Ως Generation Z (Gen Z) ορίζουμε τη γενιά που ακολουθεί χρονικά τους Millenials και στην οποία εντάσσονται όλα τα άτομα που γεννήθηκαν από τα μέσα με τέλη της δεκαετίας του ‘90 μέχρι και τις αρχές του 2010.
Στόχος μας είναι να αμφισβητήσουμε γενικευτικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στα μέλη αυτής της γενιάς, να κατανοήσουμε τα χαρακτηριστικά και τις αντιλήψεις τους και να ενδυναμώσουμε τις φωνές τους.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: gen-z-voice-on@eteron.org
Είναι γοητευτικό αλλά και ριψοκίνδυνο να μιλάς για γενιές. Κατά μία έννοια, ο πολιτισμός μας έχει μια εμμονή να φλυαρεί γι’ αυτές. Παρότι οι απαρχές των γενεακών θεωριών ξεκινούν αρκετά νωρίτερα, θα λέγαμε ότι ο 20ός αιώνας εξύψωσε την έννοια της γενιάς σε ένα πολύτιμο διανοητικό προϊόν. Η περίοδος του Μεσοπολέμου ανέδειξε την ανάλυση της γενιάς ως πολιτισμικό και ως κοινωνιολογικό φαινόμενο, κυρίως στο πεδίο της λογοτεχνικής θεωρίας με την εννοιολόγηση της “Χαμένης Γενιάς” από την Γερτρούδη Στάιν και των κοινωνικών επιστημών με την δημοσίευση του “Το Πρόβλημα των Γενεών” του Καρλ Μανχάιμ).
Σταδιακά, κι ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (ίσως ως αντανάκλαση της κρίσης των παραδοσιακών ερμηνευτικών σχημάτων της νεωτερικότητας), η έννοια-γενιά άρχισε να γίνεται όλο και πιο κεντρικός πυλώνας του πολιτικού-πολιτισμικού λεξιλογίου της εποχής. Δεδομένου ότι η ίδια η γενιά άρχισε να εμφανίζεται ως πολιτική κατηγορία συνδεδεμένη με τη νεολαία ως συλλογικό υποκείμενο στην post-’68 διεθνή αριστερά, και δεδομένου ότι η διαδοχή των γενεών (με την ενδογενή συγκρουσιακότητά της) έχει γίνει πολιτισμική εμμονή μιας κουλτούρας εθισμένης στο να συζητάει για boomers, Gen-X-ers, millennials και zoomers, θα τολμούσα να πω ότι η γενεακότητα έχει γίνει μια μεγάλη αφήγηση για την εποχή του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων.
Καθώς η γλώσσα για την διαδοχή των γενεών προτείνει, έστω και με συμβατικό τρόπο, ένα σύστημα περιοδολόγησης και μια εννοιοποίηση των ιστορικών φαινομένων, μοιάζει με μια pop φιλοσοφία της ιστορίας που ανθίζει εκεί όπου τα παραδοσιακά συστήματα σκέψης (οι παλιές ιδεολογίες, θα έλεγε κάποιος) ξεθωριάζουν στα μυαλά των ανθρώπων. Μ’ αυτήν την έννοια, η γλώσσα της γενιάς συνιστά επίσης μια μέθοδο και μια κοσμοθεωρία, έναν τρόπο να διαβάζεις τον κόσμο και να συμμετέχεις σε αυτόν: οι boomers είναι έτσι, οι millennials κάνουν αυτό, οι zoomers τι φάση; (ερώτημα.)
Η διεθνοποιημένη και ψηφιοποιημένη pop κουλτούρα δεν σταματά να μιλάει για τις γενιές και τα χαρακτηριστικά τους, όπως ένας νάρκισσος δε μπορεί να σταματήσει να μιλάει για τον εαυτό του. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι ο λόγος περί των γενεών είναι απλώς ένα παραλήρημα. Ή, μάλλον, όπως κάθε παραλήρημα έτσι κι αυτό κρύβει έναν πυρήνα αλήθειας. Η σύγχρονη “γενεοποίηση” της κουλτούρας και της ιστορίας είναι ένας τρόπος που έχει η ιδιόγλωσσα της εποχής ώστε να να ορατοποιήσει και να επεξεργαστεί τις ίδιες τις ανακατατάξεις και τις αντιθέσεις της.
Το generationalism, η σύγχρονη εμμονή με την γενεακή ταυτότητα, πολύ συχνά “σβήνει” ή σκεπάζει τους άλλους ιστορικούς καθορισμούς της άμεσης εμπειρίας, όπως η κοινωνική τάξη, η γλώσσα και το έθνος, η φυλή και το φύλο, η πολεοδομία και η χωροταξία, η αρτιμέλεια, το συμβολικό κεφάλαιο και η θέση των ατόμων μέσα στο υφιστάμενο πλέγμα εξουσιών. Στον βαθμό που δεν μιλάει (και) γι’ αυτά τα πράγματα, η φλυαρία για τις γενιές καταλήγει απλώς μια εκδοχή της απορρόφησης του πολιτικού από το πολιτισμικό, μια ναρκισσιστική αισθητικοποίηση της πολιτικής που προεκτείνει μια υποκειμενική γενεακή μεροληψία στο σύνολο της πραγματικότητας.
