Μετάφραση: Ζωή Άρτεμις Αθανασοπούλου
Μελανσόν, Λεπέν ή Μακρόν; Πώς ψήφισαν οι Γαλλίδες και οι Γάλλοι στις μητροπόλεις και πώς στα χωριά; Τι επέλεξαν τα στελέχη επιχειρήσεων και τι οι μισθωτοί και οι εργάτες; Ο Ροζέ Μαρτελί αναλύει ενδελεχώς τα δεδομένα του πρώτου γύρου ώστε να αναδειχθούν με περισσότερη σαφήνεια οι δυναμικές και η πολυπλοκότητα των χωρικών και των κοινωνικών στεγανών.
Οι αναλύσεις που ακολουθούν είναι βασισμένες σε δεδομένα περισσοτέρων από 24.600 Δήμων/ Κοινοτήτων, σχεδόν του συνόλου, δηλαδή, της μητροπολιτικής Γαλλίας. Αφορούν, δε, τις προεδρικές εκλογές του 2017 και του 2022 και το δημογραφικό προφίλ των Δήμων/ κοινοτήτων, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών (INSEE) (απογραφή 2017).
* * *
Η κατανομή των ψήφων ανάλογα με το μέγεθος του Δήμου/ Κοινότητας επιβεβαιώνει και ξεκαθαρίζει την εικόνα που είχαμε δει και στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές. Ο Ζαν-Λουκ Μελανσόν κι ο Εμανουέλ Μακρόν καταγράφουν μεγαλύτερα ποσοστά στις τρεις πρώτες κατηγορίες (πόλεις άνω των 50.000 κατοίκων) όπου και συγκεντρώνεται το 32% του μητροπολιτικού πληθυσμού. Σε αυτές τις τρεις κατηγορίες, ο Μελανσόν προηγείται με σχεδόν 30%, ενώ ο Μακρόν είναι λίγο πάνω από το 28%. Η Μαρίν Λεπέν είναι πολύ πίσω στις πόλεις με περισσότερους από 30.000 κατοίκους, όπου καταλαμβάνει μόλις το 15,5% των ψήφων.
Αντιθέτως, κυριαρχεί στις τρεις κατηγορίες Δήμων με λιγότερους από 5.000 κατοίκους, που ωστόσο συγκεντρώνουν κάτι παραπάνω από το 38% του μητροπολιτικού πληθυσμού. Λαμβάνει το 29% των ψήφων, απομακρύνοντας έτσι τον Μακρόν (26,3%) κι επισκιάζει τον Μελανσόν (16,3%) στους Δήμους με λιγότερους από 3.500 κατοίκους (που αποτελούν το ένα τρίτο του μητροπολιτικού πληθυσμού).
Η Αριστερά καθώς φαίνεται υπερ-εκπροσωπείται στις μητροπολιτικές περιοχές (+3,4% έως +6,4%), ενώ το ίδιο ισχύει για την Ακροδεξιά, και μάλιστα σε παρόμοια ποσοστά, αλλά στο εσωτερικό της Γαλλίας, στις μικρές κοινότητες.
Η εξέλιξη της ψήφου υπέρ του Μακρόν είναι η πιο ισορροπημένη: Ο επανεκλεγείς Πρόεδρος δείχνει να βελτιώνει τα ποσοστά του σε Δήμους και Κοινότητες κάθε τύπου (εκτός από το Σεν-Σαιν-Ντενί) και κυρίως σε αυτές με λιγότερους από 10.000 κατοίκους. Αυτή η διαπίστωση συνάδει και με τις εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο: Ο Μακρόν ανεβαίνει σε περιοχές όπου παραδοσιακά επικρατεί η Δεξιά, και ιδίως στην Δυτική Γαλλία και την Αλσατία.
