Ο Max van der Stoel ήταν προϊστάμενός μου, αλλά ήταν και ο πολιτικός μου πατέρας. Μου δίδαξε σχεδόν όλα όσα ξέρω για την πολιτική και τη διπλωματία. Η κληρονομιά του μπορεί να είναι διαρκής, άλλωστε πολλά από αυτά που έκανε, θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση και για εσάς, τους νέους εν δυνάμει διπλωμάτες και πολιτικούς.
Προσωπικά, τον γνώρισα για πρώτη φορά στην προετοιμασία της διάσκεψης της Μόσχας για την Ανθρώπινη Διάσταση της τότε ΔΑΣΕ, εν μέσω των αναταραχών που προκλήθηκαν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Όλοι αναρωτιόμασταν τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Έτσι, ήρθε στη Μόσχα και τον γνώρισα. Δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος στις προσωπικές σχέσεις. Προερχόταν από μια γενιά πολύ συγκρατημένη, που δεν εξέφραζε ιδιαίτερα προσωπικά συναισθήματα, εστίαζε αποκλειστικά στο εκάστοτε θέμα συζήτησης, είχε επαγγελματικό προσανατολισμό, ο κάθε άνθρωπος δρούσε με βάση τις αξίες του και ποτέ δεν παραπονούνταν για τίποτα. Οι προσωπικές δυσκολίες, η δυσφορία κτλ. ήταν θέματα που δεν συζητούνταν δημοσίως.
Γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια και καταγόταν από μια σχετικά εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ο γιατρός του χωριού στο Φόορσοτεν, ενώ η μητέρα του προερχόταν από μια πολύ πλούσια οικογένεια καλλιεργητών. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός, κάτι που ήταν πολύ ασυνήθιστο εκείνη την εποχή. Έτσι μεγάλωσε εν μέρει με τη μητέρα του και εν μέρει με τον πατέρα του. Είδε τη φτώχεια των ανθρώπων που δούλευαν στη γη, ανθρώπους που εργάζονταν από μέρα σε μέρα και δεν ήξεραν αν θα είχαν δουλειά την επομένη. Ο πατέρας του φρόντιζε και περιέθαλπε αυτούς τους ανθρώπους. Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, φυτεύτηκε μέσα του ο σπόρος του σοσιαλισμού και τότε ήταν που συνειδητοποίησε την κοινωνική αδικία που υπήρχε στην Ολλανδία.
Όταν ήταν 16 ετών, η Γερμανία εισέβαλε στην Ολλανδία. Πάντα ανέφερε αυτό το γεγονός ως ένα προσωπικό σημείο καμπής στη ζωή του. Έλεγε γι αυτό «Είδα τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν από το αεροπλάνο και σκέφτηκα, ποιοι είναι αυτοί που νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να μας στερήσουν την ελευθερία μας; Ποιοι είναι αυτοί που νομίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να εισβάλουν στη χώρα μας και να μας θέσουν υπό τον έλεγχό τους;» Έτσι, ως έφηβος, είδε πολύ βία. Έπειτα, ως φοιτητής έπρεπε να κρύβεται, γιατί οι νέοι της ηλικίας του υποχρεώνονταν να πάνε να δουλέψουν στη Γερμανία. Εκείνος αρνήθηκε να το κάνει και συνέχισε τις σπουδές του.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, άκουγε BBC. Από εκεί αντλούσε μεγάλη πολιτική έμπνευση. Πολλοί ίσως να πίστευαν ότι θα εμπνεόταν από τον Τσόρτσιλ, αλλά στην πραγματικότητα επηρεάστηκε πολύ περισσότερο από τον Κλέμεντ Άτλι, τον ηγέτη του Εργατικού Κόμματος. Το 1946, μετά τον πόλεμο, συμμετείχε στο πρώτο συνέδριο ενός νέου κόμματος στην Ολλανδία. Τρία κόμματα ένωσαν τις δυνάμεις τους: το παραδοσιακό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το αριστερό Χριστιανικό Κόμμα και το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Συσπειρώθηκαν και σχημάτισαν το Ολλανδικό Εργατικό Κόμμα. Το ονόμασαν έτσι, ακριβώς επειδή ήταν εμπνευσμένο από το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, και ο Μαξ έγινε ένα από τα πρώτα μέλη του, στο πρώτο εκείνο συνέδριο.
