PROJECT: Youth Precarity

PROJECT: Youth Precarity

Κλείσιμο
Project: Youth Precarity
  • Σχετικά με το project

    Το Youth Precarity είναι ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron που συνεχίζει τη δουλειά του Ινστιτούτου σε ζητήματα νέας γενιάς και επικεντρώνεται στη θεματική της εργασιακής επισφάλειας.

    Θέτουμε στο επίκεντρο ερωτήματα όπως: Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο “επισφάλεια” στην εργασία; Ποιες είναι οι διεθνείς τάσεις και ποια η κατάσταση των νέων ηλικίας 18 – 34 ετών στην ελληνική αγορά εργασίας; Ποιες είναι οι επιδράσεις των εμπειριών εργασιακής επισφάλειας στην ταυτότητα, τις απόψεις και τις προσδοκίες των νέων; Είναι ανίκητη η επισφάλεια;

    Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποσοτική έρευνα, report ανάλυσης των διαθέσιμων στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, τη Vidcast σειρά εκπομπών “On Precarity”, προτάσεις πολιτικής & πρωτοβουλίες δικτύωσης, ευαισθητοποίησης και ανάδειξης συλλογικών αντιστάσεων απέναντι στην επισφάλεια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

    Το πρόγραμμα θα γίνει σε συνεργασία με το Εργαστήριο Κοινωνικής Θεωρίας και Εμπειρικής Έρευνας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ.

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2024. Επικοινωνία: costas.gousis@eteron.org

  • Συντελεστές/τριες

«Ο Βαθμός Απελπισίας»: Συζητώντας με τον Νίκο Παπαδάκη για την εργασιακή επισφάλεια των νέων

06.06.2024

Πως βιώνει η νέα γενιά την εργασιακή επισφάλεια και με ποιον τρόπο ο βαθμός απελπισίας διαμορφώνει τους όρους του νέου πρεκαριάτου; Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ΝEETs, των νέων ανθρώπων εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης; Σε τι ποσοστό τους εντοπίζουμε στην Ελλάδα και τι μπορεί να γίνει για την κοινωνική τους επανένταξη; 

Ποιες είναι οι διαστάσεις της επισφάλειας στην ελληνική πραγματικότητα συγκριτικά με τα τεκταινόμενα στον ευρωπαϊκό χώρο; Πως επιδρά η εργασιακή επισφάλεια στην κοινωνική ευπάθεια στη νέα γενιά στην Ελλάδα και ποιες πολιτικές θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του φαινομένου της επισφαλούς εργασίας και των επιπτώσεων της; 

Τις απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα βρείτε στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Νίκος Παπαδάκης στον Κώστα Γούση και την Αγγελική K. Καραγεώργου στο πέμπτο επεισόδιο της εκπομπής του Eteron, “On Precarity”, μια vidcast σειρά συζητήσεων με συγγραφείς βιβλίων γύρω από την εργασιακή επισφάλεια. 

Η συνέντευξη έγινε με αφορμή το βιβλίο του με τίτλο «Ο Βαθμός Απελπισίας», το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Ι.Σιδέρης. Το συνέγραψε ο Νίκος Παπαδάκης με τη Μαρία Δρακάκη και τη Σοφία Σαριδάκη και θέτει υπό διερεύνηση την αγορά εργασίας, την επισφαλή εργασία και την κοινωνική ευπάθεια στη νέα γενιά στην Ελλάδα και όχι μόνο. Είναι το αποτέλεσμα πολύμηνου ερευνητικού έργου με συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών μεθοδολογιών.

Ο Νίκος Παπαδάκης είναι καθηγητής και διευθυντής του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ΚΕΠΕΤ) στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης. Συνολικά έχει 219 δημοσιεύσεις, 195 μελέτες στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και κινέζικα, 13 επιστημονικά βιβλία – μονογραφίες στα ελληνικά και αγγλικά και 11 συλλογικούς τόμους τους οποίους έχει επιμεληθεί. Τα ερευνητικά, συγγραφικά και διδακτικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, στα πεδία των πολιτικών απασχόλησης, της κοινωνικής πολιτικής, των πολιτικών εκπαίδευσης και κατάρτισης και της μεθοδολογίας της έρευνας. 

Ακολουθεί η γραπτή μορφή της συνέντευξης: 

Κώστας Γούσης: Κύριε Παπαδάκη, να σας καλωσορίσουμε στην εκπομπή και ευχαριστούμε πολύ που αποδεχτήκατε την πρόσκλησή μας.

Νίκος Παπαδάκης: Κύριε Γούση, κυρία Καραγεώργου, σας ευχαριστώ θερμά για την τιμητική πρόσκληση. Η χαρά είναι δική μου, πραγματικά δική μου που είμαι μαζί σας, και επιπρόσθετα επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ, αφού ανοίγουμε αυτή τη συζήτηση, για την εξαιρετική νέα σας ερευνητική δουλειά στο Eteron μαζί με την aboutpeople. Κι εσάς κύριε Γούση προσωπικά, ως συντονιστή της έρευνας για την εργασιακή επισφάλεια στους νέους ανθρώπους.

Κώστας Γούσης: Ευχαριστούμε πολύ. 

Αγγελική Κ. Καραγεώργου: Καλησπέρα και από εμένα. Κύριε Παπαδάκη, το βιβλίο σας εστιάζει στη νέα γενιά, στους νέους και τις νέες επισφαλώς εργαζόμενους/ες. Θα ήθελα να μας δώσετε αρχικά έναν ορισμό της εργασιακής επισφάλειας και στη συνέχεια να μας πείτε πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου, «Ο Βαθμός Απελπισίας»; Να μας πείτε επίσης και με ποιον τρόπο ο βαθμός απελπισίας διαμορφώνει τους όρους του νέου πρεκαριάτου;

