Το βράδυ της 11ης Ιουλίου του 2021, μία γυναίκα που κατοικούσε στη Δάφνη κάλεσε την αστυνομία για να αναφέρει περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας σε γειτονικό διαμέρισμα.
Λίγες ώρες αργότερα, κατήγγειλε στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook πως οι αστυνομικές Αρχές κατέφτασαν στο σημείο με 25 λεπτά καθυστέρηση ενώ, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, η μοναδική ενέργεια των αστυνομικών ήταν να κατεβάσουν το παράθυρο του περιπολικού για να δουν τι συμβαίνει.
«Το περιπολικό ήρθε μετά από 25 λεπτά, δεν μπήκαν καν στον κόπο να κατέβουν, άνοιξαν απλά τα παράθυρα και έφυγαν!», έγραψε.
Πέρασαν μόνο 19 μέρες από την αρχική ανάρτηση όταν η γυναίκα επανήλθε στο ζήτημα γράφοντας «Την σκότωσε τελικά. Μόνο αυτό έχω να πω».
Πράγματι, ο σύζυγός της την μαχαίρωσε στο διαμέρισμα που διέμεναν με το ανήλικο παιδί τους και στη συνέχεια παραδόθηκε στην Αστυνομία. Η γυναικοκτονία στη Δάφνη δεν ήταν η τελευταία για το 2021. Δεν ήταν, επίσης, η μοναδική περίπτωση για την οποία οι Αρχές είχαν δεχτεί στο παρελθόν κλήσεις για βοήθεια είτε από τις ίδιες τις γυναίκες, είτε από τρίτους.
Αντίστοιχη ήταν και η περίπτωση της 47χρονης γυναίκας που δολοφονήθηκε μέσα στο μαγαζί της από έναν άντρα με κυνηγετική καραμπίνα, ενώ στο παρελθόν είχε καταγγείλει στις Αρχές ότι δεχόταν απειλές από τον δράστη.
Το ίδιο ισχύει και για την 55χρονη γυναίκα στην ανατολική Θεσσαλονίκη που, λίγες μέρες πριν δολοφονηθεί από το σύζυγό της, είχε καλέσει την αστυνομία για να τον απομακρύνει από το διαμέρισμα.
Οι παραπάνω ενδεικτικές περιπτώσεις εγείρουν ερωτήματα σε σχέση με την απόκριση των Αρχών σε περιστατικά έμφυλης βίας, όταν οι γυναίκες -κι ενίοτε τα άτομα του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος- κάνουν το βήμα να καταγγείλουν κακοποιητικές συμπεριφορές.
Ρωτήσαμε την Μαρία Αποστολάκη, δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας του Κέντρου Διοτίμα, για την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, για τη διαδικασία που προβλέπεται μετά από κάποια καταγγελία αλλά και για τις ανεπάρκειες των διωκτικών Αρχών.
Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown υπήρξε κατακόρυφη αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, τον Απρίλιο του 2020 υπήρξε αύξηση 227,4% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2020. Πώς έχει εξελιχθεί η κατάσταση δύο χρόνια μετά;
Είναι γεγονός πως την πρώτη περίοδο του εγκλεισμού λόγω της Πανδημίας, την Άνοιξη του 2020, είχαμε μεγάλη αύξηση των περιστατικών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, όπως προκύπτει από τις αναφορές για κακοποίηση (σωματική, λεκτική, συναισθηματική) γυναικών τόσο στην τηλεφωνική γραμμή S.O.S. 15900 όσο και στα Συμβουλευτικά Κέντρα. Από τα διαθέσιμα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (ΓΓΔΟΠΙΦ) αλλά και της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει πως υπήρξε έξαρση του φαινομένου και κατά τους θερινούς μήνες του 2020.