Ήταν βαθιά η αγάπη του για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό. Το συζητούσαμε συχνά, και γρήγορα με έκανε κι εμένα ελληνόφιλο. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν σχολίαζε κριτικά ορισμένες πολιτικές στην Ελλάδα. Ήταν πολύ ευθύς όταν μιλούσε στους Έλληνες πολιτικούς για πράγματα που δεν του άρεσαν. Αλλά ήταν βαθιά αφοσιωμένος στο μέλλον της Ελλάδας. Και κάπως μου το πέρασε κι εμένα αυτό.
Στη δεκαετία του ’70, όταν ήταν υπουργός Εξωτερικών, ήταν ο πρώτος ΥΠΕΞ που ταξίδεψε στην Τσεχοσλοβακία και συναντήθηκε με εκπρόσωπο της Χάρτας 77. Εκείνη την εποχή κανένας άλλος υπουργός Εξωτερικών από χώρα μέλος του ΝΑΤΟ δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο. Εκείνος το έκανε. Και δυστυχώς, ο άνθρωπος με τον οποίο συναντήθηκε συνελήφθη από την αστυνομία, υπέστη βασανιστήρια και πέθανε. Ήταν ένας ηλικιωμένος κύριος, ο Γιάν Πάτοτσκα. Βασανίστηκε και πέθανε. Ο Μαξ ένιωθε τεράστιες ενοχές γι’ αυτό για πολλά χρόνια.
Θυμάμαι όταν συνάντησε τον Βάτσλαβ Χάβελ, ο οποίος ήταν φίλος του στην Πράγα. Ήμουν εκεί παρών, ως βοηθός του. Οι δυο τους άρχισαν να συζητούν και ο Μαξ, πολύ επιφυλακτικά και διστακτικά, του μίλησε για τις τύψεις και τις ενοχές που ένιωθε για τον θάνατο του Γιάν Πάτοτσκα. Και τότε ο Χάβελ είπε: «Μαξ, πραγματικά δεν πρέπει να αισθάνεσαι ένοχος. Αντιθέτως, εσύ έκανες τη Χάρτα 77 αυτό που έγινε, γιατί αφότου τόλμησες πρώτος να συναντηθείς μαζί μας…» – όχι με τον Χάβελ γιατί ήταν στη φυλακή εκείνη την εποχή – αλλά του είπε, «Αφότου τόλμησες να συναντηθείς μαζί μας, κανένας Ευρωπαίος ή ΝΑΤΟϊκός υπουργός Εξωτερικών που ταξίδευε στην Τσεχοσλοβακία δεν επισκεπτόταν τη χώρα χωρίς να μας συναντήσει. Μας έδωσες το κύρος που χρειαζόμασταν για να μπορέσουμε να αλλάξουμε την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία και να συνεισφέρουμε στο τέλος της δικτατορίας και του κομμουνιστικού καθεστώτος».
Αυτός ο άνθρωπος που ένιωθε απίστευτες τύψεις για πολλά χρόνια και δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό, άνοιξε την καρδιά του στον Χάβελ και πήρε μια απάντηση που δεν περίμενε. Η ανακούφιση ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του όταν του είπε ο φίλος του ότι είχε κάνει κάτι το εξαιρετικό για την Τσεχοσλοβακία, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και ότι συνέβαλε στην πτώση της δικτατορίας. Θα είμαι πάντα ευγνώμων στον Βάτσλαβ Χάβελ, τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα, που του το είπε αυτό, γιατί είδα τη βαθιά ανακούφιση στην έκφραση του Max van der Stoel.
Προσωπικά, συνεργάστηκα μαζί του για τρεισήμισι πολύ εντατικά χρόνια πριν εκλεγώ στο κοινοβούλιο. Και είχε ήδη εντοπίσει από τη διάσκεψη στη Μόσχα, την οποία προανέφερα, καταστάσεις που αφορούσαν τις εθνικές μειονότητες. Για να είμαστε ξεκάθαροι, εθνική λέγεται είναι μια μειονότητα που ζει στην περιοχή όπου βρίσκεται τώρα, εδώ και αιώνες. Προκειμένου να μπορούν να συζητηθούν θέματα που αφορούν τις εθνικές μειονότητες και να επιτευχθεί συμφωνία στη ΔΑΣΕ και αργότερα στον ΟΑΣΕ γύρω από το συγκεκριμένο κομμάτι, έπρεπε να εξαιρεθούν ζητήματα που αφορούσαν πρόσφατες μεταναστευτικές ροές, γιατί διαφορετικά δεν θα υπήρχε ποτέ συμφωνία ότι το ζήτημα των εθνικών μειονοτήτων θα πρέπει όντως να είναι θέμα συζήτησης ή ότι θα έπρεπε να διοριστεί κάποιο άτομο που θα επικεντρωνόταν στην πρόληψη συγκρούσεων που σχετίζονται με τις εθνικές μειονότητες.
