Κλείσιμο
αυταρχσμός στην Ελλάδα

Η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού;

10.11.2023

Οι πρόσφατες αμφίβολης συνταγματικότητας αλλαγές στην σύνθεση των μελών της ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) και του ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) επανέφεραν στην δημόσια συζήτηση ανησυχίες για την ανθεκτικότητα του κράτους δικαίου, την ανεξαρτησία των θεσμών και τη δημοκρατία στη χώρα.

Λίγες ημέρες αργότερα, η ετήσια έκθεση του World Justice Project (WJP) για το Κράτος Δικαίου στον κόσμο έβρισκε την Ελλάδα να καταγράφει την μεγαλύτερη επιδείνωση μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ότι κινήσεις όπως οι παραπάνω δεν είναι αποσπασματικές, αλλά αποτελούν μάλλον μέρος μιας συγκεκριμένης λογικής διακυβέρνησης, οι συνέπειες της οποίας ήδη καταγράφονται σε πλήθος άλλων δεικτών που μετρούν την υγεία της δημοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Οφείλουμε λοιπόν να θέσουμε το ερώτημα: κινείται η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού;

Το ζήτημα είναι ευαίσθητο και τείνει να προκαλεί αντανακλαστικές αντιδράσεις. Κάποιοι θεωρούν τις προειδοποιήσεις περί «ορμπανοποίησης» της χώρας βιαστικές και υπερβολικές· άλλοι, θεωρούν την αδράνεια μπροστά στα πλήγματα που υφίστανται οι δημοκρατικές αξίες και οι θεσμοί επικίνδυνο κομφορμισμό, ακόμα και συνενοχή. Έτσι, όσοι ξιφουλκούν ενάντια στην κυβέρνηση, εύκολα χαρακτηρίζονται ως ανεύθυνοι κινδυνολόγοι ή και υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, ενώ εκείνοι που δικαιολογούν την κυβέρνηση ή σιωπούν, κατηγοριοποιούνται ως δεξιοί ή συμβιβασμένοι «ακροκεντρώοι».

Παρά τις εκατέρωθεν ιδεολογικο-πολιτικές συμπληγάδες, το ζήτημα της επαπειλούμενης αυταρχικοποίησης της Ελλάδας παραμένει εξαιρετικά σημαντικό. Ιδιαίτερα δε αν λάβει κανείς υπόψη το εντεινόμενο κύμα νεοσυντηρητισμού και αυταρχισμού που εξαπλώνεται στον πλανήτη εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Χρειαζόμαστε νηφάλιες και τεκμηριωμένες αναλύσεις σχετικά με την κατάσταση, τις προοπτικές και την ανθεκτικότητα της δημοκρατίας στην χώρα. Μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει με παραγωγικό τρόπο ο δημόσιος διάλογος και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια δημοκρατική κουλτούρα σε εγρήγορση. Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην πλούσια θεωρητική και εμπειρική γνώση που έχουμε στη διάθεσή μας.

Αυταρχισμός και αυταρχικές πρακτικές

Ας ξεκινήσουμε με τον εννοιολογικό ελέφαντα στο δωμάτιο: τον αυταρχισμό. Βασιζόμενοι στην σχετική βιβλιογραφία μπορούμε να τον ορίσουμε ως μια μορφή πολιτικής εξουσίας, έναν τύπο καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από περιορισμένο πολιτικό πλουραλισμό, υπερ-συγκέντρωση ισχύος στο εκτελεστικό επίπεδο –συχνά στα χέρια λίγων ατόμων ή και ενός προσώπου–, απουσία ουσιαστικών θεσμικών αντίβαρων στην εκτελεστική εξουσία, ισχνή λογοδοσία και μια παροπλισμένη ή απαθή κοινωνία πολιτών.

Σε τελική ανάλυση, αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν να κάνουν με την αδυναμία τέτοιων καθεστώτων να οργανώσουν εκλογές οι οποίες είναι και ελεύθερες και δίκαιες, κάτι που συνιστά ελάχιστο κριτήριο για κάθε δημοκρατία. Αυτή η θεώρηση, στις διάφορες παραλλαγές της, παραμένει κυρίαρχη στο πεδίο της Πολιτικής Επιστήμης, και οφείλει πολλά στον Juan José Linz, Ισπανο-αμερικάνο καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, ο οποίος πέθανε πριν δέκα χρόνια.

