Σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οι αντι-μεταναστευτικές και αντι-ευρωπαϊκές στάσεις της κοινής γνώμης «πάνε πακέτο». Στην Ελλάδα, όμως, όχι. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Τις τελευταίες δεκαετίες η μετανάστευση έχει αναδειχθεί σε θέμα-βαρόμετρο για τις ευρωεκλογές, ενώ σε εθνικό επίπεδο αποτελεί ζήτημα ικανό να «ανεβοκατεβάζει» κυβερνήσεις. Έρευνες κοινής γνώμης παρατηρούν μία διαχρονική στατιστική συσχέτιση μεταξύ αρνητικών στάσεων απέναντι στην ΕΕ και στη μετανάστευση. Πιο απλά, αν κάποιος/α δηλώνει αρνητικός/ή απέναντι στη μετανάστευση, είναι πολύ πιθανό να είναι αρνητικός/ή και απέναντι στην ΕΕ, και αντίστροφα. Αυτές οι αρνητικές στάσεις, μεταξύ άλλων, συσχετίζονται με ψήφο προς τα αντίστοιχα (πολύ συχνά ακροδεξιά) κόμματα που τις πρεσβεύουν καλύτερα στον πολιτικό στίβο, μας λέει η βιβλιογραφία. Οι περιπτώσεις είναι πολλές για να αναφερθούν όλες: από το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας και το Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας, μέχρι το Κόμμα για την Ελευθερία της Ολλανδίας, και τη Λέγκα του Βορρά της Ιταλίας. Αυτή η σχεδόν συμβιωτική σχέση μεταξύ αντι-μετανάστευσης και αντι-ευρωπαϊσμού (και εν τέλει ακροδεξιάς ψήφου) θα περιμέναμε να ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Η χώρα μας, άλλωστε, κλήθηκε το 2015 να σηκώσει ένα δυσανάλογο βάρος που αφορούσε στη διαχείριση της εισροής περισσότερων του ενός εκατομμυρίου αιτούντων άσυλο, ταυτόχρονα με την κρίση της Ευρωζώνης. Παρόλα αυτά, η σχέση αυτή δεν φαίνεται να ισχύει. Αντίθετα, στην Ελλάδα παρατηρούμε μία στατιστική συσχέτιση μεταξύ αντι-μεταναστευτικών και φιλο-Ευρωπαϊκών στάσεων.
Η στατιστική συσχέτιση μεταξύ ανιί-μεταναστευτικών στάσεων και ευρωσκεπτικισμού άρχισε να παρατηρείται προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και συμπίπτει με σημαντικές ιστορικές εξελίξεις τόσο για τη μετανάστευση, όσο και για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το τέλος των κομμουνιστικών καθεστώτων και οι εμφύλιοι πόλεμοι που ακολούθησαν στη γειτονιά μας, σήμαναν μία μεγάλη, και σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετακίνηση πληθυσμών προς κράτη-μέλη της ΕΕ. Παράλληλα, την ίδια δεκαετία, υπογράφονται κομβικές συμφωνίες για το μέλλον της ΕΕ: η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η Συμφωνία και Σύμβαση Σένγκεν (1990 και 1995), και η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997). Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των συμφωνιών είναι η εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε μία σειρά Τομέων Πολιτικής, από την Εξωτερική και Νομισματική Πολιτική, μέχρι την Πολιτική Ασφάλειας και τις Πολιτικές Μετανάστευσης και Ασύλου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τόσο οι αντι-μεταναστευτικές όσο και οι αντι-ευρωπαϊκές στάσεις παρουσιάζουν άνοδο και η μεταξύ τους συσχέτιση αρχίζει να σφυρηλατείται στη δημόσια σφαίρα. Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ το 1981, οι Έλληνες είναι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Συγκεκριμένα, οι θετικές απαντήσεις τους στις δύο σταθερές ερωτήσεις του Ευρωβαρόμετρου (σχετικά με το αν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ είναι «κάτι καλό» και αν η χώρα τους επωφελήθηκε από αυτήν) ήταν σαφώς υψηλότερες από αυτές των υπόλοιπων πολιτών της ΕΕ. Οι αντιλήψεις ότι η ΕΕ είναι «κάτι καλό» και ότι «η Ελλάδα έχει ευνοηθεί από την ένταξη» παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά την περίοδο 2002-2004, στον απόηχο, δηλαδή, της ένταξης της χώρας στη ζώνη του Ευρώ και ενώ προετοιμάζεται να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στη συνέχεια, ωστόσο, λίγο μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, οι στάσεις έγιναν έντονα αρνητικές. Στο απόγειο της κρίσης το 2013, περίπου οι μισοί Έλληνες είχαν αρνητική εικόνα, σε αντίθεση με περίπου το 28% των πολιτών της ΕΕ. Από το 2017 και έπειτα, η υποστήριξη για την ΕΕ αρχίζει να ανακάμπτει σημαντικά, απέχοντας, ωστόσο, ακόμα από τα προ-κρίσης επίπεδα, με πάνω από τους μισούς Έλληνες να θεωρούν τη χώρα κερδισμένη από την ένταξή της στην ΕΕ.
