Αναζητώντας ένα νέο παράδειγμα
Η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχει αποτελέσει την αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τους στόχους, τις προτεραιότητες και τα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής. Η πανδημία ενίσχυσε την ανάγκη για τη συζήτηση αυτή, αμφισβητώντας δόγματα και επερωτώντας μονοδρόμους.
Το project Οικονομική Δικαιοσύνη επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να αναλύσει τις τάσεις της παγκόσμιας και ελληνικής οικονομίας, να ανιχνεύσει τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται αναφορικά με την οικονομική πολιτική και να διαμορφώσει έναν χώρο διαλόγου για την εναλλακτική οικονομική σκέψη.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: oikonomiki-dikaiosyni@eteron.org
Σωτηρία Θεοδωροπούλου
Επικεφαλής μονάδας Ευρωπαϊκών Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικών Πολιτικών, European Trade Union Institute
Χρήστος Πιέρρος
Επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ - ΓΣΕΕ, μετα-διδακτορικός ερευνητής στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ
To Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή δημοσιεύει τη μελέτη της Σωτηρίας Θεοδωροπούλου, Senior Researcher στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUI), και του Χρήστου Πιέρρου, επιστημονικού συνεργάτη στο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και μετα-διδακτορικού ερευνητή στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, με τίτλο «Πληθωρισμός και Αντιπληθωριστικές Πολιτικές: Η περίπτωση της Ελλάδας».
Η μελέτη δημοσιεύεται στο πλαίσιο του project του Eteron για την Οικονομική Δικαιοσύνη και εξετάζει την πρόσφατη πορεία του πληθωρισμού, τους παράγοντες που τον προκαλούν στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά και τις πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί για τον περιορισμό της αύξησής του και την άμβλυνση των επιπτώσεών του στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.
Στην μελέτη γίνεται μια προκαταρκτική αξιολόγηση αυτών των μέτρων, από την οποία προκύπτει ότι η ανεπαρκής στόχευση των ευάλωτων νοικοκυριών σημαίνει ότι, παρά τα υψηλά επίπεδα δαπανών, οι πολιτικές που ελήφθησαν δεν έχουν αμβλύνει ουσιαστικά τον υφεσιακό αντίκτυπο του πληθωρισμού. Κι αυτό ισχύει ιδίως για τα νοικοκυριά με παρατεταμένη, όσο και υψηλή χρηματοοικονομική ευθραυστότητα από τα δύο προηγούμενα οικονομικά σοκ που βίωσαν από το 2010 και μετά.
Τα βασικότερα σημεία της μελέτης:
Τον Σεπτέμβριο του 2021 εκτοξεύτηκαν οι ρυθμοί πληθωρισμού παγκοσμίως. Αντιστοίχως στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αυξήθηκε εντυπωσιακά γρήγορα και τον Σεπτέμβριο του 2022 διαμορφώθηκε στο 12,1% (σε ετήσια βάση), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν 9,9%. Στη συνέχεια ακολούθησε μια μείωση που σημείωσαν παγκοσμίως οι τιμές ενέργειας το τελευταίο τρίμηνο του 2022. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, λοιπόν, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα φαίνεται να είναι πιο στενά συνυφασμένος με τις παγκόσμιες τιμές της ενέργειας, είτε κινούνται ανοδικά είτε καθοδικά, από ό,τι με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι στην Ελλάδα, η συνιστώσα του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή που κατέγραψε τη μεγαλύτερη απόκλιση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης ήταν η κατηγορία «στέγαση, ύδρευση, ηλεκτρισμός, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα», η οποία διαμορφώθηκε στο 38,1%, πολύ υψηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης που ήταν στο 21,1%.
Γιατί όμως η Ελλάδα είχε τόσο μεγάλη απόκλιση στο ενεργειακό κόστος σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη;
Όπως σημειώνουν οι Σ. Θεοδωροπούλου και ο Χρ. Πιέρρος, «η μεγάλη απόκλιση έχει αποδοθεί σε διάφορους παράγοντες, όπως η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εισαγόμενα αγαθά και ενέργεια, το σχετικά υψηλό μερίδιο της ενέργειας στο κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων, το μικρό κατά μέσο όρο μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων και ολιγοπωλιακά φαινόμενα σε διάφορους τομείς».
Προκειμένου όμως να εξεταστούν τα αίτια των υπερβολικά υψηλών τιμών ενέργειας στην Ελλάδα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022 η μελέτη εστιάζει κυρίως στον τομέα της ενέργειας.