Πώς φτάνουμε, όμως, στην αποκρυστάλλωση ενός αυταρχικού καθεστώτος; Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, η πιο συνήθης μετάβαση από την δημοκρατία στον αυταρχισμό ήταν η επιβολή πραξικοπήματος.

Ο αυταρχισμός προέκυπτε τις περισσότερες φορές ξαφνικά, με «θεαματικό» τρόπο. Η στιγμή της ρήξης ήταν σαφής. Στον 21ου αιώνα, ωστόσο, αυτό έχει αλλάξει. Όπως σημειώνουν οι Steven Levitsky και Daniell Ziblatt, όλο και πιο συχνά παρατηρείται μια σταδιακή υποχώρηση, διάβρωση, και τελικά κατάρρευση της δημοκρατίας στα χέρια δημοκρατικά εκλεγμένων ηγεσιών. O αυταρχισμός, έτσι, δείχνει να έρχεται ύπουλα, «υφέρποντας», όπως το θέτει και έκθεση της Economist Intelligence Unit (EIU). Γι’ αυτό και είναι χρήσιμο να τον δούμε επίσης ως ένα πλέγμα λόγων και πρακτικών.

Στην αιχμή της τρέχουσας έρευνας βρίσκουμε την συμβολή της Καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, Marlies Glasius, που ορίζει τις αυταρχικές πρακτικές ως ένα μοτίβο δράσεων που αποσκοπούν στο ενεργό σαμποτάζ της λογοδοσίας. Αυτοί που παρεμποδίζουν τη λογοδοσία είναι πολιτικοί δρώντες που ασκούν κάποια μορφή εξουσίας σε μεγαλύτερα ή μικρότερα σύνολα πολιτών· μπορεί να είναι κυβερνήσεις, αλλά και θεσμοί (π.χ. μυστικές υπηρεσίες), διεθνείς οργανισμοί ή ισχυρές εταιρείες. Οι πιο συνήθεις πρακτικές μέσω των οποίων υπονομεύεται η λογοδοσία σύμφωνα με την Glasius είναι η μυστικότητα, η παραπληροφόρηση (πρακτικές αποτροπής της πρόσβασης στην πληροφορία), η παρεμπόδιση της έκφρασης ή και η φίμωση.

Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω ως πυξίδα, μπορούμε να επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα: κινείται τελικά η Ελλάδα στο φάσμα του αυταρχισμού; Να ξεκαθαριστεί εδώ πως το ερώτημα εστιάζει στην κατεύθυνση των πραγμάτων. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Ελλάδα συνιστά ήδη αυταρχικό καθεστώς. Αυτό, όμως, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, να αναπτύσσονται δηλαδή αυταρχικές πρακτικές στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας που αν ενταθούν και παγιωθούν, θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να αποτελέσουν πραγματική απειλή για την δημοκρατία στη χώρα. Γι’ αυτό και αξίζει να επιμείνουμε.

Από πού ξεκινά όμως κανείς να απαντήσει σε τούτο το ερώτημα; Σχηματικά, μπορούμε να το σπάσουμε σε μια σειρά υπο-ερωτημάτων σε αντιστοιχία με τα σχετικά κριτήρια: (1) Ευνοείται ή υπονομεύεται ο πολιτικός πλουραλισμός; (2) Υπάρχει ισορροπία μεταξύ εκτελεστικής και κοινοβουλευτικής εξουσίας; (3) Λειτουργούν αποτελεσματικά τα θεσμικά αντίβαρα στην πρώτη; (4) Αυξάνονται ή μειώνονται τα κανάλια λογοδοσίας και οι σχετικές θεσμικές δυνατότητες; (5) Ευνοείται ή υπονομεύεται μια κουλτούρα δημοκρατικής εγρήγορσης και κινητοποίησης σε επίπεδο κοινωνίας πολιτών; Ακόμα και στις πιο λειτουργικές δημοκρατίες, μπορούμε να περιμένουμε αντιφατικές τάσεις απαντώντας στα παραπάνω ερωτήματα. Ωστόσο, όσο περισσότερες είναι οι αρνητικές απαντήσεις τόσο μεγαλύτερος θα πρέπει να θεωρείται και ο κίνδυνος της δημοκρατικής διάβρωσης και του αυταρχισμού.

