PROJECT: Youth Precarity

PROJECT: Youth Precarity

Κλείσιμο
Project: Youth Precarity
  • Σχετικά με το project

    Το Youth Precarity είναι ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron που συνεχίζει τη δουλειά του Ινστιτούτου σε ζητήματα νέας γενιάς και επικεντρώνεται στη θεματική της εργασιακής επισφάλειας.

    Θέτουμε στο επίκεντρο ερωτήματα όπως: Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο “επισφάλεια” στην εργασία; Ποιες είναι οι διεθνείς τάσεις και ποια η κατάσταση των νέων ηλικίας 18 – 34 ετών στην ελληνική αγορά εργασίας; Ποιες είναι οι επιδράσεις των εμπειριών εργασιακής επισφάλειας στην ταυτότητα, τις απόψεις και τις προσδοκίες των νέων; Είναι ανίκητη η επισφάλεια;

    Το ερευνητικό πρόγραμμα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ποσοτική έρευνα, report ανάλυσης των διαθέσιμων στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, τη Vidcast σειρά εκπομπών “On Precarity”, προτάσεις πολιτικής & πρωτοβουλίες δικτύωσης, ευαισθητοποίησης και ανάδειξης συλλογικών αντιστάσεων απέναντι στην επισφάλεια στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

    Το πρόγραμμα θα γίνει σε συνεργασία με το Εργαστήριο Κοινωνικής Θεωρίας και Εμπειρικής Έρευνας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ.

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2024. Επικοινωνία: costas.gousis@eteron.org

  • Συντελεστές/τριες

Η επισφαλής εργασία ως «νέα κανονικότητα»: Μια συζήτηση με τον Γ. Τσιώλη για το νέο του βιβλίο

06.03.2024

Πώς έφτασε να θεωρείται πλέον η επισφαλής εργασία ως «νέα κανονικότητα»; 

Πώς επηρεάζει την καθημερινότητα και τα σχέδια ζωής των εργαζομένων και πώς αντιδρούν έναντι αυτής της κατάστασης; Τι είναι η ηθική της φροντίδας και πώς αντιπαραβάλλεται στην εξουσιαστική λογική της εργοδοσίας; Τι είναι το φαινόμενο της αυτοεκμετάλλευσης και ποια είναι η επίδραση της επισφάλειας στη συγκρότηση επαγγελματικών ταυτοτήτων; Αποτελεί, τελικά, η επισφάλεια μια καινοφανή συνθήκη για την εργατική τάξη; 

Τις απαντήσεις σε αυτά και άλλα ερωτήματα θα βρείτε στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιώργος Τσιώλης στον Κώστα Γούση και την Αγγελική K. Καραγεώργου στο δεύτερο επεισόδιο της εκπομπής του Eteron “On Precarity”, μια vidcast σειρά συζητήσεων με συγγραφείς βιβλίων γύρω από την εργασιακή επισφάλεια. 

Στη συζήτηση θα παρακολουθήσετε τον Γιώργο Τσιώλη να αναλύει οικεία σε πολλούς και πολλές βιώματα και εμπειρίες εργασιακής επισφάλειας, ενώ περιλαμβάνονται χαρακτηριστικά αποσπάσματα συνεντεύξεων επισφαλώς εργαζομένων, ρίχνοντας φως σε εκδηλώσεις εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας. Παράλληλα, αμφισβητούνται παραδοχές της νεοφιλελεύθερης ρητορικής για την εργασία και καταγράφονται εκδοχές αντίστασης των εργαζομένων απέναντι στην επισφάλεια. 

Η συνέντευξη έγινε με αφορμή το νέο του βιβλίο με τίτλο «Επισφαλείς Βιογραφίες. Εργασιακές διαδρομές και ταυτότητες στον μετασχηματιζόμενο κόσμο της εργασίας», το οποίο κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2023 από τις εκδόσεις Gutenberg. 

O Γιώργος Τσιώλης είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και από το φθινόπωρο του 2020, Πρόεδρος του Τμήματος. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σε ζητήματα μεθοδολογίας της κοινωνικής έρευνας με έμφαση στις ποιοτικές μεθόδους και ιδιαίτερα στη βιογραφική αφηγηματική προσέγγιση. 

 

Ακολουθεί η γραπτή μορφή της συνέντευξης: 

Κώστας Γούσης: Κύριε Τσιώλη, σας ευχαριστούμε πολύ για τη συνέντευξη και καλοτάξιδο το βιβλίο το οποίο διαβάσαμε με μεγάλο ενδιαφέρον. Ας περάσουμε στην πρώτη μας ερώτηση. Αναμφίβολα τα τελευταία χρόνια η εργασιακή επισφάλεια έχει τραβήξει την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας και της δημοσιότητας. Κατά τη γνώμη σας, αποτελεί η επισφάλεια μια καινοφανή συνθήκη για την εργατική τάξη, όπως συχνά παρουσιάζεται σε ορισμένες προσεγγίσεις;    

Γιώργος Τσιώλης: Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση και βεβαίως πολλά συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία σας να ανοίξετε αυτόν τον το κύκλο των συζητήσεων γύρω από τα ζητήματα της επισφάλειας. Να προσθέσω σε σχέση με το βιβλίο ότι οι αφηγήσεις ζωής, που αποτέλεσαν υλικό της έρευνας μου παρήχθησαν από την κυρία Νόρα Ράλλη. Καθ΄ όλη τη διάρκεια, δε, της εκπόνησης της έρευνας λάμβανα ανατροφοδοτήσεις και συζητούσα με τη Δήμητρα Κόφτη, τον Χρήστο Γούλα και τη Δέσποινα Μπαμπανέλου. Το βιβλίο περιλαμβάνει αφηγήσεις ζωής εργαζομένων ηλικίας από 25 έως 55 ετών, που έχουν περιπλανηθεί τα τελευταία χρόνια σε ευέλικτες και επισφαλείς εργασίες, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τα μέσα του 2019 έως το 2022 για λογαριασμό του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ με θέμα τη διερεύνηση των σύγχρονων μετασχηματισμών της εργασίας στην Ελλάδα.