Εκείνος συνέλαβε τη συγκεκριμένη ιδέα, χωρίς να πιστεύει ότι θα γινόταν ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής για τις Εθνικές Μειονότητες, αλλά τελικά όντως ανέλαβε πρώτος το συγκεκριμένο αξίωμα. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο πόστο, γιατί δεν αφορούσε την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων. Καθήκον του ήταν να εντοπίζει πιθανές συγκρούσεις που προέκυπταν από την κατάσταση των εθνικών μειονοτήτων ή περιπτώσεις όπου οι εθνικές μειονότητες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εργαλειακά για να κλιμακώσουν κάποιες συγκρούσεις και, στη συνέχεια, να προσπαθήσει να τις αποκλιμακώσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Ήταν μια πρώτη απόπειρα να στηθεί ένα συγκεκριμένο εργαλείο πρόληψης συγκρούσεων που να λειτουργεί στην πράξη. Θα μπορούσα να σας αναφέρω πολλά παραδείγματα όπου αυτό πράγματι λειτούργησε, αλλά το πρόβλημα είναι ότι, ευτυχώς, ο Max van der Stoel δεν χρειαζόταν μια δεύτερη πολιτική καριέρα όταν ανέλαβε αυτή τη θέση, γιατί για έναν πολιτικό το να ασχοληθεί με την πρόληψη συγκρούσεων είναι πολύ περίπλοκο. Δεν μπορείς ποτέ να αποδείξεις ότι μια σύγκρουση θα συνέβαινε αν δεν την είχες αποτρέψει.
Έτσι, τα Βραβεία Νόμπελ Ειρήνης δίνονται πολύ συχνά σε ανθρώπους που τερματίζουν συγκρούσεις, ή ακόμα και σε ανθρώπους που ήταν η αφορμή για τη σύγκρουση, αλλά αν τελικά τη λήξουν, παίρνουν διεθνή αναγνώριση γι’ αυτό. Οι άνθρωποι που έχουν αποτρέψει συγκρούσεις, πολύ συχνά δεν παίρνουν επαρκή αναγνώριση για το έργο τους, γιατί κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η σύγκρουση θα είχε συμβεί αν δεν είχαν ενεργήσει εκείνοι. Οπότε ναι μεν υπήρχε η συγκεκριμένη δυσκολία, αλλά λόγω της προσωπικής του φήμης και των αποτελεσμάτων που πετύχαινε, πάντα είχε υποστήριξη από όλα τα μέλη του ΟΑΣΕ, κάτι που σήμερα είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, αλλά τότε ήταν εφικτό. Και κάτι ακόμα πολύ έξυπνο που έκανε, το οποίο και πάλι είναι σπάνιο για έναν πολιτικό, είναι ότι όταν είχε μια επιτυχία, φρόντιζε πάντα να μην είναι εκείνος που την διεκδικούσε. Άφηνε πάντα την επιτυχία στις πλευρές που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις, ακόμα κι αν μερικές από αυτές τις πλευρές είχαν εξ αρχής προσπαθήσει να υπονομεύσουν τις διαπραγματεύσεις. Αυτό, λοιπόν, ήταν το δεύτερο σημαντικό στοιχείο. Πρώτα απ’ όλα, δεν χρειαζόταν άλλη καριέρα. Και δεύτερον, φρόντιζε πάντα να είναι οι πλευρές που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις αυτές που θα έπαιρναν τα εύσημα και τους επαίνους για την επίτευξη της εκάστοτε συμφωνίας.