Το φυσικό αέριο είναι άκρως διαδεδομένο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2021 το μερίδιο του φυσικού αερίου στην παραγωγή ενέργειας ήταν το 6ο υψηλότερο σε όλη την ΕΕ, ενώ το 2020 η Ελλάδα είχε τη μεγαλύτερη εξάρτηση από εισαγόμενο φυσικό αέριο. Αυτές οι δυσμενείς συνθήκες επιδεινώθηκαν από τις ολιγοπωλιακές συνθήκες στον τομέα της ενέργειας, οι οποίες επέφεραν υψηλά κόστη διανομής, προσαυξήσεις και τελικά τιμές στον τομέα της ενέργειας, σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, αποτελώντας έτσι τον βασικό παράγοντα του ενεργειακού πληθωρισμού.
Μείωση του πραγματικού μισθού – Ο πληθωρισμός επηρεάζει περισσότερο τους μισθωτούς και τα φτωχότερα νοικοκυριά
Σε μισθολογικό επίπεδο, όπως καταγράφεται στη μελέτη, παρατηρείται μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ του ονομαστικού και του πραγματικού μέσου μισθού κατά την έναρξη της ενεργειακής κρίσης (2021Q3) και μια συνεχιζόμενη διεύρυνση της σχετικής ψαλίδας. Αυτό εξηγείται από τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, με την συντριπτική πλειονότητα των συλλογικών συμβάσεων να έχει συναφθεί σε επίπεδο επιχείρησης, ενώ οι αυξήσεις μισθών είναι περιορισμένες.
Με εξαίρεση το β’ τρίμηνο του 2020, όπου οι έμμεσοι φόροι έπεσαν κατακόρυφα λόγω των υγειονομικών μέτρων, το μερίδιο των μισθών παρουσιάζει πτωτική τάση, ενώ το μερίδιο των κερδών παρουσιάζει την αντίθετη τάση. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός επηρέασε περισσότερο τους μισθωτούς, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη ισχυρών επιδράσεων λειτουργικής κατανομής. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις πολιτικές αναδιανομής που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση το 2019, οι οποίες μείωσαν τους συντελεστές άμεσης φορολογίας, ιδίως στο ανώτερο άκρο της εισοδηματικής κλίμακας.
Όπως αναμενόταν, ο τρέχων τύπος πληθωρισμού έχει άνισες επιπτώσεις, καθώς αυξάνει τις τιμές των βασικών αγαθών, τα οποία έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική κατανάλωση των φτωχότερων νοικοκυριών. Μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται κυρίως στο κόστος στέγασης (ενέργεια), εξαιρουμένου του ενοικίου, και σε μικρότερο αλλά σημαντικό βαθμό στα “Τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά”. Το αντίθετο ισχύει για το κόστος μετακίνησης των νοικοκυριών, δεδομένου ότι τα φτωχότερα βασίζονται περισσότερο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα οποία είναι φθηνότερα και των οποίων η τιμή είναι πολύ λιγότερο ευμετάβλητη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τον Σεπτέμβριο του 2022 τα φτωχότερα νοικοκυριά θα έπρεπε να αυξήσουν την κατανάλωσή τους στο 171% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, προκειμένου να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο που είχαν το 2021. Το 1/4 αυτής της επιπλέον κατανάλωσης επιδοτήθηκε από την κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι λαμβάνοντας υπόψη τα αντισταθμιστικά μέτρα, στην πραγματικότητα αυτή η εισοδηματική ομάδα επιβαρύνθηκε από την κατακόρυφη άνοδο των τιμών κατά 13%. Οι κρατικές επιδοτήσεις ανήλθαν στο 16% του διαθέσιμου εισοδήματος και έτσι το ποσοστό αποταμίευσης ήταν μηδενικό. Όπως αναμενόταν, ο αντίκτυπος βελτιώνεται, όσο υψηλότερη είναι η εισοδηματική ομάδα.
