Μετάφραση: Ζωή Άρτεμις Αθανασοπούλου
Η πρώτη εντύπωση που αφήνουν οι προεδρικές εκλογές θα μπορούσε να συνοψιστεί στην φράση “σημαντική σταθερότητα”. Μετά τον δεύτερο γύρο, είχαμε νίκη του απερχόμενου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, ενός υποψηφίου που θέλει να τοποθετείται στο Κέντρο, “ούτε δεξιά, ούτε αριστερά”, κόντρα στην Μαρίν Λεπέν, επικεφαλής του ακροδεξιού κόμματος Εθνική Συσπείρωση, ενώ και οι δύο ανέβασαν τα ποσοστά τους στον πρώτο γύρο, σε σχέση με τις εκλογές του 2017 (ο Εμανουέλ Μακρόν ανέβηκε στο 28% από το 24% και η Μαρίν Λεπέν έφτασε το 23% από το 21% του 2017).
Η παραπάνω εικόνα, ωστόσο, κρύβει δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι ότι κόμματα που κυριαρχούσαν επί δεκαετίες στην πολιτική σκηνή πλέον έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκέντρωσε λιγότερο από 2%, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι, το κόμμα της παραδοσιακής Δεξιάς που το 2017 είχε συγκεντρώσει το 20% των ψήφων, τώρα δεν έφτασε καν το 5%. Η δεύτερη εξέλιξη είναι η ενίσχυση της Αριστεράς, η οποία, αν και ιδιαίτερα διαιρεμένη, ανέβηκε κατά 5% περίπου σε σχέση με το 2017, αγγίζοντας το 32% των ψήφων. Αυτή η άνοδος οφείλεται κυρίως στα εξαιρετικά ποσοστά του Ζαν-Λουκ Μελανσόν, του υποψηφίου της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο οποίος έφτασε το 22%.
Η παραλίγο εξαφάνιση των παλαιών παραδοσιακών κομμάτων δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στη Γαλλία. Στην Ιταλία είχε προηγηθεί μια αντίστοιχη κατάσταση με το τέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας και της Χριστιανικής Δημοκρατίας, δύο κομμάτων που υπήρξαν δομικά για την πολιτική ζωή της χώρας επί περίπου 50 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης κάτι ανάλογο είδαμε και στην Ελλάδα, στην περίπτωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπου υπάρχει πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα με μονοεδρικές περιφέρειες και έναν γύρο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να αναδειχθούν νέες πολιτικές δυνάμεις. Έτσι οι τάσεις ή τα πρόσωπα που μπορούν να φέρουν ουσιαστικές αλλαγές στα καθιερωμένα κόμματα έρχονται μέσα από τα ίδια, όπως φάνηκε και από την άνοδο στα ποσοστά της Δεξιάς επί Ντόναλντ Τραμπ ή της Αριστεράς με τον Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ και τον Τζέρεμι Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτές οι καταλυτικές εξελίξεις οφείλονται σε πολλούς λόγους, αλλά κυρίως θα εστιάσουμε στους δύο παρακάτω: Πρώτον, στις βαθιές δομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Η εργατική τάξη είναι πλέον μικρό κομμάτι του πληθυσμού και ζει ως επί το πλείστον σε μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, παρά στα μεγάλα αστικά κέντρα. Γενικά μιλώντας, η πρακτική των “ισοβίων επαγγελμάτων”, που κυριαρχούσε στα μεταπολεμικά χρόνια, έδωσε τη θέση της σε πιο περιστασιακά επαγγέλματα και μια αυξημένη κινητικότητα του πληθυσμού.
Παράλληλα, είδαμε μια εξαιρετικά γρήγορη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του κόσμου. Αυτές οι βαθιές κοινωνικές μεταβολές αποδυνάμωσαν σημαντικά τις λαϊκές οργανώσεις, τα συνδικάτα, τις συνελεύσεις και τα πολιτικά κόμματα, ενώ ευνοούν τον κατακερματισμό και την αστάθεια στην πολιτική σκηνή.