Τα καλά ποσοστά του Μακρόν, ωστόσο, δεν αποσοβούν τη βαθιά μελαγχολία της παραδοσιακής Δεξιάς. Χάνει λίγο περισσότερο από 9 μονάδες στο σύνολο της μητροπολιτικής Γαλλίας και το ποσοστό είναι ακόμα μεγαλύτερο σε πόλεις με περισσότερους από 20.000 κατοίκους, όπου η μείωση του ποσοστού των ψήφων για τη Δεξιά είναι της τάξης του 10-14%. Εκεί, περισσότερο από ό,τι σε άλλους Δήμους, η Δεξιά δέχεται ισχυρό πλήγμα στο σύνολό της. Πράγματι, η κατάρρευση των Ρεπουμπλικάνων δεν καταλαγιάζεται ούτε από την εξέλιξη του μακρονισμού, ούτε από την σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς που ανέβηκε κατά 5 μονάδες κατά μέσο όρο στις πόλεις με περισσότερους από 30.000 κατοίκους.
Παρότι δεν κατάφερε να παραμείνει σχετικός (είναι ο μόνος που ξεπέρασε το 5% εκτός από τους κορυφαίους τρεις), ο Ερίκ Ζεμούρ μπόρεσε να προσελκύσει στην Ακροδεξιά μέρος των ψηφοφόρων της παραδοσιακής Δεξιάς. Άτομα που ως τώρα αντιτίθονταν στην Εθνική Συσπείρωση, καθώς την θεωρούσαν πολύ λαϊκή κι όχι επαρκώς οικονομικά φιλελεύθερη.
Συνολικά, τα νέα είναι καλά για την Ακροδεξιά: όπως κι ο μακρονισμός, έτσι κι αυτή προχωράει με πάνω-κάτω ομοιόμορφο τρόπο σε όλους τους Δήμους/ κοινότητες. Αυτό το καλό αποτέλεσμα δεν οφείλεται αποκλειστικά στη δυναμική των ψηφοφόρων της Λεπέν. Τα ποσοστά του Ζεμούρ άλλωστε αυξάνονται όσο πηγαίνουμε σε πόλεις με μεγαλύτερο πληθυσμό. Στις κοινότητες που έχουν λιγότερους από 5.000 κατοίκους, ωστόσο, η πορεία της ψήφου της Ακροδεξιάς οφείλεται κατά το ήμισυ ή και παραπάνω στην πορεία του απρόσμενου πολιτικού αντιπάλου.
Οι περιφερειακές εξελίξεις επιβεβαιώνουν αυτήν την τάση: Αν κι η Λεπέν έχει διεισδύσει σε κάποια “κάστρα” της παλιάς Δεξιάς, χάνει έδαφος στις πολύ μεγάλες πόλεις, κάτι που διαφαίνεται από τα μικρά της ποσοστά στην περιφέρεια της Μεσογείου και την περιοχή του Παρισιού (Ιλ-ντε-Φρανς) και πιο συγκεκριμένα το Σεν-Σαιν-Ντενί.
Μπορεί ο Μακρόν και η Λεπέν να έχουν μια σχεδόν ομοιόμορφη πορεία στις διαφορετικές κοινότητες και νομούς, δεν ισχύει το ίδιο ωστόσο και για τον Μελανσόν. Η συνολική του άνοδος (+2% στο σύνολο της γαλλικής επικράτειας) φανερώνει ισχυρές ανισότητες. Τα θετικά ισοζύγια σε σχέση με τα αποτελέσματα των εκλογών του 2017, μειώνονται συστηματικά όταν μειώνεται και το μέγεθος των εξεταζόμενων Δήμων/ Κοινοτήτων.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδος του Μελανσόν προκύπτει στις υπερπόντιες περιοχές της Γαλλίας (όπου διπλασιάζει το ρεύμα υπέρ του και βλέπουμε αύξηση κατά 20 μονάδες) και στα μεγάλα αστικά κέντρα (έχει άνοδο κατά 8 μονάδες σε πόλεις άνω των 100.000 κατοίκων και 6,8% σε πόλεις με πληθυσμό μεταξύ 50.000 και 100.000).
