Το Gender Divide είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron σε συνεργασία με το βρετανικό πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου. Το πρόγραμμα στοχεύει στη διεύρυνση και εμβάθυνση του έργου του Ινστιτούτου σε έμφυλα ζητήματα, επιχειρώντας να καταγράψει, να μελετήσει και να αναλύσει προσλήψεις, αντιλήψεις και στερεότυπα του κοινωνικού σώματος.
Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποσοτική έρευνα, κείμενα ανάλυσης και ανάδειξης των αποτελεσμάτων της έρευνας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, προτάσεις πολιτικής και πρωτοβουλίες δικτύωσης.Στο πρόγραμμα συμμετέχει το ινστιτούτο ΕΝΑ, αναλαμβάνοντας συμβουλευτικό ρόλο.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2024.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org
Το project Gender Divide του Έτερον φέρνει στο προσκήνιο μια νέα συζήτηση σχετικά με θέματα φύλου, επιδιώκοντας όχι μόνο να εξερευνήσει τις αντιλήψεις και τα στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και να αναδείξει τάσεις και αντιθέσεις απέναντι στην ισότητα και τη διαφορετικότητα. Εστιάζοντας στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα της έρευνας, οι νεότερες ηλικίες, τα άτομα που κατοικούν στο αστικό κέντρο της Αττικής και εκείνα με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο εμφανίζονται περισσότερο προοδευτικά, ενώ σημειώνονται ελάχιστες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.
Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα τα κατοχυρωμένα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα περιλαμβάνουν το σύμφωνο συμβίωσης (Ν. 4356/2015), τη νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου (Ν. 4491/2017), τη ρητορική μίσους (Ν. 4285/10.9.2014), τα δικαιώματα στην εργασία (Ν. 4443/2016, και την αναδοχή παιδιών (Ν. 4538/2018). Παράλληλα, με το νομοσχέδιο “Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα και άλλες διατάξεις” (Ν. 5089/2024), επιδιώκεται η διασφάλιση της αρχής της ισότητας και η ενίσχυση της προστασίας από διακρίσεις, στο πλαίσιο της υλοποίησης της Εθνικής Στρατηγικής για την Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ, προωθώντας νομοθετικές κατοχυρώσεις που, όπως σημείωνε ο Βασίλης Σωτηρόπουλος1, ήταν προηγουμένως ‘αποσπασματικές, μερικές και ελλιπείς’. Με το νέο νομοσχέδιο, σύμφωνα με το Rainbow Map & Index της ILGA, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 6η θέση από τις 49 το 2024, παρουσιάζοντας σημαντική βελτίωση από την 13η θέση που κατείχε μόλις ένα χρόνο πριν, το 2023.
Ωστόσο, η ίδια έρευνα της ILGA αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλά διεμφυλικά άτομα στην Ελλάδα, την ανάγκη για μια νέα μεταναστευτική πολιτική που να συμπεριλαμβάνει τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, τα υψηλά επίπεδα ρητορικής μίσους και ομοφοβικών και τρανσφοβικών επιθέσεων και εγκλημάτων στη χώρα και τη δυσκολία πρόσβασης στις υπηρεσίες διεμφυλικής υγειονομικής περίθαλψης. Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη συνεχιζόμενη ανάγκη για ουσιαστική συμπερίληψη των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία των διεμφυλικών ατόμων από περιστατικά έμφυλης βίας, την ανάπτυξη διαφανούς νομικού πλαισίου για την νομική αναγνώριση του φύλου με βάση τη διαδικασία αυτοπροσδιορισμού και την αναγνώριση της τρανς γονεϊκότητας. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα αποτελέσματα του Gender Divide, με μόνο το 17,1% να θεωρεί ότι τα τρανς άτομα έχουν αξιοπρεπή ζωή στην Ελλάδα, με τα τρανς άτομα καθημερινά αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις για να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή, αντιμετωπίζοντας αυξημένους κινδύνους βίαιων επιθέσεων, διακρίσεων στην απασχόληση και την υγειονομική περίθαλψη και κοινωνική, νομική και πολιτική εχθρότητα.