Αυταρχικές πρακτικές στην Ελλάδα από το 2019 και έπειτα

Ξεκινώντας από τα βασικά, ήδη από τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας το 2019, παρατηρείται μια ασύμμετρη ισχυροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας και του πρωθυπουργικού γραφείου ιδιαίτερα, με χαρακτηριστικό τον νόμο για το λεγόμενο Επιτελικό Κράτος (4622/2019). Ο πρωθυπουργός και το λεγόμενο «Μαξίμου» έχουν ισχυροποιηθεί σημαντικά τόσο σε σχέση με το Υπουργικό Συμβούλιο, την Βουλή, αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον δημόσιας κριτικής, ελέγχου και λογοδοσίας (ΜΜΕ), αποδυναμώνοντας παράλληλα τα υπάρχοντα θεσμικά αντίβαρα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι με τον παραπάνω νόμο τέθηκαν υπό την άμεση εποπτεία του πρωθυπουργού οργανισμοί και υπηρεσίες που παραδοσιακά διατηρούνται σε «απόσταση ασφαλείας» από την εκτελεστική εξουσία, ώστε να επιτελούν ανεξάρτητα και αμερόληπτα το έργο τους. Αυτοί οι οργανισμοί περιλαμβάνουν την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), τον εθνικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ΕΡΤ) και το δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ).

Τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αποτελούν κρίσιμο πυλώνα κάθε δημοκρατίας αφού δεν λειτουργούν μόνο ως αμφίδρομοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ κοινωνικής βάσης και θεσμών, αλλά επιτελούν και μια κρίσιμη λειτουργία ελέγχου και λογοδοσίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία. Επιπλέον, συμβάλλουν στην ενημέρωση των πολιτών με τρόπο που συνεισφέρει στην διαμόρφωση στάσεων, αντιλήψεων και (εκλογικών) συμπεριφορών.

Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, ποικίλες θεσμικές παρεμβάσεις και ένα ευρύτερο σύνολο πρακτικών έχουν οδηγήσει στην διάβρωση της ελευθερίας του τύπου και στην χειραγώγηση της ενημέρωσης. Αυτή η ανησυχητική πορεία καταγράφεται, μεταξύ άλλων, στον σχετικό δείκτη και τις επιμέρους αναφορές των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) και στις εκθέσεις του Παρατηρητηρίου για τον Πλουραλισμό στα Μέσα Ενημέρωσης (EUI).

Από την ακόμα ανεξιχνίαστη δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ, Γιώργου Καραϊβάζ, τις επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών σε «ενοχλητικούς» δημοσιογράφους και τις νομικές απειλές στην ερευνητική δημοσιογραφία με καταχρηστικές αγωγές SLAPP, ως τις αδιαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης των ΜΜΕ με δημόσιο χρήμα κατά την διάρκεια της πανδημίας (βλ. περίφημη «λίστα Πέτσα») και τις βίαιες επιθέσεις αστυνομικών εναντίον δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, οι ενδείξεις ότι η ενημέρωση στην Ελλάδα πάσχει αφθονούν.

Όσο για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας των κρατικών ΜΜΕ, αρκεί μια υπενθύμιση ότι ΕΡΤ και ΑΠΕ-ΜΠΕ τελούν υπό την εποπτεία του ίδιου του πρωθυπουργού, ενώ ο διορισθείς το 2019 πρόεδρος της ΕΡΤ ήταν αμέσως πριν διευθυντής του γραφείου τύπου της Νέας Δημοκρατίας και διευθυντής του γραφείου τύπου του πρωθυπουργού. Όπως συμπεραίνει χαρακτηριστικά το ευρωπαϊκό δίκτυο Media Freedom Rapid Response (MFRR) σε πρόσφατη έκθεση: «Η συστημική κρίση που επηρεάζει την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα έχει επιδεινωθεί από τις προσπάθειες της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να “χειραγωγήσει το μήνυμα” και να ελαχιστοποιήσει τις φωνές όσων την επικρίνουν ή διαφωνούν».

Δεν προκαλεί έκπληξη τελικά ότι η Ελλάδα παραμένει σταθερά και με διαφορά η τελευταία χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον Δείκτη ελευθερίας του Τύπου των RSF (θέση 107 το 2023, 108 το 2022), αρκετά πίσω ακόμα και από χώρες όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία που πλέον εμπίπτουν στην κατηγορία των ανελεύθερων δημοκρατιών. H δραματική διάβρωση της ελευθερίας του τύπου και η υπονόμευση της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ είναι σαφές ότι πλήττουν ευθέως την λειτουργία της λογοδοσίας, τον πλουραλισμό, αλλά και την ελευθερία της έκφρασης, θέτουν προσκόμματα στην ανάπτυξη μιας ενεργούς κοινωνίας πολιτών, ενώ (δυνητικά) υπονομεύουν ακόμα και την ποιότητα των εκλογικών διαδικασιών.

