Αναζητώντας ένα νέο παράδειγμα
Η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχει αποτελέσει την αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τους στόχους, τις προτεραιότητες και τα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής. Η πανδημία ενίσχυσε την ανάγκη για τη συζήτηση αυτή, αμφισβητώντας δόγματα και επερωτώντας μονοδρόμους.
Το project Οικονομική Δικαιοσύνη επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να αναλύσει τις τάσεις της παγκόσμιας και ελληνικής οικονομίας, να ανιχνεύσει τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται αναφορικά με την οικονομική πολιτική και να διαμορφώσει έναν χώρο διαλόγου για την εναλλακτική οικονομική σκέψη.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: oikonomiki-dikaiosyni@eteron.org
Γιώργος Γαλανής
Αναπληρωτής καθηγητής Εφαρμοσμένων Οικονομικών στο Queen Mary, University of London
Γιώργος Γκουζούλης
Αναπληρωτής Καθηγητής Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού στο Queen Mary, University of London
Τάκης Ηλιόπουλος
Ερευνητής Οικονομικών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Λέβεν (KU Leuven)
Με πλειοψηφία 59-6 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάνθηκε ότι οι εταιρείες-διαχειριστές των «κόκκινων» δανείων, τα λεγόμενα funds τα οποία έχουν έδρα την Ελλάδα μπορούν πλέον επίσημα να προβαίνουν σε απευθείας πλειστηριασμούς. Πρακτικά αυτό μεταφράζεται στον κίνδυνο τουλάχιστον 700.000 πλειστηριασμών ακινήτων ευάλωτων δανειοληπτών, συμπεριλαμβανομένων πρώτων κατοικιών. Λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό της χώρας, το συγκεκριμένο νούμερο φαντάζει -και είναι- εξωφρενικό.
Το ερώτημα που εγείρεται αφορά όχι μόνο τα άμεσα αποτελέσματα στις ζωές χιλιάδων νοικοκυριών αλλά και τις ευρύτερες επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Η επικρατούσα άποψη εντός της κυβέρνησης είναι ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να βελτιώσουν τα ισοζύγιά τους και να παράσχουν νέα δάνεια σε επιχειρήσεις. Ακόμα πιο ακραίοι συντηρητικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι η εισροή νέων ακινήτων στην αγορά μπορεί επίσης να μειώσει τις τιμές ακινήτων και τα ενοίκια, μειώνοντας τα κόστη διαβίωσης.
Δεδομένα από παρόμοιες ρυθμίσεις σε σειρά αναπτυγμένων χωρών δείχνουν ότι αυτές οι προβλέψεις είναι εξαιρετικά αισιόδοξες, αν όχι εκτός πραγματικότητας. Αυτό το όποιο συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις χωρών στις οποίες ο χρηματοπιστωτικός τομέας λειτουργεί ανεξέλεγκτα, απουσία κρατικής ρύθμισης, τις τελευταίες δεκαετίες είναι η περαιτέρω ενίσχυση της φούσκας των ακινήτων.
Σειρά μελετών σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά δείχνει ότι η υπερχρέωση των νοικοκυριών και αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο χρεοκοπίας τους οδηγούν σε πολύ σημαντικές μειώσεις μισθών και χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας. Αυτό συμβαίνει καθώς τα νοικοκυριά γίνονται πιο ευάλωτα ενάντια στις απαιτήσεις των εργοδοτών τους υπό τον φόβο της απόλυσης και ακολούθως της χρεοκοπίας. 1
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Σε πρόσφατη μελέτης μας αναλύουμε την ιστορική εξέλιξη της σχέσης του χρέους των νοικοκυριών και του μεριδίου εισοδήματος των μισθωτών στην Ελλάδα από την είσοδό της στην ευρωζώνη μέχρι και σήμερα. 2 Το βασικό μας εύρημα είναι ότι, όπως στις περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο, η ραγδαία αύξηση του χρέους των νοικοκυριών έχει μια έντονα αρνητική σχέση με το εισόδημα των μισθωτών. Παράλληλα, παρατηρούμε ότι ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και η προστασία της πρώτης κατοικίας ανακόπτουν σε κάποιο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις.
Ποια είναι, όμως, η σημασία της προστασίας των μισθών για μια εθνική οικονομία; Η επιστημονική βιβλιογραφία η οποία εξετάζει τα αναπτυξιακά μοντέλα ανά τον κόσμο δείχνει ότι οι αυξήσεις μισθών ευνοούν τους ρυθμούς ανάπτυξης (ή σωστότερα μεγέθυνσης). Αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σε λιγότερο εξωστρεφείς οικονομίες. Ο βασικός λόγος είναι ότι μια αύξηση των μισθών οδηγεί σε σημαντική αύξηση της κατανάλωσης η οποία ξεπερνάει σε μέγεθος το όποιο κόστος μισθολογικών αυξήσεων επωμίζονται οι επιχειρήσεις. 3 Υπό αυτό το πρίσμα, μια ευνοϊκή ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων με στόχο την ελάφρυνση των νοικοκυριών δεν αποτελεί απλά ένα αίτημα απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά βασικό πυλώνα οποιουδήποτε αναπτυξιακού μοντέλου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, ποια είναι τα βασικά βήματα τα όποια πρέπει να ακολουθηθούν ώστε να δοθεί μια ρεαλιστική και βιώσιμη λύση στο ζήτημα;
Πρώτα και κύρια, η άμεση κατάργηση της πρόσφατης απόφασης πώλησης δανείων από τις τράπεζες στα funds και η δημιουργία δημόσιας, μη κερδοσκοπικής εταιρείας διαχείρισης.
Δεύτερο βήμα είναι η μόνιμη προστασία της πρώτης κατοικίας και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μαζί με τη θέσπιση μηνιαίας δόσης η οποία δεν θα μπορεί να ξεπερνά το 20% των καθαρών μηνιαίων εσόδων του εκάστοτε νοικοκυριού/επιχείρησης.
Τρίτο βήμα είναι η δημιουργία ενώσεων δανειοληπτών, στα πρότυπα αντίστοιχων διεθνών ενώσεων, οι οποίες θα μπορούν να λειτουργήσουν ως επίσημος εταίρος στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της δημόσιας εταιρείας διαχείρισης, τραπεζών και υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Αναλυτικό κείμενο προτάσεων βασισμένων στην πρόσφατη έρευνά μας θα δημοσιευτεί σύντομα σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Eteron.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε Στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 14/02/2023.