PROJECT: Οικονομική Δικαιοσύνη

PROJECT: Οικονομική Δικαιοσύνη

Κλείσιμο
Project: Οικονομική Δικαιοσύνη

Α. Tooze: Ο ιστορικός των οικονομικών κρίσεων στο Jacobin

Ο ιστορικός Adam Tooze είναι κορυφαίος ειδικός στη συζήτηση για το πώς οι οικονομικές κρίσεις έχουν ανακατασκευάσει τον σύγχρονο κόσμο. Στη συνέντευξή του στο Jacobin, εμβαθύνει στο πώς η πανδημία του Covid-19 θα μεταμορφώσει το παγκόσμιο γίγνεσθαι ακόμα πιο πολύ από το οικονομικό κραχ του 2008, εγκαινιάζοντας μια εποχή αστάθειας. Ακόμη, εξηγεί γιατί η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση μοιάζει μακρινή και αναλύει τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στην κοινωνική αλλαγή.

Δημοσιεύουμε μερικά σημεία της συνέντευξης που έδωσε τον Φεβρουάριο του ‘22 στο περιοδικό Jacobin, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις μέσα από την ανάλυσή του καθηγητή για τον τρόπο με τον οποίο αλλάζει ο κόσμος μας τις στιγμές που ο χρόνος συμπυκνώνεται και η ιστορία επιταχύνεται.

Μετάφραση κειμένου: Ειρήνη Γαϊτάνου

Σε γενικές γραμμές, πώς συγκρίνεται ο άμεσος παγκόσμιος οικονομικός αντίκτυπος του 2020 με αυτόν του 2008;

Η αρχική του επίδραση ήταν πολύ πιο άγρια, πολύ πιο δραματική και πολύ πιο εκτεταμένη. Η κατάσταση το 2008 περιγράφεται καλύτερα όχι ως μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αλλά ως βορειοατλαντική χρηματοπιστωτική κρίση. Προκάλεσε όλεθρο σε τμήματα της βορειοατλαντικής οικονομίας. Αυτό που συνέβη το 2020 ήταν κάτι εντελώς πιο συνολικό. Επηρεάστηκε αρνητικά το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Η ανεργία εκτινάχθηκε στην Ινδία σε πάνω από 20%, με βεβαιότητα. Στην Κίνα, οι αριθμοί είναι λιγότερο επιβεβαιωμένοι, αλλά δεδομένης της επισφαλούς κατάστασης του τεράστιου μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού εκεί, το 20% είναι μια λογική εκτίμηση και για την Κίνα μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου ή τις αρχές Μαρτίου. Δεν είδαμε τίποτα που να πλησιάζει σε αυτό το 2008.

Μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου, το παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα έχει μειωθεί κατά 20%. Πρόκειται για την πιο σοβαρή συρρίκνωση στην ιστορία του καπιταλισμού. Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο το 1929 ή το 1907 ή το 1893. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα στην ιστορία του καπιταλισμού που να συγκρίνεται με αυτό το σοκ.

Στη συνέχεια, όμως, αυτό που είναι εξίσου εντυπωσιακό είναι το πόσο γρήγορα ξεδιπλώθηκε, σε ένα βαθμό εξαιτίας της φύσης του σοκ, που ήταν μια σκόπιμη απόσυρση από την εργασία και την κοινωνική επαφή, και μάλιστα κυρίως εθελοντική. Σχεδόν όλα τα δεδομένα, ειδικά για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, υποδηλώνουν ότι αυτό συνέβη πριν από την ανακοίνωση των κυβερνητικών μέτρων. Δεν ήταν εθελοντική βέβαια, με την έννοια ότι δεν είχαν όλοι και όλες την ελεύθερη επιλογή να αποσυρθούν στην άνεση των καλά εξοπλισμένων σπιτιών τους και να ξεκινήσουν νέα χόμπι. Ο κόσμος όμως επέλεξε τον περιορισμό, θεωρώντας ότι – δεδομένων των συνθηκών – ήταν το πιο ασφαλές πράγμα για αυτούς/ές.

