Η γυναικοκτονία, δηλαδή η δολοφονία κοριτσιών και γυναικών λόγω φύλου, συμβαίνει παντού γύρω μας. Κάθε 11 λεπτά που περνούν μία γυναίκα δολοφονείται σε όλο τον κόσμο από έναν ερωτικό σύντροφο, έναν πρώην ή νυν σύζυγο ή κάποιο μέλος της οικογένειας. Δολοφονείται μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.
Η λέξη «γυναικοκτονία» μπήκε πιο έντονα στη ζωή μας το τελευταίο έτος, μολονότι ως όρος έχει υιοθετηθεί από φεμινιστικές και γυναικείες οργανώσεις για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Το 2021 δολοφονήθηκαν τριάντα 1 γυναίκες στην Ελλάδα, με τους θύτες να είναι στην πλειονότητα τους νυν/πρώην σύζυγοι ή σύντροφοι. Ο αριθμός των δολοφονημένων γυναικών, αν και φαίνεται κατά πολύ αυξημένος συγκριτικά με τα διαθέσιμα στοιχεία των προηγούμενων δύο ετών, 2 δεν είναι αντιπροσωπευτικός καθώς στη χώρα δεν υπάρχει ένας επίσημος κρατικός φορέας, επιφορτισμένος με τη συλλογή και καταγραφή των δεδομένων που αφορούν τους φόνους γυναικών εξαιτίας του φύλου τους. Αυτές αντιμετωπίζονται ως γενικώς ανθρωποκτονίες, τόσο στο στάδιο συλλογής στοιχείων όσο και σε ποινικό επίπεδο, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την καταγραφή της έκτασης και της φύσης του προβλήματος, καθώς και απαγορευτικές τις όποιες συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών ετών.
Το κενό της Πολιτείας έχουν αναλάβει να καλύψουν οργανώσεις και φορείς, όπως το Ελληνικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τη Γυναικοκτονία, το οποίο τα τελευταία τρία χρόνια έχει ξεκινήσει τη συλλογή και ανάλυση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των γυναικοκτονιών στη χώρα. Επιπλέον, η ανησυχητική αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, εξαιτίας (και) της πανδημίας, για μέρος των οποίων υπάρχουν καταγεγραμμένα επίσημα στατιστικά στοιχεία, 3 καθιστά το αίτημα για τη νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» όλο πιο επίμονο και επιτακτικό. Ζητείται από μεγάλο μέρος της κοινωνίας και ακούγεται δυνατά στις μαζικές κινητοποιήσεις γυναικών στους δρόμους της χώρας. Διατυπώνεται και από κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή, 4 μέσω παρεμβάσεων και κατάθεσης τροπολογιών.
Γιατί όμως μάς απασχολούν οι γυναικοκτονίες; Οι γυναικοκτονίες μάς απασχολούν γιατί αποτελούν την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας και θα συνεχίσουν να μας απασχολούν μέχρις ότου ληφθούν γενναία μέτρα για την αναγνώριση και εξάλειψη τους. Η αναγνώριση της έννοιας «γυναικοκτονία» αποτελεί το πρώτο, αναγκαίο, βήμα προκειμένου να δώσει ορατότητα στο φαινόμενο της έμφυλης βίας και να συμβάλει στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του θέματος, την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας και την άσκηση πίεσης για ανάληψη δράσης.
Μάς απασχολούν επίσης, εξαιτίας μιας σειράς από ανησυχητικά δεδομένα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αγνοηθούν. Πρώτον, η πανδημία 5 έχει οδηγήσει παγκοσμίως σε δραματική αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία αποτελεί πρόδρομο δείκτη της γυναικοκτονίας. 6 Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση, με τους αριθμούς να είναι αμείλικτοι ακόμα και μετά την περίοδο του lockdown. 7 Το φαινόμενο έχει λάβει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις καθώς τα περιστατικά έμφυλης βίας αυξήθηκαν κατά 227,4% τον πρώτο μήνα της πανδημίας, όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία της 24ωρης γραμμής SOS 15900. 8 Με άλλα λόγια, αυτός ο εκρηκτικά μεγάλος αριθμός των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας σημαίνει ότι πολλές από αυτές τις γυναίκες δυνητικά μπορεί να αποτελέσουν τα επόμενα θύματα γυναικοκτονιών στη χώρα, ενώ ακόμα μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών που δεν νιώθουν – και δεν είναι – ασφαλείς εντός των σπιτιών τους.