Ακόμα κι έτσι, όμως, ας μην υποτιμήσουμε τις στιγμές αλήθειας της. Η αφηγηματική ποιότητα που περιέχει το σχήμα της συγκρουσιακής διαδοχικότητας των γενεών (με όλη του την έμφαση στην υποκειμενικότητα και τον εαυτό) ένας τρόπος που έχουν τα σύγχρονα υποκείμενα ώστε να αναμετρηθούν με τις αλλαγές παραδείγματος στο επίπεδο μιας ασταθούς και θρυμματιζόμενης κοινωνικής ολότητας. Πρόκειται εν μέρει για μια τακτική διανοητικής και συναισθηματικής επιβίωσης. Αν οι γονείς σου είναι μαλάκες, μήπως φταίει που είναι boomers; Αν οι συνομήλικοι σου δεν την παλεύουν με τίποτα, μήπως σημαίνει ότι έτσι είστε οι millennials; Αν στα μάτια σου τα νέα παιδιά μοιάζουν με αίνιγμα, μήπως πρέπει να μελετήσεις την Γενιά Ζ;
Τέτοιο είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο διαβάζω την παρούσα έρευνα για τη Γενιά Ζ, την οποία το Eteron είχε την ευγένεια να μου ζητήσει να σχολιάσω με την ιδιότητα του αρθρογράφου για ζητήματα κινηματογράφου, τηλεόρασης και ευρύτερα οπτικής κουλτούρας. Όπως κάθε αφαίρεση, έτσι και αυτή της γενιάς μπορεί να είναι όχι απλά χρήσιμη αλλά και απαραίτητη για την σκέψη, αλλά είναι επίσης κρίσιμο όχι μόνο να γνωρίζουμε αλλά και να δοκιμάζουμε τα όριά της. Δηλαδή, με άλλα λόγια, να την φέρνουμε αντιμέτωπη με τις προκλήσεις του πραγματικού. Οι ερευνητές και οι ερευνήτριες φυσικά γνωρίζουν πως το εγχείρημά τους οφείλει να ιστορικοποιήσει το αντικείμενο μελέτης του.
Έτσι, από νωρίς ξεκαθαρίζουν ότι βλέπουν την εμπειρία της Γενιάς Ζ σαν μια ιστορική εμπειρία: “Η GenΖ είναι συγχρόνως η γενιά του Instagram και του Tik Tok αλλά και η «γενιά της διαρκούς κρίσης», μία γενιά για την οποία οι κρισιακές συνθήκες (οικονομικές, υγειονομικές, περιβαλλοντικές) έχουν καταστεί ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.” Ακόμα περισσότερο, βρίσκουν μια συγκρουσιακότητα σε αυτήν την ιστορική εμπειρία, βλέποντας τα άτομα της Γενιάς Ζ σαν ενεργούς φορείς των αντιθέσεων της εποχής τους: “Η GenZ φαίνεται ότι έχει ενηλικιωθεί μέσα σε ένα πλαίσιο δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς και προβληματισμού για το μέλλον”.
Πράγματι, αν έχει νόημα να μιλήσουμε για γενιές, τότε μάλλον αυτή η εμμενής συγκρουσιακότητα (όχι δηλαδή απαραίτητα ως συνειδητή ατομική ή συλλογική πρακτική αλλά κυρίως ως ιστορικά καθορισμένος τρόπος ύπαρξης στον κόσμο) θα πρέπει να έρθει στο προσκήνιο. Να φωτίσεις, δηλαδή, την εμπειρία των υποκειμένων που ερευνάς μέσα από τις αντιθέσεις με τις οποίες τα φέρνει αντιμέτωπα η ζωή. Η έρευνα σωστά επισημαίνει την δυσπιστία απέναντι στον επίσημο πολιτικό λόγο και τα κυρίαρχα καθεστώτα αλήθειας, εντοπίζοντας τις ρίζες της στην κρίση νομιμοποίησης των συστημάτων ιεραρχίας και καταπίεσης που έφεραν οι διαρκείς, πολλαπλές και αλληλοεπικαλυπτόμενες κρίσεις του καπιταλισμού από το 2008 μέχρι σήμερα.
Δίπλα σε αυτήν την μεγα-κλίμακα συγκρουσιακότητας, βέβαια, υπάρχει και μια μικρότερη κλίμακα (μικρο-πολιτική με την μοριακή έννοια), που αφορά την συγκρουσιακότητα στο εσωτερικό των υποκειμένων: μέσα τους και μεταξύ τους. Αν δούμε τη “διαρκή κρίση” για την οποία μιλάει η έρευνα και σαν μια κρίση στο επίπεδο των ταυτοτήτων, δηλαδή μια κρίση του πώς παράγονται ιστορικά τα ίδια τα υποκείμενα, τότε θα βρούμε μια συγκρουσιακότητα που τα διχάζει εσωτερικά τόσο στο επίπεδο της γενιάς ως συλλογικό-σώμα-με-αντιθέσεις όσο και στο επίπεδο του ατόμου ως υποκείμενο που βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ταύτισης και απο-ταύτισης με τον εαυτό του.
Μ’ αυτήν την έννοια, αν επιλέξουμε να διαβάσουμε την έρευνα πολιτικά, τότε βρίσκουμε την Γενιά Ζ να τοποθετείται εντός ενός κοινωνικού-πολιτισμικού εμφυλίου πολέμου γύρω από τις προκλήσεις που έχουν δημιουργήσει οι σύγχρονες συγκρουσιακές πρακτικές και συμπεριφορές σχετικά με τον εθνικισμό, τον αυταρχισμό, τον ρατσισμό, το περιβάλλον και την σεξουαλικότητα. Η έρευνα σημειώνει και πάλι ορθά τις νέες αντιθέσεις που δημιούργησαν οι φεμινισμοί μεταξύ των υποκειμένων, αναφέροντας ως παραδείγματα το #MeToo και την τροποποίηση του νομικού ορισμού του βιασμού (και θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε το ρεύμα εναντίωσης στην δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/Zackie Oh και το πρόσφατο κύμα γυναικοκτονιών).