Αντίθετα, τα ποσοστά του συρρικνώνονται όλο και περισσότερο σε κοινότητες με λιγότερο από 3.500 κατοίκους. Στην πρώτη περίπτωση, προηγείται του υποψήφιου του Κομμουνιστικού Κόμματος και ισοσταθμίζει τον ανταγωνισμό μαζί του με ένα πλεόνασμα κινητοποίησης κυρίως των νέων ψηφοφόρων. Αντίθετα, στις μικρότερες κοινότητες, ο ανταγωνισμός μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας (PCF) και του Κόμματος “Ανυπόταχτη Γαλλία” (La France Insoumise – LFI), δεν επέτρεψε στον Μελανσόν να φτάσει τα ποσοστά που είχε το 2017. Στον πίνακα με τις περιφερειακές εξελίξεις που παραθέσαμε παραπάνω, είδαμε την εντυπωσιακή του άνοδο στους Δήμους του Ιλ-ντε-Φρανς, οι οποίοι παραδοσιακά έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης στο PCF, αλλά και την συντριβή του σε λιγότερο αστικές και βιομηχανικές περιοχές.
Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν το βράδυ και την επομένη του πρώτου γύρου των γαλλικών εκλογών μάς δίνουν κάποια πρώτα ενδεικτικά στοιχεία για το κοινωνιολογικό προφίλ των ψήφων του εν λόγω γύρου. Βέβαια, οι εκτιμήσεις της κάθε εταιρείας δημοσκοπήσεων ποικίλουν. Συνολικά βλέπουμε τους/τις δημοσίους υπαλλήλους και τα μεσαία στρώματα να ψηφίζουν μια μάλλον ομοιογενή Αριστερά, τα ανώτερα στελέχη και τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις να ψηφίζουν Δεξιά, και την Ακροδεξιά να είναι ριζωμένη στα πιο λαϊκά στρώματα, αγγίζοντας την πλειοψηφία των υπαλλήλων και κυρίως των εργατών/εργατριών.
Προκειμένου να εξακριβώσουμε κατά πόσο οι πληροφορίες αυτές είναι σχετικές, τις αντιπαραβάλαμε με τα κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών (INSEE). Τα κατατάξαμε ανάλογα με την κοινωνική σημασία των τριών κατηγοριών (επαγγέλματα ενδιάμεσης βαθμίδας, υπάλληλοι και εργάτες/εργάτριες). Για κάθε ομάδα, σημειώσαμε τα ποσοστά του Μακρόν, της Λεπέν και του Μελανσόν.
Η Μαρίν Λεπέν προηγείται ξεκάθαρα στους Δήμους, όπου το ποσοστό εργατών/ εργατριών είναι μεγαλύτερο από 30% (33,5% κατά μέσο όρο), ο Εμανουέλ Μακρόν υπερισχύει (32% κατά μέσο όρο) σε Δήμους, όπου οι εργάτες αποτελούν λιγότερο από το ένα πέμπτο των ενεργών ψηφοφόρων και οι δύο πρωταγωνιστές ισοβαθμούν (26%) στο κομμάτι 25-30%. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο Ζαν-Λουκ Μελανσόν βρίσκεται πίσω τους. Το καλύτερο ποσοστό του (22,8%) το παίρνει στο κομμάτι 10-20%, όπου το σύνολο εργατών/εργατριών και υπαλλήλων είναι πάνω από 60%.
Στους Δήμους όπου οι ενεργές και ενεργοί υπάλληλοι αποτελούν πλειοψηφία και όπου το σύνολο των εργατών/εργατριών και των υπαλλήλων ξεπερνά τα δύο τρίτα του πληθυσμού, το προβάδισμα το έχει και πάλι η Λεπέν. Ο Μακρόν κερδίζει την ακροδεξιά αντίπαλό του στους Δήμους όπου το ποσοστό υπαλλήλων κυμαίνεται στο 10-30% και ιδίως στην κλίμακα 20-30%, όπου το σύνολο εργατών και υπαλλήλων δεν αγγίζει το 30%.
Αντίθετα, η Λεπέν κερδίζει στην κατηγορία “λιγότερο από 10%”: Το μικρό ποσοστό υπαλλήλων (4,7% κατά μέσο όρο) ισοσταθμίζεται από την ισχυρότερη παρουσία εργατών (27,7%). Ο Μελανσόν και πάλι έρχεται τρίτος σε αυτήν την κατηγορία. Το καλύτερο ποσοστό του (22,6% κατά μέσο όρο) το παίρνει στην κατηγορία 30-40% όπου το σύνολο εργατών-υπαλλήλων πλησιάζει το 50%.