Επίσης, κατά το διάστημα 1.5.21 ως 31.7.21 (όπως προκύπτει από το πλέον πρόσφατο ενημερωτικό σημείωμα του Παρατηρητηρίου Ισότητας της ΓΓΔΟΙΠΦ) στην γραμμή 15900 καταγράφηκαν 1666 κλήσεις σχετιζόμενες με περιστατικά βίας. Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα περίοδο δεν έχουμε ακόμη τα επίσημα στοιχεία για να απαντήσουμε, ωστόσο αν κρίνουμε από τον αριθμό των αιτημάτων για νομική και ψυχολογική υποστήριξη που λαμβάνουμε στο Κέντρο Διοτίμα καθημερινά από επιζώσες ενδοοικογενειακής και ενδοσυντροφικής βίας, θα έλεγα πως η κατάσταση είναι πολύ σοβαρή και η ανάγκη για συνδρομή τεράστια.
Μπορείτε να μας περιγράψετε τη διαδικασία που οφείλουν να ακολουθήσουν οι Αρχές μετά από μία καταγγελία που αφορά σε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας; 1
Τα αδικήματα του ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενα, πράγμα που σημαίνει πως οποιαδήποτε αναφορά στις Αρχές σχετικά με αυτά συνιστά μήνυση. Από τη στιγμή που μια επιζώσα ενδοοικογενειακής βίας ή και οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο αναφέρει στις Αρχές (αστυνομικές/εισαγγελικές) ένα περιστατικό κακοποίησης, θα πρέπει να σχηματιστεί ποινική δικογραφία και να διερευνηθεί η τέλεση των αδικημάτων προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του δράστη. Αν πρόκειται για πράξεις που τελέστηκαν εντός του χρονικού πλαισίου του «αυτοφώρου», θα πρέπει να ακολουθηθούν όσα ορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, δηλαδή η άμεση αναζήτηση του δράστη με σκοπό τη σύλληψή του και την παραπομπή του σε δίκη.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να παραγγελθεί η ιατροδικαστική εξέταση της παθούσας, και να διενεργηθεί αυτή το συντομότερο δυνατόν. Και βέβαια, παράλληλα με όλα τα παραπάνω, θα πρέπει η επιζώσα να λάβει πλήρη και ενδελεχή ενημέρωση για όλες τις δυνατότητες που έχει ως προς τη διεκδίκηση των νομικών της δικαιωμάτων, αλλά και για τις δομές στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί για νομική υποστήριξη, ψυχολογική ενδυνάμωση και γενικότερη αρωγή (πχ. ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγαση, κλπ).
Πολλές γυναίκες διστάζουν να καταγγείλουν περιστατικά έμφυλης βίας. Πού το αποδίδετε αυτό;
Παρά τη μεγάλη ορατότητα που έχει λάβει το φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν αρκετές γυναίκες να διστάζουν να καταγγείλουν τη βία που υφίστανται. Από την εμπειρία μας, αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Καταρχάς, αν αναφερόμαστε στην ενδοοικογενειακή βία συγκεκριμένα, η έλλειψη υποστηρικτικού περιβάλλοντος είναι μια κατάσταση που σε συνδυασμό με την τυχόν οικονομική εξάρτηση μιας γυναίκας από τον κακοποιητή της, λειτουργεί ανασταλτικά στο να λάβει την απόφαση να τον εγκαταλείψει και να τον καταγγείλει στις Αρχές.
Επιπλέον, όπως στο Κέντρο Διοτίμα έχουμε πολλές φορές επισημάνει, είναι γνωστό πως πολλές επιζώσες έμφυλης βίας έχουν αντιμετωπίσει επιφυλακτικότητα, έλλειψη κατανόησης και αποθάρρυνση κατά την απεύθυνσή τους στις Αρχές (αστυνομικές και όχι μόνο). Αυτό συνδέεται με την έλλειψη ειδικών γνώσεων και την αναπαραγωγή έμφυλων στερεοτύπων, που καταλήγουν ακόμη και στη δευτερογενή θυματοποίηση των επιζωσών. Τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές έχουν γίνει ευρέως γνωστές, με αποτέλεσμα να συντηρείται η επιφυλακτικότητα και ένα αίσθημα έλλειψης εμπιστοσύνης και τελικά να υπονομεύεται η ισότιμη δυνατότητα όλων των θυμάτων βίας να διεκδικήσουν τα νόμιμα δικαιώματά τους.