Έρχομαι τώρα στην απάντηση της πρώτης σας ερώτησης. Τα τελευταία 15 χρόνια έχει παρατηρηθεί διεθνώς μια αναθέρμανση του ερευνητικού και επιστημονικού ενδιαφέροντος για τα ζητήματα της εργασίας. Η έμφαση δίνεται στις σύγχρονες μεταμορφώσεις της εργασίας, που κύριο χαρακτηριστικό τους έχουν την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης. Είναι, δε, παραδεκτό πως σε αυτήν την αναθέρμανση του ενδιαφέροντος συνέβαλε σημαντικά η διεθνής οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2009, και επιτάχυνε τις διαδικασίες επισφαλειοποίησης της εργασίας αλλά και κανονικοποίησε τις ευέλικτες και επισφαλείς μορφές απασχόλησης.   

Η επισφάλεια δεν συνιστά, βέβαια, μια καινοφανή συνθήκη για την εργατική τάξη. Την χαρακτηρίζει διαχρονικά ήδη από τη βιομηχανική επανάσταση. Όταν μιλάμε, όμως, σήμερα για την επισφάλεια, αντιπαραβάλουμε αυτή τη συνθήκη στο υπόδειγμα της σταθερής, ρυθμισμένης, ασφαλισμένης εργασίας, που λογιζόταν ως κανονικότητα κατά τη λεγόμενη «χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία» στις βιομηχανικές χώρες του Παγκόσμιου Βορρά και άρχισε σιγά – σιγά να αποδομείται μετά το 1980. Ακόμη και αν δεχθούμε, όπως ορθά επισημαίνεται από την πλευρά των σπουδών του φύλου, πως κατά τη «χρυσή τριακονταετία» δεν απολάμβαναν όλοι οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες ασφάλεια στην εργασία τους, καθώς υπήρχαν γυναίκες εργαζόμενες ή μετανάστες και μετανάστριες που βίωναν επισφαλείς συνθήκες εργασίας, η εργασιακή ασφάλεια αποτελούσε τότε το ζητούμενο και τον κανόνα. Το εργατικό κίνημα με τους αγώνες του είχε πετύχει να λογίζεται η ασφαλής (η σταθερή και ασφαλισμένη δηλαδή) εργασία ως κανονικότητα και η επισφαλής ως παρέκκλιση. Σήμερα έχουμε την αντιστροφή αυτή της εικόνας. Αν το μελετήσει κανείς ποσοτικά, θα διαπιστώσει ότι την τελευταία δεκαπενταετία για παράδειγμα στη χώρα μας – σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ που έχω περιλάβει στο βιβλίο – το ποσοστό των επισφαλών απασχολήσεων (μιλάμε για θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης) επί των νέων προσλήψεων έχει υπερδιπλασιαστεί. Η επισφαλής εργασία διεκδικεί να λογίζεται πλέον ως μια «νέα κανονικότητα» (ως η «κανονικότητα της μη κανονικής εργασίας»). 

Υπάρχει, όμως, και μια ποιοτική διάσταση που καθιστά τους σύγχρονους όρους της επισφαλειοποίησης της εργασίας ενδιαφέροντες ερευνητικά. Ο ευέλικτος καπιταλισμός προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου εργαζομένου που καλείται να λειτουργεί ως επιχειρηματίας του εαυτού του. Καλείται,  δηλαδή, να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μια μορφή κεφαλαίου προς επένδυση και το εισόδημά του ως την απόδοση αυτής της επένδυσης. Ο επιχειρηματίας του εαυτού του, που συνιστά το κατ΄ εξοχήν νεοφιλελεύθερο υποκείμενο, οφείλει να σμιλεύει με δική του ευθύνη ένα «μοναδικό» επαγγελματικό προφίλ και θα θέτει στη διάθεση της επιχείρησης το σύνολο της υποκειμενικότητάς του. Αυστηροί διαχωρισμοί, όπως εργάσιμος versus ελεύθερος χρόνος, ή επαγγελματική σφαίρα versus ιδιωτική ζωή αίρονται και οι σφαίρες αυτές γίνονται διαπερατές. Έτσι, για παράδειγμα, η 32χρονη Βικτωρία, που σπούδασε σε Σχολή Καλών Τεχνών στη Γερμανία, εργάζεται από την κρεβατοκάμαρα του σπιτιού που διαμένει μαζί με τη μητέρα της στο κέντρο της Αθήνας και παρέχει τηλεφωνικές υπηρεσίες σε Γερμανούς πελάτες που βρίσκονται στη Γερμανία, έχοντας προσληφθεί από πολυεθνική εταιρεία προσωρινής απασχόλησης στην Ελλάδα. Καθώς το ωράριό της αλλάζει από εβδομάδα σε εβδομάδα, σύμφωνα με τις ανάγκες της επιχείρησης, καλείται να είναι διαρκώς διαθέσιμη. Το παράδειγμα που μόλις σας ανέφερα το άντλησα από μια από τις περιπτώσεις που μελετήσαμε στην έρευνα και αναδεικνύει τις νέες ποιοτικές διαστάσεις και περιπλοκότητες της σύγχρονης επισφαλειοποίησης. 

