Το project “Unmute Democracy” πραγματοποιείται σε συνεργασία με το VouliWatch και διερευνά τις στάσεις των πολιτών απέναντι στη λειτουργία της δημοκρατίας στην Ελλάδα σήμερα, καταγράφοντας τόσο τις αντιλήψεις για τις κύριες απειλές όσο και τις αξιολογήσεις τους για πιθανά θεσμικά αντίβαρα και μορφές πολιτικής συμμετοχής που θα βελτιώσουν την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος και θα ενισχύσουν τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.
Η έρευνα βασίζεται σε ερωτηματολόγιο κοινής γνώμης που διερευνά: α) την αξιολόγηση της λειτουργίας της δημοκρατίας, β) τις απειλές που αντιμετωπίζει η δημοκρατία, γ) τις παθογένειες των πολιτικών κομμάτων, δ) τις στάσεις απέναντι σε εκλογικά συστήματα και μορφές διακυβέρνησης, ε) την προθυμία των πολιτών για πολιτική συμμετοχή σε διαφορετικά επίπεδα, στ) την υποστήριξη ή αντίθεση σε θεσμικές παρεμβάσεις που αφορούν τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τον έλεγχο της εξουσίας.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2025 και εστιάζει στη μελέτη της ποιότητας της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Συντονιστής του Project είναι ο Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Αντώνης Γαλανόπουλος (a.galanopoulos@eteron.org)

Εισαγωγή
Το Eteron-Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή πραγματοποίησε την άνοιξη του 2025 τη μεγάλη έρευνα “Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων” για την αποτύπωση των ιδεολογικών στάσεων και πολιτικών αντιλήψεων των ψηφοφόρων. Παρότι η έρευνα αυτή αποτελεί έναν τρόπο μελέτης των κομμάτων μέσα από τα μάτια των ψηφοφόρων τους, μια δηλαδή από τα κάτω προσέγγιση των κομμάτων, τα ευρήματα της έρευνας έδωσαν μια αποκαλυπτική εικόνα για τις στάσεις των πολιτών απέναντι στη δημοκρατία, τους θεσμούς και ο,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε στον καθημερινό λόγο “πολιτικό σύστημα”.
Υπενθυμίζω εδώ ότι αν και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων αναγνωρίζει πως, παρά τις όποιες αδυναμίες της, δεν υπάρχει καλύτερο πολίτευμα από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τo 74,3% των πολιτών δήλωσε δυσαρεστημένο/μάλλον δυσαρεστημένο με τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα σήμερα. Ακολούθως, καταγράφηκε χαμηλή εμπιστοσύνη στους 8 υπό εξέταση θεσμούς1 και μάλιστα μειωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2023. Την προτελευταία θέση στον δείκτη εμπιστοσύνης των πολιτών κατείχαν τα πολιτικά κόμματα με το ποσοστό εμπιστοσύνης να φτάνει μόλις το 13,6%2.
Η νέα έρευνα “Unmute Democracy” (σε δείγμα 1.876 πολιτών) πραγματοποιείται σε συνεργασία με τον οργανισμό Vouli Watch και εστιάζει σε όψεις αυτού που παραπάνω αποκαλέσαμε “λειτουργία της δημοκρατίας”, δηλαδή στις αντιλήψεις των πολιτών για το νόημα και την ποιότητα της δημοκρατίας από τη μια και για το πολιτικό σύστημα εν γένει από την άλλη. Η φιλελεύθερη αντιπροσωπευτική δημοκρατία παρουσιάζει εγγενείς εντάσεις, που έχουν περιγραφεί ως “δημοκρατικό παράδοξο” (Mouffe, 2008). Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως φιλελεύθερη δημοκρατία είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο παραδόσεων, της δημοκρατικής και της φιλελεύθερης. Η συνάρθρωση αυτών των δυο παραδόσεων, όμως, ήταν ενδεχομενική και όχι αναγκαστική.
Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι η σύγχρονη δημοκρατία υφίσταται μεταλλάξεις που μπορούν να την οδηγήσουν προς ελιτίστικες, με τον περιορισμό συμμετοχής του λαϊκού παράγοντα, ή προς αντιδραστικές μορφές (Mondon & Winter, 2020), με την επικράτηση του αποκλεισμού έναντι της συμπερίληψης. Η ποιότητα της δημοκρατίας τόσο διεθνώς όσο στη χώρα μας επηρεάζεται, επίσης, από τις ανισομέρειες ισχύος και πολιτικής επιρροής που προκαλούν οι συνεχώς διευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες, ο περιορισμός της πολυφωνίας στα κυρίαρχα ΜΜΕ, τα φαινόμενα διαφθοράς και η διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας που οδηγεί σε μια ολιγαρχικοποίηση της πολιτικής διεθνώς. Στην τρέχουσα συγκυρία, η σκιά της τραγωδίας των Τεμπών έχει προκαλέσει ερωτήματα για τη λειτουργία των θεσμών, το κράτος δικαίου και έχει οδηγήσει σε μια κατάρρευση της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα κόμματα, την κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη. Στο επίκεντρο τίθεται αναγκαστικά και η ίδια η λειτουργία των κομμάτων που αποτελούν πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτήν την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο θεσμικό οικοδόμημα, την απογοήτευση των πολιτών από τη λειτουργία της δημοκρατίας αλλά και την ευρύτερη συζήτηση για τις μεταλλάξεις της δημοκρατίας στην εποχή μας, το project αυτό επιδιώκει να εντοπίσει τις βασικές δημοκρατικές προκλήσεις της εποχής μας, τις απειλές που παρουσιάζονται για το μέλλον της δημοκρατίας αλλά και πιθανές προοπτικές ανανέωσης του πολιτικού συστήματος που θα εξασφάλιζαν μια πιο δημοκρατική εκδοχή του που θα ικανοποιούσε περισσότερο τους πολίτες. Για τον σκοπό αυτόν εξετάζονται πιθανές παρεμβάσεις που συζητούνται συχνά στη δημόσια σφαίρα ως δυνητικοί τρόποι ώστε να καταστεί η δημοκρατία μας πιο λειτουργική, πιο αντιπροσωπευτική και εν τέλει πιο δημοκρατική.
Απογοήτευση και απειλές για το μέλλον της δημοκρατίας
Γνωρίζουμε ότι η απογοήτευση από τη λειτουργία της δημοκρατίας αγγίζει ευρείες μερίδες της κοινωνίας -σχεδόν τα τρία τέταρτα αυτής, όπως είδαμε παραπάνω. Σε τι βαθμό όμως συμβαίνει αυτό; Από τα στοιχεία της παρούσας έρευνας προκύπτει ότι αντίστοιχα υψηλός είναι και ο βαθμός της απογοήτευσης. Η λειτουργία της δημοκρατίας αξιολογείται από τους πολίτες με βαθμό κάτω από τη βάση, με τον μέσο όρο να βρίσκεται στο 3,85/10. Το 19% αξιολογεί τη λειτουργία της δημοκρατίας με 0, εκδηλώνοντας μια απόλυτη δυσαρέσκεια. Το στρώμα της κοινωνίας που δηλώνει απόλυτη δυσαρέσκεια είναι έξι φορές μεγαλύτερο από εκείνο που δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση, καθώς μόλις το 3,1% αξιολογεί τη λειτουργία της δημοκρατίας με ένα καθαρό 10. Ακριβώς στη “βάση”, δηλαδή με βαθμό αξιολόγησης το 5, τοποθετείται ένας στους δέκα (10,4%). Στο αρνητικό φάσμα, δηλαδή κάτω από τη “βάση” του 5, τοποθετείται το 57,4% των πολιτών, και στο θετικό φάσμα το 31,6% των πολιτών.
