Οι ρίζες της ραπ και της χιπ χοπ κουλτούρας εντοπίζονται στα μέσα της δεκαετίας του 70 στις γειτονιές του Μπρονξ και του Χαρλεμ. Γεννιέται στους κόλπους της αφροαμερικάνικης κοινότητας με ισχυρά πολιτικά νοήματα και βιωματικό τόνο. Στην Ελλάδα, η ραπ εμφανίζεται την δεκαετία του ‘80, έχει χαρακτηριστικά ρεύματος υπο-κουλτούρας, έχει συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας, συγκεκριμένη μορφολογία και πολιτισμικές αναφορές.
Με την πάροδο των χρόνων η ραπ σκηνή άλλαξε αρκετά, χωρίς ωστόσο, να απομακρύνεται εντελώς από τα αρχικά της περιεχόμενα. Την τελευταίο δεκαετία αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά είδη ειδικά στη νέα γενιά και συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος.
Η παρούσα έρευνα, μακριά από λογικές δαιμονοποίησης ή εξιδανίκευσης, επιδιώκει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική καταγραφή και κατανόηση της δυναμικής της ραπ μουσικής στη gen z και της επίδρασης που ασκεί στην πολιτικοποίηση της, στη συγκρότηση της ταυτότητας, στη διαμόρφωση θέσεων και αναπαραστάσεων.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Μάιο του 2025.
Project Coordinator έιναι η Μαρία Λούκα. maria.louka@eteron.org

Η «άφιξη» της τραπ μουσικής στην Ελλάδα συνοδεύτηκε από το βουητό επικριτικών αντιδράσεων που την καταδικάζουν ως συνώνυμο της εγκληματικότητας,αμφισβητώντας μέχρι και την αξία της ως μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Άν μάλιστα προσθέσουμε στο κατηγορητήριο κατά της τραπ την απόφαση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου να καλέσει σε ακρόαση τρεις δημοφιλείς εκπροσώπους της, τότε η κακή φήμη της τραπ μουσικής ως τεκμήριο βίας, μίσους και ηθικής διαφθοράς εδραιώνεται. Κάπως έτσι λοιπόν, μαθαίνουμε ότι ένα νεοαφιχθέν παρακλάδι της ραπ μουσικής προκαλεί ένα ωστικό κύμα βίας που παρασύρει «την νεολαία» στην παραβατικότητα ανοίγοντας τον δρόμο σε διαδικασίες δίωξης, απαγόρευσης και λογοκρισίας
Σύμφωνα με αυτό το αφήγημα, η παραβατική συμπεριφορά, η εγκληματικότητα και η βία δεν προυπάρχουν στις δομές, τους θεσμούς και στις σχέσεις κοινωνιών που (ανα)παράγουν την ανισότητα, τον ρατσισμό, τον μισογυνισμό, την τρανσφοβία, τη μισαναπηρία, τον μιλιταρισμό και την κρατική βία. Εμφανίζονται ξαφνικά με τις επιθετικές ρίμες, την «μάτσο» πόζα και τo «χλιδαίo» lifestyle, που ούτε προωθούνται από τη μουσική βιομηχανία, ούτε διαφημίζονται από τα μίντια, ούτε και «πουλάνε» στην κοινωνία του θεάματος,της υπερκατανάλωσης και του (νεο)πλουτισμού. Όλοι γνωρίζουμε άλλωστε πως η ιδεολογία της πατριαρχικής, καπιταλιστικής κουλτούρας απουσιάζει πλήρως από την υψηλή τέχνη, τα σχολικά εγχειρίδια, τα θρησκευτικά διδάγματα, την οικογενειακή εστία και την πολιτική αρένα. Είναι απολύτως λογικό, και καθόλου υποκριτικό λοιπόν, να αποδοκιμάζουμε στην τραπ ό,τι αποδεχόμαστε (και δικαιολογούμε;) ως κανονικό, αποδεκτό και δεδομένο σε άλλες πτυχές της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής. Και κάπως έτσι καταδικάζουμε την έκφραση (κοσμο)αντιλήψεων, συμπεριφορών και πράξεων που κατακρίνουμε ως απαράδεκτες και κακοήθεις, αδιαφορώντας για την πηγή προέλευσης τους και παραβλέποντας τις ιδεολογικές και ιστορικές τους ρίζες.