Παράλληλα, οι Έλληνες συγκαταλέγονται διαχρονικά στους πιο σφοδρούς πολέμιους της μετανάστευσης στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις τους στη σταθερή ερώτηση της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας (ΕΚΕ) (σχετικά με το αν η Ελλάδα γίνεται καλύτερο ή χειρότερο μέρος για να ζήσει κανείς με την άφιξη ατόμων από άλλες χώρες) τους κατατάσσουν στην κορυφή της λίστας των χωρών με τις πιο αρνητικές στάσεις για τα περισσότερα έτη που υπάρχουν δεδομένα (2002, 2004, 2008 και 2010). Ωστόσο, το 2020, οι Έλληνες καταλαμβάνουν την 5η θέση μεταξύ 22 χωρών, με τις αρνητικές απαντήσεις τους να παρουσιάζουν κάμψη, πιθανότατα λόγω της πανδημίας και των περιορισμών μετακινήσεων που οδήγησαν σε σημαντική μείωση της μετανάστευσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το 2022, η ομάδα του Greek Politics Specialist Group (GPSG) πραγματοποίησε για λογαριασμό της διαΝΕΟσις μία μελέτη σχετικά με τις στάσεις των Ελλήνων απέναντι στην ΕΕ και την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, καθώς και τους προγνωστικούς δείκτες αυτών των στάσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στη νεολαία. Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεσή μας εδώ. Ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα ευρήματά μας, αυτό που μου κίνησε την περιέργεια και αποτέλεσε την αφορμή αυτού του άρθρου, είναι το ότι αντίθετα με τη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, όπου οι αντι-μεταναστευτικές στάσεις ενίσχυσαν το Brexit, εκείνοι που διακατέχονται από αρνητικά στερεότυπα για τους μετανάστες στην Ελλάδα είναι περισσότερο και όχι λιγότερο θετικά διακείμενοι, τόσο στην παραμονή της χώρας στην ΕΕ, όσο και στην περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση. Συγκεκριμένα, αυτοί που βλέπουν τους μετανάστες ως αιτία για την αύξηση της εγκληματικότητας, είναι αρκετά πιθανό να υποστηρίζουν τόσο την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ όσο και περισσότερη ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Ένας από τους βασικούς λόγους που μπορεί να συμβαίνει αυτό αφορά στο πώς ο δημόσιος διάλογος γύρω από την ΕΕ και τη μετανάστευση έχει δομηθεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Από την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις είχαν ξεκάθαρο φιλο-ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Από την άλλη, σχεδόν όλες, έχουν αντιμετωπίσει τη μετανάστευση ως πρωτίστως «πρόβλημα» ή «απειλή». Ωστόσο, σε αντίθεση με πολλές χώρες της ΕΕ, κανένα ελληνικό πολιτικό κόμμα, ούτε καν η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, δεν είχε ή έχει επιχειρήσει να καταστήσει την ΕΕ υπεύθυνη για την όξυνση του μεταναστευτικού «προβλήματος/απειλής». Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, αυτή η υπαιτιότητα συνήθως μετατίθεται στην Τουρκία του Ερντογάν που εργαλειοποιεί τη μετανάστευση. Αντίθετα, στον πυρήνα της ΕΕ, η Τουρκία θεωρείται απαραίτητος εταίρος στην «αντιμετώπιση του μεταναστευτικού», όπως μας κατέδειξε ξεκάθαρα η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας του 2016.
Επιπλέον, από τα μέσα του 2000, διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις τονίζουν ότι η μετανάστευση είναι ένα συλλογικό/Ευρωπαϊκό «πρόβλημα/απειλή» το οποίο απαιτεί πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση. Για να αντιμετωπιστεί σωστά, όμως, απαιτείται αναθεώρηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου (ΚΕΣΑ) που γεννήθηκε μέσα από τις διεργασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δύο δεκαετιών διατείνονται ότι το ΚΕΣΑ δε στηρίζεται στην αρχή του δίκαιου επιμερισμού ευθυνών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι ο Κανονισμός του Δουβλίνου, παράγει έναν εξαιρετικά ανισομερή καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών-μελών «πρώτης γραμμής» στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, και αυτών της ενδοχώρας.
Συνοψίζοντας, σε αντίθεση με πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, όπου στη δημόσια σφαίρα η Ευρωπαϊκή ενοποίηση παρουσιάζεται ως «αιτία» του εγχώριου μεταναστευτικού «προβλήματος/απειλής» και η Τουρκία ως αναγκαίο κομμάτι της «λύσης», στην Ελλάδα η υπαιτιότητα μετατίθεται στην Τουρκία, ενώ τόσο η παραμονή στην ΕΕ όσο και η περεταίρω, αλλά κυρίως δικαιότερη, ευρωπαϊκή ενοποίηση θεωρούνται απαραίτητα κομμάτια της «λύσης». Μέρος αυτού του αφηγήματος, λοιπόν, αντικατοπτρίζεται στη συσχέτιση μεταξύ αντι-μεταναστευτικών και φιλο-ευρωπαϊκών στάσεων που παρατηρούμε σε επίπεδο ελληνικής κοινής γνώμης.
Βιβλιογραφία
Καρυώτης, Γ., Λαμπρινάκου, Χ., Μακρόπουλος, Ι., Τσαγκρώνη, Β., Ρόρη, Λ., Σκλεπάρης, Δ., & Τσαρούχας, Δ. (2022) Νεολαία και Ευρωπαϊκή Ένωση: Στάσεις, προσδιοριστικοί παράγοντες και διαγενεακές δυναμικές, διαΝέοσις 4.2022.
Clements, B. Nanou, K., & S. Verney (2014) We No Longer Love You, But We Don’t Want To Leave You: The Eurozone Crisis and Popular Euroscepticism in Greece, Journal of European Integration, 36(3): 247-265.
Vasilopoulou, S. (2018) The party politics of Euroscepticism in times of crisis: The case of Greece, Politics, 38(3): 311-326.