Όψεις: Γυναικοκτονία

Κλείσιμο

Η Μιρέλα

Με τα μάτια της Κατερίνας: 

Μας έχουν ειδοποιήσει από το τηλέφωνο να βρούμε μία κυρία στην πλατεία Κάνιγγος. Είναι με τα πράγματά της εκεί, σε ένα παγκάκι, και έχει ζητήσει βοήθεια. Κάνουμε παράκαμψη για να τη συναντήσουμε και τη βρίσκουμε αμέσως. Είναι πολύ χαρακτηριστική φιγούρα: εύσωμη, τυλιγμένη με «εκατό» ρούχα, στιβαρή και με ύφος σχεδόν επιθετικό. Είναι από την Ρουμανία και ήρθε στην Ελλάδα μικρό κορίτσι να «δουλέψει σε ένα σπίτι».

Τελικά, η Μιρέλα έγινε η ίδια το σπίτι, μεγάλωσε παιδιά και εγγόνια, γηροκόμησε γονείς και κάποια στιγμή, όταν δεν υπήρχε κάποιος να φροντίσει, έμεινε στο δρόμο.

Ήταν πάντοτε κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι και δε χρειάστηκε ποτέ να βγει, να κυκλοφορήσει, να υπάρξει νόμιμα στην Ελλάδα. Βρίσκεται στη χώρα πάνω από μία εικοσαετία και δεν είχε ποτέ ΑΜΚΑ, δεν πήγε στον γιατρό, δεν έφυγε από την Αθήνα. Μιλάει ελληνικά σαν να είναι η μητρική της γλώσσα: «Εμάς από αυτές τις χώρες μάς έστελναν εδώ να βρούμε την τύχη μας, να δουλέψουμε δηλαδή, μέναμε μέσα, μέχρι την αγορά πηγαίναμε και αυτό σπάνια, συνήθως ψώνιζε άλλος.» Ευτυχώς έχει διαβατήριο, ληγμένο αλλά έχει. Είναι μια αρχή, χρειάζεται να βρούμε ξενώνα για να μπορεί να κοιμάται και μετά να μπουν σε μια τάξη και τα υπόλοιπα. Ελπίζουμε να μας βοηθήσει να τη βοηθήσουμε με όλα αυτά γιατί φαίνεται πολύ κλειστή και δεν θα είναι εύκολο να τα καταφέρουμε.

Μια εβδομάδα μετά και έχοντας ήδη συζητήσει αναλυτικά με όλη την ομάδα για την κυρία αυτή, στην επόμενή μας επίσκεψη, αντιδρά με τρόπο δηκτικό: «Α, μπα; Με θυμηθήκατε;», λέει όταν μας βλέπει και μας ζητάει υπνόσακο και ρούχα ζεστά. Νιώθω ότι μέσα της χαίρεται που έχουμε επιστρέψει, την ενημερώνω για τη συνεννόησή μας με την πρεσβεία ενώ σχεδόν με βρίζει. Συνεχίζουμε τη συζήτηση κανονικά: «Άντε να δούμε και εσύ τι θα καταφέρεις», με χαιρετάει.

Με τα μάτια της Έλενας:

Όταν γνώρισα τη Μιρέλα πήγαν όλα λάθος. Δεν είχα κάνει εγώ την πρώτη επαφή κι εμφανίστηκα ένα πολύ κρύο πρωινό του Νοέμβρη ξαφνικά μπροστά της, για να την πάω στην πρεσβεία να ανανεώσουμε το διαβατήριο της. Με πήρε από τα μούτρα. Κρύωνε όλη νύχτα. Δεν είχε καθόλου όρεξη και με μάλωσε γιατί τα ρούχα που της είχαμε φέρει λίγες μέρες νωρίτερα δεν ήταν κατάλληλα για την πρεσβεία. Με μάλωσε και επειδή μιλούσα πολύ στο κινητό κι ας μιλούσα με τη δικηγόρο της. Με μάλωσε και που περπάταγα γρήγορα και που περπάταγα αργά. Μάλωσε και μία κυρία στη στάση του λεωφορείου που μας κοιτούσε. Χρειάστηκε να φωνάξω και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας για να κάνουμε μαζί τη συνοδεία στην πρεσβεία.