Αγγελική K. Καραγεώργου: Κύριε Τσιώλη, στην έρευνα ετέθησαν ερωτήματα σε διαφορετικά επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, σε αυτό των διαδρομών ζωής, μελετήθηκαν οι τρόποι με τους οποίους διαρθρώνονται οι βιογραφικές τροχιές των σύγχρονων εργαζομένων σε μια απορρυθμιζόμενη αγορά εργασίας. Ποιοι είναι αυτοί; 

Γιώργος Τσιώλης: Έχετε δίκιο – σε ένα πρώτο επίπεδο, ανέλυσα τις διαδρομές του βίου επισφαλώς εργαζομένων για να εντοπίσω επαναλαμβανόμενα μοτίβα και κυρίαρχες δυναμικές που διαμορφώνουν τις σύγχρονες βιογραφικές τροχιές. Η ανάλυση έδειξε πως  οι διαδρομές του βίου των επισφαλώς εργαζομένων, διαρθρώνονται με τρόπους δυναμικούς και μη γραμμικούς. Μια πρώτη παρατήρηση, που μπορώ να κάνω, σχετίζεται με το ότι χαλαρώνει η άμεση σύνδεση των σπουδών με το επάγγελμα, καθώς ούτε οι μαθητές επιλέγουν το αντικείμενο των σπουδών τους αποκλειστικά και μόνο με βάση τις επαγγελματικές προοπτικές, ούτε οι εργαζόμενοι ασκούν ή επιλέγουν να ασκήσουν επαγγελματικούς ρόλους με μόνο κριτήριο τη συνάφεια της απασχόλησης με το αντικείμενο των σπουδών τους. 

Επίσης, οι πανεπιστημιακές σπουδές αποδεσμεύονται ηλικιακά και δεν τοποθετούνται πια αυστηρά στην ηλικιακή περίοδο των 18-22. Οι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στο εκπαιδευτικό σύστημα σε διαφορετικές φάσεις της ζωής τους και οι αρχικές τους επιλογές δεν είναι διά βίου δεσμευτικές. Εδώ θα ήθελα να τονίσω πως η επιστροφή στην εκπαίδευση σε μια μεταγενέστερη περίοδο της ζωής του ανθρώπου δεν σχετίζεται κατ΄ ανάγκη ή αποκλειστικά με μια στρατηγική αναβάθμισης των εκπαιδευτικών εφοδίων που αποσκοπεί στη βελτίωση της θέσης του ατόμου στην αγορά εργασίας. Η ένταξη σε κάποιο πρόγραμμα σπουδών μπορεί να λειτουργεί αντισταθμιστικά σε επισφαλείς εργασίες που στερούνται ενδιαφέροντος και δημιουργικού περιεχομένου. Μπορεί, πιο συγκεκριμένα, να λειτουργεί ως νοηματοφόρος άξονας, που παρέχει συνοχή και συνεκτικότητα σε βιογραφικές διαδρομές, οι οποίες ως προς τη διάσταση της εργασίας είναι ασυνεχείς και ασταθείς.

Τέλος, στις εργασιακές διαδρομές που μελετήσαμε εντοπίσαμε έντονη επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα, περιόδους εργασίας να εναλλάσσονται με περιόδους μη εργασίας, διαστήματα τυπικής απασχόλησης με άλλα άτυπης ή επισφαλούς απασχόλησης, αλλά και διαστήματα υβριδικών καταστάσεων, όπως πολυαπασχόλησης, παράλληλης απασχόλησης σε διαφορετικές θέσεις με διαφορετικά καθεστώτα εργασίας, ή απασχόλησης παράλληλα με τη συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα σπουδών. 

Κώστας Γούσης: Με βάση τα ευρήματά σας, με ποιους τρόπους βίωσαν οι εργαζόμενοι την ένταξή τους σε ελαστικές μορφές εργασίας και πώς επέδρασε αυτό στη στάση τους ως υποκειμένων έναντι της μισθωτής εργασίας;

Γιώργος Τσιώλης: Το ερώτημα αυτό ήταν από τα κεντρικά της έρευνάς μου και για να το απαντήσω προέβην σε ενδελεχή ανάλυση των 17 ιστοριών ζωής που καταγράψαμε. Μάλιστα, στο βιβλίο περιλήφθηκε η ανάλυση των 8 ιστοριών ζωής στο σύνολό τους. Αυτή ήταν μια πολύ συνειδητή απόφαση που αποσκοπούσε στα εξής: (α) να παρουσιαστούν οι εργασιακές εμπειρίες των υποκειμένων μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας ζωής τους, να συσχετιστούν με προηγούμενες και με επόμενες εμπειρίες τους,  αλλά και να φανεί πώς η εργασιακή κατάσταση των ατόμων σχετίζεται με άλλα στοιχεία της ζωής τους, την καθημερινότητά τους και τις κοινωνικές τους σχέσεις. (β) Επέλεξα να  περιλάβω στο βιβλίο εκτενή αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις, τόσο, για να αναδειχθεί ο λόγος των ιδίων των υποκειμένων, όσο και για να μπορεί ο αναγνώστης να ελέγξει αν οι ερμηνείες του ερευνητή πάνω στα λεγόμενα των πληροφορητών είναι πειστικές. 

Σχετικά με το πώς βιώνουν οι εργαζόμενοι την ένταξή τους σε ευέλικτες και επισφαλείς θέσεις εργασίας διαμορφώθηκαν, από την ανάλυση των δεδομένων μας, δύο κατευθύνσεις: μια δεσπόζουσα και μια λιγότερο ισχυρή αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και αυτή. Θα σκιαγραφήσω τις δύο κατευθύνσεις, ξεκινώντας από την πρώτη. Στις περισσότερες περιπτώσεις που μελετήσαμε η ένταξη των εργαζομένων σε ευέλικτες και επισφαλείς απασχολήσεις συνοδεύεται από εμπειρίες εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ανασφάλειας. Αυτό έχει να κάνει πρωτίστως με την ενίσχυση της θέσης της εργοδοσίας στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ αυτής και των εργαζομένων κατά την περίοδο της κρίσης. Κατά την περίοδο αυτή, από τη μια δημιουργήθηκε ένας «εφεδρικός στρατός εργασίας», εργαζομένων δηλαδή που έχασαν τη δουλειά τους και αναζητούσαν εναγωνίως μια νέα θέση. Από την άλλη ήρθαν τα περιβόητα «μνημόνια» να απορρυθμίσουν περαιτέρω τις εργασιακές σχέσεις και να ρευστοποιήσουν τις διασφαλίσεις που παρέχουν οι συμβάσεις εργασίας, ατομικές και συλλογικές. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης της εργοδοσίας, που εκφράστηκε συχνά με εκμεταλλευτική, αυταρχική και αυθαίρετη συμπεριφορά από την πλευρά των εργοδοτών. 