Η ανάκαμψη ήρθε σχετικά γρήγορα. Φυσικά, είχαμε την κινητοποίηση της μεγαλύτερης ενιαίας συνδυασμένης δημοσιονομικής και νομισματικής κρατικής ενίσχυσης που είχαμε δει ποτέ, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά μέσο όρο, αντικατέστησε πλήρως το εισόδημα των νοικοκυριών, ειδικά για εκείνους/ες με εισοδήματα σχετικά χαμηλού επιπέδου. Το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε, σε μια περίοδο ιστορικού σοκ στην αγορά εργασίας, λόγω της τεράστιας κλίμακας των πιστώσεων του Κογκρέσου.

Και τα δύο αυτά σημεία δημιούργησαν μια απίστευτα ασυνήθιστη κατάσταση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να επιβιώσουν, αν και η ανάκαμψη αποδεικνύεται τώρα λίγο πιο απογοητευτική από ό,τι πιστεύαμε, ενώ μετά το 2008, υπήρξε μια παρατεταμένη, και ιδιαίτερα αγωνιώδης, διαδικασία ανάκαμψης. Κατά μία έννοια, δεν επιστρέψαμε ποτέ στην αναπτυξιακή τροχιά που υπήρχε πριν από το 2008. Αλλά δεν φαίνεται να βιώνουμε κάτι τέτοιο αυτή τη φορά.

Η εμπειρία των οικονομιών σε αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος χώρες ήταν επίσης κάπως διαφορετική. Μετά το 2008, δεν επλήγησαν κατά κανένα τρόπο τόσο όσο το 2020. Στη συνέχεια, επηρεάστηκαν από τη συνεχιζόμενη άνθιση της Κίνας, η οποία διήρκεσε μέχρι το 2014, τραβώντας μαζί της και τη Βραζιλία. Αυτή τη φορά, οι οικονομίες των αναδυόμενων αγορών και οι οικονομίες χαμηλού εισοδήματος δέχτηκαν εξίσου σοβαρό πλήγμα με τις χώρες υψηλού εισοδήματος και η ανάκαμψή τους μέχρι στιγμής είναι πολύ πιο αργή. Παρόλο που, στις πλούσιες χώρες, η εισοδηματική ανισότητα πιθανότατα μειώθηκε πέρυσι — σίγουρα μειώθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τα υπέρογκα επιδόματα που δόθηκαν στους πιο προνομιούχους μέσω κρατικής ενίσχυσης – σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ανισότητες έχουν ενταθεί μετά από αυτό το σοκ.

Υπήρξαν κάποια σημεία που βρήκα ιδιαίτερα εντυπωσιακά στην προσέγγισή σας για την οικονομική κρίση. Το πρώτο ήταν ότι στα τέλη Μαρτίου, σε μια εποχή που οι περισσότεροι άνθρωποι κλονίζονταν ακόμα από τα νέα της πανδημίας, οι χρηματοπιστωτικές αγορές είχαν ήδη συμβιβαστεί μαζί της και πλέον αναζητούσαν τις πιο κερδοφόρες ευκαιρίες. Δίνετε το παράδειγμα των επενδυτών που στράφηκαν προς τη μεγαλύτερη εταιρεία κρουαζιερόπλοιων επειδή περίμεναν ότι θα ήταν η μόνη που θα επιβίωνε. Το δεύτερο σημείο ήταν ότι οι κεντρικές τράπεζες θεώρησαν πιο εύκολο να δικαιολογήσουν αυτό που έκαναν ως μέσο ενίσχυσης ακόμη και των πιο κερδοσκοπικών μορφών δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα, παρά να αναγνωρίσουν ότι υποστήριζαν κυβερνήσεις και κράτη από τα οποία εξαρτάται τελικά ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός.