Ο δεύτερος παράγοντας που εξηγεί την κατάπτωση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων σχετίζεται με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρότι κατά τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 υποχώρησαν κάπως οι ανισότητες και είδαμε μια βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του κόσμου, πλέον κατά τις τελευταίες δεκαετίες αυξήθηκαν και πάλι οι ανισότητες και έχει επέλθει μια φτωχοποίηση των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων. Τα (δεξιά ή αριστερά) κυβερνητικά κόμματα επέτρεψαν τον κατακερματισμό του πολιτικού χώρου σε όλη την Ευρώπη, με την εμφάνιση ακροδεξιών ξενοφοβικών κομμάτων, αλλά και αριστερών μορφωμάτων πιο ριζοσπαστικών από τα παραδοσιακά αριστερά κόμματα.
Η Γαλλία ακολουθεί τις παραπάνω γενικές εξελίξεις, αλλά έχει και τις ιδιαιτερότητές της. Μια πρώτη ιδιαιτερότητα είναι η ιστορία και η παράδοση των κοινωνικών κινημάτων που έχουν διαδεχθεί την επανάσταση του 19ου αιώνα και τις γενικές απεργίες του 20ού. Τα κίτρινα γιλέκα και οι απεργίες διαρκείας ενάντια στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών έχουν στιγματίσει την προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν και αποτελούν τη βάση της επιτυχίας του Ζαν-Λουκ Μελανσόν. Μια ακόμα ιδιαιτερότητα είναι το θεσμικό σύστημα της Γαλλίας που δίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αυξημένη ισχύ. Πρόκειται για μια εξαίρεση σε σχέση με το τι ισχύει κατά κύριο λόγο στην Ευρώπη, η οποία εν μέρει εξηγεί και το αποτέλεσμα των εκλογών του 2022.
Οι τρεις υποψήφιοι που επικράτησαν στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση αποσπώντας τα τρία τέταρτα των ψήφων, δηλ. ο Εμανουέλ Μακρόν, η Μαρίν Λεπέν κι ο Ζαν-Λουκ Μελανσόν, έχουν ένα κοινό στοιχείο: Κυριαρχούν απολύτως στους πολιτικούς σχηματισμούς τους (“Η Δημοκρατία Προχωρά Μπροστά!”, “Εθνική Συσπείρωση” κι “Ανυπόταχτη Γαλλία”) χωρίς να υπάρχει το μίνιμουμ δημοκρατικής λειτουργίας που αποτελεί τη βάση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων.
Μπορεί αυτού του τύπου τα προσωποπαγή κόμματα (“κόμματα του ενός αρχηγού 1”) να αποτελούν χρήσιμα εργαλεία προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές, ωστόσο δεν καταφέρνουν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας σταθερής βάσης μάχιμων δικτύων ούτε να φέρουν αποτελέσματα σε επίπεδο νομαρχιακών/ δημοτικών εκλογών. Κανένα από τα τρία προαναφερθέντα κόμματα δεν ασκεί σημαντική επιρροή στις μεγαλύτερες πόλεις, αλλά ούτε σε τοπικό, περιφερειακό συλλογικό επίπεδο – το αντίθετο δηλαδή από τα παραδοσιακά κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), οι Ρεπουμπλικάνοι ή οι Πράσινοι, που έχουν πιο σημαντικά δίκτυα ψηφοφόρων σε τοπικό επίπεδο.