Το υπό εξέλιξη σκάνδαλο γύρω από τις νομότυπες (μέσω ΕΥΠ) και τις παράνομες (μέσω Predator) παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, πολιτικών προσώπων, υψηλόβαθμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και πλήθους άλλων πολιτών, όπως προκύπτει από την δημοσιογραφική έρευνα και την σχετική έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου (PEGA), είναι τυπικό παράδειγμα αυταρχικής πρακτικής. Οι παρακολουθήσεις συνιστούν παραβίαση θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των θιγόμενων πολιτών, αλλά θέτουν και σοβαρό ζήτημα αποχαλίνωσης της εκτελεστικής εξουσίας και εμπλοκής του ίδιου του πρωθυπουργού, αφού έλαβαν χώρα ενόσω η ΕΥΠ βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία του.

Πέρα από τις ίδιες τις παρακολουθήσεις, οι επίμονες προσπάθειες υπονόμευσης της διαφάνειας και της λογοδοσίας γύρω από την υπόθεση, όπως είδαμε με την επίκληση του απορρήτου στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής από εμπλεκόμενα πρόσωπα, το πέρασμα νέας νομοθεσίας που στην πράξη δείχνει να χρησιμοποιείται για να περιορίσει τις δυνατότητες ελέγχου από την αρμόδια ανεξάρτητη Αρχή (ενάντια στις προβλέψεις του Συντάγματος), όπως και η βεβιασμένη και μάλλον αντισυνταγματική αλλαγή της σύνθεσης των μελών της εν λόγω Αρχής, είναι μόνο μερικές από τις πιο ξεκάθαρες ενδείξεις ότι η κυβέρνηση ωθεί τα πράγματα περισσότερο προς την συσκότιση και την συγκάλυψη, παρά προς την διαλεύκανση και την απόδοση ευθυνών.

Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν οι πρόσφατες πρωτοφανείς προσωπικές επιθέσεις του πρωθυπουργού εναντίον του επικεφαλής της ΑΔΑΕ, κάτι που συνιστά ευθεία προσβολή της συνταγματικά κατοχυρωμένης ανεξαρτησίας της Αρχής, αλλά και απόπειρα υπονόμευσης και απονομιμοποίησης στα μάτια της κοινής γνώμης ενός κρίσιμου θεσμικού αντίβαρου στην εκτελεστική εξουσία. Ο ελεγχόμενος, δηλαδή, μοιάζει να τραβά συστηματικά το χαλί κάτω από τα πόδια του ελεγκτή.

Τέλος, επιμένοντας στον πλουραλισμό, τη λογοδοσία αλλά και το ζητούμενο μιας ελεύθερης και δραστήριας κοινωνίας πολιτών, αξίζει να αναφερθεί η επιβολή ενός ειδικού σώματος αστυνομίας εντός των Πανεπιστημίων, κάτι το οποίο δεν συναντάται σε καμία δημοκρατική χώρα της Ευρώπης. Η μόνιμη παρουσία δυνάμεων ασφαλείας στους χώρους των πανεπιστημίων –όπως επιχειρήθηκε και με τα προβλήματα που δημιούργησε– συνιστά ευθεία απειλή για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και την ελεύθερη ανάπτυξη και διακίνηση ιδεών· γι’ αυτό και είναι πρακτική που αποφεύγεται στο πλαίσιο των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών (με ελάχιστες εξαιρέσεις).

Τα πανεπιστήμια, πέρα από την συμβολή τους στην εκπαίδευση των φοιτητριών/ών σε βασικές δεξιότητες, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην διαμόρφωση ελεύθερα και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών, στην ανάπτυξη προωθημένων ιδεών, κριτικού λόγου και καινοτόμων προτάσεων πολιτικής που εδράζονται στην επιστημονική τεκμηρίωση και τον ελεύθερο ακαδημαϊκό διάλογο. Και ενώ το μέτρο αυτό δείχνει στην πράξη να εγκαταλείπετε, έχει ήδη παράγει αποτελέσματα, ενώ έχει επιδράσει και στη δημόσια συζήτηση, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη σχετικά με τον θεσμό του δημόσιου Πανεπιστήμιου.