Αυτή η τεράστια παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών άρχισε σοβαρά τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου. Η οικονομική κρίση ξεκίνησε πραγματικά τη Δευτέρα 9 Μαρτίου. Μέχρι τα μέσα εκείνης της εβδομάδας, οι αγορές ήταν σε τέτοια αναταραχή που οι κεντρικές τράπεζες, με επικεφαλής την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), άρχισαν να παρεμβαίνουν σε κλίμακα που δεν είχαμε ξαναδεί. Μέχρι το τέλος του μήνα, η Fed προχώρησε σε αγορές περιουσιακών στοιχείων που έφταναν τα 75 έως 80 δισ. δολάρια την ημέρα – δηλαδή ένα εκατομμύριο δολάρια ανά δευτερόλεπτο, μέρα με τη μέρα, για πολλές συνεχόμενες εβδομάδες.

Αυτό που αγόραζαν αρχικά ήταν ομόλογα του Δημοσίου των ΗΠΑ — δηλαδή κρατικό χρέος. Η Τράπεζα της Αγγλίας έκανε το ίδιο στην αγορά χρυσού, και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επίσης, ολοένα και περισσότερο. Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς: “Κάτι τέτοιο βγάζει νόημα”, σωστά; Αν ήμασταν στη δεκαετία του 1940, αυτή θα ήταν η σύνθεση που θα βλέπαμε μεταξύ αφενός της επεκτατικής κυβερνητικής πολιτικής για την καταπολέμηση του πολέμου και τη διαχείριση των συνεπειών του, και αφετέρου της συνεταιριστικής κεντρικής τράπεζας που έκανε τη δουλειά της υποστηρίζοντας τη δράση της κυβέρνησης.

Σίγουρα δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο. Οι κεντρικοί τραπεζίτες όμως, μέχρι σήμερα, θα αρνούνται ότι έκαναν κάτι τέτοιο. Θα έλεγαν ότι ναι, αγόραζαν δημόσιο χρέος, και ναι, η κυβέρνηση επρόκειτο να υλοποιήσει μια μεγάλη και γενναιόδωρη δημοσιονομική πολιτική, η οποία ήταν ακριβώς αναγκαία εκείνη τη στιγμή, αλλά όχι, τα δύο αυτά πράγματα δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Αν τους ρωτήσετε έπειτα, “Λοιπόν, γιατί αγοράζατε ομόλογα Δημοσίου και χρυσό;” η απάντηση θα ήταν “για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα”. Η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι ένας ευφημισμός για να διασφαλιστεί ότι κανένας ιδιώτης επενδυτής, όσο κερδοσκοπικός κι αν είναι, δεν θα υποστεί τόσο μεγάλες ζημίες που θα μπορούσαν να επιφέρουν κατάρρευση.

Ποιος μπορεί να υποστεί αυτές τις απώλειες; Σε αυτή την περίπτωση, τα αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία συμμετέχουν σε αρκετά περίπλοκα τεχνικά ρίσκα, όσο κινούνται τα κρατικά χρέη. Κάποιος είπε κάποτε ότι είναι σαν ένα άτομο που βγάζει τα προς το ζην μαζεύοντας μισοκαπνισμένα τσιγάρα μπροστά από έναν οδοστρωτήρα. Τα περιθώρια είναι μικροσκοπικά, αλλά αν δανειστείς αρκετά χρήματα, μπορείς να παράξεις σημαντικά κέρδη. Το πρόβλημα είναι ότι εάν στοιχηματίσεις με λάθος τρόπο, ολόκληρη η πυραμίδα της πίστωσης απειλεί να εκραγεί. Αυτό ακριβώς απέτρεπαν οι κεντρικές τράπεζες. Η κεντρική ιδέα εδώ είναι κάτι που τονίζει η Daniela Gabor, η σπουδαία κριτική οικονομολόγος της μακροοικονομικής, πιο ξεκάθαρα από οποιονδήποτε άλλον. Το κεντρικό κυβερνητικό χρέος έχει τρία πρόσωπα:

Πρώτον, είναι ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουμε να χρηματοδοτήσουμε τις κυβερνητικές δαπάνες. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνει αυτό, και το χρέος είναι ένας από αυτούς.

Δεύτερον, το δημόσιο χρέος είναι κάτι στο οποίο επενδύουν τα συνταξιοδοτικά ταμεία – ως μακροχρόνιοι επενδυτές που χρειάζονται ασφαλή περιουσιακά στοιχεία.