Η χαμηλότερη αξιολόγηση της λειτουργίας της δημοκρατίας εντοπίζεται στις νεανικές ηλικίες 17-34 ετών, με μόλις 3,23/10 και ανεβαίνει ελαφρώς στις άλλες ηλικιακές κατηγορίες, με μέγιστο βαθμό το 4,18 στους 55+ ετών. Το εύρημα αυτό είναι απολύτες συνεπές με ο,τι είχαμε εντοπίσει στην ανάλυση για τη νεολαία στο πλαίσιο της “Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων”: “τα υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας εντοπίζονται στις δυο νεότερες ηλικιακές κατηγορίες και μάλιστα με σχεδόν ίδια ποσοστά, 87,2% για τους νέους και τις νέες 17-24 ετών και 87,1% για τους 25-34 ετών”. Η αξιολόγηση είναι ελαφρώς καλύτερη μεταξύ των κατοίκων της Αττικής (4,01) σε σχέση με όσους και όσες κατοικούν στην περιφέρεια της χώρας (3,70) και ελαφρώς πιο θετική σε όσους έχουν αποφοιτήσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (4,02). Σε κάθε περίπτωση δεν παρατηρούνται εντυπωσιακές αποκλίσεις από τον μέσο όρο του γενικού πληθυσμού σε σχέση με τον βαθμό ικανοποίησης από τη λειτουργία της δημοκρατίας. Αντιθέτως, υπάρχει μια σταθερά χαμηλή αξιολόγηση (λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το 4) μεταξύ όλων των κατηγοριών που εξετάζονται, γεγονός που υποδεικνύει μια ευρεία δυσαρέσκεια που διαπερνά κοινωνικές κατηγορίες.
Ακολούθως, στόχος της έρευνας ήταν να εξετάσει το τι αντιλαμβάνονται οι πολίτες ως απειλή για τη λειτουργία της δημοκρατίας, σε μια προσπάθεια να εξηγηθεί αυτή η χαμηλή ικανοποίηση που καταγράφεται. Μεταξύ των επιλογών3, οι οποίες εκπροσωπούσαν διαφορετικές πολιτικές στάσεις, ξεχώρισε αισθητά ένα ζευγάρι απειλών, στενά συνδεδεμένων. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να ισχυριστούμε οτι υπάρχει μια σαφής εξήγηση πίσω από τη δυσαρέσκεια των πολιτών από τη λειτουργία της δημοκρατίας. Το ζευγάρι αυτό είναι η διαφθορά του πολιτικού συστήματος (59,4%) και η έλλειψη δικαιοσύνης και η ατιμωρησία (57,6%). Οι δυο αυτές απαντήσεις συγκεντρώνουν ποσοστά άνω του 50% (53,1%-65,5%) σε όλες τις κατηγορίες της έρευνας (ηλικία, τόπο κατοικίας, εκπαίδευση). Η διαφθορά του πολιτικού συστήματος και η ατιμωρησία επηρεάζουν καθοριστικά το πως αντιλαμβάνονται οι πολίτες την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα. Αντίστοιχα, προκύπτει ένα ξεκάθαρο αίτημα λογοδοσίας και δικαιοσύνης που είναι εμφανές και σε άλλα ερωτήματα, όπως θα δούμε παρακάτω, και βρίσκεται σε αρμονία με το διάχυτο κοινωνικό αίτημα της δικαιοσύνης που καταγράφεται σε πλήθος κινητοποιήσεων και δράσεων γύρω από το δυστύχημα των Τεμπών εδώ και μήνες. Η διαφθορά γίνεται περισσότερο αντιληπτή ως μείζονα απειλή από τη νεολαία (65,5% των νέων 17-34 ετών) και θα πρέπει να αναρωτηθούμε εδώ τι σημαίνει αυτό όταν εξετάζουμε τη συμμετοχή των νέων στην πολιτική. Πως και πόσο να συμμετέχουν σε κάτι που θεωρούν έντονα διεφθαρμένο;
Ως τρίτη σημαντικότερη απειλή καταγράφεται ο πολιτικός και οικονομικός έλεγχος των ΜΜΕ (32,3%), τεκμηριώνοντας για άλλη μια φορά ότι η χαμηλή ποιότητα της ενημέρωσης επηρεάζει την ποιότητα της ίδιας της δημοκρατίας4. Από τις συνολικά 13 επιλογές, μόνο μια ακόμα ξεπερνά το 20% και αυτή είναι οι οικονομικές ανισότητες που ενισχύουν τη δύναμη των ελιτ. Ο Κόλιν Κράουτς, εισηγητής της έννοιας της μεταδημοκρατίας, έχει τονίσει ότι οι μεγάλες ανισότητες που διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα στα επιχειρηματικά συμφέροντα και σχεδόν όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες είναι η βασική αιτία της παρακμής της δημοκρατίας. Η άνιση δύναμη του πλούτου μεταφράζεται σε άνιση πολιτική ισχύ και επιρροή στην πολιτική εξουσία. Και αυτό συνδέεται τόσο με τις ανισότητες όσο και με τον οικονομικό έλεγχο των ΜΜΕ. Και τα δυο συνδέονται με την άνιση επιρροή συμφερόντων στην πολιτική, η οποία με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε κλειστή υπόθεση για λίγους. Οι ανισότητες υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, “χωρίς την οποία αποσταθεροποιείται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία” (Δημητρίου, 2025, σ. 26). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως και πάλι οι νέοι και οι νέες 17-34 ετών δίνουν μεγαλύτερη σημασία στο ζήτημα των ανισοτήτων (30,2%) έναντι τόσο του γενικού πληθυσμού (24,4%) όσο και των μεγαλύτερων ηλικιών (25,4% στους 35-54 ετών και 20,8% στους άνω των 55 ετών). Στον αντίποδα, ζητήματα που συζητούνται συχνά στα ΜΜΕ, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή χειραγώγηση, οι ξένες παρεμβάσεις στην εγχώρια πολιτική ή τις εκλογικές διαδικασίες δεν φαίνεται να αξιολογούνται ως σημαντικές απειλές, μένοντας σε μονοψήφια ποσοστά.