Κάτι στο οποία θα ήθελα πραγματικά να εστιάσουμε, επειδή είναι τόσο επίκαιρο στις μέρες μας, είναι κάτι που ο van der Stoel είχε εντοπίσει πολύ νωρίς. Η πιο χαρακτηριστική ομιλία πάνω σ’αυτό το θέμα, είναι η ομιλία του Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο Πόλιε, όπου ο Μιλόσεβιτς εγκαταλείπει πλήρως το όλο κομμουνιστικό αφήγημα, το οποίο κρατούσε την πρώην Γιουγκοσλαβία ενωμένη, και υιοθετεί μια νέα, ολοκληρωμένη ιδεολογία, τον εθνικισμό και τον εθνοτικό εθνικισμό. Ήταν η πρώτη πραγματικά υπερ-εθνικιστική ομιλία στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Και αν επιστρέψουμε στο σήμερα, εύκολα βλέπουμε ότι ο εθνικισμός έχει γίνει μια ιδεολογία την οποία ενστερνίζεται κόσμος σε όλα τα μέρη της Ευρώπης, κάτι που εκείνη την εποχή, δηλαδή κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990, ελάχιστοι από εμάς θα μπορούσαν να φανταστούν ότι ο εθνικισμός θα γινόταν ένα τόσο ισχυρό πολιτικό εργαλείο όσο έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες και δη τα τελευταία 15 χρόνια.
Ο van der Stoel ήταν πάντα πολύ ικανός στο να αποδομεί και να εξουδετερώνει την ψευδή ρητορική που εμπεριέχεται στον εθνικισμό. Συχνά ασχολιόταν με την ουσία και τις λεπτομέρειες του κάθε πράγματος: τις λεπτομέρειες των νομοθετικών ρυθμίσεων για τη γλώσσα, την ιθαγένεια, την εκπαίδευση κ.λπ.. Έτσι, φρόντιζε η θέση των εθνικών μειονοτήτων να εξασφαλίζεται με πολύ «στεγνούς» νομικούς όρους εντός των διαφόρων νομοθετικών πλαισίων. Και αυτό ήταν ένας πραγματικά ενδιαφέρον τρόπος για να αποδυναμώσει τον εθνικισμό ως πολιτικό εργαλείο.
Αλλά ταυτόχρονα, αν ρίξουμε μια ματιά στην Ευρώπη σήμερα, βλέπουμε ότι ο εθνικισμός έχει ξαναγίνει εργαλείο που φροντίζει οι άνθρωποι να παραμένουν προσκολλημένοι στους πιο θεμελιώδεις φόβους τους περί ταυτότητας, ή για το αν έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν αυτοί που είναι. Υπάρχει κάποιος εκεί έξω – πολύ συχνά μια μειονότητα, ιδιαίτερα οι Εβραίοι ή, στην Ευρώπη, οι Μουσουλμάνοι πλέον – που προσπαθεί να σφετεριστεί την ταυτότητά μας, να μας επιβληθεί και να μας αλλοιώσει αυτό που πραγματικά είμαστε; Αυτό έχει γίνει ίσως το πιο ισχυρό χαρτί σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «πολιτισμικούς πολέμους». Οπότε αν θέλουμε να εφαρμόσουμε τα διδάγματα και τις πρακτικές του Max van der Stoel στα παραπάνω, νομίζω ότι θα πρέπει επίσης να δώσουμε σημασία στην ουσία και τη λεπτομέρεια. Δεν γίνεται να αμελούμε ή να αποφεύγουμε να εξετάζουμε τη σχετική νομοθεσία. Πρόκειται για δουλειά από μέρα σε μέρα προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι τα διασφαλίζονται τα βασικά, ότι τηρούνται οι διεθνείς συνθήκες, και ότι, ειδικά στις δημοκρατίες, οι μειονότητες νιώθουν προστατευμένες. Και πώς προστατεύεις μια μειονότητα; Διασφαλίζοντας ότι η δημοκρατία δεν περιορίζεται σε ένα 50% +1 το οποίο επιβάλλει τι πρέπει να γίνει, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και την πλευρά των μειονοτήτων, ακόμα κι αν δεν έχουν πλειοψηφικό ρόλο στην λήψη αποφάσεων. Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα βασικό στοιχείο με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε.
