αν μιλήσουμε κυριολεκτικά για δικαστές, συμβαίνει το ακόμα χειρότερο: και οι δικαστές ακόμα όταν ζητάνε να διερευνήσουν το έγκλημα, κατηγορούνται για μεροληψία. Αυτό που ζούμε με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο είναι η ήττα κάθε διεθνούς θεσμικού οικοδομήματος. Μια υπέρτατη ύβρις. Μια- όπως λέει ο Fassin- ανοιχτή πληγή στην ηθική τάξη του κόσμου.