Προσεγγίζοντας την βία στην (τ)ραπ με την ηθικοπλαστική επιχειρηματολογία που σατιρίζεται στις προηγούμενες παραγράφους, απαγορεύουμε στους εαυτούς μας να αναρωτηθούμε τι ακριβώς προσβάλει και απειλεί η θεματολογία και η εικονοποιία της τραπ, εκτός από το να προβάλλει ήθη, πρακτικές, τρόπους και φιλοσοφίες ζωής που είτε συγκαλύπτονται και διακοσμούνται, είτε επιτρέπονται και δικαιολογούνται. Πάντως δεν απορρίπτονται εξ’ όλοκλήρου, δεν ποινικοποιούνται συλλήβδην και όταν τιμωρούνται, δεν αναζητούμε «τις ρίζες του κακού» στον τύπο μουσικής που ακούνε όσοι καταδικάζονται για ποινικά αδικήματα. Επομένως, η απόπειρα «δολοφονίας χαρακτήρα» κατά του «κακού παιδιού» της ραπ περνάει απαρατήρητη, όσο αποφεύγουμε να αναρωτηθούμε γιατί στοχοποιείται τόσο επιλεκτικά.
Ευτυχώς απαντήσεις σε αυτή την ηθική σπαζοκεφαλιά υπάρχουν αλλά επιφυλάσσουν δυσάρεστα νέα για όσους επιμένουν πως φταίει η ίδια η τραπ για την ποινικοποίηση της, και απαιτούν εξοικείωση με την ιστορία της ποινικοποίησης της μαύρης/Αφροδιασπορικής μουσικής, αιώνες πριν ενοχοποιηθεί η ραπ κουλτούρα. Αν και δεν θα ιχνηλατήσουμε την αστυνόμευση μαύρων μουσικών από την εποχή της αποικιοκρατικής σκλαβιάς μέχρι σήμερα, θα σταθούμε σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα που αποκαλύπτει τις ιδεολογικές διεργασίες που τόσο εύκολα μετατρέπουν είδη (μαύρης) μουσικής σε τεκμήρια ενοχής. Ας φέρουμε στο νού μας το calypso από το Τρινιντάντ που (στερεο)τυπικά συνδέουμε με ζωηρούς χορευτικούς ρυθμούς, χαρούμενες μελωδίες και παιχνιδιάρικους/«πιπεράτους» στίχους. Τι σχέση θα μπορούσε να έχει ένα τόσο ανέμελο είδος μουσικής με τη βία;
Στην αποικιοκρατική συνείδηση της Μεγάλης Βρετανίας που επέβαλε την εδαφική και πολιτική της κυριαρχία στο Τρινιντάντ μέχρι το 1962, το calypso φάνταζε ως απειλή που έπρεπε να αστυνομεύεται αφού κριτίκαρε και σατίριζε το Στέμμα, εμψυχώνοντας το ηθικό των αποικιοκρατούμενων Τρινινταντιανών (Trinidadians) με κίνδυνο εξεγέρσεων εναντίον της διακυβέρνησης του νησιού από την Βρετανική αυτοκρατορία. Οι φόβοι των άπληστων αποικιοκρατών θα επιβεβαιώνονταν φυσικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εξεγέρσεις του 1881 και του 1891, όπου μασκαράδες στο Καρναβάλι του Τρινιντάντ συγκρούονται με την αστυνομία, κατόπιν απόφασης των αρχών να αντιμετωπίσουν μουσικούς ως «εγκληματίες». Μερικά χρόνια μετά, θα απαγορευτούν χοροί που συνοδεύονται από αφρικανικά κρουστά ως «χυδαία» μορφή έκφρασης, αν και παρόμοιες απαγορεύσεις ισχύουν στο νησί ήδη από το 1798, συνοδεία άλλων μέτρων που υποχρέωναν τους Τρινινταντιανούς να πάρουν άδεια από την αστυνομία για να παίζουν μουσική, να χορεύουν και να διασκεδάζουν μετά τις 8 το βράδυ. Παρόμοιες πρακτικές συνεχίζονται και τον 20ο αιώνα, όπου τη δεκαετία του 1930 δημιουργείται σχετική νομοθεσία (όπως η Theatres and Dance Halls Ordinance του 1934) που λογοκρίνει και απαγορεύει δίσκους calypso μουσικής, ενώ υποχρεώνει μουσικούς και τραγουδιστές να εμφανίζονται με ειδική άδεια από την αστυνομία. Υποχρεώνονται μάλιστα να υποβάλλουν τα τραγούδια τους για έλεγχο στο αστυνομικό τμήμα πρωτού τα παρουσιάσουν μπροστά στο κοινό.