Αν όμως, σύμφωνα με το σχήμα που προσπάθησα να σκιαγραφήσω παραπάνω, προεκτείναμε αυτές τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των υποκειμένων, τότε θα μπορούσαμε ίσως να δούμε τον συγκρουσιακό χαρακτήρα των ίδιων των νέων αρρενωποτήτων και των θηλυκοτήτων (αλλά και των non-binary αυτοπροσδιορισμών), όπως και τους τρόπους με τους οποίους οι νέες μορφές σεξουαλικής αυτοέκφρασης δοκιμάζουν τα όρια και τις σταθερές του ετεροκανονικού κόσμου. Η έρευνα σημειώνει πως σχεδόν το 90% της Γενιάς Ζ συμφωνεί με το #MeToo και την ισότητα των φύλων, αλλά έχει άραγε μια κοινή ή συνεκτική αντίληψη για το τι σημαίνει σήμερα το να είσαι άνδρας ή το να είσαι γυναίκα;
Βέβαια, η πολιτική ανάγνωση της προβληματικής της γενιάς (και μιας έρευνας όπως η παρούσα) έχει πάντα μια παγίδα. Ή, καλύτερα, πρόκειται για μια συζήτηση ναρκοθετημένη από τα αισθήματα αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας για το μέλλον. Όπως το να μιλάς από το εσωτερικό μιας γενιάς περιέχει τον κίνδυνο της μεροληπτικής προέκτασης μιας περιορισμένης εμπειρίας στο σύνολο της πραγματικότητας, έτσι και το να μιλάς από μια εξωτερική θέση προς την γενιά την οποία σχολιάζεις περιλαμβάνει το ρίσκο της προβολής αντιλήψεων και προσδοκιών σε ένα ανθρώπινο υλικό που αδιαφορεί (ή/και αντιστέκεται) στις δικές σου φαντασιώσεις. Με άλλα λόγια, ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνεις, ρισκάρεις να αποκαλύψεις περισσότερα για σένα παρά γι’ αυτό για το οποίο μιλάς. Έτσι, μπορεί πολύ εύκολα να αξιολογήσεις τη “νέα γενιά” (την Ζ εδώ) μέσα από την επένδυση αφηρημένων ποιοτήτων προοδευτισμού ή συντηρισμού, ως παρουσία ή απουσία ελπίδας για το μέλλον.
Το να βλέπεις τη νεότητα σαν κάτι εγγενώς καλό κι ελπιδοφόρο μπορεί να σε κάνει να αποφεύγεις την μνησικακία των γηραιότερων απέναντι στα “νιάτα” που μεταμφιέζεται ως “κριτική” (“χαζεύουν στο Tik Tok” και “ακούνε trap”), αλλά σε βάζει στην ίδια λούπα γενικής καταδίκης ή υπεράσπισης “των νέων”. Σίγουρα το να συμπαθείς τους νέους είναι ευγενέστερο (και λιγότερο μίζερο) από το να τους κράζεις, αλλά δεν είναι λιγότερο αφηρημένο, γενικόλογο και ομογενοποιητικό. Σε ό,τι με αφορά, λόγω επαγγέλματος (και ίσως ιδιοσυγκρασίας), με ενδιαφέρει να σχολιάσω εδώ μια συγκεκριμένη πτυχή της σύγχρονης αντιφατικής νεανικής εμπειρίας: την σχέση με την ψηφιακή εικόνα.
Μοιάζει κοινότοπο πως, αν είναι να μιλήσεις για την Γενιά Ζ, τότε πρέπει να μιλήσεις για το πεδίο του ψηφιακού: για την υποκειμενοποίηση μέσα από την επαφή με την ψηφιακή τεχνολογία και για τους τρόπους ύπαρξης μέσα στην ψηφιακή δημόσια σφαίρα των νέων μέσων. Μ’ αυτήν την έννοια, η έμφαση της έρευνας στην αλληλεπίδραση με το ψηφιακό περιβάλλον είναι σαφώς δικαιολογημένη τόσο εμπειρικά όσο και μεθοδολογικά. Για τους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί στον 21ο αιώνα κι έχουν περάσει τα διαμορφωτικά τους παιδικά χρόνια στην εποχή του γρήγορου ίντερνετ (στην Ελλάδα δηλαδή από τα μέσα των 00s και μετά), η εμπειρία του εαυτού είναι αλληλένδετη με τα ψηφιακά περιβάλλοντα. Καθόλου τυχαία, μιλάμε για τους zoomers ως ψηφιακούς ιθαγενείς.
Βέβαια, αυτό από μόνο του θα ήθελε βαθύτερη συζήτηση, αφού αφενός η ψηφιακότητα είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των επιμέρους ψηφιακών μέσων/τεχνολογιών κι αφετέρου η σχέση ψηφιακού-αναλογικού είναι πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο μπορεί να μοιάζει εξωτερικά. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει μια κεντρικότητα του ψηφιακού στην εμπειρία της Γενιάς Ζ (την οποία η έρευνα μελετά κυρίως στο πεδίο της ενημέρωσης και της διαμόρφωσης πολιτικών απόψεων) τότε αυτή δεν θα πρέπει να γίνει αντιληπτή με όρους αυτοτέλειας, σαν το ψηφιακό να απορροφά μονοδιάστατα κάθε άλλη πτυχή της νεανικής εμπειρίας, αλλά να ανοίξει ένα παράθυρο (ή ένα tab) κατανόησης για την ίδια την πολλαπλότητα της ψηφιακής δραστηριότητας.