Μετά τις προεδρικές εκλογές, θα διεξαχθούν στις 12 και στις 19 Ιουνίου οι βουλευτικές εκλογές. Παραδοσιακά οι βουλευτικές επιβεβαιώνουν το αποτέλεσμα των προεδρικών, με τον Πρόεδρο να παίρνει την πλειοψηφία στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση. Ωστόσο φέτος δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί το ίδιο, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτα απ’ όλα, ο Εμανουέλ Μακρόν ξεκινάει την δεύτερη θητεία του έχοντας δει τα τελευταία χρόνια πολλές ομάδες του πληθυσμού να εκφράζουν την αντίθεσή τους σε αυτόν μέσα από ηχηρά κοινωνικά κινήματα. Επομένως δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορέσει να πάρει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία εξίσου εύκολα με το 2017. Οι συσχετισμοί των εκλογικών δυνάμεων, όπως εκφράστηκαν μέσα από τις προεδρικές εκλογές, περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση για τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η χώρα δείχνει να μοιράζεται σε τρία εξίσου σημαντικά μπλοκ: την Αριστερά του 32%, την Κεντροδεξιά του Μακρόν αλλά και των Ρεπουμπλικάνων που συγκεντρώνουν ένα 32% και την Ακροδεξιά της Λεπέν κι άλλων δύο υποψηφίων που συγκεντρώνουν επίσης 32%. Βλέπουμε την Ακροδεξιά και το Κέντρο να διχάζονται στις βουλευτικές εκλογές καθώς υπάρχουν πάνω από ένας/ μία υποψήφιοι/-ες, ενώ όλα τα φάσματα κι οι συνιστώσες της Αριστεράς κατάφεραν να ενωθούν δημιουργώντας τον συνασπισμό “Κοινωνική και Οικολογική Ένωση του Λαού” όπου συνυπάρχουν οι Ανυπόταχτοι του Ζαν-Λουκ Μελανσόν, οι Σοσιαλιστές, το ΚΚΓ και οι Πράσινοι. Αυτή η πράσινη συμμαχία δεν χτίστηκε εύκολα, ειδικά όσον αφορά το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Τα εκλογικά ποσοστά του Ζαν-Λουκ Μελανσόν τού επέτρεψαν να αξιοποιήσει τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του για να επιβάλλει ένα φιλόδοξο κοινωνικό και οικολογικό πρόγραμμα. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έρχεται σε ρήξη με προηγούμενες θέσεις των Σοσιαλιστών και η στήριξή του από την πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι ενδεικτική της αντίθεσης των νέων στελεχών του προς τους παλαιότερους επικεφαλής του, όπως τον Φρανσουά Ολάντ, που είχε εκλεγεί πρόεδρος το 2012, αλλά και της εξέλιξης που έχει επέλθει σε ένα κόμμα που υπήρξε ισχυρότατο στο παρελθόν αλλά πλέον έχει αποδυναμωθεί σημαντικά.
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, όμως, πολλές προκλήσεις περιμένουν τόσο τα κοινωνικά κινήματα, όσο και την Αριστερά, που κατάφερε να σχηματίσει συνασπισμό για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Η πρώτη πρόκληση θα είναι να αντιταχθούν στα μεταρρυθμιστικά σχέδια του Εμανουέλ Μακρόν, και συγκεκριμένα στην αλλαγή του ορίου συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 ή τα 65 χρόνια. Η πιο δύσκολη πρόκληση, ωστόσο, αφορά την Αριστερά και κυρίως την Ανυπόταχτη Γαλλία, το κίνημα του Ζαν-Λουκ Μελανσόν. Μιλάμε για την πρόκληση από τη μία να διατηρήσει την ενωτική τάση ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα της Αριστεράς και της Οικολογίας, αλλά και να επιτρέψει στην κυρίαρχη δύναμη σήμερα, τους Ανυπότακτους, να δημιουργήσουν ανθεκτικούς δεσμούς στις περιφέρειες. Κάτι τέτοιο θα έφερνε μια αλλαγή στην εσωτερική λειτουργία αυτού του κινήματος καθώς θα έπρεπε να εξοπλίσει την φαρέτρα του με δημοκρατικούς κανονισμούς λειτουργίας, που είναι απαραίτητοι για την σταθεροποίηση των μάχιμων τοπικών ομάδων.
8 Μαΐου 2022, Κριστόφ Αγκιτόν
Σημειώσεις