Τι προκύπτει από τις γυναικοκτονίες που συντελέστηκαν στην Ελλάδα το 2021 όσον αφορά στον τρόπο που έδρασαν οι Αρχές;
Ακόμη και αν δεν αναφερθούμε στις περιπτώσεις αυτές – καθ’ εαυτές, αυτό που μπορούμε να δηλώσουμε από την πολύχρονη εμπειρία μας στο πεδίο υποστήριξης επιζωσών έμφυλης βίας είναι ότι το προβληματικό σύστημα απόκρισης των Αρχών μπορεί τελικά να οδηγήσει στην αύξηση των γυναικοκτονιών. Στο Κέντρο Διοτίμα έχουμε πολλάκις επισημάνει τις ελλείψεις και τα κενά στη λειτουργία των Αστυνομικών Αρχών τόσο ως προς την προστασία των επιζωσών όσο και ως προς την παραπομπή των δραστών στη δικαιοσύνη.
Ενδεικτικά θα αναφερθώ στην έλλειψη συστηματοποιημένων Οδηγών (πέρα από τις υπηρεσιακές διαταγές) σχετικά με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, στην περιστασιακή και εθελοντική επιμόρφωση μέρους μόνο των αστυνομικών οργάνων, στην έλλειψη κατανόησης του πολύπλοκου και πολυπαραγοντικού φαινομένου της έμφυλης βίας, στις αρκετά συχνές προσπάθειες αποθάρρυνσης των επιζωσών, χάριν της διατήρησης της «οικογενειακής συνοχής», στις μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης των περιστατικών από το ένα αστυνομικό τμήμα στο άλλο κ.ο.κ.
Και βέβαια, δεν μπορώ να παραλείψω ότι σε πολλές γυναικοκτονίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, είχαν προηγηθεί καταγγελίες σε αστυνομικά τμήματα για ενδοοικογενειακή βία αλλά μάλλον οι Αρχές δεν είχαν δράσει όπως θα όφειλαν, ενώ αντίθετα πρέπει να τονίσουμε, ώστε να μην ξεχαστεί, ότι παρατηρήθηκε από ορισμένους δράστες γυναικοκτονιών να παραδίδονται χωρίς καθυστέρηση στις Αρχές κατόπιν της απαράδεκτης παρότρυνσης ενός συνδικαλιστή της Ελληνικής Αστυνομίας.
Νομικοί επισημαίνουν πως δεν υπάρχει διασύνδεση των δεδομένων μεταξύ αστυνομίας και δικαιοσύνης για εκείνους που έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για κακοποιητικές συμπεριφορές. Πώς το αξιολογείτε;
Σε ό,τι αφορά τη τήρηση των δεδομένων, αρμόδιο για τη συλλογή τους, την επεξεργασία τους και τη δημοσιοποίησή τους είναι το Παρατηρητήριο Ισότητας των Φύλων της ΓΓΔΟΠΙΦ , σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 4 της Σύμβασης της Κων/πολης. Ο τομέας της Δικαιοσύνης δεν διαθέτει πληροφοριακό σύστημα για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας, και έτσι η συλλογή των στοιχείων αυτών γίνεται κατόπιν αποστολής αιτήματος από το Παρατηρητήριο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιεί το αίτημα αυτό στις 63 Εισαγγελίες Πρωτοδικών της χώρας και οι οποίες με τη σειρά τους ανατρέχουν στις δικογραφίες των προηγουμένων ετών και αποστέλλουν τα απαιτούμενα στατιστικά.