Η βάση αυτού του προβληματισμού συνοψίζεται ήδη πολύ ευκρινώς από το κείμενο της έρευνας: “Πράγματι, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας της Γενιάς Z ήδη από πολύ νεαρή ηλικία — πρόκειται για την πρώτη «internet native» γενιά. Όσοι και όσες ανήκουν στην Γενιά Z, εξοικειώθηκαν στην πρώτη δεκαετία της ζωής τους με τα έξυπνα κινητά και το διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας.” Η ψηφιακή ιθαγένεια δεν πηγάζει μόνο από την επίδειξη ικανότητας στην χρήση των νέων μέσων από πολύ νεαρή ηλικία. Αφορά επίσης την ίδια την online παρουσία ως κυρίαρχη δραστηριότητα στη ζωή των ατόμων. Σύμφωνα με την έρευνα, πρόκειται για “μια γενιά που δεν γνώρισε τον κόσμο χωρίς το διαδίκτυο και περνά ένα (πολύ) μεγάλο μέρος της ημέρας της «συνδεδεμένη» (online).”
Έχοντας αυτό κατά νου, μου φαίνεται πως η ποσοτική αποτύπωση αυτής της online παρουσίας μέσα από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων είναι μάλλον συντηρητική. Διαβάζουμε πως “το 51,6% περνά 5- 10 ώρες στο διαδίκτυο, το 36,7% λιγότερο από 5 ώρες, και το 10,6% περισσότερες από 10 ώρες”, αλλά μάλλον δεν είναι επαρκές να σκεφτούμε την ψηφιακή παρουσία σαν μια διαχωρισμένη δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου που μπορεί να αντιπαραβληθεί σε άλλες δραστηριότητες ή να ποσοτικοποιηθεί με χρονική ακρίβεια. Θα ήταν μάλλον προτιμότερο να σκεφτούμε με όρους ενός συνεχούς φάσματος ψηφιακής-αναλογικής παρουσίας, σαν η ψηφιακή παρουσία να μεσολαβεί και να “χρωματίζει” όλες τις πτυχές της εμπειρίας του νεαρού ατόμου.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι δύσκολο να ορίσεις πόσες ώρες “είσαι μέσα στο ίντερνετ”, αφού η χρονικότητα της ψηφιακής παρουσίας και ο τρόπος που αυτή διαχέεται μέσα στην συνολική κοινωνική εμπειρία δεν αντιστοιχεί απαραίτητα στον χρόνο που στέκεσαι μπροστά στο laptop ή κρατάς στα χέρια το smartphone. Αντίστοιχα, ο τρόπος που ο “αναλογικός” εαυτός εκρέει μέσα στον ψηφιακό δυσκολεύει την ξεκάθαρη διάκριση ενός “μέσα” και ενός “έξω”. Αν δούμε τα πράγματα με έναν τέτοιο τρόπο, τότε θα μας φανεί ίσως ότι η έρευνα αντιμετωπίζει την σχέση της Γενιάς Ζ με το ψηφιακό με όρους παθητικότητας, ως κατανάλωση περιεχομένου και αλληλεπίδραση με μια υποδομή/πλατφόρμα. Αν υπάρχει όμως κάτι ειδικό στην Γενιά Ζ όσον αφορά την σχέση με το ψηφιακό, τότε αυτό κατ’ εμέ αφορά λιγότερο την αποκλειστικότητα της ψηφιακής ιθαγένειας ή την χρονική μετρησιμότητα της online ζωής, αλλά την ιδιαίτερη εκφραστικότητα την οποία διοχετεύουν πολλά νεαρά άτομα στην ψηφιακή παρουσία τους.
Αυτή η εκφραστικότητα αποτελεί μια παραγωγική δύναμη με την έννοια της ενεργητικής διαμόρφωσης των όρων του ψηφιακού-αναλογικού συνεχούς της ζωής. Πρόκειται για την παραγωγική δύναμη της επιθυμίας, της δημιουργικότητας, της φαντασίας, του συναισθήματος, της δεξιότητας, της τεχνολογίας, της γνώσης και της γενικής διάνοιας των ανθρώπων που κινούνται μέσα στον ψηφιακό χώρο. Τα ψηφιακά εκφραστικά μέσα της Γενιάς Ζ – αυτό το αυτο-μυθοπλαστικό σύμπαν από memes, stories, selfies, αλλόκοτα αστεία, εξομολογητικό shitposting και λιβιδινικές ροές (όλα τους άμεσα σχετιζόμενα με την ειδική εκφραστικότητα της ψηφιακής εικόνας) – πλάθουν τον ψηφιακό εαυτό αλλά πλάθουν και τις ίδιες τις πλατφόρμες, τις υποδομές που καθιστούν υλικά δυνατή την ύπαρξη ενός ψηφιακού εαυτού.
Φυσικά, το πώς επιτελούμε και επιμελούμαστε τον ψηφιακό εαυτό δεν είναι μια μονοσήμαντη και ομογενοποιημένη διαδικασία. Η έρευνα σημειώνει σωστά πως οι zoomers “τείνουν να προτιμούν ένα εξατομικευμένο ψηφιακό περιβάλλον όπου ενημέρωση-ψυχαγωγία-κοινωνικοποίηση συγχωνεύονται και τα όρια καθίστανται πορώδη”, αλλά θα πρέπει να δούμε και τα ειδικά ή νέα χαρακτηριστικά που έχει αυτή η ψηφιακή εξατομίκευση. Εδώ μπορεί ίσως να μας βοηθήσει η αντιπαραβολή με την κυρίαρχη ψηφιακή εμπειρία επιτέλεσης/επιμέλειας του εαυτού της αμέσως προηγούμενης γενιάς, ημών των millennials.