Όταν φτάσαμε όλοι συγκινήθηκαν με την ιστορία της. Σιωπηλά στην ουρά που περιμέναμε, υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένα συλλογικό βίωμα, του οποίου δεν είμαι μέρος. Όλοι/ες βοήθησαν με τον τρόπο τους τη Μιρέλα. Και ξεμπερδέψαμε πολύ γρήγορα. Μία κυρία από τη Ρουμανία προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει μέχρι να μπορέσει να πάει στον ξενώνα. Η Μιρέλα σαφώς και αρνήθηκε. Η Μιρέλα ήταν θυμωμένη. Είχε περάσει όλη της τη ζωή να δουλεύει σε ένα σπίτι και όταν πέθανε ο κύριος που φρόντιζε βρέθηκε στο δρόμο. Δε μπορώ να φανταστώ τη στιγμή, που το σπίτι σου είναι πλέον μία βαλίτσα που την κρατάς στο χέρι και αποφασίζεις ότι θα κοιμηθείς έξω. 

Ένα τελευταίο πράγμα θα αναφέρω για τη Μιρέλα, που ίσως να μην ξεχάσω ποτέ. Όταν γυρίζαμε από την πρεσβεία έχοντας πετύχει το σκοπό μας ήταν συγκινημένη και πολύ πιο ήρεμη. Μου είπε ότι έχει χάσει τα τηλέφωνα των παιδιών της και ότι θέλει να τα βρει να τους πει ότι είναι καλά (όχι ότι μένει στον δρόμο φυσικά!). Ψάξαμε το γιο της στο facebook με το όνομα του. Δούλευε όλη της τη ζωή για αυτή την οικογένεια εκεί σε μια οικογένεια εδώ, αλλά κάποια στιγμή χάθηκε η επικοινωνία. Βρήκαμε τέσσερις λογαριασμούς στο facebook με αυτό το όνομα αλλά δε θυμόταν το πρόσωπό του πια..

Η Ορέστα

Με τα μάτια της Κατερίνας: 

Ανεβαίνουμε τη Σταδίου όπου συναντάμε έξω από την Τράπεζα την κυρία Ορέστα. Είναι πάνω από εξήντα ετών, από την Ουκρανία και έχει περισσότερα από τριάντα χρόνια στην Ελλάδα. Ήρθε μικρή για να δουλέψει εσωτερική σε κάποιο σπίτι. Δε βγήκε ποτέ από εκεί μέχρι που δε τη χρειάζονταν άλλο. Δεν απέκτησε ποτέ χαρτιά, ούτε νόμιμη διαμονή, μόνο το διαβατήριό της ανανέωνε και είναι το μοναδικό που έχει ακόμα. Η ιστορία της ακριβώς σαν της κυρίας Μιρέλας. Μόνον η χώρα καταγωγής τους αλλάζει. Έχουν και οι δύο το ίδιο σκληρό βλέμμα και την ίδια απότομη και κοφτή ομιλία. Δεν είναι αγενείς, είναι όμως πολύ απογοητευμένες και θυμωμένες από τους ανθρώπους που τις άφησαν – μετά από μια ολόκληρη κοινή ζωή – στον δρόμο. Κανονίζουμε να της ανανεώσουμε το διαβατήριο και να προσπαθήσουμε να της βρούμε ξενώνα. Μας ζητάει, αν μπορούμε, να γίνουμε ο δίαυλος επικοινωνίας με τα παιδιά της. Λέμε ότι θα προσπαθήσουμε. 

Στην επόμενη συνάντηση συζητάμε όλη η ομάδα του «Street Lawyering» για την ύπαρξη αυτής της ομάδας γυναικών, ξαφνικά τις βλέπουμε.