Το επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να διαφοροποιεί εδώ αρκετά τα επιμέρους αποτελέσματα. Σε πέντε από τις πιθανές απαντήσεις παρατηρείται μια διαφορά μεγαλύτερη των πέντε μονάδων (>5%). Στις τέσσερις από αυτές η διαφορά είναι υπέρ των πολιτών με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτοί εκτιμούν ως πιο σοβαρές απειλές έναντι των υπολοίπων πολιτών την άνοδο των ακροδεξιών ιδεολογιών και των αυταρχικών τάσεων, τον λαϊκισμό, τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο των ΜΜΕ και την υπονόμευση ή την αναποτελεσματικότητα των ανεξάρτητων θεσμών ελέγχου. Η διαφορά στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις μπορεί να ιδωθεί ως ένδειξη της σχέσης που έχουν οικοδομήσει αυτοί οι πολίτες με τη γνώση, την ενημέρωση και τον ορθολογισμό αλλά και πιθανώς μια μεγαλύτερη ταύτιση με φιλελεύθερες αρχές. Η μόνη περίπτωση όπου η διαφορά κλίνει προς την πλευρά όσων έχουν αποφοιτήσει έως και από τη δευτεροβάθμια είναι η απειλή που συνιστούν οι προκλήσεις της κοινωνικής συνοχής από τις λεγόμενες μεταναστευτικές ροές.
Οι στόχοι των παρεμβάσεων 5 που θα ήθελαν να δουν οι πολίτες για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημοκρατίας είναι σε αντιστοιχία με τη διάγνωση των απειλών. Το πρώτο που ζητούν οι πολίτες είναι ο περιορισμός της επιρροής των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων (55,7%). Ακολουθεί η διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών (40,6%) και τρίτη επιλογή έρχεται η ενίσχυση των μορφών άμεσης δημοκρατίας (33,5%), θέση που σχετίζεται αρκετά με την εκπροσώπηση των απόψεων των πολιτών 6. Η πιο εντυπωσιακή διαφοροποίηση μεταξύ των δημογραφικών κατηγοριών του δείγματος εντοπίζεται στο ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών. Το αίτημα της διασφάλισης της διάκρισης των εξουσιών φαίνεται να συνδέεται περισσότερο με τους κατοίκους των αστικών κέντρων (43,6% στους κατοίκους της Αττικής έναντι 37,8% στους υπόλοιπους) και ακόμα περισσότερο με τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (47,2% έναντι 28,8% στους υπόλοιπους). Αν αυτή είναι μια απάντηση που σχετίζεται περισσότερο με τη φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε μπορούμε να δούμε με ενδιαφέρον ότι η μόνη απάντηση που φαίνεται να επιλέγουν περισσότερο οι κάτοικοι της περιφέρειας (37,2% έναντι 29,6%) και οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας (37,4% έναντι 31,5%) είναι η ενίσχυση μορφών άμεσης δημοκρατίας. Αναδύεται, έτσι, μια πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση που χρήζει περαιτέρω μελέτης.
Κατόπιν εξετάσαμε ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα 7 που εντοπίζουν οι πολίτες στα κόμματα. Οι δύο επικρατέστερες απαντήσεις αποτελούν με έναν τρόπο αντανάκλαση των δημοφιλέστερων απαντήσεων σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζει η δημοκρατία. Το πρώτο πρόβλημα που εντόπισαν οι πολίτες είναι η έλλειψη ικανών και έντιμων στελεχών (40,2%) στα σημερινά κόμματα -απάντηση που συνδέεται εν μέρει με το ζήτημα της διαφθοράς, και το δεύτερο πρόβλημα η εξάρτηση των κομμάτων από τα οικονομικά συμφέροντα (30,6%) -απάντηση που συνδέεται με τον έλεγχο των ΜΜΕ και τις ανισότητες που είδαμε παραπάνω. Φαίνεται σαν τα κόμματα και η δημοκρατία να αντιμετωπίζουν ίδιας τάξης προβλήματα. Και αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο, δεδομένου ότι τα κόμματα εκ του θεσμικού τους ρόλου αποτελούν τον πυλώνα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος. Η δικιά τους εξάρτηση από οικονομικά συμφέροντα, όπως την αντιλαμβάνονται οι πολίτες, αποτελεί έκφραση της απειλής που συνιστούν οι ανισότητες για τη δημοκρατία μας. Η αντίληψη μιας διαδεδομένης διαφθοράς που απειλεί την ορθή λειτουργία της δημοκρατίας μετατρέπεται σε αίτημα για έντιμα στελέχη.
Σε δύο περιπτώσεις καταγράφεται διαφορά μεγαλύτερη των 5 μονάδων: α) η έλλειψη ικανών και έντιμων στελεχών φαίνεται να είναι πιο σημαντικό πρόβλημα για τις γυναίκες (42,9% έναντι 37,3% για τους άνδρες, +5,6%) και β) η εξάρτηση από οικονομικά συμφέροντα είναι πιο σημαντικό πρόβλημα για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (32,6% έναντι 27,2%, +5,4%).
Η πρόκληση της αντιπροσώπευσης
Πέρα από την κρίση εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και τη δυσαρέσκεια από τη λειτουργία της δημοκρατίας, τόσο ο δημόσιος διάλογος όσο και τα ευρήματα της πρόσφατης “Ακτινογραφίας των Ψηφοφόρων” θέτουν στο επίκεντρο την κρίση αντιπροσώπευσης, καθώς μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αισθάνεται ότι δεν εκπροσωπείται από τα κόμματα, αλλά και το πολιτικό σύστημα εν γένει. Τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της κρίσης σήμερα είναι η συνεχώς αυξανόμενη αποχή στις εκλογικές διαδικασίες των τελευταίων ετών και ο κατακερματισμός του κομματικού τοπίου, με την ανάδυση νέων κομμάτων τόσο ως σύμπτωμα της απούσας αντιπροσώπευσης όσο και ως ενδεχόμενη -αν και πιθανώς στρεβλή- απόπειρα εκπροσώπησης ολοένα και πιο κλειστών και περιορισμένων μερικοτήτων [particularities].
Η ταύτιση με ένα κόμμα είναι αποτέλεσμα ενός δεσμού εκπροσώπησης και εμπιστοσύνης. Για να οικοδομηθεί αυτός ο δεσμός, τα κόμματα πρέπει σε κάθε συγκυρία να βρίσκουν το πολιτικό λεξιλόγιο και τις πρακτικές επικοινωνίας που απαιτούνται για να εκφράσουν τις ανησυχίες, τα βιώματα και τα αιτήματα των πολιτών αλλά και για να συνομιλήσουν με τις κοινωνικές ομάδες που επιθυμούν να εκπροσωπούν. Χρειάζεται βούληση και ικανότητα.
Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας δείχνουν ότι, εκτός από την εμπιστοσύνη που έχει διαρραγεί, έχει επίσης σπάσει η επικοινωνία κοινωνίας και κομμάτων. Το 53,6% των ερωτώμενων δηλώνει ότι τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν γνωρίζουν τις απόψεις των πολιτών για τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Όταν η ερώτηση διαφοροποιείται ελαφρώς και αναζητούμε αν οι ερωτώμενοι πιστεύουν πως τα κόμματα ενδιαφέρονται να μάθουν τις απόψεις των πολιτών, τότε η απάντηση είναι συντριπτικά αρνητική. Το 80,5% μάλλον διαφωνεί και διαφωνεί με τη θέση ότι τα κόμματα ενδιαφέρονται να μάθουν τι πιστεύουν οι πολίτες για σημαντικά πολιτικά ζητήματα. Μάλιστα ένας στους δυο (49,9%) εκφράζει πλήρη διαφωνία ενώ στον αντίποδα μόνο το 3,9% δηλώνει πλήρη συμφωνία.