Ο Μακρόν προηγείται στους Δήμους που συγκεντρώνουν σχεδόν το 90% του πληθυσμού της μητροπολιτικής Γαλλίας και όπου τα μεσαία στρώματα υπερισχύουν των εργατών και των υπαλλήλων. Ακόμα κι εκεί, ωστόσο, τον κοντράρει δυνατά η Λεπέν, η οποία παίρνει ποσοστά μεγαλύτερα του μέσου όρου της σε εθνικό επίπεδο σε σχεδόν όλες τις κατηγορίες: Τα καλύτερα νούμερα τα παίρνει σε Δήμους, όπου το ποσοστό επαγγελματιών ενδιάμεσης βαθμίδας είναι μικρότερο του 20% ή/και όπου οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούν τα δύο τρίτα των ενεργών ψηφοφόρων. Σε αυτές τις περιοχές, η υποβόσκουσα ανησυχία και ο φόβος της υποβάθμισης τρέφουν την γενική τάση για ψήφο στη Λεπέν. Όσον αφορά τον Μελανσόν, όπως και στις υπόλοιπες λαϊκές κατηγορίες, βρίσκεται στην τρίτη θέση σε όλες τις κατηγορίες Δήμων.
Συνολικά, ο Μελανσόν κι ο Μακρόν διεκδικούν την πρωτιά στις μεγαλύτερες πόλεις της μητροπολιτικής Γαλλίας, με τον Μελανσόν να διατηρεί ένα μικρό προβάδισμα (περίπου 30% σε πόλεις με πάνω από 30.000 κατοίκους). Από την άλλη, η Λεπέν κι ο Μακρόν μάχονται για την επικράτηση στους μικρούς Δήμους με λιγότερους από 3.500 κατοίκους, με την Λεπέν να έχει μικρό προβάδισμα (29%).
Στα δύο άκρα της αστικής ιεραρχίας βρίσκουμε τον Μελανσόν (29,7% σε πόλεις άνω των 30.000 κατοίκων και 16,3% σε Δήμους με λιγότερους από 3.500 κατοίκους) και την Λεπέν (29% στους Δήμους με λιγότερους από 3.500 κατοίκους και 15,5% σε πόλεις άνω των 30.000 κατοίκων). Ανάμεσα στους δύο, ο Μακρόν βρίσκεται σε μια ισορροπία και στις δύο κατηγορίες (28,4% σε πόλεις άνω των 30.000 κατοίκων και 26,3% στους Δήμους με λιγότερους από 3.500 κατοίκους).
Η Λεπέν έχει επιρροή σε Δήμους (πάνω από 12 εκατομμύρια συνολικά) όπου οι εργάτες και οι υπάλληλοι ξεπερνούν το 60% των ενεργών ψηφοφόρων, χωρίς να ξεπερνά τον Μακρόν. Ο Μελανσόν από την άλλη, υπολείπεται σε αυτές τις κατηγορίες Δήμων και ιδίως στις πιο εργατικές ζώνες: Τα ποσοστά του μεγαλώνουν όσο πέφτει το ποσοστό των εργατών. Τα πάει ελαφρώς καλύτερα με τους/τις υπαλλήλους, φτάνοντας το 22,6% στην κατηγορία 30-40%.
“Εν τέλει επιστρέφουμε στην εκτίμηση που προέκυψε από τις γενικές τάσεις της ψήφου. Αν δώσουμε βάση στις ψήφους του πρώτου γύρου, η Αριστερά πάει κάπως καλύτερα, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (εκτός από τις μεγάλες πόλεις) και είναι βαθιά αποσταθεροποιημένη – ακόμη περισσότερο κι από ό,τι ήταν το 2017.”