Στις μέρες μας όμως, τρίτον, το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται για βραχυπρόθεσμη χρηματοοικονομική κερδοσκοπία.

Ένα από τα σημεία που διαπραγματεύεται το Shutdown [ΣτΜ. το βιβλίο του Adam Tooze] είναι η προσπάθεια αποσύνδεσης αυτών των τριών λειτουργιών, δύο από τις οποίες μπορούν να θεωρηθούν δυνητικά ως μέρος της προοδευτικής πολιτικής ή της δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ η τρίτη δεν μπορεί να είναι πραγματικά.

Τι σχέση έχει αυτό με τον ιδιωτικό δανεισμό και τα κρουαζιερόπλοια; Οι επενδυτές διατηρούν το δημόσιο χρέος ως ένα είδος κουμπαρά ρευστότητας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο παίρνει κανείς γρήγορα μετρητά ενώ κερδίζει και από το επιτόκιο στην πορεία. Στην κρίση από τις 9 Μαρτίου 2020, τα ιδιωτικά κεφάλαια και το ιδιωτικό χρέος εκποιήθηκαν πάρα πολύ. Οι διαχειριστές κεφαλαίων που διαχειρίζονται τις επενδύσεις των πλουσίων δέχτηκαν αιτήματα για παροχή μετρητών, και πολύς κόσμος σήκωνε τα χρήματά του από τα επενδυτικά κεφάλαια. Όταν συμβαίνει αυτό, λειτουργεί σαν μαζικές αναλήψεις (bank run) με αποτέλεσμα οι διαχειριστές των επενδυτικών κεφαλαίων να αναζητούν άμεση ρευστότητα. Αν ξεπουλούσατε τις επενδύσεις σας σε μετοχές, θα ήταν καταστροφικό γιατί θα είχατε τεράστια απώλεια. Αυτό που έκαναν οι άνθρωποι αντ’ αυτού ήταν να πουλήσουν ομόλογα των ΗΠΑ, και αυτό ήταν που αποσταθεροποίησε την αγορά του Δημοσίου.

Όταν η Fed είδε τι γίνεται, είπε στον εαυτό της: “Εντάξει, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους θα μπορούσαμε να σταθεροποιήσουμε την αγορά ομολόγων”. Ο ένας θα ήταν να αγοράσουμε τα ομόλογα, και ο άλλος θα ήταν να προσπαθήσουμε να σταθεροποιήσουμε τις αγορές ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, γιατί εκεί ακριβώς συνέβαινε ο πανικός. Παρενέβησαν και σταθεροποίησαν και τις ιδιωτικές αγορές χρέους, με πρωτοφανείς υποσχέσεις.

Τότε, ακόμη και εταιρείες που βρίσκονταν στο περιθώριο αυτής της κρίσης, όπως οι εταιρείες κρουαζιερόπλοιων, ξαφνικά αντιλήφθηκαν τη δυνατότητα δανεισμού. Στη συνέχεια, φυσικά, το ερώτημα ήταν ποιους όρους θα μπορούσαν να κατοχυρώσουν, και ποια από αυτές τις εταιρείες φαινόταν να είναι το καλύτερο άλογο για να ποντάρουν οι ιδιώτες επενδυτές. Οι επενδυτές στοιχημάτισαν στις εταιρείες που πίστευαν ότι θα επιβιώσουν.