Θα σταθούμε εδώ στα αναλυτικά στοιχεία που αφορούν τη δεύτερη ερώτηση, αυτή σχετικά με το ενδιαφέρον ή την πρόθεση των κομμάτων να μάθουν τις απόψεις των πολιτών. Στο γενικό δείγμα μόις το 18,3% εκτιμά ότι υπάρχει αυτό το ενδιαφέρον. Παρότι δεν πρόκειται για σημαντική διαφοροποίηση, οι άνδρες (21%), οι κάτοικοι της Αττικής, του μεγάλου αστικού κέντρου της χώρας (20,7%) και οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,6%) τείνουν να εντοπίζουν αυτό το ενδιαφέρον λίγο περισσότερο από ο,τι οι υπόλοιπες ομάδες. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι και πάλι η άποψη της νεολαίας, όπου το ποσοστό πέφτει αισθητά στο 11,7%, δημιουργώντας μια διαφορά περίπου 10 μονάδων από τους ερωτώμενους ηλικίας 55+ ετών. Οι νέοι και οι νέες, λοιπόν, νιώθουν ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους οτι τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται να μάθουν τι πιστεύουν για τα πολιτικά ζητήματα και τι τους απασχολεί.
Η μπλοκαρισμένη αυτή επικοινωνία υποδεικνύει οτι το κομματικό σύστημα χρειάζεται ανατροφοδότηση: εισροή πληροφορίας σε ένα κλειστό σύστημα. Η συνηθέστερη επιλογή που συναντάμε στον δημόσιο διάλογο είναι οι “ειδικοί”. Και πράγματι, οι πολίτες σε ποσοστό 61,7% εκτιμουν οτι η ποιότητα της δημοκρατίας θα βελτιωθεί αν τα κόμματα και οι πολιτικοί ακούν περισσότερο τις απόψεις των ειδικών. Δεν είναι παράδοξο, όμως, πως ακόμα περισσότερο οι ερωτώμενοι εκτιμούν πως η δημοκρατία θα βελτιωθεί αν τα κομματα ακούν τις απόψεις των πολιτών. Η θέση αυτή γνωρίζει σχεδόν καθολική αποδοχή (90,1%), με ένα μονοψήφιο ποσοστό διαφωνίας (7,2%)8. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε αυτές τις δύο θέσεις δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφορετικών δημογραφικών ομάδων του δείγματος. Αν και εδώ θα υπήρχε η υπόθεση ότι θα εντοπίσουμε μια σημαντική διαφορά με κριτήριο το επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτή η διαφορά υπάρχει πράγματι αλλά είναι αρκετά περιορισμένη (+3,1% στη θέση για τους ειδικούς και τεχνοκράτες από τους αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και +4,9% για τη θέση για την άποψη των πολιτών από τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας).
Ο Peter Mair ανέδειξε την κρίση εκπροσώπησης των Δυτικών δημοκρατιών και την αν-ικανότητα των κομμάτων να εκπροσωπούν την κοινωνία. “Κυβερνώντας το κενό” αποκάλεσε την πρόκληση που περιέγραφε με την αποτυχία των κομμάτων να επιτελέσουν το καθήκον της αντιπροσώπευσης και τη διεύρυνση του αποκαλούμενου δημοκρατικού ελλείμματος (Mair, 2020). Εδώ θα σταθούμε σε μια άλλη ανάλυση του Mair (2009) όπου πραγματεύεται τη σχέση της αντιπροσωπευτικής και της υπεύθυνης διακυβέρνησης. Ξεκινώντας να εξηγήσει το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ αντιπροσώπευσης/ανταπόκρισης και υπευθυνότητας και τη φθίνουσα ικανότητα των κομμάτων να γεφυρώσουν ή να διαχειριστούν αυτό το χάσμα, ισχυρίζεται οτι οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν πλέον όλο και μεγαλύτερες δυσκολίες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων, επειδή τους είναι όλο και πιο δύσκολο να αντιληφθούν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Αυτή η δυσκολία ή απροθυμία αποτυπώθηκε καθαρά στα δύο ερωτήματα που εξετάσαμε παραπάνω. Η εξήγηση που δίνει ο Mair είναι ότι τα κόμματα έχουν αποσυρθεί από την κοινωνία των πολιτών [civil society] και έχουν πια μικρότερη και λιγότερο αντιπροσωπευτική βάση μελών (Mair, 2009, σ. 13). Το πρόβλημα όμως δεν σταματά εδώ καθώς αυξάνονται, λέει ο Mair (2009, σ. 14), οι αρχές και οι περιορισμοί που υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις να συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο όνομα της υπευθυνότητας. Έτσι, αν και γενικά θεωρείται επιθυμητό τα κόμματα στην κυβέρνηση να είναι τόσο αντιπροσωπευτικά όσο και υπεύθυνα, αυτά τα δύο χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης γίνονται πλέον όλο και πιο ασυμβίβαστα (Mair, 2009, σ. 15). Και αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως αυτές οι αρχές και οι περιορισμοί βρίσκονται εκτός πολιτικού -και λαϊκού- ελέγχου, δημιουργεί νέες εντάσεις μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων.
Αυτό το χάσμα μεταξύ αυτού που οι πολίτες θα ήθελαν να κάνουν οι κυβερνήσεις και μεταξύ αυτού που οι κυβερνήσεις -αναγκάζονται να- κάνουν εξηγεί, κατά τον Mair (2009, σ. 17), την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια που χαρακτηρίζει σήμερα τη δημοκρατία. Η υπόθεση, λοιπόν ήταν πως αυτό το χάσμα εμφανίζεται έντονα και στην Ελλάδα και πως αρκετά “κυβερνητικά” κόμματα θυσιάζουν συχνά τη λειτουργία της αντιπροσώπευσης μπροστά στην επίκληση της υπευθυνότητας. Έτσι θέσαμε έμμεσα αυτό το δίλημμα στους πολίτες, επιχειρώντας να περιγράψουμε δυο στάσεις που να εκφράζουν τις αρχές της αντιπροσώπευσης/ανταπόκρισης από τη μια και της υπευθυνότητας από την άλλη. Οι συμμετέχοντες/συμμετέχουσες στην έρευνα το αναγνώρισαν και η πλειοψηφία (55,5%) τοποθετήθηκε στην πλευρά της αντιπροσώπευσης/ανταπόκρισης, επιλέγοντας ως προτιμότερη τη θέση ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να υλοποιούν το πρόγραμμα και τις πολιτικές επιλογές που εξέφρασαν οι πολίτες στις εκλογές, σεβόμενες απόλυτα τη λαϊκή εντολή. Αντίθετα, στη λογική της υπευθυνότητας τοποθετήθηκε το 39,3% εκτιμώντας πως οι κυβερνήσεις πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις που θεωρούν ότι εξυπηρετούν καλύτερα το συμφέρον της χώρας, ακόμα και κόντρα στο πρόγραμμα με το οποίο έλαβαν τη λαϊκή εντολή.