Νίκος Παπαδάκης: Ξεκινώ από το πρώτο, τον ορισμό της επισφαλούς εργασίας. Προφανώς η επισφαλής εργασία δεν είναι ένα νέο φαινόμενο, υπάρχει από πολύ παλιά. Η συζήτηση κατά τη γνώμη μου – έχει ξεκινήσει και πιο πριν αλλά – ουσιαστικά ξεκινάει από τον όρο που εισφέρει ο Jeremy Rifkin στο περίφημο «Τέλος της Εργασίας», το just in time workforce. Δεν μιλάει ευθέως για επισφάλεια, όμως την προσδιορίζει. Βεβαίως έχουμε τη συμβολή του Pierre Bourdieu για την επισφάλεια, ο οποίος χρησιμοποιεί και τον όρο. Η μεγάλη συζήτηση ξανανοίγει με το εμβληματικό βιβλίο του Guy Standing το 2014 για το νέο πρεκαριάτο, που επανέρχεται βεβαίως το 2023 με τη νέα του σχετική δουλειά. Η συζήτηση είναι σε εξέλιξη. Από αυτή την άποψη και ακριβώς επειδή είναι ένα φαινόμενο ιδιαίτερα σύνθετο, θα έλεγα και πολυπαραμετρικό, ο ορισμός είναι πολύ δύσκολος. Γι’ αυτό βλέπει κανείς και στη βιβλιογραφία να υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί. Επιχειρώντας έναν συνοπτικό από τη δική μου μεριά, σχετικά περιγραφικό ορισμό και αρδευόμενος και από τη δουλειά των Kalleberg και Vallas, αλλά και με βάση το τι είδαμε στην έρευνά μας, θα έλεγα ότι είναι εκείνη η εργασιακή συνθήκη, εκείνη δηλαδή η μορφή απασχόλησης που είναι κατεξοχήν αβέβαιη, ασταθής, ανασφαλής, κατά την οποία ο εργαζόμενος/η έχει όλες τις υποχρεώσεις εργασίας, τις διακυβεύσεις και τις διακινδυνεύσεις εργασίας, αλλά περιορισμένες κοινωνικές παροχές και δικαιώματα. 

Εάν θέλουμε τώρα να παραμετροποιήσουμε περαιτέρω περιγραφικά τον ορισμό, νομίζω ότι o ILO (International Labour Organization) έχει πολλά να μας πει για αυτό με την τυπολογία που κάνει, πρακτικά διακρίνοντας δύο κεντρικούς τύπους για να αποσαφηνίσουμε την εργασιακή επισφάλεια. Δηλαδή την περιορισμένη, έτσι κι αλλιώς, χρονική διάρκεια της εργασιακής σχέσης με πολύ διαφορετικές εκδοχές βέβαια, διότι είναι άλλο πράγμα η προσωρινή και άλλο πράγμα η part-time εργασία – αναφέρομαι στις δημοφιλέστερες μορφές γιατί έχουμε και καινούργιες, όπως η φασόν, που υποθέτω ότι στη συνέχεια θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε. 

Το δεύτερο έχει να κάνει με την ίδια τη φύση της εργασιακής σχέσης, δηλαδή συγκεκαλυμμένες σχέσεις απασχόλησης, μη πραγματική απασχόληση, δηλαδή υπεργολαβία. Τέτοιος είναι και ο εργοδοτικός δυισμός, ο οποίος χαρακτηρίζει τμήμα της προσωρινής απασχόλησης που είναι μορφή ευέλικτης απασχόλησης, που συχνά εκβάλει σε επισφαλή απασχόληση και ο οποίος επισήμως, από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχει προσδιοριστεί με τον περιγραφικό όρο αβεβαιότητα ο οποίος είναι και αξιακά έμφορτος, κάτι που δεν το συνηθίζει η γλώσσα της Κομισιόν και έχει και αυτό τη σημασία του.

Από εκεί και πέρα οι ίδιες οι μορφές μας πλοηγούν να καταλάβουμε καλύτερα τον όρο. Έχουμε πολλές μορφές επισφαλούς απασχόλησης και εδώ πρέπει κανείς να κάνει μια διάκριση σε σχέση με την ευέλικτη απασχόληση. Ναι, έτσι κι αλλιώς κινούμαστε σε μεγαλύτερη ευελιξία όλο και περισσότερο, λόγω των τεκτονικών μετασχηματισμών στην αγορά εργασίας. Τι είναι όμως εκείνο που την καθιστά επισφαλή; 

Πάμε να δούμε πρώτα την εκ περιτροπής εργασία και  τους part timers. Εργάζονται τρεις με έξι ώρες ημερησίως, άρα λιγότερος χρόνος εργασίας – με ό,τι αυτό σημαίνει σε απολαβές, ένσημα και λοιπά, εφόσον βέβαια τηρούνται οι όροι της σύμβασης – και συχνότατα ελαστικό ωράριο, γεγονός που εντείνει την επισφάλεια. 

Προσωρινή απασχόληση. Στη χώρα μας ξέρουμε πολύ καλά αυτή τη μορφή απασχόλησης, ειδικά λόγω της εποχικότητας και την πολύ μεγάλη σχέση εξάρτησης που έχουμε από τον τουρισμό, όπου κυριαρχεί η εντατικοποιημένη εποχική εργασία. Παράλληλα υπάρχουν οι νέες μορφές. Αναφέρθηκα προηγουμένως στη φασόν. Η φασόν απασχόληση είναι εκείνη η μορφή απασχόλησης, όπου ο εργαζόμενος εργάζεται σε διαφορετικό χώρο από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας. Είναι μια μορφή απασχόλησης που περιλαμβάνει τους digital nomads, για τους οποίους πολλή συζήτηση γίνεται και καλώς γίνεται. Έχω την αίσθηση όμως ότι δεν γίνεται η ίδια συζήτηση για μια ομάδα μέσα στους digital nomads, δηλαδή τους social nomads, οι οποίοι στην πραγματικότητα ζουν σε συνθήκες απόλυτης επισφάλειας. Είναι εκείνος ή εκείνη που θα μπει το πρωί να κάνει λίγο editing σε μια ιστοσελίδα, το βράδυ κάποια στιγμή θα του ζητηθεί να δει ένα e-shop και πάει λέγοντας. Είναι εντελώς ανασφάλιστος/η, χωρίς στην πραγματικότητα κοινωνικές παροχές, νόρμες και μια στοιχειώδη διασφάλιση. Η ενίοτε νομοθέτηση παρόμοιων μορφών απασχόλησης – θυμίζω το zero-hours contract στη Μεγάλη Βρετανία – όπου ο κανονικός εργαζόμενος μετατρέπεται σε οιονεί αυτοαπασχολούμενο, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει εργοδότης και εργαζόμενος, καθώς και μια σειρά και από αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο διεθνώς εντείνουν αυτή την κατάσταση. Μιλάμε επομένως για έναν ολόκληρο κόσμο, στον οποίο στην πραγματικότητα λαμβάνει εκτατικές διαστάσεις και ποιοτικά και ποσοτικά το φαινόμενο. Αυτό συναρτάται, για να απαντήσω και στην τρίτη σας ερώτηση σχετικά με τον τίτλο του βιβλίου, σε εκείνες τις συνθήκες που αν θέλετε πλαισιώνουν την επισφαλή απασχόληση. 