Καταγράψαμε, ειδικότερα, φαινόμενα υποαμειβόμενης εργασίας, εργασία δηλαδή που πληρώνεται με μισθό κάτω από τα όρια που προσδιορίζουν οι σχετικές συλλογικές συμβάσεις ή περιπτώσεις στις οποίες οι εργαζόμενοι δούλευαν περισσότερες ώρες από αυτές που όριζε η συμβατική υποχρέωσή τους χωρίς να αμείβεται η υπερεργασία τους. 

Καταγράψαμε εμπειρίες ελέγχου και επιτήρησης στον χώρο της εργασίας μέσω ενός πανοπτικού συστήματος χρήσης καμερών που καταγράφουν τις ενέργειες των εργαζομένων ακόμη και σε χώρους που δεν προβλέπεται σύμφωνα με τον νόμο. Ένα χαρακτηριστικό πεδίο εφαρμογής τέτοιων πρακτικών είναι η εργασία στα τηλεφωνικά κέντρα. Εκεί η οργάνωση της εργασίας ακολουθεί μια αυστηρή χρονική διάρθρωση, καταγράφεται σε όλες της τις λεπτομέρειες και η εκτέλεση του έργου ελέγχεται από μια πυραμιδική ιεραρχική δομή, στην οποία μετέχουν διαφόρων επιπέδων επόπτες. 

 

«Ο [ιδιοκτήτης αλυσίδας ζαχαροπλαστείων] χρησιμοποιούσε κάμερες και μάλιστα με ακραίο τρόπο: μπορούσες να δουλεύεις εσύ και να παίρνει αυτός τηλέφωνο από το σπίτι του και να λέει “τώρα αυτή γιατί πιάνει τα μαλλιά της και δεν είναι στη δουλειά της;”. Αυτό το έκανε από το σπίτι του: Είχε συνδέσει τις κάμερες και το έβλεπε στο σπίτι του και το έκανε και εμμονικά!»

Μάξιμος, 38 ετών

Καταγράψαμε, επίσης, εκδηλώσεις εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας, όπως η άσκηση λεκτικής και σωματικής βίας, απειλές, σεξουαλική παρενόχληση, καταστρατήγηση του ωραρίου εργασίας, μη έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων, μη καταβολή μισθού κατά τις ημέρες ασθενείας, άρνηση χορήγησης νόμιμης άδειας κ.α. 

«Έβγαζε πάρα πολλά λεφτά αλλά ήτανε ο κλασικός άνθρωπος που όποια κοπέλα καινούργια έμπαινε, της την έπεφτε. […] Εμένα βέβαια με προετοίμασε μια άλλη κοπέλα γι’ αυτό το κομμάτι, ότι “μπορεί να σου συμβεί” και όταν ας πούμε δεν του καθόταν αυτό, μετά από 5-6 μήνες τις απέλυε – όπως έγινε με την προηγούμενη, έγινε και με εμένα»

Μίνα 38 ετών

Εδώ θα ήθελα να κάνω μια παρένθεση και να επισημάνω πως τέτοια εκμεταλλευτικά φαινόμενα δεν εντοπίζονται μόνο σε θέσεις που ορίζονται ως επισφαλείς με βάση τον τύπο της σύμβασης, όπως για παράδειγμα θέσεις ορισμένου χρόνου, μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Εντοπίζονται και σε περιπτώσεις θέσεων στις οποίες, παρότι είχε συναφθεί τυπική σύμβαση εργασίας, στην πράξη εφαρμόζεται άλλο καθεστώς, το ωράριο καταστρατηγείται, η νόμιμη άδεια δεν δίδεται και μέρος του ποσού που καταβάλλεται σύμφωνα με το νόμο αναγκάζονται οι εργαζόμενοι να το επιστρέφουν στους εργοδότες. 

«Έμπαινε όλος ο μισθός στον λογαριασμό και επέστρεφα ό,τι είχαμε συμφωνήσει. Συγγνώμη, όχι μόνο ο μισθός, έμπαινε ο μισθός, έμπαιναν δώρα, όλα έμπαιναν και όλα αυτά τα επέστρεφα. Ο μισθός μου ήταν 20 ευρώ τη μέρα και αν δεν δουλεύεις, δεν πληρώνεσαι»

Μαριλένα, 41 ετών

Μπορούμε, συνεπώς, να υποστηρίξουμε πως η απορρύθμιση της εργασίας οδήγησε, μέσω της όξυνσης του εργοδοτικού αυταρχισμού, στην επέκταση της επισφαλειοποίησης της εργασίας. Στοιχεία, όπως η καταπίεση, η έξαρση της εκμετάλλευσης, η καταπάτηση δικαιωμάτων, συναντώνται και σε απασχολήσεις που τυπικά υπάγονται στο καθεστώς της κανονικής εργασίας, καθιστώντας την εργασιακή καθημερινότητα των εργαζομένων δυσβάστακτη και κατά συνέπεια τη θέση τους τρωτή. 

Διαπιστώσαμε, επίσης, πως η επισφάλεια στην εργασία έχει σημαντικό αντίκτυπο στους βιογραφικούς σχεδιασμούς των εργαζομένων. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι αισθάνονταν ότι δεν μπορούν να αρθρώσουν και να υλοποιήσουν ένα αυτόνομο σχέδιο ζωής, καθώς παραμένουν –κατά κανόνα– καθηλωμένοι στη γονική εστία («στο παιδικό δωμάτιο»), δυσκολεύονται να καλλιεργήσουν διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις και υποθηκεύουν τις μελλοντικές τους προοπτικές, σωρεύοντας χρέη. Τέλος, δεν μπορούν να κάνουν μελλοντικά σχέδια, καθώς η βιογραφική τους προοπτική περιορίζεται στη διαχείριση του κρίσιμου παρόντος (είναι δηλαδή σαν να ζουν σε ένα «συνεχές παρόν»). 