Με τα μάτια της Έλενας:

Γνώρισα την Ορέστα σε ραντεβού, που είχαμε στη Σταδίου για να πάρουμε τηλέφωνο την πρεσβεία της Ουκρανίας. Ο σκοπός ήταν να βγάλουμε διαβατήριο προκειμένου να μπορέσει να μείνει σε δομή φιλοξενίας αστέγων. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι πρόκειται για μία πάρα πολύ γλυκιά γυναίκα. Ένιωσα ότι θα μπορούσε να είναι η γιαγιά μου. Ένιωσα ότι χρειάζεται βοήθεια. Αυθόρμητα τη ρώτησα πώς βρέθηκε σ’ αυτή την κατάσταση. Ήθελα να μάθω την ιστορία της. Η Ορέστα εργαζόταν χρόνια στην Ελλάδα χωρίς ένσημα ως οικιακή βοηθός. Κάποια στιγμή όπως κατάλαβα (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτή είναι πραγματική της ιστορία) οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Δε μπορούσε να δουλέψει άλλο, αλλά δε μπορούσε και να πάρει σύνταξη, καθώς δεν είχε δουλέψει νόμιμα ποτέ της. Οι συζητήσεις μας όσες φορές τη βρήκα ήταν συγκεχυμένες. Μοιραζόταν μαζί μου όσα ήθελε να ακούσω. Όσα ήθελε να καταλάβω. Όλη της τη ζωή την πέρασε δουλεύοντας για να στείλει λεφτά στην οικογένεια της στην Ουκρανία. Εγώ δεν κατάλαβα ποτέ γιατί η Ορέστα δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Οι κόρες της δεν είχαν ιδέα ότι έμενε στη Σταδίου. Όταν τη ρωτούσα γιατί δε θέλει να κανονίσουμε τον επαναπατρισμό της (μία διαδικασία πολύ πιο εύκολη και οικονομική από την έκδοση νέου διαβατηρίου) οι απαντήσεις που μου έδινε ήταν διαφορετικές κάθε φορά. Η Ορέστα είχε χάσει την κοινωνική της ταυτότητα ως γυναίκα φροντίδας και βρισκόταν σε σύγχυση. Δεν ήξερε ποια έπρεπε να είναι. Το σίγουρο για μένα πάντως είναι ότι δεν ήξερε πώς να λάβει φροντίδα. Είχε γίνει έξη για αυτήν ο μόχθος και η προσφορά. Κάποιες φορές μου έλεγε ότι αν γυρίσει στην Ουκρανία θα μπορούσε να διεκδικήσει μία μικρή σύνταξη. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αντιλαμβανόταν κάποια ηθική υποχρέωση από τις κόρες της να τη βοηθήσουν στα τελευταία χρόνια της ζωής της και σίγουρα δεν αντιλαμβανόταν την υποχρέωση του ελληνικού κράτους στο οποίο είχε ζήσει και εργαστεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της να της προσφέρει όσα δικαιούνται όλες οι εργαζόμενες. 

Τελικά, χάσαμε την Ορέστα. Μία μέρα πήγαμε να τη βρούμε στη Σταδίου και δεν ήταν πια εκεί. Λογικά κάποια οργάνωση μπόρεσε να την εξυπηρετήσει. Πόσο τυχερή είναι που δε γύρισε στην Ουκρανία!

Είναι σημαντικό να εξηγηθεί ότι οι άνθρωποι που συναντάμε στον δρόμο μοιράζονται με την καθεμία από εμάς την ιστορία που θέλουν, και ίσως και διαφορετική ιστορία κάθε φορά. Εγώ ήξερα πριν γνωρίσω την Ορέστα ότι κατ’ ουδένα τρόπο δε θέλει να γυρίσει πίσω στην πατρίδα της. Σε εμένα έλεγε κάτι διαφορετικό και είμαι σίγουρη ότι ίσως να μοιραζόταν το κομμάτι της ψυχής της, που θεωρούσε ότι θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του εκάστοτε ακροατή. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να εξηγηθεί ότι και εμείς με τη σειρά μας έχουμε την τάση αφενός να προβάλουμε τις προσδοκίες μας στους ανθρώπους που συναντάμε, και αφετέρου έχουμε και μία τάση να ολοκληρώνουμε το παζλ ενός ανθρώπου με δικά μας βιώματα και εμπειρίες. Όσα κατάλαβα για την Ορέστα, προσπαθώντας να συμπληρώσω την εικόνα της, είναι σε μεγάλο  βαθμό «δικά μου». Όπως αναφέρεται και στη βασική αρχή της ψυχολογίας Gestalt «o νους δέχεται επί μέρους ερεθίσματα, αλλά τα συνθέτει με το δικό του τρόπο και “σχηματοποιεί” ένα αποτέλεσμα που είναι κάτι πολύ περισσότερο ή κάτι διαφορετικό από το άθροισμα των ερεθισμάτων που δέχτηκε».