Για πολλούς από τους ανθρώπους που υποκειμενοποιήθηκαν ψηφιακά στο Web 2.0 της ενεργητικής online συμμετοχής που ακολούθησε την παθητική κατανάλωση περιεχομένου που αντιστοιχούσε στο Web 1.0, ο χώρος διαμόρφωσης του ψηφιακού εαυτού ήταν ένας αστερισμός από forums, blogs και πρώιμα social media που οργανώνονταν γύρω από την ιδέα ενός προσεκτικά επιμελημένου online προφίλ που αναπαριστά ψηφιακά τον εαυτό ως άθροισμα της δημόσιας αυτο-έκφρασης των προτιμήσεών του. Ήταν η εποχή που άνθιζε το Blogger, το Tumblr, το MySpace, το Hi5 και, τελευταίο, το Facebook. Σε αυτά τα μέσα, η αναπαράσταση του εαυτού έμοιαζε με ένα ψηφιακό αρχείο, ένα λεύκωμα ή ένα άλμπουμ. Η δημόσια έκθεση του εαυτού ήταν φτιαγμένη έτσι ώστε να βγάζει νόημα, να έχει διάρκεια, να δείχνει συνοχή, να μπορεί να επικοινωνηθεί (ή να καταναλωθεί) ως πακέτο.
Επιστρέφοντας στην Γενιά Ζ, η έρευνα μας λέει αυτό που υποψιαζόμασταν ήδη: ότι τα προτιμώμενα social media των σημερινών νέων αποτυπώνουν μια αλλαγή, μια στροφή. Στην ερώτηση για τα μέσα που χρησιμοποιούν περισσότερο (με δυνατότητα επιλογής έως δύο), ένα συντριπτικό 74.9% επέλεξε το Instagram ενώ το 19.1% επέλεξε το ταχέως ανερχόμενο Tik Tok. Αμέσως μετά, οι ερευνητές συμπληρώνουν ορθά ότι “η προτίμηση των νέων σε εξεικονιστικά μέσα, όπως το Instagram, το TikTok και το YouTube είναι ευρέως καταγεγραμμένη.” Μιλώντας πιο ειδικά για το Instagram και το Tik Tok, που είναι μάλλον τα κεντρικότερα σημεία αναφοράς για τη διαμόρφωση των νέων τάσεων, βρίσκουμε μια λογική επιτέλεσης/επιμέλειας του εαυτού που παρουσιάζει αρκετές διαφορές από αυτήν που σκιαγραφήσαμε προηγουμένως.
Στην θέση της διάρκειας και της συνοχής βρίσκουμε μια πιο χαοτική, ασυνεχή και φευγαλέα επιτέλεση του εαυτού, κάτι που αντιστοιχεί και στην διαφορετική αλγοριθμική λογική, προγραμματιστική κατασκευή και interface κουλτούρα αυτών των πλατφορμών. Μέσα όπως το Instagram και το Tik Tok βασίζονται αποκλειστικά στην άμεση ενεργητική συμμετοχή των χρηστών στην παραγωγή content, ενώ ευνοούν επίσης μια πιο ρευστή εκφραστικότητα της εικόνας μέσα από την παροχή δυνατοτήτων για εύκολη, γρήγορη και σύνθετη εικονοποιία μέσω μιας μεγάλης ποικιλίας templates, φίλτρων και άλλων επιλογών επεξεργασίας εικόνας και βίντεο.
Όλα αυτά δεν θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά με όρους άσκησης μιας απεριόριστης ψηφιακής ελευθερίας που απελευθερώνει την φαντασία ως προς την αυτο-πλαστικότητα του εαυτού και την αυτο-έκφραση των νεαρών ατόμων. Κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά μονόπλευρο και μάλλον πολιτικά αφελές. Απεναντίας, θα πρέπει να τα δούμε επίσης ως έναν βαθύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των υποκειμένων στην λογική των πλατφορμών. Μ’ αυτήν την έννοια, η εικονική αυτοέκφραση των zoomers είναι πιο εμμενής προς τις ροές και τις λειτουργίες των ψηφιακών μηχανών.
Θα μπορούσαμε εδώ να χρησιμοποιήσουμε το σχήμα του Maurizio Lazzarato περί της “μηχανικής υποδούλωσης”, με το οποίο περιγράφει τον τρόπο που τα σύγχρονα μέσα επενδύουν στις αισθήσεις, το συναίσθημα, τη νόηση και την γλώσσα έτσι ώστε να αξιοποιήσουν τις πιο θεμελιώδεις ορμές της ανθρώπινης δραστηριότητας και της ίδιας της ζωής, οι οποίες έτσι λειτουργούν σαν εξαρτήματα μιας μηχανής. Αυτή η οπτική μας δίνει μια πιο σκοτεινή εικόνα της “ψηφιακής ιθαγένειας”, αλλά και πάλι δεν θα έπρεπε να την δούμε μονοσήμαντα. Ο Felix Guattari, πάνω στην θεωρία του οποίου χτίζει ο Lazzarato, υπενθυμίζει ότι οι μηχανές έχουν μια “ζωντανή” πλευρά, μια εκφραστική ικανότητα, ένα απόθεμα δυνατοτήτων. Για τον Guattari, η μηχανή έχει δύναμη: τη δύναμη να θέσει δημιουργικές διαδικασίες σε κίνηση.