«Εννοείται ότι όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και σήμερα ζω με τους γονείς μου έτσι, παρένθεση σημαντική. Δηλαδή δεν είχα υποχρεώσεις. Μπορούσα να ζήσω με πολύ λίγα. Μου αρκούσε το να κάνω κάτι από το να κάθομαι, δεν μπορούσα να κάτσω. Δηλαδή αυτούς τους μήνες που καθόμουνα, θηρίο στο κλουβί, δεν το άντεχα αυτό. […] Στο παιδικό δωμάτιο, ακόμα με τον αδελφό μου, γιατί αυτός δεν είχε παντρευτεί. Ευτυχώς παντρεύτηκε δηλαδή και πλέον έχω το δικό μου δωμάτιο. Είναι μεγαλύτερος πέντε χρόνια».

Μαριλένα, 41 ετών

Αγγελική K. Καραγεώργου: Και πώς αντιδρούν έναντι αυτής της κατάστασης οι επισφαλώς εργαζόμενοι κύριε καθηγητά; 

Γιώργος Τσιώλης: Οι εργαζόμενοι/ες δεν υπομένουν παθητικά τις αρνητικές αυτές συνθήκες. Ενεργοποιούν ποικίλες εκδοχές αντίστασης με κυρίαρχη τη φυγή, την παραίτηση, τη μετακίνηση σε άλλη θέση εργασίας. Σε σχέση με την κινητικότητα των εργαζομένων καταγράψαμε μια ενδιαφέρουσα διάσταση: προ της κρίσης, σε μια αγορά εργασίας που υπήρχαν ευκαιρίες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες μετακινούνταν γιατί έβρισκαν μια θέση εργασίας με καλύτερους όρους (λειτουργούσαν, δηλαδή, οι λεγόμενοι «παράγοντες έλξης»). Αντιθέτως, μετά την κρίση, όταν η κατάσταση στην αγορά εργασίας επιδεινώθηκε και οξύνθηκε ο εργοδοτικός αυταρχισμός και η εκμετάλλευση, οι εργαζόμενοι αφήνουν τις θέσεις εργασίας τους γιατί οι όροι και οι συνθήκες εργασίας είναι αφόρητοι – ακόμη και αν αυτό τους οδηγεί στην ανεργία. (λειτουργούν, δηλαδή, κυρίως οι «παράγοντες απώθησης»). 

Ως προς τις οικονομικές συνέπειες των επισφαλών απασχολήσεων, αυτές επιχειρούν να τις διαχειριστούν με την πολυαπασχόληση και την υπερεργασία – εργάζονται δηλαδή ακόμη και με εξοντωτικούς ρυθμούς όταν έχουν τη δυνατότητα καθώς δεν γνωρίζουν μέχρι πότε θα έχουν δουλειά. Επιχειρούν, επίσης, να συλλέγουν μικρά εισοδήματα από πολλές και εναλλακτικές πηγές,  (εργασία, επιδόματα, ενίσχυση από γονείς ή συγγενείς, έκτακτα βοηθήματα, αξιοποίηση περιουσιακών στοιχείων δικών τους ή της οικογένειας), να περιορίζουν τα έξοδά, καθώς και να επινοούν αντισταθμιστικές πρακτικές («δευτερογενείς εναρμονίσεις»). 

Εντοπίζονται, επίσης, στις αφηγήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα πρακτικές αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης των εργαζομένων, που αποσκοπούν στο να αντιπαρέλθουν τους δυσμενείς εργασιακούς όρους και να αμυνθούν απέναντι στις άδικες και καταπιεστικές συμπεριφορές. Εδώ υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο που θα πρέπει να το επισημάνουμε: αυτού του είδους οι εκδηλώσεις εκτός από πρακτική σημασία έχει και συμβολική. Μέσα από την αναφορά τους σε τέτοιες εκδηλώσεις οι εργαζόμενοι διεκδικούν μια άλλου τύπου ηθική, μια ηθική της φροντίδας, την οποία αντιπαραβάλλουν στην εξουσιαστική λογική της εργοδοσίας. 

Τέλος, αξίζει να σχολιαστεί πως οι στρατηγικές διαχείρισης της επισφάλειας, που καταγράψαμε στην έρευνα, είναι κυρίως ατομικές στρατηγικές. Εντοπίσαμε λίγες αναφορές σε μορφές συλλογικής οργάνωσης ή θεσμικής αντίδρασης.

Κώστας Γούσης: Στην έρευνα, ωστόσο, εντοπίζετε πως υπάρχει και μια δεύτερη στάση προς τις ελαστικοποιημένες μορφές εργασίας. Ποια είναι αυτή; 

Γιώργος Τσιώλης: Όντως στο υλικό μας εντοπίσαμε και έναν άλλο τρόπο πρόσληψης της ευελιξίας, κυρίως από εργαζόμενους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις της λεγόμενης «δημιουργικής οικονομίας» (δηλαδή στη διαφήμιση, τις πολιτιστικές βιομηχανίες, την επικοινωνία). Οι εργαζόμενοι αυτοί προσλαμβάνουν τον κόσμο της ευέλικτης απασχόλησης ως ένα ευνοϊκό πεδίο επί του οποίου ο εργαζόμενος μπορεί  να λειτουργήσει ως επιχειρηματίας του εαυτού του και να αναπτύξει τα προσωπικά του κεφάλαια. Έχουμε εδώ την ανάδυση ενός νέου τύπου εργαζομένου, ενός νέου ανθρωπότυπου, που ταιριάζει σε αυτό που δύο κοινωνικοί επιστήμονες, οι Boltanski και Chiapelo έχουν αποκαλέσει «το νέο πνεύμα του καπιταλισμού». Σύμφωνα με τον νέο αυτόν τύπο, οι εργαζόμενοι οφείλουν να λειτουργούν ως επιχειρηματίες του εαυτού τους και, αξιοποιώντας τυπικές και άτυπες («ήπιες», όπως λέγονται) δεξιότητες καθώς και άλλα στοιχεία της υποκειμενικότητάς τους, να συγκροτήσουν ένα «μοναδικό» επαγγελματικό προφίλ. Οι εργαζόμενοι αυτού του τύπου, όπως είδαμε στην έρευνα, έχουν αποδεχθεί ως δεδομένη συνθήκη το κλίμα ενός γενικευμένου ανταγωνισμού, μεταξύ των εταιριών, μεταξύ των ομάδων εντός της ίδιας εταιρίας αλλά και μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων στους χώρους εργασίας. Ετερόκλητες εργασιακές εμπειρίες, νέα καθήκοντα και απαιτήσεις, ακόμη και δοκιμασίες αντιμετωπίζονται ως μαθησιακές προκλήσεις που εξελίσσουν τον εργαζόμενο. 