Τι σχέση όμως έχει η φίμωση του calypso με την ποινικοποίηση της τραπ σήμερα; Απολύτως καμία, εκτός από το γεγονός ότι τόσο το calypso όσο και συγγενή είδη της τραπ όπως το drill αστυνομεύονται με παρόμοιο τρόπο. O θρυλικός «καλυψωδός» (calypsonian) Atilla the Hun στο Banning of the Records, κριτίκαρε την απαγόρευση δίσκων calypso το 1938 ως εξής:
Imagine our records being banned from entering in our native land.
That they are obscene I must deny, but all things look yellow to the jaundiced eye.
I think they’re ungenerous to attempt to take our music from us
Οχτώ δεκαετίες αργότερα, το ραπ δίδυμο Krept & Konan από το Λονδίνο θα εκφράσει την ίδια ακριβώς ανησυχία στο κομμάτι Ban Drill:
They took my videos down, said it’s too violent
I can’t do a show, it’s getting stopped by Trident 1
It’s slowing down my income, they’re tryna ban drill
Τα κατασταλτικά μέτρα που περιγράφουν ο Krept και ο Konan υποχρεώνουν ράπερ να ενημερώνουν την αστυνομία 24 ώρες πριν αναρτήσουν κομμάτιασε οποιαδήποτε πλατφόρμα και 48 ώρες πριν από οποιαδήποτε ζωντανή εμφάνιση. Ακριβώς όπως και οι «καλυψωδοί» έπρεπε να καταθέσουν τους στίχους τους για έγκριση από την αστυνομία. Ο Krept και ο Konan επίσης κριτικάρουν την συστηματική διαγραφή κομματιών από το YouTube και από ραδιοφωνικές λίστες τραγουδιών, όπως και ο Atilla the Hun διαμαρτυρόταν για την απαγόρευση δίσκων calypso. Αφού τόσο το «σκανταλιάρικο» αλλά άκακο και «αθώο» calypso όσο και το επικίνδυνο drill αστυνομεύονται με πανομοιότυπο τρόπο, τι συμπέρασμα βγάζουμε για την κριτική που ασκείται στην τραπ; Αν μόνο ένα από τα δύο είδη θεωρείται βίαιο, πως γίνεται να ποινικοποιούνται και τα δύο;
Όσοι διαφωνούν θα σπεύσουν να επισημάνουν ότι δεν γίνεται να συγκρίνουμε την εποχή της αποικιοκρατίας με το σήμερα, ότι η ελληνική τραπ και το βρετανικό drill δεν είναι το ίδιο πράγμα, ότι διαφέρει ο έλεγχος που γίνεται από το ΕΣΡ στους τράπερ από την αστυνόμευση του drill στην Αγγλία, και ότι η τραπ στην Ελλάδα δεν στοχοποιείται για φυλετικούς/ρατσιστικούς λόγους, αφού οι περισσότεροι (τ)ράπερ είναι λευκοί. Κι όμως, το αποικιοκρατικό παρελθόν αφήνει τα ιδεολογικά του ίχνη του στο παρόν(όπως μας υπενθυμίζουν ο Aimé Césaire, η Hannah Arendt, o Michel Foucault και η πιο σύγχρονη βιβλιογραφία),η ελληνική τραπ δανείζεται από το βρετανικό drill παρά τις διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη και τις δύο χώρες (βλέπε, η μάλλον άκου,το Kennington Where it Started των Harlem Spartans και Το Δώρο του Ricta) και ένα είδος μαύρης μουσικής όπως η (τ)ραπ δεν σταματάει να στοχοποιείται για φυλετικούς/ρατσιστικούς λόγους επειδή υιοθετείται από λευκούς ράπερ.