Πως προέκυψε, λοιπόν, ο βαθμός απελπισίας; Είναι απάντηση από την ποιοτική μας έρευνα, την πρωτογενή ποιοτική έρευνα, από ένα ερευνητικό υποκείμενο, μία συνεντευξιαζόμενη σε ημιδομημένη συνέντευξη – γιατί κάναμε και ημιδομημένες και αφηγηματικές. Πρόκειται για μία νέα κοπέλα γύρω στα 25 έτη, υψηλού μορφωτικού επιπέδου. Στην ερώτηση ποιος είναι ο κρισιμότερος παράγοντας για να βρεις δουλειά στην Ελλάδα σήμερα, η απάντησή της είναι κατευθείαν «ο βαθμός απελπισίας». Μηδιά με πικρία και εξηγεί «το να είσαι τόσο απελπισμένος ώστε να είσαι διατεθειμένος να δεχτείς τα πάντα». Εάν κυρία Καραγεώργου και κύριε Γούση ήταν μόνο μία φράση σε μία συνέντευξη, που έχει βέβαια ειδικό σημειακό βάρος έτσι κι αλλιώς, θα το σκεφτόμασταν πολύ σοβαρά και δεν θα το βάζαμε για τίτλο. Προκύπτει όμως ότι διατρέχει σχεδόν όλες τις συνεντεύξεις έρευνας που κάναμε με διαφορετικούς όρους που χρησιμοποιούν οι νέοι άνθρωποι για να περιγράψουν την κατάσταση των πραγμάτων και δη κάτι που το είδαμε και ποσοτικοποιημένο, δηλαδή τη λεγόμενη μη ηθελημένη προσωρινή, εκ περιτροπής και γενικά την υποαπασχόληση. Από τη στιγμή λοιπόν που το είδαμε να διατρέχει οριζόντια σχεδόν όλες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις συνεντεύξεις της έρευνας, τόσο την ποιοτική έρευνα σε βάθος όσο και τα ποσοτικά ευρήματα, εκτιμήσαμε ότι πράγματι με δύο λέξεις αποτυπώνεται μία εξαιρετικά δύσκολη συνθήκη.

Τώρα, ως προς τις συνθήκες που με ρωτήσατε για αυτόν το βαθμό απελπισίας, θα μπορούσα να πω πολλά. Δεν θέλω να σας κουράσω. Σκεφτείτε όμως ότι διεθνώς – γιατί δεν είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο στην Ελλάδα, στην Ελλάδα έχει μεγάλη ένταση όπως και στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου – βρισκόμαστε πρώτα από όλα σε αυτό που στη βιβλιογραφία πλέον έχει καθιερωθεί ως permanent crisis, δηλαδή η συνεχής κρίση και οι αλλεπάλληλες κρίσεις. Από το 2008 με τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση και μετά ύφεση, εν συνεχεία την πανδημία, την υγειονομική κρίση που εξέβαλε κατευθείαν σε κρίση προσφοράς και ζήτησης, οικονομική κρίση και διευρυμένη κοινωνική κρίση, την τρέχουσα ενεργειακή και πληθωριστική κρίση και κρίση κόστους ζωής, όλες αυτές οι κρίσεις αφήνουν ένα ισχυρό κοινωνικό αποτύπωμα. Πριν βγεις από τη μία μπαίνεις στην άλλη κρίση και το ισχυρό αποτύπωμα που αφήνουν έρχεται να συναρτηθεί με τις λεγόμενες mega trends

Από αυτές, όπως επισήμως προσδιορίζονται και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από το Eurofound, θα προτεραιοποιούσα την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και ιδίως την έλευση της ψηφιακής οικονομίας που πραγματικά μετασχηματίζει ταχύτατα, σε ρυθμούς που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, την πραγματική οικονομία, τον πυρήνα της οικονομίας, άρα και την οργάνωση παραγωγής και τις εργασιακές σχέσεις. Ναι, αλλά μέσω τέτοιων μετασχηματισμών και εξελικτικής απομείωσης της ρύθμισης διεθνώς σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, κατανοεί κανείς ότι όλα αυτά εκβάλλουν στην ενίσχυση του φαινομένου της συσχέτισης επισφάλειας και ευπάθειας σε ένα μάλιστα ζήτημα, την εργασία, το οποίο, αν μου επιτρέπετε, είναι ταυτοτικό ζήτημα.

Κώστας Γούσης: Μέσα από τη δευτερογενή ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, εστιάζοντας στην προηγούμενη δεκαετία αλλά και πιο πρόσφατα στα χρόνια της πανδημίας και με ιδιαίτερη έμφαση στη νέα γενιά, το βιβλίο σας φανερώνει τις διαστάσεις της επισφάλειας στην ελληνική πραγματικότητα συγκριτικά με τα τεκταινόμενα στον Ευρωπαϊκό χώρο. Θα θέλαμε να μοιραστείτε μαζί μας κάποια από τα κύρια ευρήματα από την συγκριτική ανάλυση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης.

Νίκος Παπαδάκης: Θα το επιχειρήσω εν συντομία κύριε Γούση, εστιάζοντας σε κάποια από τα πιο σημαντικά. Να ξεκινήσουμε από την Ευρώπη, όπου και εκεί προκύπτει ότι εκείνη τη δεκαετία έχουμε ένταση του φαινομένου – και ποσοτική και ποιοτική. Περίπου κλείνουμε την προηγούμενη δεκαετία με μέσο όρο στον γενικό πληθυσμό 18% για όλες τις μορφές υποπασχόλησης και 32-34% στο νεανικό πληθυσμό.  

Κώστας Γούσης: Σχεδόν διπλάσιο.

Νίκος Παπαδάκης: Περίπου διπλάσιο ποσοστό. Ήδη φαίνεται λοιπόν υπεραντιπροσώπευση της νέας γενιάς σε επισφαλείς μορφές απασχόλησης και φαίνεται επίσης και η ποσοτική εξέλιξη του φαινομένου. Έχουμε και έμφυλη διάσταση στην Ευρώπη. Έχουμε μεγάλες αποκλίσεις, οι οποίες μας ενδιαφέρουν και συγκριτικά σε σχέση με την ελληνική περίπτωση. Όπως για παράδειγμα, έχουμε διαφορετικά χαρακτηριστικά σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης που θα δυσκολευόμουν αρκετές από αυτές να τις χαρακτήριζα επισφαλείς, επί παραδείγματι στις σκανδιναβικές χώρες ή στις οικονομίες 3Α. Εχουμε βέβαια και τις χώρες του νότου, όπως και άλλες χώρες που το φαινόμενο είναι πολύ εντονότερο.

Το πρώτο που κρατάμε λοιπόν, είναι την υπεραντιπροσώπευση της νέας γενιάς. Στην Ελλάδα, τα ποσοστά είναι πολύ μεγαλύτερα. Κλείνουμε εκείνη τη δεκαετία, δηλαδή το 2019, φτάνοντας στο 51% στους νέους και τις νέες που εργάζονται στις δύο τυπικές μορφές, δηλαδή προσωρινή και εκ περιτροπής εργασία, χωρίς να περιλαμβάνουμε άλλες επιμέρους. Είναι πάρα πολύ υψηλό ποσοστό, είναι τριπλάσιο στην Ελλάδα από τις υπόλοιπες ηλικαικές ομάδες, από το συνολικό πληθυσμό, ο οποίος έχει τιμή εκκίνησης το 2010 αρκετά χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Το 2019, στον γενικό πληθυσμό, το ποσοστό στην Ελλάδα φτάνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την ίδια χρονιά στον νεανικό πληθυσμό είμαστε οι πρώτοι σε ποσοστό υποαπασχόλησης στην Ευρώπη.