Συμβάλλουν, δε, στη σταδιακή διαμόρφωση εκείνου του μοναδικού επαγγελματικού προφίλ που διασφαλίζει απασχολησιμότητα. Οι εργαζόμενοι αυτοί δεν επιζητούν τη σταθερότητα και την ασφάλεια μέσω μιας μόνιμης θέσης εργασίας. Προσπαθούν να παραμένουν διαρκώς επιλέξιμοι στην αγορά εργασίας μέσω της διαρκούς κίνησης και ενεργοποίησης∙ μέσω της ικανότητάς τους να διατηρούν το επαγγελματικό τους προφίλ ελκυστικό και ανταλλάξιμο στην αγορά εργασίας. 

Αγγελική K. Καραγεώργου: Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε δηλαδή πως αυτού του τύπου οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες εξοικειώνονται με την ευελιξία και την κάνουν αποδεκτή; 

Γιώργος Τσιώλης: Σε πρώτη ανάγνωση είναι κάπως έτσι. Όμως η έρευνα έδειξε πως και αυτοί οι εργαζόμενοι, που εκλαμβάνουν τον κόσμο της εργασίας ως πλαίσιο ανάπτυξης ενός επιχειρηματικού εαυτού, βιώνουν όψεις επισφάλειας, μιας άλλου τύπου όμως επισφάλειας. Σε αυτές τις περιπτώσεις χαρακτηριστικό είναι το φαινόμενο της αυτοεκμετάλλευσης. Ως αυτοεκμετάλλευση ορίζουμε την εκούσια αποδοχή εκμεταλλευτικών όρων και εξαρτήσεων προκειμένου ο εργαζόμενος να εμπλουτίσει το βιογραφικό του ή να εξασφαλίσει μια υπόσχεση μελλοντικής εργασίας. Επίσης, οι εργαζόμενοι σε εταιρείες της «δημιουργικής οικονομίας» ζουν διαρκώς με τον φόβο της αποτυχίας που μπορεί να πλήξει την καλή τους φήμη και να αμαυρώσει το επαγγελματικό τους προφίλ, για το οποίο έχουν κοπιάζει πολύ για να το οικοδομήσουν. 

«Δηλαδή δεν ξέρεις τι θα σου κάνει ο group leader μέσα στη μέρα. Τι θα σου πει, πόσο θα σου πάει πίσω το πρότζεκτ, πόσο θα σε αφήσει εκτεθειμένο σε άλλους, πώς θα σε αδειάσει. Δηλαδή επειδή είναι μια δουλειά στην οποία παίζεται πάντα η φήμη σου και η ποιότητα της δουλειάς σου, αν σε αδειάσει ο άλλος, τελείωσες. Κατάλαβες;»

Ιάσων, 37

Η δε πολυδιαφημιζόμενη teamwork, η εργασία σε ομάδα, διαπιστώσαμε πως πολύ συχνά δεν βιώνεται ως μια συνθήκη που αφήνει περιθώρια στα άτομα να αυτενεργήσουν ή να συνεργαστούν, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως μηχανισμός ελέγχου και πειθάρχησης – εντός του οποίου υπάρχουν ρητές και άρρητες ιεραρχίες και καταναγκασμοί. Τέλος, στους χώρους της δημιουργικής οικονομίας, στους οποίους λατρεύεται η νεότητα και επικρατεί το αίτημα της διαρκούς ανανέωσης, λειτουργεί ένα άτυπο ηλικιακό όριο. Δύσκολα μπορεί να παραμείνει για παράδειγμα και να εργάζεται κάποιος στη διαφήμιση όταν υπερβεί το 45ο ή 50ό έτος της ηλικίας του. Άρα ακόμη και σε αυτούς τους εργαζόμενους όψεις της ευελιξίας και των νέων μορφών εργασίας βιώνονται ως επισφάλεια.  

Κώστας Γούσης: Θα θέλαμε τώρα κύριε Τσιώλη να θίξουμε το ζήτημα της επισφάλειας που βιώνουν οι ερευνητές και οι ερευνήτριες στα Πανεπιστήμια. Αυτή είναι και μία διάσταση που έχει αναδειχθεί το τελευταίο διάστημα στις κινητοποιήσεις των σωματείων των εργαζομένων στην έρευνα. Μιλήσατε στην προηγούμενή σας απάντηση για την αυτοεκμετάλλευση. Και όπως δείχνουν διεθνείς έρευνες αλλά και η δικής σας έρευνα, η αυτοεκμετάλλευση είναι ίδιον του λεγόμενου «ακαδημαϊκού πρεκαριάτου». Θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τα ευρήματά σας σε σχέση με την επισφάλεια στο χώρο της έρευνας. 