Η Ελλάδα μπορεί να μην έχει αποικιοκρατικό παρελθόν εκτός από τα «αρχαία χρόνια». Συμμετέχει όμως ενεργά στο αφήγημα που θεωρεί τη Δύση «πηγή φωτός» που αναδύεται μέσα από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Δεν χρειάζεται λοιπόν να έχει αποιοκιοκρατικό παρελθόν για να αναπαράγει αποικιοκρατικές λογικές και πολιτικές. Αρκεί να επικαλεστεί τον στενό δεσμό της με τη Δύση ως διαπιστευτήριο υπεροχής που την κάνουν να διαφέρει από «κατώτερους» πληθυσμούς και πολιτισμούς που άλλωστε ανήκουν στον «Τρίτο κόσμο». Το ίδιο ισχύει και με τους επίορκους ράπερ των οποίων η καλλιτεχνική έκφραση αστυνομεύεται ρατσιστικά και ας είναι λευκοί. Αυτό που αστυνομεύεται δεν είναι το φυλετικό τους στάτους, αλλά η συμμετοχή τους σε ένα ρατσιστικά ποινικοποιημένο μουσικό είδος. Εκεί που το «λευκό τους προνόμιο» θα μπορούσε να τους προστατεύσει, η προσήλωση τους σε ένα παρακλάδι μαύρης μουσικής τους στοχοποιεί ως παραστρατημένους εγκληματίες. Κι εκεί που ενδεχομένως νομίζαμε πως οι κατηγορίες που εξαπολύονται κατά του τραπ στην Ελλάδα είναι σημείο των καιρών, αντιλαμβανόμαστε πως οφείλουμε να τις αντιμετωπίσουμε ως διαχρονικό πρόβλημα με ιστορικές ρίζες που τροφοδοτούνται από ιδεολογίες και πολιτικές που διατηρούν την ισχύ τους,κι ας αλλάζουν μορφή.
Μπορεί αυτή η ερμηνεία να φαντάζει υπερβολική. Πόσο πειστικός όμως είναι ο αντίλογος (ότ)αν βασίζεται στο επιχείρημα πως όταν ποινικοποιείται η (τ)ραπ μουσική, αυτό που ποινικοποιείται είναι η αντίθεση μιας κοινωνίας απέναντι σε αντιλήψεις, συμπεριφορές και μηνύματα που προσβάλλουν τις ηθικές της αρχές; Αν κάτι τέτοιο όντως ισχύει θα έπρεπε να δεχτούμε πως ένα μουσικό είδος έχει τη δύναμη να δημιουργεί συνθήκες ηθικής παρακμής και βίας που απουσιάζουν από την κοινωνία στην οποία εμφανίζεται. Θα έπρεπε επίσης να ισχυριστούμε πως ό,τι καταλογίζουμε στην (τ)ραπ εκλείπει σε άλλες μορφές τέχνης, πώς μόνο η τραπ έχει τη δύναμη να επηρεάζει «τη νεολαία», ή πως η τραπ επηρεάζει «τη νεολαία» περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό ερέθισμα.