Από τις δημοσκοπήσεις και την περιφερειακή ανάλυση των κοινωνικών ομάδων προκύπτει ότι η μετρημένη αύξηση του ποσοστού του Μελανσόν δεν άλλαξε τις ισορροπίες των κοινωνιολογικών δυνάμεων που επιβεβαιωμένα τιμωρούν την Αριστερά από την δεκαετία του ‘80 και μετά. Συνολικά, τα λαϊκά στρώματα συνεχίζουν είτε να απέχουν (η ηλικιακή ομάδα 25-34 ψήφισε πιο μαζικά, αλλά όχι κι οι εργάτες/ εργάτριες…), είτε να στρέφονται στην Ακροδεξιά όταν αποφασίσουν να ψηφίσουν. Αυτή η τάση γίνεται πιο ισχυρή όπου το ποσοστό των ατόμων που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα είναι μεγαλύτερο και ιδίως στις μικρές κοινότητες (όπου ζει σχεδόν το ένα τρίτο του μητροπολιτικού πληθυσμού) όπου η απόσταση από τα μητροπολιτικά κέντρα βιώνεται συχνά ως υποβάθμιση.
Διαπιστώνουμε επομένως ότι οι διαφορές ανάμεσα σε μια Γαλλία των μεγάλων αστικών κέντρων και τη Γαλλία των κωμοπόλεων και των χωριών δεν είναι αμελητέες κι ότι η διαφορά στην εκλογική συμπεριφορά των πιο προνομιούχων και των μειονεκτούντων δεν είναι μύθος. Αλλά το να καταλήξουμε στο ότι η Γαλλία έχει πλέον χωριστεί στα δύο, στην Υψηλή και την Χαμηλή Γαλλία ή στην Γαλλία του κέντρου και αυτήν την περιφέρειας, είναι ένα βήμα που καλό θα ήταν να μην κάνουμε.
Οι πραγματικές κυρίαρχες τάσεις δεν μπορούν να κρύψουν ένα πολιτικά κατακερματισμένο κοινωνικό και χωρικό τοπίο, όπου οι κυριαρχίες δεν απαιτούν την ηγεμονία της μίας ή της άλλης δύναμης. Αυτό σίγουρα εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι ο απλός διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς περιπλέκεται από μία διάσπαση μεταξύ τριών δυνάμεων που μοιράζονται με άνισο τρόπο το εκλογικό Σώμα (και με την αυξανόμενη αποχή να αποτελεί έναν τέταρτο καθοριστικό πόλο).
Εν τέλει επιστρέφουμε στην εκτίμηση που προέκυψε από τις γενικές τάσεις της ψήφου. Αν δώσουμε βάση στις ψήφους του πρώτου γύρου, η Αριστερά πάει κάπως καλύτερα, αλλά παραμένει σε χαμηλά επίπεδα (εκτός από τις μεγάλες πόλεις) και είναι βαθιά αποσταθεροποιημένη – ακόμη περισσότερο κι από ό,τι ήταν το 2017. Η παραδοσιακή Δεξιά δείχνει να υποχωρεί, παρά τα καλά ποσοστά του Εμανουέλ Μακρόν. Η Ακροδεξιά από την άλλη, ακμάζει, εκμεταλλευόμενη την αποδιοργάνωση των Ρεπουμπλικάνων και τη διαρκώς αυξανόμενη δυσφορία των λαϊκών στρωμάτων.
Ελλείψει μιας απλής και εύληπτης πλειοψηφικής δυναμικής, το κατεστημένο της παραδοσιακής Δεξιάς μπορεί ακόμα και εκμεταλλεύεται την πολιτική και δημοκρατική κρίση και ενσαρκώνει το λεγόμενο “λιγότερο κακό” πρεσβεύοντας μία καθησυχαστική συνοχή στην εξουσία. Είναι ωστόσο μάλλον απίθανο να αρκεί αυτό ώστε να ξαναβρεί θετικές παραμέτρους και σχετικές ισορροπίες. Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατική κρίση εξακολουθεί να βρίσκεται μπροστά μας.
Το κείμενο του Ρ. Μαρτελί δημοσιεύτηκε στα γαλλικά στις 20 Απριλίου 2022 στο Regards.fr