Γιώργος Τσιώλης: Πολύ ευχαρίστως. Ως ακαδημαϊκό πρεκαριάτο καλείται εκείνη η ετερόκλιτη ομάδα που αποτελείται από υποψήφιους διδάκτορες, νέους ερευνητές ή μεταδιδάκτορες, οι οποίοι εργάζονται διανοητικά στο πανεπιστήμιο, είτε ως εντεταλμένοι διδασκαλίας είτε σε ερευνητικά προγράμματα, με ασταθείς και δυσμενείς όρους εργασίας. Για τους εντεταλμένους διδασκαλίας η επισφάλεια έγκειται στο ότι συνάπτουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, για ένα ή δύο εξάμηνα, χωρίς να γνωρίζουν αν η σύμβαση αυτή θα ανανεωθεί στη συνέχεια. Άρα είναι σύνηθες το να διαγράφουν μια ασυνεχή διαδρομή με κενά διαστήματα μεταξύ των συμβάσεων και μετακινήσεις από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο. ‘Όσοι και όσες εντάσσονται σε ερευνητικά προγράμματα, εργάζονται πολύ εντατικά όσο διαρκούν αυτά, κατά κανόνα με μπλοκάκι, πληρώνονται λίγο και με καθυστέρηση. Για να έχουν, δε, ελπίδα να ενταχθούν σε κάποιο καινούργιο project, αποδέχονται να συμμετέχουν αμισθί στη συγγραφή της ερευνητικής πρότασης, έχοντας λάβει μόνον την υπόσχεση πως, αν η πρόταση εγκριθεί, θα εργαστούν στο σχετικό πρόγραμμα. Καταβάλουν, δηλαδή, πολύωρη απλήρωτη εργασία. Οι νέοι επιστήμονες πιέζονται να αποδεχθούν τέτοιους όρους καθώς η διεκδίκηση μιας σταθερής θέσης στο Πανεπιστήμιο, μιας θέσης Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού όπως λέγεται, προϋποθέτει μεταξύ άλλων τριετή τουλάχιστον διδακτική ή ερευνητική προϋπηρεσία. Όταν, τώρα, ανοίξει μια τέτοια θέση ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος καθώς οι νέες θέσεις είναι πολύ λιγότερες από τους ενδιαφερόμενους και τις ενδιαφερόμενες. Κατά συνέπεια η επισφαλής ακαδημαϊκή δουλειά λειτουργεί για μια μερίδα του ακαδημαϊκού προσωπικού ως μια παροδική συνθήκη στα πρώτα στάδια της καριέρας, που συνιστά ένα αναπόφευκτο στάδιο για την ένταξη στη ακαδημαϊκή εργασία με σταθερότερους όρους. Για ένα μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού πρεκαριάτου, όμως, η απασχόληση με επισφαλείς όρους παγιώνεται και λαμβάνει μονιμότερο χαρακτήρα.  

Στην έρευνά μας η περίπτωση που φωτίζει όψεις της επισφάλειας στην ακαδημαϊκή εργασία είναι εκείνη της 44χρονης Κλεονίκης. Η Κλεονίκη, μετά από μια μακρόχρονη διαδρομή σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή και ξεκίνησε να εργάζεται ως συμβασιούχος διδάσκουσα σε διάφορα πανεπιστήμια παράλληλα με την πρωινή της εργασία σε μια νεοφυή επιχείρηση. Μη αντέχοντας, όμως, την αστάθεια αυτής της συνθήκης καθώς και την αδυναμία να εναρμονίσει την εμπλοκή της σε πολλές παράλληλες εργασίες με μια ενδιαφέρουσα προσωπική ζωή, εγκατέλειψε την προοπτική της ακαδημαϊκής καριέρας και κατέλαβε μια σταθερή θέση σε δημόσιο οργανισμό μέσω της συμμετοχής της σε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. 

Αγγελική K. Καραγεώργου: Σε ένα τέτοιο σκηνικό στην αγορά εργασίας, θα μπορούσε η επισφάλεια να προσφέρει τη βάση για τη συγκρότηση μιας ενιαίας συλλογικότητας, π.χ. του πρεκαριάτου, που θα ενεργεί στη βάση μιας κοινής ταυτότητας; 

Γιώργος Τσιώλης: Η έρευνά μας έδειξε  πως η ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας και η επισφάλεια επιδρούν με πολλαπλό και ετερόκλητο τρόπο στη συγκρότηση επαγγελματικών ταυτοτήτων. Παράγοντες, όπως η διάλυση κοινών χωρικών και χρονικών πλαισίων της εργασίας, η κινητικότητα των επισφαλώς εργαζομένων μεταξύ διαφορετικών απασχολήσεων, που αποτρέπει τη δημιουργία δεσμών με τους συναδέλφους, τα διαφορετικά εργασιακά καθεστώτα με τα οποία απασχολούνται οι εργαζόμενοι ακόμη και σε ομοειδείς εργασίες, ο διαφοροποιημένος και πληθυντικός τρόπος βίωσης της επισφάλειας, αποδυναμώνουν τη βιωματική συνθήκη που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βάση για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας (και ενδεχομένως συλλογικής) ταυτότητας. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε πως η ευελιξία και η επισφάλεια στην εργασία οδηγούν  κατά κύριο λόγο στη συγκρότηση ρευστών, μεταβατικών, «οριακών» επαγγελματικών ταυτοτήτων. Αυτό συμβαίνει με δύο τρόπους: είτε γιατί η επισφάλεια φθείρει σταθερές επαγγελματικές ταυτότητες που έχουν οικοδομηθεί γύρω από έναν κατοχυρωμένο επαγγελματικό ρόλο, όταν για παράδειγμα οι όροι εργασίας γίνονται ασταθείς και οι συνθήκες εργασίας επιδεινώνονται ∙ είτε γιατί ένα τέτοιο ελαστικό πλαίσιο εργασίας ευνοεί – αντί για τη συγκρότηση μιας επαγγελματικής ταυτότητας γύρω από έναν  διακριτό επαγγελματικό ρόλο – τη δημιουργία ενός ευέλικτου επαγγελματικού προφίλ που οργανώνεται γύρω από μια δέσμη δεξιοτήτων. 