Δεύτερον, οι γυναικοκτονίες που έχουν συντελεστεί στην Ελλάδα, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Σε όλες έχει προηγηθεί το ίδιο μοτίβο χειριστικών συμπεριφορών και άνισων σχέσεων ισχύος ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Οι γυναικοκτονίες, όπως και κάθε μορφή έμφυλης βίας, αφορούν τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και συνδέονται άμεσα με τις πατριαρχικές αντιλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα. Αυτά, δικαιολογούν την αντιμετώπιση της γυναίκας ως μη ισότιμο μέλος σε μία σχέση ή ως σεξουαλικό αντικείμενο, όπως αποδέχονται και την (σωματική ή σεξουαλική) βία όταν ασκείται από έναν άνδρα.
Ένα ακόμα στοιχείο που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι ότι, παρά το γεγονός ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο 9 παρατηρείται πως η πλειοψηφία των γυναικών που υφίστανται έμφυλη βία δυσκολεύεται να μιλήσει γι’ αυτό, σε κάποιες από τις δολοφονίες που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, τα θύματα ή άτομα από το περιβάλλον τους βρήκαν το θάρρος και κατήγγειλαν 10 περιστατικά κακοποίησης στις Αρχές. Οι εκκλήσεις τους για βοήθεια ωστόσο, έπεσαν στο κενό εξαιτίας της υποτίμησης της κατάστασης από τους αρμόδιους, αλλά και της συνολικής ανεπάρκειας του συστήματος προστασίας των γυναικών απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν, γίνεται σαφές ότι η εξάλειψη των γυναικοκτονιών άπτεται ζητημάτων παιδείας ευρύτερα της κοινωνίας, διότι το ζήτημα είναι να μάθουν οι θύτες να μην προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες και όχι τα θύματα να προστατεύονται. Το θέμα άπτεται ωστόσο και νομοθετικών πρωτοβουλιών, οι οποίες όχι μόνο θα πρέπει να κατοχυρώνουν νομικά τον όρο, αλλά και να επεκτείνονται σε όλο το φάσμα της έμφυλης κακοποίησης: Να υπάρξουν στοχευμένες δράσεις ενημέρωσης που θα ενθαρρύνουν τις γυναίκες – ιδίως εκείνες που προέρχονται από τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και μειονότητες – να καταγγείλουν περιστατικά βίας, δεδομένου ότι τα περισσότερα από αυτά δεν φτάνουν, λόγω ελλιπούς εμπιστοσύνης, στις Αρχές ή (και) εξαιτίας του φόβου ότι θα υπάρξουν αντίποινα από τον δράστη. Να υπάρξουν άμεσα μέτρα στήριξης για τις επιζήσασες βιασμού, αλλά και να υιοθετηθούν διεθνείς πρακτικές για την έγκαιρη ανίχνευση ουσιών, όπως η GHB, με τη λήψη ούρων και δείγματος από το θύμα να γίνεται πριν το πέρασμα των πρώτων 12 ωρών και όχι αργότερα, όπως συνέβη στην πρόσφατη υπόθεση της Γεωργίας από τη Θεσσαλονίκη. 11 Χρειάζεται επίσης να καθιερωθεί μια προσέγγιση, η οποία θα επικεντρώνεται στην επιζήσασα της έμφυλης βίας, σύμφωνα με τα διεθνή πρωτόκολλα. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να τηρείται η αλυσίδα των στοιχείων (chain of evidence) και να αποφεύγονται λάθη ή παραλείψεις κατά τη μεταφορά των συλλεχθέντων στοιχείων από τη μία υπηρεσία στην άλλη.
Σημειώσεις