Προφανώς επρόκειτο να προκληθεί σοκ στο σύστημα, επομένως φαινόταν λογικό να επιλεχθούν οι εταιρείες που θα επιζούσαν από το δαρβινικό ζιζάνιο. Αυτό ξεκίνησε να συμβαίνει τον Μάρτιο, αρκετά συστηματικά. Αυτό το ονομάζω πολιτική του Φρανκενστάιν. Αντί να πρόκειται για μια δεύτερη έλευση κάποιου είδους σοσιαλδημοκρατικής, μεγάλης κυβερνητικής δημοσιονομικής μηχανής του 1940 ή του 1950, ήταν ένα παράξενο, υβριδοποιημένο τέρας του Φρανκενστάιν. Υπήρχαν στοιχεία που έμοιαζαν με τον κλασικό κεϋνσιανό παρεμβατισμό των μέσων του αιώνα, σε συνδυασμό με στοιχεία που βγήκαν κατευθείαν από τον χρηματοοικονομικό κόσμο του εικοστού πρώτου αιώνα που κατοικούμε.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι τύποι στο Reddit —οι επενδυτές που πήραν τις κρατικές ενισχύσεις και τις έριξαν στο χρηματιστήριο, γιατί εκεί μπορούσες πραγματικά να βγάλεις πολλά χρήματα. Πολλοί ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές ζητούν από τους απλούς πολίτες να έχουν λογαριασμούς κεντρικής τράπεζας. Βασικά τους έλεγαν: “Γιατί να περιμένεις; Μπορούμε να το κάνουμε αυτό για τους εαυτούς μας. Μου δίνεις μια κρατική ενίσχυση και ξέρω πού να την επενδύσω. Δεν πρόκειται να λειτουργήσω σαν ηλίθιος και να πάω να την ξοδέψω σε φτηνά κινέζικα πλαστικά πράγματα. Θα την ρίξω στο χρηματιστήριο, το οποίο υπόσχεστε ότι θα τονώσετε από την άλλη πλευρά αυτής της συμφωνίας, και θα γίνω πλούσιος με αυτόν τον τρόπο». Έκλεισαν τον βρόχο.

Πιστεύετε ότι οι επιλογές που έγιναν τελικά από τους ευρωπαίους ηγέτες, μετά από πολλά μπρος-πίσω και παρακινδυνευμένη διπλωματία, εκπροσωπούν μια σαφή και διαρκή ρήξη με την προσέγγιση που ακολουθήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης;

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι τέτοιο. Μένει ακόμα να κριθεί. Υπάρχουν δύο απόψεις πάνω σε αυτό στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που πιστεύει ότι άνοιξε μια πόρτα για ένα νέο μοντέλο το 2020, και σκοπεύουν να κρατήσουν ανοιχτή αυτήν την πόρτα.

Έπειτα, υπάρχει ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που συγκρατήθηκε από έναν συνασπισμό των λεγόμενων φειδωλών κρατών. Τώρα που το Φιλελεύθερο Kόμμα Γερμανίας (FDP) διεκδίκησε το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, αναμφίβολα θα διεκδικήσει αυτή τη θέση. Αυτό το δεύτερο κομμάτι του εκλογικού σώματος υποστηρίζει ότι οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν προσωρινές και δικαιολογούνταν μόνο από την έκτακτη κατάσταση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας έχει εδραιώσει αυτή τη θέση λέγοντας ότι η πανδημία ήταν η μόνη δυνατή δικαιολογία για το πρόγραμμα αγορών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτό είναι κάτι που θα ανακύψει στην πολιτική της Ευρώπης από το 2022, όταν σίγουρα πρόκειται να μετατραπεί σε ένα καυτό πολιτικό ζήτημα. Είναι δύσκολο να δούμε τι έχει να προσφέρει η συντηρητική θέση ως ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον της Ευρώπης. Εάν θεωρούν ότι αυτό είναι απλώς ένα έκτακτο τέχνασμα, ποιο είναι το όραμά τους για το πώς θα διαχειριστούν τα καταπονημένα και άνισα κατανεμημένα οικονομικά της Ευρώπης; Απέφυγαν να αναμετρηθούν με αυτή την ερώτηση, και την απάντησή της με συνεκτικό τρόπο. Υπάρχει σαφώς ένας δρόμος που θα οδηγήσει από το 2020 προς τη συγκρότηση μιας γνήσιας ευρωπαϊκής δημοσιονομικής ικανότητας, καθώς και στην τοποθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε θέση μιας κανονικής κεντρικής τράπεζας.