Ο θυμός της Μιρέλας και η προσήνεια της Ορέστα απέναντι μας είναι δύο εκφράσεις περηφάνειας. Στις εργάτριες από χώρες που διαλύθηκαν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκω πάντα μία περηφάνεια, που δεν θα ήταν σωστό να προσπαθήσω να την ερμηνεύσω.

Το ίδιο και η υπόλοιπή μας ομάδα, εντοπίζουμε το ζήτημα και αποφασίζουμε να αναμετρηθούμε μαζί του. Στον δρόμο θα αποφασίσουμε και την ερμηνεία που τελικά θα υιοθετήσουμε.

Η Όλγα

Με τα μάτια της Κατερίνας, η Όλγα στον δρόμο: 

Ένα μήνα μετά, αφού έχει πιάσει το γερό κρύο και έχουμε χάσει πρώτα την Ορέστα και μετά τη Μιρέλα, συναντάμε την Όλγα. Είναι σε εντελώς άλλη τοποθεσία, μα μία ακόμα γυναίκα με εντελώς παρόμοια χαρακτηριστικά. Κατάγεται από τη Ρουμανία, βρίσκεται και αυτή στην Ελλάδα περισσότερες από δύο δεκαετίες, έζησε και αυτή κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι μεγαλώνοντας παιδιά, εγγόνια και παππούδες και δεν απέκτησε ποτέ κανένα χαρτί, δεν της κόλλησαν κανένα ένσημο, δεν είχε μάλλον ποτέ κανένα ρεπό. Δούλευε, είχε να φάει και της επέτρεπαν να μένει κάπου, αυτά φαίνεται ότι θεώρησαν πως έπρεπε να της αρκούν.

Με τα μάτια της Έλενας, μια ακόμη Όλγα, σε σπίτι:

Δε μου είναι δύσκολο να καταλάβω γιατί με άγγιξε τόσο η ιστορία της Όλγας. Η γιαγιά μίας πολύ καλής μου φίλης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ζει με την Όλγα. Η Όλγα είναι επίσης από την Ουκρανία. Η Όλγα εκτός από οικιακή βοηθός της γιαγιάς της φίλης μου, έχει μεγαλώσει τη φίλη μου, έχει φροντίσει τους γονείς της, έχει φροντίσει και εμένα πολλές φορές. Η Όλγα είναι μέλος της οικογένειας τους. Η Όλγα είναι πάντα εκεί και δε θέλει να γυρίσει στη χώρα της με τίποτα. Επειδή δε τη γνώρισα στον δρόμο θα αναφέρω μόνο λίγα στιγμιότυπα της συνύπαρξής μου μαζί της, καθώς πιστεύω ότι είναι ο λόγος που συνδέθηκα τόσο με την Ορέστα στην αρχή όσο και με τη Μιρέλα αργότερα. Οι κόρες της Όλγας ζούσαν και εργάζονταν στην επαρχία της Ουκρανίας μέχρι να ξεκινήσει ο πόλεμος κανονικά. Η Όλγα δεν έχει σταματήσει ούτε μία στιγμή να δουλεύει για να τους στείλει χρήματα που δε χρειάζονται πραγματικά. Η Όλγα αρνείται να αγοράσει οτιδήποτε καινούργιο για τον εαυτό της και αρνείται να πληρώσει εισιτήριο. Προτιμάει να περπατήσει ή να περιμένει μέχρι κάποιος περαστικός επιβάτης να της δώσει το δικό του. Η Όλγα αγαπάει τα εγκαίνια για  να παίρνει το δωρεάν φαγητό και λατρεύει τις προσφορές στο σούπερ μάρκετ. Θεωρεί τη διασκέδαση περιττό έξοδο και σπατάλη. Δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι να πάνε για καφέ και να πληρώσουν εκατό φορές παραπάνω από όσο κοστίζει ο καφές στο σπίτι. Μία μέρα το καλοκαίρι την παρακαλέσαμε να έρθει μαζί μας για φαγητό ή έστω μία πορτοκαλάδα. Μου είπε ότι το δοκίμασε πριν ένα μήνα και δεν πέρασε καθόλου καλά. Αρνήθηκε πεισματικά να έρθει μαζί μας να πετάξουμε τα λεφτά μας για μια πορτοκαλάδα. Έκατσε σπίτι.

