Κλείσιμο

Η Γαλλία σε κρίσιμο σταυροδρόμι: Μια πολιτική ανάλυση των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών

08.07.2024

Ο δεύτερος γύρος των γαλλικών βουλευτικών εκλογών εξέπληξε τους πάντες. Η προβλεπόμενη νίκη του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού (Rassemblement National) δεν πραγματοποιήθηκε. Κέρδισε η συμμαχία της αριστεράς, της κεντροαριστεράς και των οικολόγων με 182 βουλευτές, ακολουθούμενη από τη συμμαχία που υποστηρίζει τον Μακρόν με 162 βουλευτές. Η ακροδεξιά ήρθε τρίτη με 143 βουλευτές, κάτι που αποτελεί αύξηση σχεδόν 50 εδρών σε σχέση με τις εκλογές του 2022. Υπενθυμίζεται επίσης ότι στον πρώτο γύρο της 30ής Ιουνίου, ο Εθνικός Συναγερμός ήταν το πρώτο κόμμα της χώρας με 33,15% και σχεδόν 11 εκατομμύρια ψήφους, μπροστά από τον αριστερό συνασπισμό (27,99%) και την προεδρική συμμαχία (20,04%). 

Δύο παράγοντες εξηγούν το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου, το οποίο κανένα ινστιτούτο δημοσκοπήσεων δεν είχε προβλέψει: πρώτον, το γαλλικό εκλογικό σύστημα των δύο γύρων και η λογική της απόσυρσης υποψηφίων και του ψήφου-μπαράζ που επικράτησε μεταξύ της αριστερής συμμαχίας και των Μακρονιστών με στόχο την εξάλειψη όσο το δυνατόν περισσότερων ακροδεξιών υποψηφίων· δεύτερον, η θεαματική αύξηση της συμμετοχής κυρίως των νέων. 

 

Η λογική του μπαράζ ενάντια στην ακροδεξιά

Σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα, ένας βουλευτής εκλέγεται στον πρώτο γύρο αν ξεπεράσει το 50% των ψήφων. Εάν κανένας υποψήφιος δεν συγκεντρώσει αυτό το ποσοστό, οι δύο πρώτοι υποψήφιοι προκρίνονται στον δεύτερο γύρο, όπως και ο τρίτος υποψήφιος εάν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων ίσο με το 12,5% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Δεδομένης της τριχοτόμησης του γαλλικού πολιτικού τοπίου, την επομένη του πρώτου γύρου υπήρχαν περισσότερες από 300 πιθανές τριγωνικές αναμετρήσεις, δηλαδή δεύτεροι γύροι με έναν υποψήφιο από την αριστερά, έναν από την άκρα δεξιά και έναν από το κέντρο. Ωστόσο, όλοι οι αριστεροί υποψήφιοι που είχαν έρθει τρίτοι απέσυραν τη συμμετοχή τους, όπως και η πλειοψηφία των υποψηφίων του κέντρου. Αυτό δεν ήταν δεδομένο, καθώς η αριστερά είχε δεχθεί σφοδρή επίθεση από τους Μακρονιστές και από τα κυρίαρχα ΜΜΕ. 

Το αποτέλεσμα ήταν ένας πολύ μεγάλος αριθμός μονομαχιών μεταξύ ενός υποψηφίου της άκρας δεξιάς και ενός υποψηφίου του κέντρου ή της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση, η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων της αριστεράς επέλεξε τον υποψήφιο από το κέντρο, προκειμένου να εξαλειφθεί ο υποψήφιος από την άκρα δεξιά. Η λογική αυτή επικράτησε και μεταξύ των κεντροδεξιών ψηφοφόρων, αν και σε μικρότερο βαθμό.  

Η μεγάλη συμμετοχή και κινητοποίηση της νεολαίας 

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η θεαματική πτώση της αποχής. Η συμμετοχή στον δεύτερο γύρο της Κυριακής ήταν 66,63%. Αυτό το ποσοστό είναι 20 μονάδες μεγαλύτερο από ό,τι στις βουλευτικές εκλογές του 2022. Η Γαλλία είχε να καταγράψει τόσο υψηλό ποσοστό συμμετοχής εδώ και 27 χρόνια, από τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 1997 (71,1%). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι πρόωρες εκλογές του 1997 ήταν αποτέλεσμα της διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο Σιράκ. Ένας αριστερός συνασπισμός κέρδισε επίσης τις εκλογές εκείνη την περίοδο υπό τον πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπάν και κυβέρνησε για πέντε χρόνια. 