Αυτό έχει αρχίσει να εντείνεται από το 2016. Το 2014 έχει συμβεί κάτι σημαντικό στην Ελλάδα, στην ουσία μία εξελικτική αλλαγή παραδείγματος, καθώς αλλάζει το ισοζύγιο σε ό,τι αφορά τις θέσεις που ανοίγουν στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή το 2014 είναι η πρώτη χρονιά – έχει ξεκινήσει πιο πριν σαν τάση – κατά την οποία οι θέσεις που ανοίγουν στον ιδιωτικό τομέα είναι κατεξοχήν θέσεις μερικής και προσωρινής απασχόλησης σε ποσοστό πια μεγαλύτερο από τις θέσεις πλήρους απασχόλησης. Άρα βλέπουμε τάσεις που συγκλίνουν μεταξύ τους.

Ένα άλλο φαινόμενο και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα είναι η συσχέτιση μορφωτικού επιπέδου και πιθανότητας επισφαλούς απασχόλησης. Είναι ισχυρή σε ό,τι αφορά τους medium skilled, μέσου μορφωτικού επιπέδου. Είναι ισχυρή σε ό,τι αφορά τους low skilled, αλλά για τους low skilled θα διατηρούσα πάντα σε ό,τι αφορά τα δεδομένα μία επιφύλαξη. Οι ανειδίκευτοι μερικές φορές δεν φαίνονται στις στατιστικές, γιατί αντιπροσωπεύονται ισχυρά και σε αυτό που λέμε αδήλωτη εργασία, που είναι πάρα πολύ δύσκολο να εντοπίσεις το ακριβές τους ποσοστό. Συχνά συνηθίζω να λέω ότι, στην αδήλωτη εργασία,  το κατώφλι μπορεί να δεις, ούτε καν τον μέσο όρο, πολλώ δε μάλλον το ταβάνι. Όμως στην Ελλάδα αυτό που διαφοροποιείται από τη γενική ευρωπαϊκή εικόνα, με όλες τις αποκλίσεις που είπα προηγουμένως, είναι το υψηλό ποσοστό αντιπροσώπευσης μέσα στην επισφαλή εργασία νέων υψηλού μορφωτικού επιπέδου.

Αυτό, μεταξύ πολλών άλλων, σχετίζεται και με δύο ζητήματα. Για το ένα γίνεται πάρα πολλή συζήτηση – και καλώς γίνεται στη δημόσια σφαίρα – που είναι το brain drain, η επίμονη τάση αποδημίας, ειδικά επιστημονικού προσωπικού στο εξωτερικό.  

Για αυτό όμως που γίνεται πολύ λιγότερη συζήτηση και νομίζω πως πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και σε αυτό, είναι το brain loss. Δηλαδή αυτοί και αυτές που στην πραγματικότητα εργάζονται σε θέσεις τελείως άσχετες με το αντικείμενο των σπουδών τους ή σε θέσεις που δεν απαιτούν καν πτυχίο – που είναι απόλυτη συνθήκη επισφάλειας. Στην Ευρώπη, στο κλείσιμο εκείνης της δεκαετίας, ήταν περί το 20%, στην Ελλάδα το ποσοστό ήταν υψηλότερο. Εκείνοι λοιπόν οι νέοι άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με ισχυρό σετ δεξιοτήτων, μένουν πραγματικά αναξιοποίητοι και ακόμα και με οικονομικούς όρους οικονομετρικούς αν μιλήσουμε, τα ανταποδοτικά οφέλη, απομειώνονται. Έχουμε και πολλά άλλα προβλήματα βέβαια κοινωνικά, ακόμα μεγαλύτερα. Το 2020 η πανδημία δημιουργεί μια ολική ζημιά στην αγορά εργασίας, στην Ελλάδα λόγω της μεγάλης εξάρτησης από τον τουρισμό και ειδικά στις περιφέρειες που έχουν ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση από αυτόν, καθώς έχουμε ένταση της ανεργίας, έχουμε την υπαγωγή στο καθεστώς της αναστολής της εργασίας κτλ. Καταγράφεται διεθνώς αυτή η τάση, καθώς όλη η Ευρώπη επηρεάζεται, αλλά η Ελλάδα επηρεάζεται πολύ έντονα λόγω και των υψηλών ποσοστών, έτσι κι αλλιώς, της νεανικής ανεργίας κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας. 

Τι άλλο όμως παρατηρούμε; Να φέρω ένα παράδειγμα σε περιφερειακό επίπεδο. Η Κρήτη ήταν εκείνη η ευρωπαϊκή περιφέρεια που είχε την υψηλότερη μεταβολή στο ποσοστό της ανεργίας του 2020 σε όλη την Ευρώπη, λόγω της εξάρτησης από τον τουρισμό. Παρατηρούμε όμως κάτι που το βλέπουμε και πριν, ότι εντείνεται η υποτονικότητα της αγοράς εργασίας, μετά απομειώνεται, αλλά παραμένει έτσι κι αλλιώς υψηλή. Πρόκειται για ένα νέο μέγεθος που έχει μπει στη συζήτηση από το 2021, το labour market slack, το οποίο στην πραγματικότητα αφορά το σύνολο των μη εκπληρωμένων αναγκών για απασχόληση. Άρα δεν είναι μόνο η ανεργία, είναι μέσα και οι μορφές επισφαλούς εργασίας όταν είναι μη ηθελημένες, όταν δηλαδή δεν είναι κατ’ επιλογή. Με τα τελευταία δεδομένα του ‘22 που παρακολούθησα ήταν γύρω στο 18,5% στο γενικό πληθυσμό, από 23,5% το 2020, ενώ στην Ε.Ε. ήταν 13,5%. Στη νέα γενιά δε, στο peak της πανδημίας, το πρώτο τρίμηνο του 2021, έφτασε στο 53,4%. Είναι πάρα πολύ υψηλό, αν συναρτηθεί και με άλλες παραμέτρους. 