Η Όλγα τέλος αρνείται να ασφαλιστεί όσο και αν επιμένει η οικογένεια που φροντίζει εδώ. Εξαργυρώνει τα ένσημα της σε ένα μισθό που δεν χρειάζεται αφού δεν έχει έξοδα. Η Όλγα δεν έχει μάθει να είναι τίποτα άλλο πέρα από τροφός και το μόνο που ζητάει σε αντάλλαγμα είναι μία οικογένεια να φροντίζει. Δε θέλω να σκέφτομαι τι θα απογίνει όταν πεθάνει η γιαγιά της φίλης μου. Δεν ξέρει ποια είναι και πως να υπάρξει έξω από αυτό το σπίτι. Η Όλγα δε θα γυρίσει στην Ουκρανία και ο μόνος τρόπος να τη φροντίσεις είναι να την αφήσεις να σε φροντίσει. 

Είναι γυναίκες του μόχθου και της προσφοράς. Είναι μία καθόλα ταξική συνθήκη, τόσο λόγω της κατάστασης των χωρών προέλευσης, όσο και λόγω της κατάστασης που αντιμετωπίζουν εδώ. Είναι γυναίκες που έχουν μάθει να επιτελούν σε επανάληψη σε όλα τα μοτίβα τον μητρικό ρόλο, όπως υπαγορεύεται από την πατριαρχική κοινωνία.

Το σπίτι

Με την ομάδα του Street work συναντήσαμε την καθεμία από αυτές τις γυναίκες σε ένα παγκάκι, στην πλατεία Κάνιγγος στην Ομόνοια, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στο Μεταξουργείο και σε ένα πεζούλι στη Σταδίου. Τρεις γυναίκες, άνω των εξήντα ετών, με καταγωγή από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, οι οποίες άφησαν τα σπίτια τους πριν τριάντα χρόνια για να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί σε σπίτια της Αθήνας, άστεγες. 

Όταν η εργασία τους τελείωσε, οι γυναίκες εγκαταλείφθηκαν στον δρόμο, χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια. Τις άφησαν στον δρόμο και έτσι τις ταπείνωσαν.

Η σιωπή

Τους έκλεισαν το στόμα. Οι γυναίκες αυτές μιλούσαν ελάχιστα και μας εμπιστεύτηκαν μόνο τα απαραίτητα για να τις βοηθήσουμε στην επίλυση των βασικών εκκρεμοτήτων τους. Φαίνεται πως είχαν μάθει να κρατούν το στόμα τους καλά κλειστό. Η σιωπή τους επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Δεν ήθελαν να μιλήσουν, δε μπορούσαν, δεν ήξεραν πως να εκφράσουν όλα αυτά που θέλαμε να μάθουμε. Πάντως τελικά δε μας ανοίχτηκαν ποτέ και ωστόσο, οι πληροφορίες που μας έδωσαν ήταν αρκετές για να μπορούμε να καταλάβουμε ακριβώς την εικόνα.

Εκτός από τη δική τους σιωπή ανακαλύψαμε όμως και τη σιωπή της ιστορίας για την οικιακή εργασία και των ατόμων που είχαν αυτή την εμπειρία. Βρήκαμε και καταφέραμε να διαβάσουμε ελάχιστα γ’ αυτές τις γυναίκες, τις ιστορίες τους, τις ίδιες τους τις αφηγήσεις. Είναι πραγματικά ενδεικτικό της αποσιώπησης του φαινομένου και των λόγων που περιθωριοποιήθηκε τόσο πολύ από τα αφηγήματα της ιστορίας και της αρθρογραφίας, μία εργασιακή εμπειρία η οποία έχει υπάρξει σημαντική για την ελληνική κοινωνία.