Για να ισχύει κάτι τέτοιο θα πρέπει να επιμείνουμε πως η (τ)ραπ ευθύνεται για την τοξική αρρενωπότητα, τον καθημερινό σεξισμό και μισογυνισμό και όχι η ιδεολογική σκιά της πατριαρχίας στην οικογένεια, στην παιδεία και στο δημόσιο λόγο. Θα έπρεπε να φταίει η (τ)ραπ για την προώθηση του υλισμού και όχι η κουλτούρα του lifestyle και της «γκλαμουριάς» στα πρωινάδικα, στον Τύπο, στις διαφημίσεις, στα ειδησεογραφικά δελτία, στη μόδα, στα «σόσιαλ» και στην εργασιακή ένδυση. Θα πρέπει η (τ)ραπ να καλλιεργεί παραβατικές συνειδήσεις και όχι η πολιτική και θεσμική διαφθορά, τα ρουσφέτια, το «λάδωμα», η αυθαιρεσία και η ατιμωρησία. Θα πρέπει η (τ)ραπ να να κανονικοποιεί τη βία, όχι η αστυνομική θηριωδία, η απάνθρωπη μεταναστευτική πολιτική που πνίγει ανθρώπους στο Αιγαίο, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ή ο «πολιτικός πολιτισμός»που μέχρι πρόσφατα έδινε βήμα σε νεοναζί φασιστικές οργανώσεις. Ή θα έπρεπε απλώς να παραδεχτούμε πως εστιάζουμε στην (τ)ραπ επειδή αδυνατούμε ή δεν θέλουμε να κάνουμε κάτι για όλα τα παραπάνω. Μια τέτοια λογική όμως, μας διαπαιδαγωγεί στην υποκρισία, την ψευδαίσθηση, την εθελοτυφλία και την ηθελημένη άγνοια.
Δεν χρειάζεται να μας αρέσει η (τ)ραπ για να μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως (προ)δικάζεται επιλεκτικά και άδικα με αυταρχικές πρακτικές που μπορεί να μην συγκρίνονται ακόμα με άλλες χώρες όπως η Αμερική και η Μεγάλη Βρετανία, αλλά ακολουθούν τον ίδιο δρόμο. Ούτε είναι αντιφατικό να διαφωνεί κανείς με την ποινικοποίηση της (τ)ραπ και με το βίαιο, μισογυνικό, αντιδραστικό,εμπορευματοποιημένο και επιφανειακό περιεχόμενο της. Ολόκληρες γενιές ράπερ, φαν και ερευνητών του είδους,κριτικάρουν και απορρίπτουν τέτοιες λογικές χωρίς να παραγνωρίζουν πως η ραπ μουσική δεν είναι μόνο οι φτηνιάρικες, προσβλητικές και εμπορευματοποιημένες εκδοχές της. Ακόμα και αν αποποιούμαστε ό,τι μας απωθεί στη μουσική που αγαπάμε, δεν σημαίνει πως υποστηρίζουμε την αστυνόμευση της. Μακάρι και ο δημόσιος διάλογος γύρω από την ραπ να έδειχνε αντίστοιχα σημάδια ωριμότητας.
Θα μπορούσαμε έτσι να παραδεχτούμε πως αυτό που προσβάλλει τους ηθικολόγους επικριτές της ραπ δεν είναι παρά το μέσο και ο τρόπος έκφρασης μιας πραγματικότητας που μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα και ενοχικά.Κατηγορούμε τον καθρέφτη κι όχι αυτό που καθρεφτίζεται. Και κάπως έτσι προσποιούμαστε πως όταν ποινικοποιείται η (τ)ραπ προστατεύεται η ηθική ακεραιότητα της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα θωρακίζεται απλώς ένας μηχανισμός άμυνας που μας επιτρέπει να στρουθοκαμηλίζουμε,για να θεμελιώσουμε τις κατηγορίες μας εναντίον ενός μουσικού είδους που θυσιάζουμε ως εξιλαστήριο θύμα στον βωμό της «δικαιοσύνης».
Ο (δρ.) Λάμπρος Φάτσης εργάζεται ως Επίκουρος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο City St George’s, University of London με εξειδίκευση στην αστυνόμευση της μαύρης/Αφροδιασπορικής μουσικής. Είναι ιδρυτικό μέλος των ομάδων Prosecuting Rap και Art Not Evidence και εμπειρογνώμων για την υπεράσπιση,σε πολυάριθμες δικαστικές υποθέσεις που αφορούν επαγγελματίες και ερασιτέχνες ράπερ. Τοτελευταίο του βιβλίο πάνω στο θέμα, Policing the Beats: Black Music, Racism and Criminal Injustice, θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2026.