Η αύξηση της συμμετοχής ωφέλησε την Αριστερά, διότι προσήλθαν κυρίως νέοι ψηφοφόροι που συνήθως απέχουν. Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (Nouveau Front Populaire) σημείωσε ιδιαίτερα καλές επιδόσεις μεταξύ των νέων (41% στις ηλικίες κάτω των 35 ετών) και μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων (33% των ψήφων), ιδίως όσων ζουν στα αστικά κέντρα και τα λαϊκά προάστια. Τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά του πληθυσμού έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο, καθώς την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής εκστρατείας έγιναν πολλές αποκαλύψεις για τα ρατσιστικά, αντισημιτικά και σεξιστικά σχόλια υποψηφίων του Εθνικού Συναγερμού, αλλά και για την πολιτική ανικανότητά και άγνοια τους για τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικοοικονομικά διακυβεύματα. Υπήρξε επίσης μια εξισορρόπηση στο εσωτερικό της αριστερής συμμαχίας: η Ανυπότακτη Γαλλία με 72 βουλευτές δεν κατέχει πλέον τόσο κυρίαρχη θέση όσο το 2022. Βλέπουμε την ανάδυση ενός σημαντικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου, ο οποίος περιλαμβάνει το Σοσιαλιστικό Κόμμα (64) και τους Οικολόγους (33).  

Η απειλή της ακροδεξιάς παραμένει 

Ο Εθνικός Συναγερμός σημείωσε ιδιαίτερα καλές επιδόσεις μεταξύ των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης (47% των ψήφων), των στρωμάτων χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (45%) και στις αγροτικές περιοχές (41%), ενώ σημείωσε σημαντική πρόοδο μεταξύ των στρωμάτων του πληθυσμού που παραδοσιακά είναι πιο καχύποπτα απέναντί του: των στελεχών (24% των ψήφων το 2024 έναντι 10% στις γενικές εκλογές του 2022), των ηλικιωμένων (26% μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω έναντι 12%) και των νέων (25% μεταξύ των 18-24 ετών έναντι 12% το 2022). Οι νέοι που ψήφισαν την ακροδεξιά ζουν σε ημιαστικές περιοχές και έχουν χαμηλό επίπεδο σπουδών. Ο Εθνικός Συναγερμός επωφελήθηκε από τη επένδυση των στελεχών του, ιδίως του Τζόρνταν Μπαρδέλα, στα κοινωνικά δίκτυα, από το TikTok έως το Instagram, με βίντεο που εστιάζουν ελάχιστα στο πρόγραμμα, δείχνοντάς τον να γελά με υποστηρικτές ή να πίνει κρασί. Η ακροδεξιά επωφελήθηκε επίσης από την αμέριστη υποστήριξη από το μιντιακό συγκρότημα του μεγιστάνα Μπολορέ και την ανοχή των υπόλοιπων κυρίαρχων ΜΜΕ. 

Το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου βασίζεται ουσιαστικά στην απόρριψη του Εθνικού Συναγερμού από την πλειοψηφία των Γάλλων από την κεντροδεξιά μέχρι την αριστερά. Όμως πολλές εκλογικές περιφέρειες κρίθηκαν για λίγες μόνο μονάδες ή ακόμα και ψήφους. Συνεπώς, τα αποτελέσματα δεν πρέπει να παραπλανούν: η ακροδεξιά είναι στην πραγματικότητα πολύ ισχυρότερη από ό,τι προηγουμένως- απλώς εξακολουθεί να μην είναι σε θέση να κερδίσει την πλειοψηφία. Ωστόσο, ενώ η ψήφος μπαράζ λειτούργησε – με την έννοια ότι έθεσε το Εθνικό Συναγερμό σε βουλευτική μειοψηφία, παρά το γεγονός ότι βγήκε πρώτο σε ψήφους – η “γυάλινη οροφή” της ακροδεξιάς υποχωρεί με κάθε εκλογική αναμέτρηση. Το κόμμα της Μαρίν Λεπέν κέρδισε 58% περισσότερες έδρες σε σχέση με τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2022. Υπενθυμίζεται επίσης ότι το 2012, πριν από δώδεκα χρόνια, είχε μόνο 2 βουλευτές. Άρα η βουλευτική του δύναμη αυξάνεται ραγδαία σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. 