Με όρους κοινής, συμβατικής κατηγοριοποίησης, οι άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα στον 21ο αιώνα θεωρούνται άνθρωποι της εικόνας. Κι η Γενιά Ζ, αποτελούμενη σύμφωνα με την κυρίαρχη δημογραφική ταξινόμηση κατά πλειοψηφία από ανθρώπους που γεννήθηκαν πέριξ της στροφής του millennium, λογίζεται επίσης ως η πρώτη “αυθεντική” γενιά της εικόνας. Συνήθως μ’ αυτό εννοούμε ότι πρόκειται για άτομα που έχουν μάθει να διαβάζουν τον κόσμο και να συμμετέχουν σε αυτόν μέσα από τη παραγωγή και την αναπαραγωγή εικόνων – ή, πιο συγκεκριμένα, μέσα από ένα εικονικό πλέγμα παρατήρησης, ταξινόμησης, οργάνωσης και αναπαράστασης του κόσμου στο επίπεδο της ανταλλαγής σημείων και συμβόλων.
Βέβαια, παρά τις συχνά αφηρημένες επικλήσεις στην “εποχή της εικόνας”, θα ήταν μάλλον ανακριβές να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό είναι ένα αποκλειστικό ίδιον της “ψηφιακής εποχής” (η εικονικότητα άλλωστε είναι κάτι παραπάνω από ένα άθροισμα pixels σε οθόνη, ακριβώς όπως η ψηφιακότητα είναι κάτι παραπάνω από ένα interface ηλεκτρονικής συσκευής). Έτσι, όταν η έρευνα σημειώνει ότι η Γενιά Ζ διακρίνεται για την “προτίμησή της σε εξεικονιστικά μέσα, όπως το Instagram, καθώς και για την ικανότητα της να εκφραστεί πολυμεσικά”, δεν θα πρέπει να το εκλάβουμε ως δήλωση μιας μαγικής (θετικά ή αρνητικά φορτισμένης) ιδιότητας των νέων ως προς την επαφή τους με την εικόνα, αλλά ως μια αποτύπωση των νέων τρόπων εικονικής οργάνωσης και έκφρασης αυτής της σημειολογικής ανταλλαγής.
Μ’ αυτήν την έννοια, πιο σημαντική είναι η φράση που ακολουθεί λίγο πιο κάτω στο κείμενο της έρευνας: “Οι Gen Zers τείνουν να έχουν μεγάλη άνεση στον συνδυασμό εικόνας, βίντεο, κειμένου.” Με άλλα λόγια, πιο κοντινά στο δικό μου πεδίο, θα λέγαμε ότι η Γενιά Ζ δείχνει μια εντυπωσιακά αυθόρμητη ευχέρεια στο χειρισμό της κινηματογραφικής γραμματικής. Μέσα από την ιδιαίτερη ψηφιακή εκφραστικότητά τους, όπως αποτύπωνεται σε social media σαν τα προαναφερθέντα, τα άτομα δεν σκηνοθετούν απλώς τον εαυτό τους. Ακόμα περισσότερο, καθιστούν ορατό το εικονοποιητικό βλέμμα τους, κάνουν σαφές το γεγονός ότι οργανώνουν τον κόσμο μέσα από έναν νέο τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής εικόνων.
Κι αυτό, βέβαια, δεν θα έπρεπε να μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, αφού πρόκειται για μια αντανάκλαση τεκτονικών τεχνολογικών αλλαγών στο πεδίο υλικής πραγματικότητας. Όπως έχει δείξει πρόσφατα με την εισαγωγή του όρου “θραυσματικό σινεμά” ο Evan Calder Williams, ο κινηματογραφικός τρόπος του βλέπειν έχει διαχυθεί παντού μέσα από την κυριαρχία της ψηφιακής κάμερας και της οπτικής κουλτούρας που έχει δημιουργήσει. Αυτό, με τη σειρά του, έχει αλλάξει τις ίδιες τις εικόνες. Με τα smartphones και τα laptops τους, τα νεαρά άτομα δημιουργούν σύνθετες και πυκνές εικόνες στις οποίες δεν είναι εύκολο να εφαρμόσουμε τις παραδοσιακές διχοτομήσεις ανάμεσα σε λόγο και εικόνα, σκέψη και συναίσθημα, υλικό και ψηφιακό, πρωτότυπο και αντίγραφο, παραγωγή και αναπαραγωγή, υποκείμενο και αντικείμενο.
Συχνά θα συναντήσει κανείς άρθρα που σχολιάζουν το πόσο “αλλόκοτη” και “ακατανόητη” είναι αυτή η online εκφραστικότητα της Γενιάς Ζ: πόσο ελάχιστο νόημα βγάζουν τα memes, τα Instagram stories ή τα Tik Tok videos των σημερινών πιτσιρικάδων (κατά έναν ειρωνικό τρόπο, τα περισσότερα τέτοια άρθρα γράφονται από millennials που είναι μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτεροι, αλλά είπαμε, η pop κουλτούρα έχει εμμονή με τις διαγενεακές σχέσεις σε βαθμό που να δημιουργεί αντιθέσεις ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν). Παρόλα αυτά, δεν είναι και πολύ δύσκολο να αποκρυπτογραφήσεις αυτήν την Gen Z εκφραστικότητα, ή έστω να εντοπίσεις κάποιους βασικούς πυλώνες της.