Θα μπορούσα να συνεχίσω αλλά θα μείνω με μια έμφαση σε δύο τελευταία από τα πολλά – και συγκριτικά – ευρήματα. Πρώτα απ’ όλα, αναφέρθηκα και στην αρχή σε αυτό, έχουμε ένα σχετικά σημαντικό ποσοστό μη ηθελημένης προσωρινής, εκ περιτροπής εργασίας και γενικά υποαπασχόλησης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα όμως είναι πολύ υψηλότερο, καθώς άγγιζε, στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, το 60% του συνολικού πληθυσμού και το 65% της νέας γενιάς. Πρακτικά λοιπόν καταφεύγουν σε τέτοιες λύσεις οι νέοι μας και οι νέες μας ελλείψει εναλλακτικών για να βγουν από το καθεστώς της ανεργίας, παρά τη σημαντική μείωση των σχετικών ποσοστών. Και το δεύτερο καταλυτικό και πιο σημαντικό από όλα για μένα είναι το ζήτημα της ισχυρής συσχέτισης με την κοινωνική ευπάθεια. Στην εκ περιτροπής απασχόληση ο κίνδυνος και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα εκτιμάται ο ίδιος με όρους στατιστικής σημασίας, δηλαδή είναι διπλάσιος για τους εκ περιτροπής απασχολούμενους και τριπλάσιος για τους προσωρινά απασχολούμενους σε σχέση με όσους και όσες εργάζονται με σύμβαση πλήρους απασχόλησης. 

Στην Ελλάδα έχουμε, λοιπόν, ακριβώς την ίδια συσχέτιση με μία πολύ σημαντική διαφορά. Επειδή είναι μεγαλύτεροι οι απόλυτοι αριθμοί, άρα επειδή είναι μεγαλύτερα τα νούμερα πίσω από τους απόλυτους αριθμούς, τελικά ο κίνδυνος για όλες τις κατηγορίες των υποαπασχολούμενων, ποσοτικά και σταθμισμένα, είναι διπλάσιος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και κατανοεί κανείς τι σημαίνει αυτή η συσχέτιση για την κοινωνική συνοχή

Αγγελική Κ. Καραγεώργου: Λέτε στο βιβλίο σας ότι η επισφαλής εργασία συγκροτεί έναν νέο τύπου εργαζόμενου που είναι ανάμεσα στον παραδοσιακό εργαζόμενο και στον άνεργο. Αναφέρεστε επίσης και στους ΝEETs, εκείνους τους «νέους ανθρώπους εκτός εκπαίδευσης, εκτός κατάρτισης, εκτός απασχόλησης» που αποτελούν μια – ψυχολογικά και κοινωνικά – ευάλωτη ομάδα. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά τους, σε τι ποσοστό τους εντοπίζουμε στην Ελλάδα και τι μπορεί να γίνει για την κοινωνική τους επανένταξη;

Νίκος Παπαδάκης: Θίγετε ένα θέμα κυρία Καραγεώργου εξαιρετικής σημασίας γιατί μιλάμε για μια κατεξοχήν κοινωνικά ευάλωτη ομάδα μέσα στον γενικό πληθυσμό. Όπως σωστά το είπατε, οι NEETs είναι νέοι άνθρωποι εκτός εκπαίδευσης, εκτός κατάρτισης, εκτός απασχόλησης, δηλαδή πρακτικά είναι οι νέοι και οι νέες που είναι έξω και απέχουν, συνήθως όχι κατ’ επιλογήν, από κάθε μείζονα θεσμική μέριμνα του κοινωνικού κράτους. Όταν τρέξαμε την πρώτη έρευνα εθνικής κλίμακος σε ευρωπαϊκό επίπεδο το 2011-2013 με το τίτλο “Βαρόμετρο Απόντων” – τότε είχε γίνει γνωστή ως η έρευνα για τη χαμένη γενιά – επιχειρήσαμε για πρώτη φορά να χαρτογραφίσουμε τι γίνεται. Οι NEETs ήταν σε ερευνητικό επίπεδο terra incognita, είχαμε μόνο κάποιες έρευνες περιφερειακές και τη μεθοδολογική στοιχειοθέτηση του δείκτη που και εκεί υπήρχαν αποκλίσεις μεταξύ Eurostat και ΟΟΣΑ. 

Ναι έχουν ισχυρό βαθμό ετερογένειας, γι’ αυτό υπάρχει και η ομαδοποίηση (clustering) που κάνει και επικαιροποιεί το Eurofound σε ό,τι αφορά τις ευρωπαϊκές χώρες. Βέβαια η συζήτηση έχει ξεκινήσει από τη μεγάλη Βρετανία και από την Ιαπωνία. Οι NEETs στην Ελλάδα  δεν είναι μια ενιαία ομάδα, όπως διαπιστώσαμε και σε νεότερη μας έρευνα που κάναμε το 2016-2017 με χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου για τη χαρτογράφηση συνολικά της νέας γενιάς μέσα στην κρίση (εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο «Νέα Γενιά και NEETs στην Ελλάδα της Κρίσης»), καθώς και σε ακόμη πιο πρόσφατη μελέτη μας το 2022. Ποια είναι λοιπόν τα χαρακτηριστικά που διαπιστώσαμε; Η ηλικία αποτελεί σημαντική μεταβλητή γιατί είτε μιλάμε με τον αρχικό ορισμό της Eurostat (15 -24 ετών) είτε με το διευρυμένο του ΟΟΣΑ (15-29 ετών), μετά τα 22 ανεβαίνει πάρα πολύ το ποσοστό των NEETs. Κι αυτό γιατί στην Ελλάδα λόγω της μορφοσιογόνου τάσης, που έλεγε ο Κ. Τσουκαλάς, και ελλείψει εναλλακτικών, έχουμε πολύ χαμηλή σχολική διαρροή και εκτοξεύεται το ποσοστό μετά την ηλικία των 22 ετών. Το πιθανότερο, λοιπόν, με βάση τα ευρήματά μας είναι να είναι γυναίκα – έχουμε και αρκετούς άντρες βέβαια – να ζει σε οικογένεια και σε σπίτι, όπου κάτω από την ίδια στέγη διαβιούν περισσότερα μέλη και εργάζονται λιγότερα, ενώ συνολικά το οικογενειακό εισόδημα είναι χαμηλό. Όλα αυτά μας οδήγησαν το 2013 να μιλήσουμε για ενδείξεις, το 2017 για τάση και πλέον το 2022 για ενδεχόμενο κανονικοποίησης της τάσης διαγενεακής μεταβίβασης φτώχειας.  