Επίσης, πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε σε θέση να μελετήσουμε την ιστορία μας. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που πιθανότατα θα σας φανεί οικείο. Θυμάμαι έντονα όταν συνεργαστήκαμε με την Ελλάδα τότε, μιλάω για το 1994-1995, ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που πάντα μας παρουσίαζαν κορυφαία πολιτικά στελέχη, υπουργοί, πρωθυπουργοί κ.λπ., ήταν οι Αλβανοί. «Οι Αλβανοί προκαλούν πάρα πολλά προβλήματα». «Οι Αλβανοί διαταράσσουν την τάξη στο έθνος μας». «Πώς θα τους διαχειριστούμε;» «Είναι πολύ δύσκολη μειονότητα». Νομίζω ότι σήμερα ισχύει το αντίθετο. Αν δει κανείς τα επίπεδα επιτυχίας της αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα, είναι πραγματικά αξιοσημείωτα. Και επίσης, οι συσχετισμοί ανάμεσα στους Έλληνες και τους Αλβανούς έχουν αλλάξει ριζικά. Οπότε θα ήταν καλύτερο να έχουμε μια προοπτική με την πάροδο του χρόνου και να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να δούμε πώς μπορούν να βελτιωθούν τα πράγματα, και, στη συνέχεια, να δούμε τις υπάρχουσες εντάσεις σήμερα και να πούμε ότι, με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι εντάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Κάτι πάλι με πάει στον van der Stoel, αλλά και σε όλα όσα έχω μάθει από τότε, πολύ συχνά τα ζητήματα που αφορούν το φόβους που σχετίζονται με την ταυτότητά μας ή την απώλεια του ελέγχου, συνδέονται στενά με τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, με την φτώχεια, την έλλειψη προοπτικής όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, την έλλειψη προοπτικής στην εκπαίδευση και άλλες αδικίες που μπορεί το κάθε άτομο να παρατηρήσει κοινωνία. Ξέρετε, ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους πάσχουμε στην Ευρώπη σε πολιτικό επίπεδο, είναι ότι στην κοινωνία μας τα τελευταία 30 χρόνια γίνεται όλο και πιο εύκολο να βγάλει κανείς χρήματα με το κεφάλαιο αλλά ολοένα και πιο δύσκολο να ζήσει αξιοπρεπώς μέσα από μια θέση εργασίας. Και νομίζω ότι αυτή η ανισότητα, μεταξύ του τι μπορείς να κερδίσεις με το κεφάλαιο και τι από την εργασία, είναι στην καρδιά πολλών από τις εντάσεις που εκδηλώνονται στην κοινωνία σήμερα. Ήθελα να κλείσω με αυτό, γιατί νομίζω ότι αν πραγματικά θέλουμε να αντιμετωπίσουμε εντάσεις, που επιφανειακά φαίνεται να συνδέονται αποκλειστικά με την ταυτότητα ή τον εθνικισμό, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί πατριώτες, το οποίο είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το να είσαι εθνικιστής, οι αληθινοί πατριώτες φροντίζουν για την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι αληθινοί πατριώτες διασφαλίζουν ότι κανείς δεν μένει πίσω στην κοινωνία. Οι αληθινοί πατριώτες διασφαλίζουν ότι όλοι πληρώνουν ένα δίκαιο ποσοστό φόρων. Αυτά είναι τα θέματα που οφείλουμε να στηρίξουμε πολύ πιο μαχητικά στις σημερινές κοινωνίες, γιατί, εν τέλει, είναι πάντα ζήτημα αδικίας. Και πολλή απ’ την υπάρχουσα αδικία συνδέεται με κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, όχι μόνο με την ταυτότητα, τη γλώσσα ή άλλα παρεμφερή ζητήματα. Αυτό είναι το τελευταίο μου μήνυμα προς εσάς σήμερα.
Ελπίζω όλα τα παραπάνω να σας βοηθήσουν να δείτε τα πράγματα στη διάστασή τους. Χρειαζόμαστε να προκύψουν ηγέτες ανάμεσά σας στα επόμενα χρόνια. Ζούμε σε μια Ευρώπη σήμερα που φοβάται τη σκιά της, επειδή δεν είμαστε και τόσο σίγουροι για το μέλλον μας. Ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου τα αυταρχικά καθεστώτα ευδοκιμούν. Αν δείτε την πρόσφατη σύνοδο των BRICS στη Ρωσία, ήταν χώρες που έχουν μια πολύ κάθετη οργανωτική και κυβερνητική δομή και τις συνδέει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Λατρεύουν την κάθετη οργανωτική και κυβερνητική δομή και απεχθάνονται να λογοδοτούν στον πληθυσμό τους με δημοκρατικό τρόπο. Η Ευρώπη όλο και συρρικνώνεται σε σχέση με άλλες ηπείρους. Οι οικονομίες μας πάσχουν, ενώ αντίθετα, η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να κάνουμε. Αλλά αν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στην αφετηρία μας και στην κληρονομιά ανθρώπων όπως ο Max van der Stoel, η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να είναι στο κέντρο όλων των πράξεών μας.
*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την απομαγνητοφώνηση του Frans Timmermans κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε το Eteron σε συνεργασία με το FMS προς τιμήν του Max van der Stoel και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του.