Ας πούμε, μοιάζει προφανές ότι η προτίμηση προς το φευγαλέο και το προσωρινό (αμφότερα features των Instagram/Tik Tok πλατφορμών) δείχνει μια διαφορετική σχέση με την χρονικότητα, αντανακλώντας ίσως μια διάχυτη no future ατμόσφαιρα που έχει οδηγήσει σε κρίση ακόμα και τις ίδιες τις ιδέες της διάρκειας και της μελλοντικότητας. Η εκφραστικότητα της Γενιάς Ζ μοιάζει να έχει ενσωματώσει πλήρως την λογική του περιορισμένου κύκλου ζωής των ψηφιακών σημείων και συμβάντων, και γι’ αυτό δεν δυσκολεύεται καθόλου να αποχωριστεί όχι μόνο stories που θα χαθούν για πάντα, αλλά και ολόκληρα profiles, accounts και pages που αντιμετωπίζονται ως εμμενώς αναλώσιμα και φευγαλέα. Για έναν άνθρωπο, από την άλλη, που έχει διαμορφωθεί σε ένα προηγούμενο ψηφιακό παράδειγμα και νιώθει πως ο ψηφιακός εαυτός πρέπει να είναι απολύτως αρχειοθετημένος, η απώλεια ενός τακτοποιημένου προφίλ μπορεί να αποτελέσει έναν μικρό σημειολογικό (και συναισθηματικό) θάνατο.
Μέσα σε αυτό το ψηφιακό νταραβέρι, οι έννοιες της αυθεντικότητας και της μοναδικότητας (αμφότερες μοντερνιστικά βαρίδια που βαραίνουν την έκφραση και τη συνείδηση) χάνουν όλο και περισσότερη από την αξία τους. Η σημειολογική ανταλλαγή στην οποία συμμετέχει η online πρωτοπορία της Γενιάς Ζ αγκαλιάζει περισσότερο τις ιδέες της ειρωνικής απόλαυσης, της εμμένειας του χιούμορ, της διαρκούς παραπομπής σε εξωτερικά σημεία αναφοράς, της δήλωσης ταυτότητας μέσα από την επανάληψη μοτίβων (memes templates viral challenges κλπ) με ελαφριές παραλλαγές. Άλλωστε η ίδια η επανάληψη είναι μια μορφή διαφοράς και τα αντίγραφα αναπνέουν μέσα από την αναίδειά τους προς το πρωτότυπο. Περισσότερο από το χιμαιρικό κυνήγι ενός αυθεντικού και μοναδικού ψηφιακού εαυτού, η Gen Z εκφραστικότητα εκδηλώνεται μέσα από μια πολυμεσική (και ενίοτε αρκετά πειραματική) συμμετοχή σε κοινά επικοινωνιακά-σημειολογικά συμβάντα. Ίσως μοιάζει σαν αυτός ο εκφραστικός πειραματισμός να είναι κάτι που αφορά μόνο τη μορφή και όχι το περιεχόμενο.
Από την άλλη, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχει πραγματική διάκριση ανάμεσα σε περιεχόμενο και έκφραση. Η ίδια η έκφραση περιέχει μια ουσία -αντιληπτική, διαδραστική και συναισθηματική- που διαχέεται σε κάθε μορφή επικοινωνίας χωρίς να περιορίζεται στην γλωσσική. Ας πούμε, ο αυθόρμητος συνδυασμός εικόνας, φωνής, κειμένου και κίνησης (αλλά και πλούσιου subtext) που συναντούμε σε πολλά χειροποίητα viral videos του Tik Tok παραπέμπει σε μια αντίληψη της σύνθεσης και του μοντάζ πιο πολλαπλή και επικοινωνιακή από αυτές στις οποίες είμαστε συνηθισμένοι.
Η θέση πως η Γενιά Ζ (ή έστω μια μεγάλη δημιουργική μερίδα της) επιδεικνύει επικοινωνιακό πλούτο μέσα από την ψηφιακή της εκφραστικότητα, βρίσκεται σε αντίθεση με τους συχνούς ισχυρισμούς ότι πρόκειται για μια γενιά που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, εθισμένη στις οθόνες και οριακά λειτουργικά αναλφάβητη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, τα νεαρά άτομα περιορίζονται απλώς στην παθητική κατανάλωση εικόνων. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι μόνο ότι έτσι διαγράφεται η ενεργητική εικονο-παραγωγική δύναμη του ψηφιακού υποκειμένου ή ότι παραβλέπεται πως το ίδιο το βλέμμα αποτελεί μια ενεργητική πρακτική, αλλά ότι προϋποτίθεται μια σαφώς ιεραρχική διάκριση ανάμεσα στον λόγο και την εικόνα. Κατά το πολύ σύνηθες αυτό στερεότυπο, ειδικά μεταξύ των καλλιεργημένων κύκλων με υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, η εικόνα είναι πάντα κατώτερη από τον λόγο – κι η προτίμησή προς αυτήν θα πρέπει να συνοδεύεται από αίσθηση μικρο-ντροπής, ή έστω συνείδησης της φτώχειας της.
Ευτυχώς, ο Jacques Ranciere έχει δείξει πολύ αναλυτικά πως αυτή η αντίληψη είναι απότοκο μιας κυρίαρχης λογικής που εκλαμβάνει το οπτικό ως μοίρα του πλήθους και το λεκτικό ως προνόμιο ορισμένων. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, σημειώνει πως το ζήτημα δεν είναι να αντιπαραθέσουμε τις λέξεις στις εικόνες. Απεναντίας, οι λέξεις είναι ήδη εικόνες, δηλαδή μορφές κατανομής των στοιχείων της αναπαράστασης. Και μ’ αυτήν ακριβώς την έννοια είναι πολιτικές, αφού περιέχουν την δυνατότητα μιας ριζικά διαφορετικής αναπαράστασης. Αυτή η σκέψη είναι που μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να περάσουμε από μια ποιητική της ψηφιακής εικόνας σε μια πολιτική της ψηφιακής εικόνας.