Εκτός από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα έχουμε και την υπεραντιπροσώπευση αποφοίτων της εκπαίδευσης στην ηλικία των 25, 27 και 28 ετών (μεταβάλλεται με την εκάστοτε έρευνα). Προκύπτει, λοιπόν, αυτό που η Ζαματί έλεγε όταν έκανε την έρευνα στα γκέτο στο Παρίσι, ότι το χειρότερο είναι να πάρεις την πραγματικότητα για τα όνειρά σου. Ό,τι και να κάνεις, επομένως, όσο και να προχωρήσεις τους βιογαφικούς σχεδιασμούς, μάλλον θα ξαναγυρίσεις στην προτέρα κατάσταση που είναι η φτωχοποίηση, η υλική αποστέρηση. Η οικογένεια λειτούργησε σε όλα τα χρόνια της κρίσης ως safety net, εξήγησα όμως μια πιο πιεσμένη οικογένεια, αποστερημένη που κυρίως λειτούργησε ως υποκατάστατο της κοινωνικής πολιτικής. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Στην πανδημία το ποσοστό αυξάνεται πάρα πολύ και στην Ευρώπη αλλά στην Ελλάδα η αύξηση είναι εντυπωσιακή, καθώς υπερβαίνει το 20%. Είμαστε στις χώρες που έχουν σημαντικό πρόβλημα με τους ΝΕΕΤs. Δεν το είχαμε δει πριν το σημείο κορύφωσης της κρίσης αυτό. Στην πανδημία, μέσα σε ένα χρόνο έχουμε 10% ποσοστιαία αύξηση στους NEETs. Σήμερα είμαστε στο 11% στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στην Ελλάδα το ποσοστό των NEETs είναι στο 16,3%. 

Όπως και σε άλλα ποσοτικά μεγέθη, στην ανεργία, στη νεανική ανεργία, στη μακροχρόνια ανεργία στην αγορά εργασίας, έχουν βελτιωθεί τα πράγματα, καθώς έχουν μειωθεί σημαντικά τα ποσοστά συνολικής και νεανικής ανεργίας. Παραμένει όμως πολύ υψηλό το ποσοστό, με δεδομένο μάλιστα ότι εδώ ενώ σε όλα τα άλλα μεγέθη της ανεργίας μετράμε επί του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, όπως ξέρετε, στους Neets μετράμε επί του συνόλου του πληθυσμού, άρα οι απόλυτα οι αριθμοί είναι μεγαλύτεροι από ό,τι αναμένεις με βάση το ποσοστό. Είναι πρόβλημα που κατευθείαν εκβάλει σε ζητήματα πέρα απ’ τις βιοτικές τροχιές των ίδιων των NEETs, ζητήματα που αφορούν τον πυρήνα της κοινωνικής συνοχής. Και είδαμε και πολλά άλλα πράγματα σε σχέση με την πολιτική συμπεριφορά και τη δημόσια εμπιστοσύνη, τα οποία επιβεβαιώσαμε και στην έρευνα για την επισφαλή εργασία. 

Πώς τους επανεντάσεις; Δεν είναι είναι καθόλου εύκολο. Έχουν γίνει απόπειρες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και σε εθνικό επίπεδο, από διαφορετικές κυβερνήσεις και δεν το υποτιμώ. Από την μετεξέλιξη, το μετασχηματισμό του Guarantee for youth και την ελληνική της εκδοχή – εδώ οφείλω να πω ότι λάβανε υπόψη και την έρευνα μας, επειδή μόλις τότε είχε βγει – για να γίνει ένας ανασχεδιασμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο και  αργότερα σε εθνικό επίπεδο, σειρά πιο στοχευμένων προγραμμάτων και συμβουλευτικής, ενεργοποίησης, καθώς και εγχειρημάτων ενταξής. Όμως επειδή ειδικά στην δεύτερη έρευνα του 2016-2017 που είδαμε και ζητήματα για το ψυχοπαθολογικό προφίλ των NEETs και ομάδα των συναδέλφων, ψυχίατροι και ψυχολόγοι, εντόπισαν συσχετίσεις ισχυρές με ήπια καταθλιπτικά συμπτώματα (όχι με αυτοκτονικότητα λόγω του safety της οικογένειας) και με μία σειρά από άλλα ζητήματα, χρειάζεται μία ολοκληρωμένη παρέμβαση με τελικό στόχο την τόνωση της ενεργού ζήτησης, δηλαδή να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Γιατί αυτό που θέλουν πάνω απ’ όλα είναι να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, άρα στόχευση σε ζητήματα upskilling και reskilling, αλλά στοχευμένα και σε σχέση με τους μετασχηματισμούς της οικονομίας και παράλληλα υποστηρικτικές και συμβουλευτικές δομές για να έχουν φωνή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά φωνή που στο τέλος της μέρας κυρία Καραγεώργου και κύριε Γούση να ακούγεται και να μεταφράζεται σε εμπράγματες πολιτικές παρεμβάσεις και κοστολογημένα, παραμετροποιημένα και προικοδοτημένα πλαίσια δράσεων.

Κώστας Γούσης: Ερχόμαστε τώρα στην πρωτογενή ποιοτική έρευνα πεδίου η οποία πραγματοποιήθηκε με την χρήση ημι-δομημένων και βιογραφικών-αφηγηματικών συνεντεύξεων με νέους και νέες ηλικίας 18-29 ετών που εργάζονται με όρους επισφάλειας. Είπατε ήδη πολλά αλλά θα ήθελα να μας αναφέρετε κάποια επιπλέον ευρήματα που ξεχωρίσατε από τις συνεντεύξεις. 

Νίκος Παπαδάκης: Όπως ξέρετε κύριε Γούση, η ποιοτική έρευνα ειδικά αν συνδυάζεται σε ένα πλαίσιο τριγωνοποιημένης μεθοδολογικής στρατηγικής, προσφέρει στον πληροφοριακό πλουραλισμό και στο ερμηνευτικό βάθος δεδομένου και του ευρετικού της χαρακτήρα. Εδώ επιτρέψτε μου να επισημάνω αναφορικά με την έρευνά μας, ότι συγχρηματοδοτήθηκε από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-ESF) μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση». 

Αρκετά από αυτά που είδαμε στην ποσοτική επιβεβαιώθηκαν και στην ποιοτική έρευνα. Όμως, το ερμηνευτικό βάθος μας επέτρεψε να δούμε κι άλλα πράγματα. Μας επέτρεψε να δούμε τι επιφέρει όλη αυτή η συνθήκη στις συγκροτησιακές συνιστώσες της βιοτικής τροχιάς. Και αυτό που είδαμε είναι ότι τις πλήττει σε όλα τα επίπεδα, από την υλική αποστέρηση μέχρι τη συσχέτιση με το κοινωνικό περιβάλλον, ακόμα και με την οικογένεια, την καθημερινότητα και το κόστος ζωής λόγω των συνθηκών της υλικής αποστέρησης. Γιατί συχνά μιλάμε για φτωχοποιημένους εργαζόμενους/ες, που αναγκάζονται και κάνουν και δεύτερες δουλειές. Επίσης, είδαμε ότι διατρέχει όχι μόνο τους προφανείς τομείς οικονομικής δραστηριότητας, τον τουρισμό επί παραδείγματι, αλλά σχεδόν όλους, από φαρμακευτικές εταιρείες μέχρι πολυεθνικές, μέχρι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, άρα είναι εκτεταμένο το φαινόμενο της επισφάλειας. 