Θα επηρεαζόταν από όλα τα προβλήματα που έχουν οι κεντρικές τράπεζες σε δυναμικές, ασταθείς καπιταλιστικές οικονομίες, αλλά τουλάχιστον δεν θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει την πρόσθετη δυσκολία των περιορισμών της συνθήκης της ΕΕ. Αυτά είναι τα διακυβεύματα στην ευρωπαϊκή πολιτική για τα επόμενα δύο χρόνια.

Στο συμπέρασμα του Shutdown, προβάλλετε το επιχείρημα ότι, συνδυάζοντας όλες τις αλληλοεπικαλυπτόμενες κρίσεις τις οποίες έχετε αναλύσει, οι άνθρωποι σε μια προηγούμενη εποχή θα περίμεναν ρεαλιστικά ότι αυτό θα οδηγήσει σε επανάσταση — ίσως όχι σε κάθε χώρα, αλλά σίγουρα κάπου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι στην ημερήσια διάταξη, και κατά την άποψή σας, η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση από τις δυνάμεις της Αριστεράς μοιάζει επίσης μακρινή για διάφορους λόγους, επομένως οι κυρίαρχες φιγούρες, προς το παρόν, φαίνεται να είναι οι Βισμαρκικοί συντηρητικοί μεταρρυθμιστές — πολιτικοί ή κεντρικοί τραπεζίτες — που θέλουν τα πράγματα να αλλάξουν ώστε να παραμείνουν ίδια. Πιστεύετε ότι αυτό το σχέδιο μεταρρύθμισης από τα πάνω, που είχε την ακμή του στα μέσα του εικοστού αιώνα, μπορεί να πετύχει ελλείψει οργανωμένης πίεσης για μεταρρύθμιση από τα κάτω, ή ακόμη και της απειλής της επανάστασης;

Αυτό είναι ένα απολύτως κομβικό ερώτημα. Απευθύνεται στην καρδιά των φιλόδοξων μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων όπως το Πράσινο New Deal, το οποίο προφανώς έχει επιβιώσει, σε σημαντικό βαθμό, από την πλούσια και ενδυναμωτική ανάμνηση εκείνης της στιγμής στις δεκαετίες του 1930, του ’40 και του ’50. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο διαφορετική ήταν η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων τότε. Αυτό είναι ένα από τα κεντρικά μηνύματα του βιβλίου: να μην μπερδεύουμε τις περιστροφές και τις εξαιρετικές μηχανορραφίες της ελίτ των κεντρικών τραπεζών το 2020 με μια πολιτική όπως αυτή των μέσων του εικοστού αιώνα. Μπορεί να έχει τη μορφή, και μπορεί ακόμη και να εκτελεί τη λειτουργία αυτού του είδους της πολιτικής, αλλά δεν έχει την ουσία, επειδή η ισορροπία των ταξικών δυνάμεων είναι τόσο διαφορετική. Στην πραγματικότητα, η προϋπόθεση της δυνατότητας για μια τέτοια δραματική δράση της κεντρικής τράπεζας είναι ακριβώς η έλλειψη φόβου τους.

Άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο οι κεντρικές τράπεζες έγιναν ανεξάρτητες και προγραμματίστηκαν με συντηρητικό τρόπο τη δεκαετία του 1980 ήταν λόγω της ταξικής αμφισβήτησης και της πιθανότητας ο πληθωρισμός να μετατραπεί σε μια ξέφρενη διαδικασία πάλης για την αναδιανομή. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί κίνδυνο σήμερα, κάτι που τους απελευθερώνει.