Δεν παρατηρούμε ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων ηλικιακών κατηγοριών αλλά στις άλλες δημογραφικές κατηγορίες συναντούμε ενδιαφέρουσες αποκλίσεις. Υπέρ της λογικής της υπευθυνότητας τάχθηκαν περισσότερο οι άνδρες (43,3% έναντι 35,5%), οι κάτοικοι της Αττικής (41,3% έναντι 37,4%) και οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (41,7% έναντι 35%), αν και σε καμία κατηγορία αυτή η στάση δεν έγινε πλειοψηφική. Αν και όπως ειπώθηκε ήδη, δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των ηλικιακών ομάδων, αξίζει να αναφέρουμε ότι με βάση στοιχεία άλλων ερωτημάτων οι νέοι και οι νέες 17-34 ετών φαίνεται να έχουν ένα παραπάνω ενδιαφέρον για το ζήτημα της αντιπροσώπευσης συνολικά. Για παράδειγμα, η αδυναμία εκπροσώπησης της κοινωνίας (29,6%) θεωρήθηκε από αυτήν την ομάδα εξίσου μεγάλο πρόβλημα των κομμάτων με την εξάρτησή τους από οικονομικά συμφέροντα (30,6%), και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα (+5,1% από τον μέσο όρο του δείγματος). Επιπλέον, στη γενική ερώτηση για τον στόχο των παρεμβάσεων που απαιτούνται, οι νέοι και οι νέες επέλεξαν σε μεγαλύτερο ποσοστό (18,5% έναντι 10,9% που ήταν ο μέσος όρος του δείγματος) την επιλογή για περισσότερη αντιπροσωπευτικότητα του πολιτικού συστήματος.
Έχοντας έναν αριθμό στοιχείων που αποδεικνύουν ότι οι πολίτες προβληματίζονται με την εκπροσώπησή τους και ευνοούν τις αρχές της αντιπροσώπευσης, επιχειρήσαμε να δούμε αν αυτή η θέση επηρεάζει την αντίληψή τους για το εκλογικό σύστημα με την επιλογή να είναι μεταξύ της απλής αναλογικής για την καλύτερη εκπροσώπηση και της ενισχυμένης αναλογικής για τη διασφάλιση της κυβερνησιμότητας. Σε αυτήν την ερώτηση είχαμε το υψηλότερο ποσοστό απαντήσεων που επέλεξαν το “δεν γνωρίζω/δεν απαντώ” (17,7%), και αυτό δείχνει τη δυσκολία του διλήμματος. Σε κάθε περίπτωση, η πλειοψηφία (50,9%) επιλέγει την απλή αναλογική, επιμένοντας στην αξία της αντιπροσώπευσης. Η μικρότερη στήριξη της απλής αναλογικής καταγράφεται μεταξύ των πολιτών ηλικίας άνω των 55 ετών (47,8%) και αντίστοιχα η μεγαλύτερη στους νέους και στις νέες 17-34 ετών (57,5%).
Η εικόνα αυτή δείχνει ότι το ζήτημα της απλής αναλογικής δεν μπορεί να θεωρείται ληξαν για το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Παραμένει ένα ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί συγκροτημένα, μακριά από πιθανή εκλογική εργαλειοποίηση, με τη συμμετοχή των κομμάτων και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

Όλη η σειρά των ερωτημάτων που εξετάσαμε σε αυτήν την ενότητα τεκμηριώνεί ξανά μια ανοικτή κρίση αντιπροσώπευσης και ένα αίτημα να αποκτήσουν οι πολίτες φωνή, η οποία θα ακούγεται, και εκπροσώπηση στο πολιτικό σύστημα και στο κοινοβούλιο. Η θεραπεία αυτού του ζητήματος αποτελεί προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή, τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά, και εν τέλει θεμέλιο για ένα υγιές και ζωντανό πολιτικό σύστημα.
Είναι κοινός τόπος πως το Ελληνικό πολιτικό σύστημα χρειάζεται αλλαγές για να κερδίσει εκ νέου την εμπιστοσύνη των πολιτών. Στην έρευνα επιχειρήσαμε να εξερευνήσουμε την κατεύθυνση που επιθυμούν οι πολίτες να λάβουν αυτές οι αλλαγές.
Έχοντας εντοπίσει μια τάση για ενσωμάτωση μορφών άμεσης συμμετοχής των πολιτών, στο πνεύμα της άμεσης δημοκρατίας9, θα ξεκινήσουμε την παρουσίαση από ορισμένες τέτοιες ιδέες που εξετάστηκαν. Όπως ήταν αναμενόμενο η θέση υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων συναντά ευρύτατη αποδοχή (80,6%). Η στήριξη των δημοψηφισμάτων δεν πέφτει κάτω από το 77% σε καμία υπό εξέταση δημογραφική κατηγορία ενώ καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό της μεταξύ των νέων 17-34 ετών (87%). Επίσης, επαναλαμβάνεται ξανά το μοτίβο που έχουμε δει αρκετές φορές έως τώρα σύμφωνα με το οποίο οι κάτοικοι της Αττικής, ως αστικό κέντρο, και οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας παίρνουν μια πιο “φιλελεύθερη” θέση. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζουν μια πιο συγκρατημένη στήριξη υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Επιπλέον, οι πολίτες τοποθετούνται θετικά απέναντι στη διεξαγωγή τόσο εθνικών όσο και τοπικών δημοψηφισμάτων (62,1%). Η απόρριψη κάθε είδους δημοψηφίσματος εδώ μειώνεται στο 9,5%, από το 16,3% που τοποθετήθηκε κατά της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για σημαντικά ζητήματα που αφορούν τη χώρα. Ενδεχομένως ένα μέρος της διαφοράς να κινήθηκε προς την επιλογή διεξαγωγής μόνο τοπικών και όχι εθνικών δημοψηφισμάτων, θέση που βρήκε στήριξη στο 11,1% του δείγματος.
Στην πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος που έλαβε χώρα το 2019, εισήχθη στο Σύνταγμά μας για πρώτη φορά ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 73 “με υπογραφή πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο προτάσεις νόμων στη Βουλή”. Η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία μπορεί να ιδωθεί ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας που ενισχύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγματος. Οι πολίτες συμφωνούν και κατά πλειοψηφία (50,5%) εκτιμούν πως ο θεσμός αυτός θα ενισχύσει την ποιότητα της δημοκρατίας. Ένα σημαντικό ποσοστό (24,4%), όμως, εκτιμά ότι η διάταξη αυτή είναι πρακτικά ανεφάρμοστη. Αρνητικά απέναντί της στέκεται ένα περιορισμένο μόνο ποσοστό (17,7%) που αναγνωρίζει περισσότερους κινδύνους παρά θετικά στοιχεία. Την παρούσα χρονική στιγμή όσοι υποστηρίζουν τη δεύτερη θέση έχουν περισσότερο δίκιο από όλους τους άλλους, καθώς έξι χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, δεν έχει ακόμα ψηφιστεί ο εκτελεστικός νόμος που είναι απαραίτητος ώστε να ενεργοποιηθεί η συγκεκριμένη διάταξη κι επομένως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία παραμένει κενό γράμμα. Υπάρχει τυπικά αλλά όχι ουσιαστικά και αποτελεί άλλη μια ένδειξη της απροθυμίας της κυβέρνησης και της κυβερνητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να εντάξει τη φωνή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων και το νομοθετικό έργο. Μια ένδειξη δημοκρατοφοβίας.