Από την πλευρά της, η ΕΛ.ΑΣ από το έτος 2020 έχει προχωρήσει σε τροποποίηση του συστήματος καταγραφής των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας και τα προωθεί απευθείας στο Παρατηρητήριο προς δημοσιοποίηση. Η τήρηση όλων αυτών των στατιστικών γίνεται για λόγους ερευνητικούς καταρχάς, και πράγματι υπάρχει ένα έλλειμμα στην πιστή απεικόνιση της κατάστασης.
Επιπλέον, όντως αποτελεί ζήτημα το γεγονός ότι τα δεδομένα αυτά δεν διασυνδέονται απευθείας μεταξύ Αστυνομίας και Δικαιοσύνης, ωστόσο είναι πολλές οι προκλήσεις και τα εμπόδια που καθιστούν δύσκολη αυτού του είδους τη διασύνδεση, με σημαντικότερο κατ’ εμέ περιορισμό το βασικό και απαράβατο τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, έστω και αν θα μπορούσε να ακουστεί ίσως προκλητική στο πεδίο μας μια θέση «ιερότητας» του κατηγορουμένου, τη στιγμή που συνήθως πρόκειται για χρόνιες και συστηματικές κακοποιητικές συμπεριφορές και όχι για πρωτόπειρους δράστες.
Ποια είναι συνήθως η ανταπόκριση της αστυνομίας σε εκκλήσεις για βοήθεια ή καταγγελίες τρίτων;
Ενώ όπως είπαμε και πριν, τα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα μπορεί να τα καταγγείλει οποιοδήποτε τρίτο άτομο τα αντιληφθεί, και παρά το γεγονός ότι η ίδια η ΕΛ.ΑΣ σε πρόσφατη καμπάνια ευαισθητοποίησης του κοινού προτρέπει τόσο τα θύματα όσο και τους τρίτους «να σπάσουν τη σιωπή», στην πράξη πολλές φορές όταν ένα τρίτο άτομο προσέρχεται για καταγγελία δεν υπάρχει η προσήκουσα απόκριση ως προς την δημιουργία ποινικής δικογραφίας και ζητείται οπωσδήποτε η υποβολή καταγγελίας της ίδιας της παθούσας. Σε περιπτώσεις δε, ανώνυμων, καταγγελιών, θα λέγαμε πως η κινητοποίηση για διερεύνηση είναι ακόμη πιο σπάνια.
Βέβαια σε περιπτώσεις μιας επείγουσας κλήσης στην Άμεση Δράση, ακόμη και από τρίτο άτομο, ακόμη και με την τήρηση ανωνυμίας, θεωρητικά εφόσον δοθούν στοιχεία διεύθυνσης κλπ, τα Όργανα του αντίστοιχου Σώματος θα πρέπει να πάνε να ελέγξουν τι συμβαίνει, δεν θα μπορέσουν όμως να προχωρήσουν σε άλλες ενέργειες αν η ίδια η παθούσα δεν επιβεβαιώσει με κάποιο τρόπο το γεγονός ότι δέχεται βία ή αν τα ίδια τα Όργανα δεν διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι τι συμβαίνει.
Τι θα μπορούσε να γίνει σε θεσμικό επίπεδο για να βελτιωθεί το πλαίσιο προστασίας των γυναικών;
Θα πρέπει η χώρα μας να τηρήσει όλες ανεξαιρέτως τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη Σύμβαση της Κων/πολης, την οποία έχουμε κυρώσει και ενσωματώσει στην εσωτερική μας νομοθεσία ήδη από το 2018. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε. Απαιτείται η εφαρμογή ολοκληρωμένων και ολιστικών πολιτικών πρόληψης και υποστήριξης κατά της έμφυλης βίας, από τα πρώτα ακόμα στάδια μιας βίαιης συμπεριφοράς τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα. Είναι δηλαδή αναγκαίο να ληφθεί ειδική μέριμνα και σε άλλους τομείς, πέραν της νομοθέτησης, να ληφθούν κοινωνικά μέτρα και δράσεις ώστε να αναχαιτισθεί η κλιμάκωση της έμφυλης βίας και να ενισχυθεί η προστασία των γυναικών σε κάθε είδους πλαίσιο και μέσα κάθε είδους σχέσεις, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις οικογενειακές, στο Σχολείο, στον εργασιακό χώρο κλπ. Και φυσικά, η Πολιτεία θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διασφαλίζει ότι οι διωκτικές Αρχές (αστυνομία, εισαγγελείς, δικαστές) πράττουν σύμφωνα με όσα ορίζονται από τους ισχύοντες νόμους.