Η περηφάνια

Και οι τρεις κυρίες που γνωρίσαμε είχαν το ίδιο περήφανο βλέμμα. Το «σπίτι τους» ήταν το μέρος που εργάστηκαν και ας μην έμεναν εκεί πλέον. Και, «η οικογένειά τους» ήταν οι εργοδότες τους, ας μη γνώριζαν πιά που βρίσκονταν. Είχαν μια περηφάνια που δεν έσπαγε, ακόμα και αν προσπαθούσες.

Καιρό μετά υποθέσαμε ότι ίσως μπερδέψαμε την περηφάνια με τη ντροπή.

Φτάσαμε σε αυτό το συμπέρασμα ακολουθώντας τη σκέψη ότι η ντροπή αποτελεί το υπόβαθρο της αδυναμίας των υποκειμένων να μιλήσουν για την εμπειρία της οικιακής εργασίας και της εγκατάλειψής τους τελικά στον δρόμο.

Η εργασία

Η πατριαρχία δεν είναι παρούσα μόνο όταν η συνθήκη αφορά τους άντρες. Αφορά και τις σχέσεις.

Εδώ για παράδειγμα, η θέση αυτών των γυναικών, η εργασία τους, τοποθετείται στον ιδιωτικό, περίκλειστο χώρο των τοίχων της οικίας δημιουργώντας μια σχέση με το σπίτι που πολύ συχνά γίνεται αντιληπτή και ως οικογενειακή. Η οικογενειακή σχέση με την «νταντά», την καθαρίστρια, «τη γυναίκα» που έχω για το σπίτι, «τη Ρουμάνα που μου κάνει τις δουλειές» την υπηρέτρια ίσως (και χρήση της λέξης «υπηρέτρια», θα έπρεπε να αποτελεί ντροπή). Τόσο οικογενειακή που τελικά αφήνεται εκτός σπιτιού, όπως το ζώο της οικογένειας που μένει αδέσποτο μόλις εκείνη μετακομίσει σε κάποιο άλλο διαμέρισμα.

Η οικιακή εργασία για την ελληνική οικογένεια δε συνοδεύτηκε ποτέ από κανονικό μισθό ή ασφάλιση.

Κάποιες οικογένειες το αρνήθηκαν, άλλες το θεώρησαν περιττή πολυτέλεια, άλλες δεν το σκέφτηκαν καν δεν ενδιαφέρθηκαν να βρουν τον τρόπο. Οι ίδιες δεν είχαν ποτέ τη δυνατότητα. Δεν υπολογίστηκε η συμβολή της στην ελληνική οικονομία και φυσικά η εργαζόμενη δεν απέκτησε ποτέ πρόσβαση στην κοινωνική προστασία. Εργασιακά δικαιώματα, ιατρική ασφάλιση, επιδόματα, κατώτατος μισθός, λέξεις άγνωστες στο λεξιλόγιο των οικιακών βοηθών. Μονάχα ένα πιάτο φαγητό και ένα μικρό δωμάτιο υπηρεσίας ήταν αρκετά για να επιβιώνουν η Μιρέλα, η Ορέστα και η Όλγα, κλεισμένες, δουλεύοντας μια ολόκληρη ζωή σε ένα σπίτι.

Η οικιακή εργασία και όλες οι ευθύνες που σχετίζονται με το νοικοκυριό αποτελούσαν πάντοτε παράγωγα των έμφυλων διακρίσεων.

Η αθέατη, μη αμειβόμενη, εντελώς υποτιμημένη οικιακή εργασία ήταν πάντοτε γυναικεία υπόθεση.

Γι’ αυτό και δεν ονομάστηκε ποτέ εργασία αλλά προτιμήθηκαν όροι όπως «αγάπη, προσφορά και φροντίδα». Και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο κατάφερε και καταφέρνει ακόμη να παράγει ταξική υποτέλεια.

Ο δρόμος

Οι ιστορίες που μένει να ειπωθούν για την πόλη δεν είναι παρά ζωές ανθρώπων που συναντάμε κάθε μέρα στο Street work. Η πόλη μάς τις δίνει την ίδια ώρα που τους επιτρέπει να κρύβουν τον εαυτό τους για να τις ανακαλύψουμε τελικά στο πεζοδρόμιο.