Αν και οι πολίτες φαίνεται να διάκεινται θετικά απέναντι στο συγκεκριμένο μέτρο, λίγοι είναι αυτοί που νιώθουν πως θα έπαιρναν την πρωτοβουλία να συντάξουν μια τέτοια πρόταση (9,8%). Η ομάδα που δείχνει μεγαλύτερη τέτοια διάθεση είναι η νεολαία (14,5%). Προφανώς μια τέτοια διαδικασία δεν είναι εύκολη ούτε γίνεται ατομικά. Μπορεί να προέλθει από συλλογική πρωτοβουλία, απαιτεί ομαδική εργασία και εκ των πραγμάτων προϋποθέτει μια κινηματική καμπάνια υποστήριξης για τη συλλογή των υπογραφών. Αυτό αποτυπώνεται και στο γεγονός πως το 79,4% των ερωτώμενων δηλώνει έτοιμο να υπογράψει σε μια τέτοια εκστρατεία. Η στάση αυτή είναι οριζόντια και διαπερνά όλες τις δημογραφικές κατηγορίες του δείγματος χωρίς ιδιαίτερες αποκλίσεις. Μια ένδειξη ότι αυτή η διάθεση είναι πραγματική μπορούμε να βρούμε στις 1,3 εκατομμύρια υπογραφές που συγκεντρώθηκαν στο ψήφισμα του συλλόγου οικογενειών θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας. Όπως σημειώνει ο καθηγητής Κοντιάδης (2025, σ. 265) η καμπάνια αυτή δεν συνιστά ούτε λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία ούτε προβλέπεται θεσμικά στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, αλλά στη δική μου ανάγνωση μπορεί να ιδωθεί ως ένδειξη της διάθεσης του κόσμου να συμμετέχει σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες.
Στο πρόσφατο βιβλίο του ο Στέφανος Δημητρίου (2025, σ. 11, 14) σημειώνει ότι η σημερινή κρίση της δημοκρατίας θέτει μετ’ επιτάσεως το αίτημα της θεσμικής της ανανέωσης και τονίζει πως η μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος πρέπει να είναι στρατηγικός στόχος για την ανάπτυξη και την προοπτική της χώρας. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε ορισμένες μεταρρυθμίσεις ή προοπτικές ανανέωσης του πολιτικού συστήματος, τις οποίες έχουμε διακρίνει σε τρεις κατηγορίες: α) τις θεσμικές παρεμβάσεις στο εκλογικό και πολιτικό σύστημα, β) τις προτάσεις με στόχο τη βελτίωση της συμμετοχής των πολιτών και γ) μέτρα για τη διαφάνεια και τον έλεγχο της εξουσίας.
Μεταξύ των θεσμικών παρεμβάσεων, αυτή που ξεχωρίζει είναι η θέσπιση ορίου διαδοχικών θητειών στα αιρετά πολιτικά αξιώματα. Οι πολίτες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν δυο επιλογές από τις έξι εναλλακτικές που τους παρουσιάστηκαν και σχεδόν οι μισοί (49,3%) επέλεξαν το όριο θητειών. Το μέτρο αυτό μπορεί να ιδωθεί ως ένα είδος περιορισμού της λαϊκής κυριαρχίας, με την έννοια ότι βάζει εμπόδιο στην εκλογή ενός πολιτικού που οι ψηφοφόροι μπορεί να αποφάσιζαν να τον εκλέξουν ξανά. Από την άλλη, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι συνεχείς θητείες δίνουν στους πολιτικούς σημαντικά πλεονεκτήματα που δημιουργούν άνισες συνθήκες καλώς εννοούμενου ανταγωνισμού, καθιστώντας -πολλές φορές- την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού πρακτικά ανέφικτη. Το αίτημα για όριο διαδοχικών θητειών είναι ένα de facto αίτημα ανανέωσης του πολιτικού τοπίου. Και οι πολίτες φαίνεται να αναζητούν τον τρόπο αυτή η ανανέωση να πραγματοποιηθεί έστω και δια της τεχνικής “επιβολής”. Σχετικά χαμηλά είναι τα ποσοστά που συγκεντρώνουν οι υπόλοιπες εναλλακτικές. Δεν εντοπίζεται ξεκάθαρο ρεύμα υπέρ της μείωσης ή της αύξησης του ορίου εισόδου στη Βουλή, που σήμερα βρίσκεται στο 3%. Το μόνο άλλο μέτρο που ξεχωρίζει ελαφρώς είναι το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτών και υπουργών (29,8%). Ας δούμε με λίγο περισσότερες λεπτομέρειες τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δημογραφικών κατηγοριών του δείγματος. Αρχικά, μια στις πέντε γυναίκες (19,7%) δεν τοποθετείται, ποσοστό υπερδιπλάσιο από τον ανδρικό πληθυσμό. Αντίστοιχο ποσοστό (19,8%) βλέπουμε και στη νεολαία, με το χαμηλότερο ποσοστό “ΔΓ/ΔΑ” να εντοπίζεται στην κατηγορία των πολιτών ηλικίας 55 ετών και άνω. Οι νέοι και οι νέες, πάντως, φαίνεται να προτιμούν περισσότερο τη μείωση του ορίου εισόδου στη Βουλή ενώ οι άλλες ηλικιακές ομάδες την αύξηση. Αυτό συνδέεται σαφώς με το υψηλότερο ενδιαφέρον των νέων για τη μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα του συστήματος, που είδαμε νωρίτερα. Επίσης, είναι πιο θετικοί στην ιδέα θέσπισης εσωκομματικών εκλογών για την ανάδειξη των υποψηφίων των κομμάτων [primaries] και πιο επιφυλακτικοί με το όριο διαδοχικών θητειών, αν και παραμένει το δημοφιλέστερο μέτρο και σε αυτήν την ηλικιακή κατηγορία. Η μεγαλύτερη διαφορά με κριτήριο το επίπεδο εκπαίδευσης εντοπίζεται στο τελευταίο σε προτίμηση μέτρο: τη δυνατότητα προεκλογικών κυβερνητικών συνασπισμών. Οι απόφοιτοι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκρίνουν περισσότερο από τους υπόλοιπους αυτό το μέτρο (14,1% έναντι 8,5%). Μια τέτοια πρόβλεψη έχει τη δυνατότητα να επιτρέπει τη ψήφο με κριτήριο την αντιπροσώπευση αλλά να αντιμετωπίζει την κριτική ή την απειλή της ακυβερνησίας, δεσμεύοντας εκ των προτέρων τα κόμματα σε συγκεκριμένα δυνητικά κυβερνητικά μπλοκ.