Σκεπτόμενος την ερώτησή σας, είναι σημαντικό να διακρίνουμε τον ισχυρισμό ότι η αλλαγή και η μεταρρύθμιση μπορούν να συμβούν μόνο εάν καθοδηγούνται από κοινωνικές δυνάμεις από κάτω προς τα πάνω, από τον ισχυρισμό ότι η αλλαγή μπορεί να συμβεί μόνο εάν καθοδηγείται από κοινωνικές δυνάμεις. Πρέπει να αναμετρηθούμε με την πιθανότητα η αλλαγή να μπορεί να καθοδηγηθεί από άλλους τύπους συνασπισμών κοινωνικών δυνάμεων. Το λέω εν μέρει έχοντας διαβάσει τα λαμπρά δοκίμια της Melinda Cooper σχετικά με τις συντηρητικές δημοσιονομικές αντιδράσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1970. Η ίδια υποστηρίζει ότι είναι λάθος να σκεφτόμαστε τον νεοφιλελευθερισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την περίοδο απλώς ως μια αντιδημοκρατική δύναμη, επειδή ένας από τους βασικούς μηχανισμούς του ήταν η μαζική κινητοποίηση της μεσαίας τάξης που κατείχε ιδιοκτησία, ιδίως στην Καλιφόρνια, όπου υπερψήφισαν μια ισοσκελισμένη τροπολογία προϋπολογισμού.

Αυτό το είδος Βισμαρκικής πολιτικής δεν στερείται κινητοποίησης κοινωνικών δυνάμεων. Αντίθετα, ο ίδιος ο Ότο φον Μπίσμαρκ ένιωθε ότι είχε συγκεντρώσει έναν ταξικό συνασπισμό που ήταν αρκετά ισχυρός, που αποτελούνταν αφενός από την αγροτιά και αφετέρου από εθνικιστικές αστικές ομάδες, και με τον οποίο μπορούσε να υπερκεράσει τους αριστερούς φιλελεύθερους, και την ίδια στιγμή, να συμπεριλάβει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στην αναδυόμενη γερμανική εργατική τάξη.

Το ερώτημα πραγματικά – και θεωρώ ότι αυτός είναι ο χώρος όπου γίνεται αντιληπτή κάθε εποικοδομητική μεταρρυθμιστική πολιτική κεντρίστικου τύπου – είναι: Ποιος είναι αυτός ο κοινωνικός συνασπισμός; Ο συνασπισμός του Μπάιντεν έχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση και μένει στα προάστια. Τι μπορείς να κάνεις με αυτό; Μπορεί να μην είναι, σε καμία περίπτωση, μια ριζοσπαστική πολιτική. Είναι απίθανο να είναι μια ισχυρά αναδιανεμητική πολιτική. Το ερώτημα είναι, με έναν πιο ανοιχτό τρόπο, δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε και των τεχνοκρατικών μέσων που έχουμε στη διάθεσή μας, ποιοι συνδυασμοί μπορούν να προκύψουν από διάφορους ταξικούς συνασπισμούς και εργαλεία για την αντιμετώπιση του φάσματος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε;

Αυτός είναι ο χώρος μέσα στον οποίο ελισσόμαστε, αντί για μια απλή επιλογή μεταξύ του από τα πάνω και από τα κάτω, τεχνοκρατίας έναντι του μαζικού κινήματος. Κατεξοχήν στον χώρο του κλίματος, αυτό είναι το παιχνίδι που παίζεται ζωντανά τώρα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Πώς μπορεί να συγκεντρωθεί ένας συνασπισμός που θα λειτουργεί πολιτικά, θα λειτουργεί οικονομικά και θα προσφέρει τις απαραίτητες μειώσεις διοξειδίου του άνθρακα, για κάποιον διαφορετικό λόγο από ένα απολύτως καταστροφικό σενάριο;

Δεν περιορίζεται κάτι τέτοιο σε αυτό το απλό ζήτημα της μεταρρύθμισης από τα πάνω έναντι της πίεσης από τα κάτω ή της μεταρρύθμισης έναντι της επαναστατικής απειλής. Η πίεση μπορεί να προέλθει από τη μέση ή “πλαγίως” στο κοινωνικό σύστημα. Και υπάρχουν πολιτικές προκλήσεις πολύ πιο ρεαλιστικές από την απομακρυσμένη προοπτική της επανάστασης που μπορεί να επιδράσει στην πραγματική αλλαγή. Ίσως μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι το πιο επείγον ερώτημα είναι πώς θα οικοδομήσουμε έναν κοινωνικό συνασπισμό ικανό να μετασχηματίσει την καταπολέμηση της κρίσης σε μια μακροπρόθεσμη μεταρρυθμιστική πολιτική.

Πολιτική Cookies