Πολιτικές αντιμετώπισης του πληθωρισμού και ο αντίκτυπός τους
Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μετριασμό των επιπτώσεων των υψηλών και διαρκώς αυξανόμενων τιμών ενέργειας στους οικιακούς χρήστες και τις επιχειρήσεις, η ελληνική κυβέρνηση α) επιχείρησε να αυξήσει τον ανταγωνισμό στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και να αποσυνδέσει τη λιανική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από την ασταθή διεθνή χονδρική τιμή του φυσικού αερίου, β) επέβαλε φόρο 90% επί των έκτακτων κερδών των εταιρειών ενέργειας, μεταξύ Οκτωβρίου 2021 και Ιουνίου 2022 και γ) ανακοίνωσε εφάπαξ εισοδηματικές επιδοτήσεις για ομάδες οικονομικά ευάλωτων πολιτών (πχ. Fuel Pass, Power Pass, επιδοτήσεις τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου).
Επίσης σημειώνεται πως οι εν μέρει κρατικοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου στήριξαν τις κυβερνητικές πολιτικές με μέτρα στήριξης. Για παράδειγμα, η ΔΕΗ, άρχισε ήδη από τον Αύγουστο του 2021 να προσφέρει εκπτώσεις της τάξης του 30% σε σχέση με τις αυξημένες τιμές που διαφορετικά θα χρέωνε στους πελάτες της λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Επίσης, η Δημόσια Επιχείρηση Φυσικού Αερίου παρείχε σταθερά εκπτώσεις τιμών στους οικιακούς πελάτες της, στα ίδια επίπεδα με την κυβέρνηση, ενώ τον Οκτώβριο του 2021 παρείχε επίσης φυσικό αέριο σε άλλους (ιδιωτικούς) παρόχους φυσικού αερίου σε μειωμένη τιμή, με στόχο να μετακυλήσουν τη χαμηλότερη τιμή στους πελάτες τους.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023 είχαν διατεθεί συνολικά 12 δισ. ευρώ για τη λήψη μέτρων, που αντιστοιχούν στο 6,6% του ΑΕΠ και παρά την υψηλή αναλογία δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ που εξακολουθεί να επιβαρύνει την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση υπήρξε μία από τις πιο δραστήριες στην ΕΕ όσον αφορά την προσπάθεια άμβλυνσης των συνεπειών του ενεργειακού πληθωρισμού για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων
Η μελέτη της Σ. Θεοδωροπούλου και του Χρ. Πιέρρου, εστιάζει κυρίως στην ανισότητα που προκύπτει από τις διανεμητικές επιδράσεις του πληθωρισμού, ενώ αξιολογούν κατά πόσον οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν ήταν αποτελεσματικές στην αντιστάθμιση της δυναμικής της ανισότητας.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η κυβερνητική στήριξη των νοικοκυριών ήταν από την μία σημαντική, αλλά ανεπαρκής για τα χαμηλότερα εισοδήματα και περιττή για τα υψηλότερα εισοδήματα. Τα φτωχότερα νοικοκυριά είναι σημαντικά υπερχρεωμένα, ενώ το ενιαίο επίδομα για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος, ανεξαρτήτως εισοδήματος, αποτελεί ένδειξη σπατάλης δημοσίου χρήματος.
Όπως τονίζεται στη μελέτη, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα των αντιπληθωριστικών μέτρων δεν οφείλεται αποκλειστικά στις συγκεκριμένες πολιτικές που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, αλλά έχει επίσης να κάνει και με δύο ακόμα κρίσιμους παράγοντες: Ο πρώτος σχετίζεται με τη διαχρονική ανεπάρκεια του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας στην Ελλάδα. Ο δεύτερος αφορά την επιδείνωση των εισοδηματικών συνθηκών των νοικοκυριών πριν από το 2020. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών δεν είχε προλάβει να ανακάμψει από την κρίση του ελληνικού χρέους, ακόμη και πριν ξεσπάσουν οι τρέχουσες ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είχε μειωθεί, από το μέσο επίπεδο της ΕΕ που ήταν το 2008, στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών μελών το 2021. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το εισόδημα των νοικοκυριών το 2021 βρισκόταν πολύ κάτω από το αντίστοιχο επίπεδο του 2008 (ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2022 γ’ τρίμηνο).
Από την άποψη αυτή, η επάρκεια των εθνικών πολιτικών για τη μείωση του κοινωνικού κόστους του πληθωρισμού περιορίζεται από την ήδη εύθραυστη κατάσταση των νοικοκυριών.
Η μελέτη της Σωτηρίας Θεοδωροπούλου και του Χρήστου Πιέρρου “Πληθωρισμός και Αντιπληθωριστικές Πολιτικές: Η περίπτωση της Ελλάδας” είναι διαθέσιμη σε pdf.