Πέρα από την πανεπιστημιακή αστυνομία, η σχεδιαζόμενη απόσπαση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ) από την γενική γραμματεία που είναι υπεύθυνη για ζητήματα έρευνας (ΓΓΕΚ) και η υπαγωγή στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας δείχνει να βασίζεται σε εκδικητική διάθεση της κυβέρνησης απέναντι στο αρχαιότερο Ερευνητικό Κέντρο της χώρας και να αποσκοπεί στον πολιτικό του έλεγχο, αφού δεν αιτιολογείται καθόλου από την σκοπιά της προαγωγής της ακαδημαϊκής έρευνας.

Επιπλέον, επιχειρείται χωρίς την σύμφωνη γνώμη ή έστω την διαβούλευση με την επιστημονική κοινότητα και τον άμεσα θιγόμενο φορέα. Δεν είναι τυχαίο, βεβαίως, ότι είχαν προηγηθεί επιθέσεις κυβερνητικών στελεχών προς τους επιστήμονες και το ΕΑΑ συγκεκριμένα κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2023, καθώς οι ανακοινώσεις των τελευταίων σχετικά με τις πυρκαγιές και τα ακραία πλημμυρικά φαινόμενα που έπληξαν τη χώρα εξέθεταν (εμμέσως) αντιφάσεις στο κυβερνητικό αφήγημα, όπως και ανεπάρκειες στον κρατικό μηχανισμό.

Στα παραπάνω μπορεί να προσθέσει κανείς (1) τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στην Δικαιοσύνη, που υπονομεύουν την διάκριση των εξουσιών· (2) την πληθώρα αναφορών σε παράνομες επαναπροωθήσεις στα σύνορα της χώρας –που παραμένουν μάλλον αδιερεύνητες και με αμφίβολη απόδοση ευθυνών– και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων· (3) την υπονόμευση ή και ευθεία στοχοποίηση φορέων της κοινωνίας πολιτών (ΜΚΟ, σωματείων, ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα) από κυβερνητικά στελέχη· (4) την απαξίωση του θεσμού της δημόσιας διαβούλευσης κατά την διαδικασία της νομοθέτησης· (5) την ανησυχητική αύξηση της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας.

Συμπερασματικά

Το εντυπωσιακό, τελικά, όταν εστιάζουμε στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, είναι ότι όποιο κριτήριο και να προτάξουμε, η ζυγαριά δείχνει να γέρνει συστηματικά προς την μεριά της δημοκρατικής διάβρωσης. Και εδώ δεν τίθεται τόσο θέμα αξιολογικής κρίσης όσο απλής εφαρμογής γνωστών και κοινά αποδεκτών κριτηρίων που βρίσκουμε στη σχετική βιβλιογραφία. Δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας διεθνούς σκοτεινής συνωμοσίας το γεγονός ότι σε όλους τους αξιόπιστους συγκριτικούς δείκτες η Ελλάδα ξεχωρίζει για τις αρνητικές της επιδόσεις: στην υγεία της δημοκρατίας (V-Dem), την ελευθερία του τύπου (RSF), τις ελευθερίες του πολίτη και την ευρωστία της κοινωνίας πολιτών (CIVICUS), το κράτος δικαίου (WJP).

Το να κρούει κανείς τον κώδωνα του κινδύνου για την υγεία της δημοκρατίας και την απειλή του αυταρχισμού στην σημερινή Ελλάδα δεν αποτελεί, λοιπόν, προϊόν «υπερβολής» ή «βιασύνης». Είναι κάτι που προκύπτει αβίαστα από την τριβή με τη σχετική βιβλιογραφία, κλασική και σύγχρονη, και από την μελέτη των διαθέσιμων δεδομένων τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκή/παγκόσμια κλίμακα. Δυστυχώς, ο φόβος του πολιτικού χρωματισμού και η επιδίωξη μιας απατηλής «ουδετερότητας» μοιάζουν να υπονομεύουν συστηματικά την σχετική συζήτηση. Αν θέλουμε, όμως, ως κοινωνικοί επιστήμονες, πέρα από αναλυτικά ακριβείς να είμαστε κοινωνικά χρήσιμοι και δημοκρατικά υπεύθυνοι, οφείλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.

Πολιτική Cookies