Ακολούθως, οι συμμετέχοντες/συμμετέχουσες της έρευνας είχαν να αξιολογήσουν τέσσερα μέτρα ως προς τη χρησιμότητά τους για την αύξηση της συμμετοχής τους. Οι ερωτώμενοι ανταποκρίθηκαν θετικά στα μέτρα που τους εμπλέκουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δηλαδή στη χρήση εφαρμογών για τη συμμετοχή στη διαβούλευση και τη λήψη αποφάσεων (73,8%) και στην ιδέα του συμμετοχικού προϋπολογισμού στην τοπική αυτοδιοίκηση (70,8%). Η πραγματικότητα είναι πως τα υπάρχοντα εργαλεία διαβούλευσης, όπως το OpenGov, δεν έχουν μαζική συμμετοχή. Ενδεχομένως ένας λόγος να είναι πως είναι απολύτως συμβουλευτικά και δεν επηρεάζουν ουσιωδώς τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Είναι ένα ανοικτό ερώτημα αν οι πολίτες θα συμμετείχαν περισσότερο, και μάλιστα σε βαθμό αντίστοιχο με την πρόθεση που δείχνουν, αν αυτά τα εργαλεία τους έδιναν μεγαλύτερο βαθμό παρέμβασης -ίσως σε τοπικά ζητήματα- και αν αυτά τα εργαλεία ήταν πιο σύγχρονα και εύχρηστα. Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός είναι πράγματι ένας δημοκρατικός θεσμός, παρουσιάζει όμως ακόμα στη χώρα μας χαμηλό βαθμό εφαρμογής στους δήμους. Ιδιαίτερα υψηλό είναι και το ποσοστό αποδοχής της ηλεκτρονικής ψήφου (69,6%), και μάλιστα είναι η επιλογή με το μεγαλύτερο ποσοστό ρητής συμφωνίας (47,4% “συμφωνώ”, και 22,2% “μάλλον συμφωνώ”). Αντιθέτως, η πιο ριζοσπαστική επιλογή της κλήρωσης για την εκλογή μέρους των μελών του κοινοβουλίου απορρίπτεται από τους πολίτες (52,8% διαφωνώ/μάλλον διαφωνώ και 36,3% “συμφωνώ/μάλλον συμφωνώ”). Αυτό δείχνει με έναν τρόπο ότι οι πολίτες είναι έτοιμοι να εξετάσουν μεταρρυθμίσεις και αλλαγές αλλά περισσότερο εντός της παρούσας δομής.
Σε αυτό το σύνολο ερωτήσεων μπορούμε να εντοπίσουμε λίγες αλλά ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιμέρους ομάδων του πληθυσμού. Οι δύο πιο σημαντικές σχετίζονται με το επίπεδο εκπαίδευσης. Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός και η κλήρωση βρίσκουν μεγαλύτερη απήχηση στους αποφοίτους έως δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και συναντούν μεγαλύτερη απόρριψη στους αποφοίτους της τριτοβάθμιας. Είναι εντυπωσιακό πως οι έχοντες υψηλότερο επίπεδο τυπικής μόρφωσης παραμένουν συστηματικά πιο επιφυλακτικοί απέναντι στην ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή, με αξιοσημείωτη μάλιστα τη μεγάλη διαφορά στο ζήτημα της κλήρωσης. Ο Αμερικανός ιστορικός Thomas Frank (2021, σ. 308) περιλαμβάνει την υψηλή μόρφωση στους παράγοντες που οδηγούν σε μια αριστοκρατικού τύπου περιφρόνηση που τροφοδοτεί την πεποίθηση οτι μια ορισμένη μερίδα ανθρώπων δικαιούται να κυβερνά γιατί είναι “καλύτεροι” από τους απλούς, συνηθισμένους ανθρώπους. Το δημοκρατικό ιδεώδες, όμως, βασίζεται στην αντίθετη αξίωση, καθώς η δημοκρατία είναι στον πυρήνα της “η αυτό-κυβέρνηση των ίσων” (Keane, 2009, σ. 865).
Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι οι γυναίκες είναι πιο θετικές απέναντι στο μέτρο της κλήρωσης σε σχέση με τους άνδρες (41,5% έναντι 31%). Μπορεί εύλογα να αναρωτηθεί κανείς αν η χαμηλή γυναικεία εκπροσώπηση στη Βουλή, η οποία περιορίζεται μόλις στο 23,3% του σώματος, αποτελεί παράγοντα που εξηγεί αυτή τη διαφοροποίηση.
Το τελευταίο σύνολο ερωτήσεων εξετάζει μέτρα για τη διαφάνεια και τον έλεγχο της εξουσίας. Και εδώ δόθηκε στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες στην έρευνα η δυνατότητα να αξιολογήσουν πέντε πιθανά μέτρα. Αν φέρουμε ξανά στον νου μας το γεγονός ότι τα ζητήματα της διαφοράς και της δικαιοσύνης αξιολογήθηκαν ως πρωτεύοντα απο τους πολίτες, τότε η επιλογή τους σε αυτό το σύνολο ερωτήσεων δεν είναι απλώς εύλογη αλλά και συνεπής. Τα δύο μέτρα που γνωρίζουν σχεδόν καθολική αποδοχή είναι η αλλαγή του τρόπου επιλογής των ανωτάτων δικαστών, ώστε να μην ορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση (93,7%) και η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας (93,1%).

Η ανταπόκριση σε όλα τα προτεινόμενα μέτρα είναι θετική και ιδιαίτερα υψηλή, με το χαμηλότερο ποσοστό αποδοχής να βρίσκεται στο 72,6%. Τρίτη δημοφιλέστερη επιλογή είναι η ενίσχυση των ανεξάρτητων αρχών (85,5%). Υπενθυμίζουμε οτι οι ανεξάρτητες αρχές είναι ο τρίτος θεσμός με τον υψηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης (32,1%), σύμφωνα με την έρευνα “Ακτινογραφία των Ψηφοφόρων 2025”, ενώ έρχονται πρώτες στην εμπιστοσύνη των νεότερων ηλικιακών κατηγοριών 17-24 και 25-34 ετών. Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμα και η πρόταση για τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης για την καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς συναντά την αποδοχή των πολιτών (72,6%). Η εναντίωση των πολιτών στη διαφθορά του πολιτικού συστήματος μπορεί να τους ωθεί να είναι θετικοί απέναντι σε μέτρα που υπόσχονται την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων, ακόμα κι αν τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά αβέβαια. Στα μέσα Σεπτεμβρίου η γειτονική Αλβανία απέκτησε την πρώτη Υπουργό τεχνητής νοημοσύνης, αρμόδια για τους δημόσιους διαγωνισμούς και τις δημόσιες συμβάσεις, τη Diella. Πρόκειται για ένα από τα πεδία με υψηλό βαθμό διαφθοράς και ο αυτοματισμός και ο απρόσωπος χαρακτήρας που προσφέρουν η τεχνητή νοημοσύνη και οι αλγόριθμοι θεωρήθηκε ως μια πιθανή λύση στο πρόβλημα. Όπως σημειώνει η ερευνήτρια Βέρα Τίκα (2025) έχουμε μια συνθήκη όπου η πολιτική εξουσία μεταφέρεται σε ψηφιακές μορφές [avatars] που παρουσιάζονται ως ουδέτερες, αδιάφθορες και “καθαρές”, αλλά χωρίς δημοκρατική λογοδοσία. Οι αλγόριθμοι και η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι tabula rasa, βασίζονται στα στοιχεία που προσφέρουν οι άνθρωποι και στην παρελθούσα ανθρώπινη γνώση και εμπειρία. Για παράδειγμα, έρευνες έδειξαν πως εμφανίστηκε μια ρατσιστική μεροληψία σε συστήματα φροντίδας υγείας που χρησιμοποιούσαν αλγορίθμους στις ΗΠΑ, κατά βάση γιατί αναπαρήγαγαν τον ανθρώπινο ρατσισμό και τις ανισότητες που εντόπισαν και ερμήνευσαν στα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτήθηκαν (Obermeyer κ. ά., 2019). Γενικώς, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να μας φέρει αντιμέτωπους με καινοφανείς μορφές διαφθοράς (Köbis, 2023). Το ενδιαφέρον είναι πως η νέα γενιά, που είναι και πιο εξοικειωμένη με τα εργαλεία αυτά -και ίσως ακριβώς για αυτόν τον λόγο, παρουσιάζει το χαμηλότερο ποσοστό υποστήριξης αυτής της ιδέας (64,9% έναντι 72,6% στον γενικό πληθυσμό και 76,5% στους πολίτες ηλικίας 55 ετών και άνω).