Θα μπορούσε η νομική αναγνώριση του όρου «γυναικοκτονία» να συμβάλει στη βελτίωση της διαδικασίας καταγγελιών στις Αρχές και στην ενθάρρυνση των γυναικών προκειμένου να προβούν σε καταγγελία;
Τόσο σε συμβολικό όσο και σε πραγματικό επίπεδο είναι αναγκαίο να αναγνωριστεί νομοθετικά το φαινόμενο των γυναικοκτονιών και να τιμωρούνται οι δράστες με τον προσήκοντα τρόπο. Η κατονομασία της πράξης με μια ξεχωριστή θέση στον Ποινικό Κώδικα θα περικλείει εννοιολογικά όλες τις κοινωνικές και έμφυλες διαστάσεις της μαζί με την προσβολή του απόλυτου δικαιώματος στην ανθρώπινη ζωή.
Από εκεί και πέρα όμως, για τη βελτίωση της διαδικασίας καταγγελίας στις Αρχές όλων των εγκλημάτων έμφυλης βίας πιστεύουμε πως πρέπει να γίνουν και άλλα πολλά: χρειάζεται ειδική εκπαίδευση και ενίσχυση των στελεχών της αστυνομίας, σύσταση ανεξάρτητων μηχανισμών αναφοράς για έλεγχο τυχόν αυθαιρεσιών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενίσχυση των υποστελεχομένων ιατροδικαστικών υπηρεσιών ώστε να εξασφαλίζεται οπωσδήποτε η άμεση και έγκυρη λήψη όλων των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων κλπ.
Και βέβαια, για την ενδυνάμωση των επιζωσών προκειμένου να προβαίνουν ευκολότερα σε καταγγελίες πρέπει να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή ενημέρωση όλων σχετικά με τα δικαιώματά τους και παράλληλα να διευρυνθούν οι χρηματοδοτήσεις για παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και αξιοπρεπούς δωρεάν στέγασης για αυτές και τα παιδιά τους, καθώς μετά από μια καταγγελία ανοίγει συνήθως ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος μέχρι την οριστική δικαίωση.
Θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία ενός κεντρικού φορέα συλλογής στοιχείων και στατιστικών για τις γυναικοκτονίες;
Είναι πολύ σημαντική η συλλογή των στοιχείων από τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές (αστυνομικές/δικαστικές), όμως και ο ρόλος των κρατικών δομών υποστήριξης θυμάτων (Ξενώνες, Συμβουλευτικά Κέντρα κλπ) καθώς και των Μ.Κ.Ο. του πεδίου είναι πολύ σημαντικός για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο των γυναικοκτονιών, καθώς πολλά θύματα γυναικοκτονιών είχαν και στο παρελθόν ζητήσει βοήθεια, χωρίς να έχουν προβεί σε καταγγελία κατά των δραστών, είτε γιατί δεν το επιθυμούσαν, είτε γιατί τα εγκλήματα έμειναν στο στάδιο της απόπειρας, είτε για άλλους λόγους.
Πιστεύουμε λοιπόν πως η δημιουργία μιας κεντρικής βάσης στατιστικών δεδομένων που θα αντλεί στοιχεία από όλους τους παραπάνω φορείς, δομές και οργανώσεις θα φωτίσει τους παράγοντες κινδύνου που ανιχνεύονται σε περιπτώσεις γυναικοκτονιών και θα μας επιτρέψει να προωθήσουμε πιο αποτελεσματικές πολιτικές αντιμετώπισης.
Σημειώσεις