Εκείνο που είναι σημαντικό να επισημάνουμε είναι πως στο νέο εργασιακό τοπίο της απορρύθμισης και της ευελιξίας σχετικοποιείται η σημασία της εργασίας και του επαγγελματικού ρόλου ως σημείου αναφοράς για την οικοδόμηση της κοινωνικής ταυτότητας. Δραστηριότητες εκτός του χώρου της εργασίας, όπως η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα, σε αυτορρυθμιζόμενα πλαίσια προσωπικής ανάπτυξης, σε οργανωμένες συλλογικές εκδηλώσεις, αποκτούν ιδιαίτερο βάρος τόσο ως νοηματοφόροι άξονες του βίου, όσο και ως σημεία αναφοράς για τον προσωπικό και κοινωνικό αυτοπροσδιορισμό – για τη συγκρότηση δηλαδή της ταυτότητας. 

Κώστας Γούσης: Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα όσα μας έχετε πει κύριε καθηγητά και νομίζω ότι για πολλούς και πολλές που παρακολουθούν ή διαβάζουν τη συνέντευξη είναι οικεία βιώματα, τα οποία στο βιβλίο σας αναλύονται συστηματικά σε επίπεδο τυπολογίας και με ιδιαίτερα σημαντικά συμπεράσματα. Φτάνοντας στο τέλος της συζήτησης, θα θέλαμε να μας πείτε πώς βλέπετε την πολιτική σημασία μιας τέτοιας έρευνας; 

Γιώργος Τσιώλης: Μια έρευνα σαν αυτήν συμβάλει στο να τεθούν ξανά στο τραπέζι τα ζητήματα της εργασίας και μάλιστα των ευέλικτων και επισφαλών μορφών της, τόσο στον επιστημονικό διάλογο όσο και στον δημόσιο λόγο. Αυτό γίνεται, δε, αναλύοντας την οπτική των ίδιων των επισφαλώς εργαζόμενων και ακούγοντας τη φωνή τους. 

Μια τέτοια έρευνα δύναται, επίσης, να συνεισφέρει στην κοινωνική και πολιτική ευαισθητοποίηση των επισφαλώς εργαζομένων. Και το λέω αυτό γιατί, ενώ η έρευνα ανέδειξε πως οι πτυχές και τα βιώματα της επισφάλειας ποικίλουν και διαφοροποιούνται, η διεισδυτική κριτική ανάλυση έδειξε ότι κοινός πυρήνας των επισφαλών απασχολήσεων είναι η καταπίεση και η εκμετάλλευση. Είναι η βία που επιβάλλει τον ετεροκαθορισμό της δράσης και οδηγεί στην αδυναμία των ανθρώπων να ζήσουν μια αξιοβίωτη ζωή. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι αδυνατούν να δουν τον εαυτό τους στο μέλλον, να ζήσουν με συνολικό τρόπο μια ενδιαφέρουσα ζωή και να φτιάξουν δεσμούς. Είναι, κατά συνέπεια, σημαντικό να σκεφτούν πάνω σε αυτά ακόμη και εκείνοι οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που θεωρούν πως μέσω της ενεργοποίησή τους και της διαρκούς ανάπτυξης του ατομικού κεφαλαίου τους θα είναι διαρκώς απασχολήσιμοι/ες. Θα πρέπει, λοιπόν, να δοθεί η δυνατότητα σε εργαζόμενους και εργαζόμενες από ετερόκλιτα πεδία, που βιώνουν διαφορετικές πτυχές επισφάλειας να ανταλλάξουν μεταξύ τους τις εμπειρίες τους και να τις επεξεργαστούν ως κοινές εμπειρίες καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει μια συμβουλευτική με κριτικό προσανατολισμό. Σε κάθε περίπτωση, η επεξεργασία των εμπειριών τους εντός συλλογικών πλαισίων, μειώνει την αίσθηση της τρωτότητας και της ευαλωτότητας και δημιουργεί τους όρους για οργάνωση και ανάληψη συλλογικής δράσης. 

Επιπλέον, μια τέτοια έρευνα θέτει εν αμφιβόλω μια σειρά από παραδοχές που περιλαμβάνονται – και μάλιστα ως αυτονόητες – στη νεοφιλελεύθερη ρητορική. Η πρώτη έχει να κάνει με την υπόσχεση πως η διαρκής βελτίωση των «προσωπικών κεφαλαίων» μέσω της συμμετοχής σε εκπαιδευτικές διαδικασίες και προγράμματα εξασφαλίζει την επιθυμητή επαγγελματική διαδρομή. Οι περιπτώσεις μας έδειξαν τη διάψευση της καθολικής ισχύος μιας τέτοιας υπόσχεσης. Η υπόσχεση, για να ισχύσει, θα πρέπει τα αποκτηθέντα προσόντα να αποδειχθούν «ανταλλάξιμα» και συμβατά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. 

Αμφισβητείται, επίσης, η άποψη που υποστηρίζει πως αίτημα της ποιότητας της εργασίας τίθεται αντιπαραθετικά προς εκείνο της ασφάλειας και της σταθερότητας της εργασίας. Όντως από την έρευνα προέκυψε ότι οι σύγχρονοι εργαζόμενοι επιζητούν η εργασία τους να έχει δημιουργικά χαρακτηριστικά, να τους παρέχει δυνατότητες προσωπικής ανάπτυξης, να εναρμονίζεται η εργασιακή με την προσωπική ζωή και να λαμβάνει χώρα εντός ενός καλού εργασιακού περιβάλλοντος. Η έμμισθη εργασία δεν αρκεί να λειτουργεί μόνο ως μέσο βιοπορισμού. Όμως, το αίτημα της ποιότητας δεν τίθεται κατ’ ανάγκην αντιπαραθετικά προς εκείνα της ασφάλειας και της σταθερότητας της εργασίας, όπως ευαγγελίζεται η νεοφιλελεύθερη ρητορική. Η ασφάλεια και η σταθερότητα λογίζονται ως αναγκαίες συνθήκες για μια ποιοτική εργασία.

Τέλος μια τέτοια εργασία υπενθυμίζει πως είναι επιβεβλημένο οι δυνάμεις της εργασίας να εστιάσουν και να επανοικειοποιηθούν έννοιες, όπως «αυτονομία», «δημιουργικότητα», «ποιότητα στην εργασία», δίνοντάς τους ένα νέο περιεχόμενο.

Πολιτική Cookies