Οι γυναίκες, σε όποιο τόπο και αν γεννηθούν, φαίνεται να σφυρηλατούν ένα «ιδεώδες εγώ» με βάση κοινωνικές νόρμες που μεταφέρονται από την οικογένειά τους και την κοινωνία.

Από μικρές μαθαίνουν ότι για να αξίζουν την αγάπη των γονιών τους πρέπει να είναι «χρήσιμες» και να βάζουν την ευτυχία των άλλων πάνω από τη δική τους. Έτσι, ασχολούνται ελάχιστα με την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών και μαθαίνουν κυρίως να στοχεύουν στη φροντίδα των άλλων. Αυτό το «εγώ» διατηρείται παρά τις συνθήκες διαβίωσης και έτσι ατόφιο μεταφέρεται και στον δρόμο. Αρκεί μόνο καμιά φορά να προσέξεις τα μάτια τους: είναι γυναίκες από σπίτι.

Ζήτημα φυλής, φύλου, τάξης

Αν κρυφοκοιτάξουμε μέσα στις οικογένειες θα δούμε ακόμη να υπάρχουν οικιακές βοηθοί. Η οικιακή εργασία ήταν και είναι ακόμη συχνά φυλετικά προσδιορισμένη, μια καθαρά μεταναστευτική απασχόληση. Και ακόμη και αν αυτές δεν είναι έμμισθες, μετανάστριες που επισκέπτονται τακτικά το σπίτι, τότε πολλές φορές είναι η μητέρα της οικογένειας, η κόρη ή η αδερφή που επιτελεί τον ρόλο αυτό. Η εργασία εντός του σπιτιού δεν είναι από μόνη της το πρόβλημα, βέβαια. Αυτό που είναι πρόβλημα είναι πως είναι γυναικεία εργασία, κακοπληρωμένη εργασία και βαθιά υποτιμημένη από το σύνολο της κοινωνίας. Η υπηρέτρια, η δούλα, η ψυχοκόρη, κοινωνικό σώμα και δομικό υλικό της αστικής τάξης μεγάλωσαν τις γιαγιάδες και τις μαμάδες μας. Χωρίς τις οικιακές εργάτριες δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ο αστικός πολιτισμός μας, θα ήταν υπερβολή να το ισχυριστούμε;

Είναι επειδή γεννήθηκαν γυναίκες;

Είναι μάλλον ζήτημα ύπαρξης, εν τέλει, όσο και της κληρονομιάς του φύλου.

 


Το κείμενο γράφτηκε στο πλαίσιο λειτουργίας του προγράμματος «Συνηγορία στο Δρόμο» που υλοποιείται με τη συνεργασία των οργανώσεων HumanRights360 και Steps.

Χρήστες/στριες ψυχοδραστικών ουσιών, εργαζόμενοι/ες στο σεξ, πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο, μετανάστες, άνθρωποι χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, αποφυλακισμένοι/ες, άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας διαβιούν σε κατάσταση δρόμου στο κέντρο της Αθήνας: η HumanRights360 συνεργάζεται στο πεδίο με τη Steps – μία οργάνωση που καθημερινά είναι στο δρόμο με ομάδες street work, προσφέροντας φαγητό και υλικό μείωσης βλάβης σε ανθρώπους που ζουν σε κατάσταση δρόμου και άτομα που κάνουν προβληματική χρήση ψυχοδραστικών ουσιών.

Δικηγόροι της HumanRights360 συμμετέχουν στην ομάδα street work της Steps, με σκοπό να προσφέρουν νομική συμβουλευτική, να ενημερώσουν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε καθεστώς αστεγίας, σε ξενώνες μεταβατικής φιλοξενίας ή σε συνθήκες ακατάλληλης, ανεπαρκούς ή επισφαλούς στέγασης για τα δικαιώματά τους και να εντοπίσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός να προωθήσουν και να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των προσώπων ενδιαφέροντος, καθώς και να συμβάλουν στην επίτευξη ουσιαστικών αλλαγών.

Πολιτική Cookies