Από τα έντονα φαινόμενα που διαπιστώσαμε, θα κρατήσω για τη συζήτησή μας μόνο μερικούς συνδυασμούς και αναντιστοιχίες. Ισχυρή για παράδειγμα η παρουσία της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην σύμβαση και στις πραγματικές ώρες και ημέρες εργασίας, τις απολαβές και τα ένσημα. Επιπλέον, ισχυρός συνδυασμός και εκτατική τάση δηλωμένης και αδήλωτης εργασίας, η ελάχιστη δυνατή part time σύμβαση και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, για να το πω ευθέως, και αν δεν σ’ αρέσει υπάρχουν κι άλλοι που θα δεχτούν τους κανόνες του παιχνιδιού, για να θυμηθούμε το βαθμό απελπισίας. Κανονικοποίηση, δηλαδή, μιας νέας νόρμας ότι κάπως έτσι είναι τα πράγματα και κάπως έτσι θα συνεχίσουν να είναι, άρα στην πραγματικότητα κανονικοποίηση μιας νεόδμητης συνθήκης περαιτέρω ελαστικοποίησης των όρων εργασίας στο πραγματικό πεδίο. Είδαμε κι άλλες περιπτώσεις, κάποιες εξ αυτών σοκαριστικές, δηλαδή ακόμα και φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά και τις τιμωρητικές πρακτικές, όταν δεν ενέδωσε η συγκεκριμένη συνεντευξιαζόμενη. Είδαμε μορφές παρακολούθησης και επιπλέον επιτήρησης που μας θύμισαν το φουκωικό πανοπτικό, έντονες – δεν το γενικεύω ποιοτική έρευνα είναι, προφανώς δεν αφορά όλες τις επιχειρήσεις – αλλά έντονες και εξαιρετικά εφευρετικές, τολμώ να ομολογήσω, καταχρηστικές εργοδοτικές πρακτικές. Να αναφέρω σε σχέση με αυτό το φαινόμενο του blacklisting, ειδικά στις μικρές κοινωνίες, όπου αν τολμήσεις και μιλήσεις δεν θα ξαναβρεις δουλειά. Ένα συνδυασμό φόβου, ανασφάλειας για την επόμενη μέρα, για το τι θα συμβεί αν χάσουν τη δουλειά, αλλά και τι θα συμβεί διατηρώντας αυτή τη δουλειά. 

Μέσα σε όλο αυτό το σχετικά ζοφερό περιβάλλον, είδαμε και κάποια πράγματα που μας δίνουν μια αισιοδοξία. Έχουν βιογραφικούς σχεδιασμούς οι νέοι και οι νέες μας. Αυτό, όπως είπα, τους επηρεάζει σε όλα τα επίπεδα, προφανώς επηρεάζει επί παραδείγματι και τη δημογραφική τους συμπεριφορά. Ακόμα και αυτοί που θέλουν ή το σκέφτονται αποκλείουν το να κάνουν οικογένεια, γιατί δεν μπορούν να την υποστηρίξουν και δη σε αυτές τις συνθήκες. Έχουν όμως βιογραφικούς σχεδιασμούς που τολμώ να πω ότι δεν θυμίζουν την εκδοχή που πρότεινε στην εξαίσια δουλειά της η Jennifer Silva το 2013 με το Coming Up Short, δηλαδή το mood economy με όρους και φαντασιακής υπεραναπλήρωσης. Αντίθετα, είναι ρεαλιστικοί σχεδιασμοί που πατάνε σε μια καλή ανάγνωση των συνθηκών, αλλά και στις δυνατότητες που με κάποιο τρόπο θα επιδιώξουν να βρουν, δηλαδή αρκετοί και αρκετές σκέφτονται να προχωρήσουν σε κάποια συνεργασία στην κατεύθυνση της επιχειρηματικότητας, αλλά λείπει συνήθως το κεφάλαιο, εγείρονται και όλα τα άλλα ζητήματα, όπως οι λίγες δυνατότητες για να πάρει κανείς δάνειο, όπως επίσης και η υπερβολική γραφειοκρατία που αγγίζει τα όρια του διαδικαστικού φετιχισμού λόγω του επαυξημένου διοικητικού βάρους. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν το βάζουν κάτω και έχουν ρεαλιστικούς βιογραφικούς σχεδιασμούς. 

Πριν έκλεισα με κάτι αισιόδοξο, αλλά εδώ δεν μπορώ να αποφύγω κι ένα δυσοίωνο. Όταν πήγαμε σε ζητήματα που σχετίζονται με την πολιτική συμπεριφορά, παρατηρήσαμε κάτι που το έχουμε δει και σε προηγούμενές μας έρευνες, την πολύ σημαντική και διευρυμένη απαξία στο σύνολο του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού και τη διευρυμένη και εντεινόμενη απονεύρωση της δημόσιας εμπιστοσύνης. Αυτά δεν είναι καλά νέα και πρέπει νομίζω κανείς και δη οι πολιτικές ελίτ να τα λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη. 

Αγγελική Κ. Καραγεώργου: Είναι και αυτοί που επιλέγουν την αποχή;

Νίκος Παπαδάκης: Τους ρωτήσαμε, δεν μελετήσαμε βέβαια εκλογική συμπεριφορά, μελετήσαμε όμως όλες τις βασικές συνιστώσες πολιτικής συμπεριφοράς. Ιδεολογία έχουν, τη δηλώνουν και την εξηγούν. Έχουν όμως μια γενικευμένη απογοήτευση – θα μου πείτε τους αδικεί κανείς; – από τους παραδεδεγμένους ισχυρούς κομματικούς σχηματισμούς, νιώθουν να μην ακούγεται φωνή τους, νιώθουν να μην αντιπροσωπεύονται. Παρόλα αυτά είναι υπέρ της συνδικαλιστικής δράσης, αλλά θέλουν πύκνωση και απεύθυνση, δηλαδή να συμπεριληφθούν και αυτοί στις διεκδικήσεις και στα αιτήματα. Τη διάθεση για αποχή δεν την είδαμε τόσο έντονα όσο περιμέναμε, αλλά είδαμε πολύ έντονα αυτό που σας είπα προηγουμένως, τη διευρυμένη απονεύρωση της δημόσιας εμπιστοσύνης. Και όλα αυτά μας οδηγούν να σκεφτούμε και να είναι και στα συμπεράσματά μας, μαζί με πολλά αλλά βέβαια από την ποιοτική έρευνα και την ποσοτική, ότι μάλλον είμαστε ενώπιον μιας πιθανής ανακατασκευής της ίδιας της ηθικής της εργασίας. Ακριβώς και επειδή οι επιλογές τους είναι διαμεσολαβημένες και στην ουσία για να επικαλεστώ πάλι το Μπουρντιέ επιλέγουν τα αναπόφευκτα τους ελλείψει εναλλακτικών, αναγκάζονται δηλαδή να αποδεχθούν καταχρηστικές πρακτικές και νέες κανονικοποιημένες εξαιρετικά ελαστικές νόρμες που οδηγούν σε μια πιθανή ανακατασκευή της ίδιας της ηθικής της εργασίας. Ας το κρατήσουμε αυτό παρακαλώ. 