Σε αντίθεση με τη συνθήκη περιορισμού της φωνής τους που φαίνεται να νιώθουν οι πολίτες μέσα στο παρόν πολιτικό σύστημα, η έρευνα “Unmute Democracy” μιλά πολύ έντονακαι καθαρά από μόνη της. Δεν είναι τυχαίο πως πρόκειται για μια έρευνα που καταγράφονται ξεκάθαρες πλειοψηφίες στα περισσότερα ερωτήματά της και παρατηρείται μια συνεπής γραμμή σκέψης από τον εντοπισμό των προβλημάτων και των απειλών έως τη στάση των πολιτών απέναντι σε πιθανές μεταρρυθμίσεις του συστήματος.
Οι πολίτες είναι βαθιά δυσαρεστημένοι από τη λειτουργία της δημοκρατίας στη χώρα, την οποία αξιολογούν με βαθμό μόλις 3,85/10. Ταυτόχρονα, είναι απογοητευμένοι από το πολιτικό σύστημα. Ένας σημαντικός λόγος για αυτήν την απογοήτευση, που μεταφράζεται και σε έλλειψη εμπιστοσύνης, είναι το γεγονός πως φαίνεται να έχει χαθεί η επικοινωνία μεταξύ κομμάτων και κοινωνίας. Οι πολίτες εμφανίζονται βαθιά πεισμένοι ότι τα κόμματα και οι πολιτικοί δεν ενδιαφέρονται να μάθουν τις απόψεις τους για κρίσιμα πολιτικά ζητήματα (80,5%).
Οι συμμετέχοντες και οι συμμετέχουσες στην έρευνα αναγνωρίζουν δυο μεγάλες απειλές: τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και την έλλειψη δικαιοσύνης. Θεωρούν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα των κομμάτων είναι η έλλειψη ικανών και έντιμων στελεχών, με δεύτερο την εξάρτησή τους από οικονομικά συμφέροντα. Ώς εκ τούτου, θεωρούν σημαντικούς παράγοντες για τη βελτίωση της λειτουργίας της δημοκρατίας τον περιορισμό της επιρροής των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και τη διασφάλιση της διάκρισης των εξουσιών. Το δεύτερο αίτημα σε συνδυασμό με τη συνθήκη ατιμωρησίας που νιώθουν οι πολίτες πως επικρατεί στο πολιτικό τοπίο οδηγεί στην -καθολική σχεδόν- υποστήριξη μέτρων όπως η αλλαγή του τρόπου εκλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων και η κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας.
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτουν τρεις μεγάλες προκλήσεις: α) η αποκατάσταση της αρχής και του δεσμού της αντιπροσώπευσης και η βελτίωση των μηχανισμών εκπροσώπησης, β) η συμπερίληψη των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, με συμμετοχικές μεθόδους και εργαλεία και γ) η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης, είδαμε ότι η πλειοψηφία των ερωτώμενων (55,5%) εκτιμά ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να υλοποιούν το πρόγραμμα και τις πολιτικές επιλογές που εξέφρασαν οι πολίτες στις εκλογές, σεβόμενες απόλυτα τη λαϊκή εντολή, στάση που προκρίνει την αρχή της αντιπροσώπευσης έναντι άλλων. Επιπλέον, καταγράφηκε μια πλειοψηφία (50,9%) υπέρ της απλής αναλογικής στις εκλογικές διαδικασίες. Στο ζήτημα της συμμετοχής διαπιστώσαμε πως κάθε μέτρο που επιτρέπει στους πολίτες να εκφραστούν -αλλά και να ακουστούν, καθώς και να λάβουν μέρος στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, όπως τα δημοψηφίσματα, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στην τοπική αυτοδιοίκηση και ούτω καθεξής είχε τη θετική ανταπόκριση και αποδοχή των ερωτώμενων. Τέλος, το αίτημα της ανανέωσης εκφράστηκε έμμεσα τόσο με τη διαπίστωση ότι λείπουν από τα κόμματα ικανά και έντιμα στελέχη όσο και με την πολύ υψηλή στήριξη του μέτρου για τη θέσπιση ορίου διαδοχικών θητειών στα αιρετά πολιτικά αξιώματα.
Όποιος φορέας επιθυμεί να σκεφτεί τρόπους για την ενίσχυση της ποιότητας της δημοκρατίας στη χώρα, την αποκατάσταση των δεσμών εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας και μεταρρύθμισης του θεσμικού οικοδομήματος, πρέπει να σταθεί με προσοχή απέναντι στις ανησυχίες και τα αιτήματα των πολιτών. Το project “Unmute Democracy” προσφέρει τα πρώτα στοιχεία για να ξεκινήσει ο αναγκαίος διάλογος.
Βιβλιογραφία
Crouch, C. (2006). Μεταδημοκρατία. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές.
Δημητρίου, Στ. (2025). Η πολιτική σε κρίση. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Frank, Th. (2021). Λαός δίχως εξουσία. Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Εκκρεμές.
Keane, J. (2009). The life and death of democracy. Νέα Υόρκη: Simon & Schuster.
Köbis N. (2023, 27 Φεβρουαρίου). Bribes for bias: Can AI be corrupted?. Transparency International. Διαθέσιμο στο https://www.transparency.org/en/blog/bribes-for-bias-can-ai-be-corrupted
Κοντιάδης, Ξ. (2025). Τέμπη 57. Η ιστορία ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος.
Mair, P. (2009). Representative versus Responsible Government, MPIfG Working Paper No. 09/8, Max Planck Institute for the Study of Societies. Διαθέσιμο στο https://www.econstor.eu/bitstream/10419/41673/1/615284884.pdf.
Mair, P. (2020). Κυβερνώντας το Κενό. Η Εξασθένηση της Δυτικής Δημοκρατίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο.
Mondon, A. & Winter, A. (2020). Reactionary Democracy: How Racism and the Populism FAR Right Became Mainstream. Λονδίνο: Verso.
Mouffe, Ch. (2008). To Δημοκρατικό Παράδοξο. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις.
Obermeyer, Z., Powers, B., Vogeli, C., Mullainathan, S. (2019). Dissecting racial bias in an algorithm used to manage the health of populations. Science. 366 (6464), σ. 447-453. doi: 10.1126/science.aax2342.
Tika, V. (2025, 14 Οκτωβρίου). Albania’s AI minister: ‘avatar democracy’ and the spectacle of accountability. The Loop. ECPR’s Political Science Blog. Διαθέσιμο στο https://theloop.ecpr.eu/albanias-ai-minister-avatar-democracy-and-the-spectacle-of-accountability/
Unmute Democracy Research