Τα σενάρια της επόμενης μέρας

Οι επόμενες ημέρες θα είναι κρίσιμες για το μέλλον της χώρας. Δεν υπάρχει επίσημο χρονοδιάγραμμα για τον Εμανουέλ Μακρόν, είτε για να ζητήσει την παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης είτε για να διορίσει νέα. Θεωρητικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνηση σε οποίον θέλει. Ωστόσο, η θεσμική λογική δεν του επιτρέπει να παρακάμψει τη γνώμη της πλειοψηφίας των βουλευτών, καθώς μια κυβέρνηση που θα πήγαινε κόντρα στις επιθυμίες τους θα μπορούσε να υποκύψει σε πρόταση μομφής. Ως εκ τούτου, αναμένεται να επιλέξει έναν υποψήφιο που είναι πιθανό να κερδίσει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών – ή τουλάχιστον να μην απορριφθεί από την πλειοψηφία τους.

Διάφορα σενάρια είναι πιθανά. Το προεδρικό στρατόπεδο θα μπορούσε να προσπαθήσει να διατηρήσει την εξουσία, εφόσον μπορέσει να πείσει 121 βουλευτές από τη δεξιά ή την κεντροαριστερά να το αφήσουν να κυβερνήσει. Ως η μεγαλύτερη δύναμη στο κοινοβούλιο, ο αριστερός συνασπισμός θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Το γαλλικό σύνταγμα προσφέρει πολλά εργαλεία γι’ αυτό. Όπως και οι Μακρονιστές, οι οποίοι δεν είχαν πλειοψηφία εδώ και δύο χρόνια, η αριστερά θα μπορούσε να αναζητήσει συμμαχίες κατά περίπτωση και να καταφύγει τακτικά στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος που επιτρέπει την υιοθέτηση ενός νόμου που προτείνει η κυβέρνηση αν η ίδια δεν υποκύψει σε πρόταση μομφής. 

Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε θεωρητικά να επιτρέψει στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο να κυβερνήσει, αλλά προϋποθέτει ότι τουλάχιστον 94 βουλευτές από άλλους σχηματισμούς θα προσφέρουν τη σιωπηρή υποστήριξή τους (πχ. απέχοντας από την υπερψήφιση πρότασης μομφής). Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ελλείψει σαφούς και σταθερής πλειοψηφίας, μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα βρίσκεται συνεχώς υπό την απειλή ψήφου δυσπιστίας κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε διαδοχικές κυβερνήσεις και πολιτικής αστάθεια. Και αυτό για τουλάχιστον ένα χρόνο, αφού σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν είναι δυνατή η προκήρυξη νέων εκλογών πριν από δώδεκα μήνες.  

Η κύρια δυσκολία για τα κόμματα του συνασπισμού της αριστεράς είναι να βρουν έναν συναινετικό υποψήφιο για τη θέση του πρωθυπουργού. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές απόψεων μεταξύ των τριών κύριων κομμάτων, της Ανυπότακτης Γαλλίας, της οποίας ο ηγέτης Ζαν Λυκ Μελανσόν είναι ο πιο αριστερός αλλά και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Πρασίνων. Εάν καταφέρουν να βρουν ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής για πρωθυπουργό, θα μπορούσαν να προτείνουν έκτακτα κοινωνικά μέτρα (ακύρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, αύξηση του κατώτατου μισθού, αναπροσαρμογή των μισθών με τον πληθωρισμό, πάγωμα των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης). Αυτό θα ήταν ένα ισχυρό μήνυμα προς τον πληθυσμό ότι η αλλαγή είναι δυνατή και ότι η αριστερά μπορεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων και των μεσαίων τάξεων.  

Οι ηγέτες της αριστεράς θα πρέπει επίσης να αντισταθούν στις εκκλήσεις των Μακρονιστών να σχηματίσουν έναν μεγάλο κεντρώο συνασπισμό. Θα ήταν η χειρότερη επιλογή να συμμαχήσουν με τον Μακρόν, διότι έτσι θα άφηναν τη θέση της αντιπολίτευσης στην ακροδεξιά και θα της άνοιγαν το δρόμο για να πάρει την εξουσία στις επόμενες εκλογές.  

Πολιτική Cookies