Αγγελική Κ. Καραγεώργου: Στα συμπεράσματα του βιβλίου σας και λαμβάνοντας υπόψη και τα αποτελέσματα της έρευνάς σας, προχωράτε σε προτάσεις πολιτικής, 14 μάλιστα σημεία, για την αντιμετώπιση του φαινομένου της επισφαλούς εργασίας και των επιπτώσεων της. Πείτε μας κάποιες από αυτές που θεωρείτε ως σημαντικότερες.

Νίκος Παπαδάκης: Βεβαίως κύριε Καραγιώργου, είναι όπως το είπατε. Επιχειρήσαμε ερευνητικά εδραιωμένες και παραμετροποιημένες προτάσεις πολιτικής, οι οποίες εκδιπλώνονται σε 14 σημεία που στην ουσία είναι σετ προτάσεων πολιτικής η κάθε μία εξ αυτών. Είναι τριών κατηγοριών grosso modo. Πρώτα απ’ όλα είναι κατασταλτικές, γιατί χρειαζόμαστε και κατασταλτικές, όταν βλέπουμε φαινόμενα απορρύθμισης στο πεδίο και καταχρηστικών εργοδοτικών πρακτικών. Το πρώτο, λοιπόν, που καθίσταται αναγκαίο είναι η εντατικοποίηση των ελέγχων, όχι μόνο στους προφανείς χώρους, γιατί όπως είπα και προηγουμένως το φαινόμενο είναι εκτακτικό. Ενίσχυση λοιπόν της νέας Ανεξάρτητης Αρχής που αντικατέστησε το ΣΕΠΕ, δηλαδή ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και των περιφερειακών υπηρεσιών, πρώην ΣΕΠΕ, νυν Επιθεώρησης Εργασίας, ενίσχυση με στελέχωση, με εξειδικευμένο προσωπικό και πολύ πιο εντατικοί έλεγχοι. Συγχρόνως με αυτό, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση, άρα, πρώτον, ανοιχτή γραμμή καταγγελιών, για να μη φοβάται ο εργαζόμενος και η εργαζόμενη να καταγγείλουν περιστατικά και παράλληλα καμπάνια ευαισθητοποίησης σε όλα τα επίπεδα, εθνικό, τοπικό, περιφερειακό, με εμπλοκή προφανώς του κεντρικού κράτους, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των κοινωνικών εταιρων. Δεν υποτιμώ το γεγονός ότι ήδη γίνονται προσπάθειες, θέλουμε συνολικές καμπάνιες πλήρους ενημέρωσης για τα εργασιακά δικαιώματα. Έχουμε αυτό το μετεωρισμό του μεταρρυθμιστικού εκκρεμούς και στα ζητήματα της εργατικής νομοθεσίας με διαρκείς αλλαγές. Είναι πολύ σημαντικό οι άνθρωποι να έχουν άμεση πρόσβαση σε γρήγορη και σαφή γνώση, άρα και υπηρεσία συμβουλευτικής, αναφορικά, όχι μόνο με το τι θα κάνουν για να βρουν δουλειά, αλλά ποια πραγματικά είναι τα εργασιακά τους δικαιώματα για να ξέρουν και πότε αυτά θίγονται. Άρα και καμπάνιες ενημέρωσης και στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού, αλλά και καμπάνιες που έχουν να κάνουν με τη χρήση των social media κ.α. Όλα αυτά αποτελούν ένα προϋποθετικό όρο για το δεύτερο και κυριότερο σετ προτάσεων πολιτικής που είναι οι ενεργητικές πολιτικές. Στην πραγματικότητα η τόνωση της ενεργού ζήτησης και χρήση κάθε διαθέσιμου χρηματοδοτικού εργαλείου από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από τα ΕΣΠΑ για την τρέχουσα προγραμματική περίοδο, από τον προϋπολογισμό και κάθε διαθέσιμου χρηματοδοτικού εργαλείου με στόχευση όμως και παραμετροποίηση και κοστολόγηση στην κατεύθυνση των επιδοτούμενων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ώστε να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας, πλήρους απασχόλησης. Να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό, το πολύ καλό ανθρώπινο δυναμικό που έχει αυτή η χώρα και δεν αναφέρομαι μόνο στους high skilled

Και παράλληλα να τονώσουμε θεσμούς και υπηρεσίες που μας είναι απαραίτητες περισσότερο από ποτέ, δηλαδή του κοινωνικού κράτους, οι οποίες θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Και εδώ να αναφέρω ότι ένα από αυτά που μας ώθησε σε αυτό είναι και άλλες συναρτήσεις όπως επί παραδείγματι το ότι έχουμε χαμηλό δυναμισμό δεξιοτήτων στην Ελλάδα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η ζήτηση σε υψηλές δεξιότητες είναι στο 46% σε ευρωπαϊκό μέσο όρο και μόλις στο 32% στην Ελλάδα. Το λέω γιατί είναι γνωστή η συζήτηση για την αναντιστοιχία δεξιοτήτων και συνήθως οι κατηγορίες πέφτουν στο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο έχει ευθύνες αλλά θα πρέπει να δούμε και την αγορά εργασίας. Άρα, επιδοτούμενες ενεργητικές πολιτικές που να στοχεύουν στην τόνωση της ενεργού ζήτησης.

Πέρα από όλα τα άλλα που συμπεριλαμβάνουμε για απλούστευση διαδικασιών, μείωση της γραφειοκρατίας για την τόνωση της επιχειρηματικότητας από τους νέους ανθρώπους, το τρίτο σετ προτάσεων πολιτικής είναι ευρύτερο και αν μου επιτρέπετε είναι και το προϋποθετικό συνολικά. Έχει να κάνει με αυτό που συζητάμε στη δημόσια σφαίρα, συνήθως όταν επίκεινται εκλογές το συζητάμε πιο πολύ, δηλαδή σε τι παραγωγικό αναπτυξιακό μοντέλο θέλουμε να πάμε. Ωραία, πρέπει να μπει το ζήτημα της επισφαλούς απασχόλησης και της ευαλωτότητας μέσα στο παραγωγικό μοντέλο, αλλά σε ποιο πλαίσιο; Κατά τη γνώμη μας, σε ένα μείγμα πολιτικής που θα περιλαμβάνει μια εμπράγματη, στοχευμένη, προικοδοτημένη κοινωνική πολιτική, με όρους αναδιανεμητικού πραγματισμού. Σε αυτούς τους καιρούς, κύριε Γούση και κυρία Καραγεώργου, κανείς δεν πρέπει να αφήνεται να διαβαίνει την έρημο μόνος του και είναι δυστυχώς πολλοί που το κάνουν αυτό.

Πολιτική Cookies