Αναφέραμε και προηγουμένως πως η έρευνα θέτει μια σειρά από ερωτήματα γύρω από πολιτικά ζητήματα προς τα ερευνώμενα άτομα. Από την κλιματική αλλαγή μέχρι τη δίκη της Χρυσής Αυγής κι από την πανεπιστημιακή αστυνομία μέχρι την ισότητα των φύλων, το δείγμα των ερωτηθέντων μοιάζει να κλίνει αρκετά προς την πλευρά των σύγχρονων πολιτικών της ταυτότητας, της ορατότητας και της άρσης των διακρίσεων. Επιπλέον, δεδομένων και όλων των παραπάνω, δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός πως η Γενιά Ζ διάκειται εξαιρετικά φιλικά προς μορφές πολιτικής έκφρασης που είναι λίγο-πολύ εγγενείς στην ψηφιακή σφαίρα, όπως η υποστήριξη προς το κύμα του #MeToo (86.9% υπέρ) ή την καμπάνια #cancelefood (64.2% υπέρ).
Εκτός όμως από τις πολιτικές στάσεις σε επίπεδο ρητών απόψεων, έχει νόημα να δούμε και την πολιτική υποκειμενοποίηση της Γενιάς Ζ μέσα από το ίδιο το ψηφιακό πεδίο. Με έναν τρόπο δηλαδή που συνδέεται με τη νέα εικονική εκφραστικότητα και επικοινωνιακότητα την οποία προσπαθήσαμε μέχρι τώρα να σκιαγραφήσουμε στα πλαίσια αυτού του κειμένου.
Η διάνοιξη των δυνατοτήτων πολιτικής έκφρασης είναι αρκετά εμφανής για όσους παρακολουθούν στενά την παραγωγή εικόνων εκ μέρους νεαρών ατόμων στα social media: βλέπουμε μια απομάκρυνση από τον λογοκεντρισμό και την κυριολεξία για χάρη μιας στροφής προς τη σύνδεση με τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αλλά και μια συνειδητοποίηση της επιτελεστικότητας, της σωματικότητας και της θεατρικότητας της ίδιας της πολιτικής έκφρασης (κάτι που καθιστά βεβαίως τις πολιτικές του σώματος, του φύλου, της σεξουαλικότητας και της επιθυμίας ένα προνομιακό πεδίο για τα σύγχρονα υποκείμενα που κινούνται στον ψηφιακό χώρο). Θα ήταν λάθος όμως να υποθέσουμε ότι η ψηφιακή πολιτική εκφραστικότητα της Γενιάς Ζ περιορίζεται στενά σε θέματα σαν αυτά.
Ας πούμε, είχε μεγάλο ενδιαφέρον το πρόσφατο trend του ελληνικού Tik Tok κατά το οποίο πολλά νεαρά άτομα μοιράστηκαν και εξέθεσαν σε μορφή viral ειρωνικών/χιουμοριστικών βίντεο τις εμπειρίες τους από τις συνθήκες στις οποίες καλούνται να εργαστούν για την καλοκαιρινή σεζόν στα ελληνικά νησιά. Αν σκεφτούμε αυτό το trend σε συνάρτηση με τη διεθνή post-covid τάση νεανικής άρνησης της εργασίας (ή έστω κρίση θετικής επένδυσης στην εργασία) που έχει κωδικοποιηθεί ως Great Resignation ή Big Walk-Out, τότε θα δούμε πως η ψηφιακή εικονοποιία μπορεί όχι μόνο να φέρει στην επιφάνεια μοριακές πολιτικές διεργασίες του κοινωνικού, αλλά και να τους δώσει νέες, αναζωογονητικές, δημιουργικές και ριζοσπαστικές μορφές έκφρασης.
Βέβαια, η διάνοιξη του πεδίου των δυνατοτήτων δεν θα έπρεπε να μας κάνει αφελώς υπερ-αισιόδοξους. Η έννοια της “μηχανικής υποδούλωσης” που χρησιμοποιήσαμε και προηγουμένως μας βοηθάει να σκεφτούμε παραγωγικά, μέσα από τις αντιθέσεις της πραγματικής κατάστασης. Καθώς το ψηφιακό πεδίο είναι το ίδιο περιφραγμένο από το tech κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του, οι ριζοσπαστικές κοινωνικές πρακτικές εντός του τείνουν να απορροφούνται από τον ίδιο τον καπιταλισμό των πλατφορμών ως τεχνολογικό και επιθυμητικό καλιμπράρισμα των ίδιων των ψηφιακών μηχανών. Με άλλα λόγια, μέσα από τη λειτουργική ενσωμάτωση αυτής της ψηφιακής εκφραστικότητας, οι ίδιες οι πλατφόρμες γίνονται ακόμα πιο ακαταμάχητες και περιζήτητες ως προϊόν και ως υποδομή.
Ως γνωστόν, το πεδίο ποτέ δεν είναι ουδέτερο. Αποτελεί και το ίδιο ένα πεδίο αντιθέσεων, απλά σε βαθύτερο επίπεδο, κάτω από το έδαφος – κι άρα η ιδιαίτερη συγκρουσιακότητά του οφείλει να εξορυχθεί, για να επιστρατεύσουμε μια γεωλογική εικόνα. Μ’ αυτήν την έννοια, η ριζοσπαστική πολιτική δυναμική της εικόνας μοιάζει με μια ζωντανή παραγωγική δύναμη που ασφυκτιά μέσα στις παραγωγικές σχέσεις του υφιστάμενου πλέγματος τεχνολογιών, υποδομών και εξουσιών. Απολέστε κάθε ελπίδα όσοι εισέρχεστε στην κόλαση των εικόνων, έγραφε o Paul Virilio, απηχώντας την διάσημη δαντική επιγραφή. Καμία ελπίδα, πράγματι, αλλά πολλές δυνατότητες.