Οι κοινωνικές στάσεις προς τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αποτελούν συχνά αντικείμενο μελέτης, εστιάζοντας τόσο στο στιγματισμό όσο και στον συστημικό αποκλεισμό, τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που συχνά συνοδεύουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Τα έμφυλα στερεότυπα ενσωματωμένα στην κοινωνία ενισχύουν περαιτέρω τις αντιλήψεις που σχετίζονται με το φύλο, οι οποίες μεγεθύνουν την έκθεση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων σε επιπλέον διακρίσεις και προκαταλήψεις σε σύγκριση με άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτά τα άτομα αντιμετωπίζονται συχνά με εχθρότητα, καθώς εκλαμβάνονται ως απειλή για το παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας και τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας (Norton and Herek, 2013). Αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά τις κοινωνικές και πολιτισμικές στάσεις απέναντι στα διεμφυλικά άτομα, τα αποτελέσματα ποικίλουν. Αυτές οι στάσεις επηρεάζονται τόσο από μακρο-παράγοντες, όπως οι πολιτισμικές δομές, όσο και από μικρο-επίπεδο μεταβλητές, όπως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. εκπαιδευτικό επίπεδο, εισόδημα, οικογενειακή κατάσταση, θρήσκευμα).
Για να κατανοήσει κανείς τις διάφορες στάσεις σχετικά με την ταυτότητα και έκφραση φύλου, είναι σημαντικό να εξετάσει πέρα από τα φυσικά βιολογικά χαρακτηριστικά και τα έμφυλα στερεότυπα. Αυτό περιλαμβάνει την αναγνώριση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές εμπειρίες και ταυτότητες (Tsagkroni, 2022). Αντανακλώντας αυτή τη διατομεακή προσέγγιση και απαντώντας στην ανάγκη για αυξημένη ορατότητα και νομική αναγνώριση των διεμφυλικών ατόμων, το Συμβούλιο της Ευρώπης δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2024 μια έκθεση με τίτλο ‘Ανθρώπινα δικαιώματα και ταυτότητα και έκφραση φύλου’. Η έκθεση αυτή καταγράφει τις προκλήσεις και την πρόοδο που αντιμετωπίζουν τα διεμφυλικά άτομα, τονίζοντας την ανάγκη ίσης εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εξάλειψη των εμποδίων που συναντούν τα διεμφυλικά άτομα σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Επισημαίνεται επίσης η ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με τα δικαιώματα των διεμφυλικών σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Ειδικά για την Ελλάδα, η έκθεση σημειώνει ότι, παρά την αναγνώριση των διατομεακών διακρίσεων σε νομικό επίπεδο και την απαγόρευση των πρακτικών μετατροπής που βασίζονται στην ταυτότητα φύλου, τα επίπεδα τρανσφοβικής βίας σε νεαρά άτομα και το bullying στα σχολεία παραμένουν ανησυχητικά υψηλά. Η έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη για επιβεβαίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας, καθώς και της προσωπικής αυτονομίας των διεμφυλικών ατόμων.
Πρωτοβουλίες όπως αυτή του Gender Divide του Έτερον είναι άκρως σημαντικές γιατί υπενθυμίζουν ό,τι παρόλες προσπάθειες για αντιμετώπιση των ανισοτήτων και διακρίσεων που αντιμετωπίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, και τη βελτίωση προς την κατεύθυνση κατοχύρωσης ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων, περιστατικά π.χ. ομοφοβικής βίας συνεχίζουν να λαμβάνουν μέρος και να προκαλούν ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Παράλληλα, τέτοιου είδους κοινωνικές έρευνες βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των εμπειριών και των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας κάτι που συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας και στη μείωση των στερεοτύπων και προκαταλήψεων, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, συνεισφέρουν στις κοινωνικές στάσεις απέναντι στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Η παρούσα έρευνα φέρνει στην επικαιρότητα ξανά συζητήσεις επί του ηθικού πανικού ως προς θέματα φύλου, αλλά και σκιαγραφεί την ανισότητα και την έμφυλη βία, φέροντας το βίωμα ως συνιστώσα για την αντίληψη του φύλου και συμβάλοντας στην κατανόηση της κοινωνικής αντίληψης του φύλου, στην Ελλαδα του σήμερα.