Αναζητώντας ένα νέο παράδειγμα
Η μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έχει αποτελέσει την αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση σχετικά με τους στόχους, τις προτεραιότητες και τα εργαλεία της οικονομικής πολιτικής. Η πανδημία ενίσχυσε την ανάγκη για τη συζήτηση αυτή, αμφισβητώντας δόγματα και επερωτώντας μονοδρόμους.
Το project Οικονομική Δικαιοσύνη επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να αναλύσει τις τάσεις της παγκόσμιας και ελληνικής οικονομίας, να ανιχνεύσει τις αντιλήψεις που διαμορφώνονται αναφορικά με την οικονομική πολιτική και να διαμορφώσει έναν χώρο διαλόγου για την εναλλακτική οικονομική σκέψη.
Το project ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2022. Επικοινωνία: oikonomiki-dikaiosyni@eteron.org
Οι δείκτες πληθωρισμού που παρατηρούνται στην Ευρώπη και την Ελλάδα, ιδιαίτερα από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης και των συμμάχων της απέναντι στη Ρωσία, είχαν ως αφετηρία την πλευρά της προσφοράς της οικονομίας: οι τιμές της ενέργειας εκτινάχθηκαν, καθώς αυξάνονται οι φόβοι για μια αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης σχετικά με την προμήθεια φυσικού αερίου, όπως και οι τιμές των τροφίμων, δεδομένου ότι μεγάλες ποσότητες σιταριού και λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία είναι σήμερα εγκλωβισμένες στις δύο αντιμαχόμενες χώρες.
Οι συνέπειες του πολέμου έχουν αποσπάσει την προσοχή από άλλες υπαρκτές αιτίες αύξησης του πληθωρισμού. Η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπιζε εμπλοκές και συμφόρηση στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού ακόμη και πριν από τη ρωσική εισβολή (και) λόγω της διακοπής ανά κύματα της οικονομικής δραστηριότητας και διακίνησης εμπορευμάτων σε όλο τον κόσμο εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού. Τα νέα κύματα λοιμώξεων από κορονοϊό που παρατηρούνται ανά τον κόσμο και οι πολιτικές zero-covid στην Κίνα πρακτικά σημαίνουν ότι οι διαταραχές αυτές είναι πιθανό να συνεχιστούν, με αποτέλεσμα υψηλότερες τιμές και χαμηλότερη προσφορά σε σύγκριση με τη ζήτηση για εμπορεύματα. Επιπλέον, οι πολιτικές για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής μέσω μιας μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οδήγησαν σε αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων, με πρόβλεψη για περαιτέρω αυξήσεις. Ωστόσο, η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν συμβαδίζει με τη ζήτηση που υπάρχει για ενέργεια αυτή τη στιγμή.
Η φύση του σημερινού πληθωρισμού ενέχει διάφορους κινδύνους όσον αφορά τη ζήτηση. Τα αγαθά των οποίων η τιμή έχει αυξηθεί περισσότερο αντιστοιχούν σε μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού των νοικοκυριών, ιδίως αυτών με χαμηλότερα εισοδήματα, καθώς χρησιμοποιούνται για βασικές ανάγκες, όπως η θέρμανση των σπιτιών και η διατροφή με βασικά τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του ψωμιού. Δεδομένου ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά έχουν συνήθως λιγότερες αποταμιεύσεις ή περιουσιακά στοιχεία ώστε να καλύψουν τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, που οφείλεται στις υψηλότερες τιμές σε τέτοια βασικά αγαθά, και εφόσον δεν ληφθούν μέτρα πολιτικής για τη στήριξη του εισοδήματός τους, είναι πιθανό να περιορίσουν την κατανάλωσή τους, γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα έχει αντίκτυπο στη ζήτηση.
Από την άλλη, καθώς τα ποσοστά πληθωρισμού που ξεπερνούν κατά πολύ τους στόχους διατηρούνται και εξαπλώνονται σε όλο και περισσότερα εμπορεύματα, οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχουν αρχίσει να αντιστρέφουν τις μέχρι τώρα εξαιρετικά χαλαρές νομισματικές πολιτικές τους, αν και σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία. Το ατυχές είναι ότι η αντιστροφή της χαλαρής στάσης της νομισματικής πολιτικής είναι μάλλον απίθανο να αντιμετωπίσει τις αιτίες του πληθωρισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει τον πληθωρισμό είναι οδηγώντας σε μία προσαρμογή, δηλαδή σε μείωση της ζήτησης για να καλυφθεί η προσφορά, προκαλώντας έτσι ύφεση.
Οι εξελίξεις αυτές υποδηλώνουν ότι υπάρχει ταυτόχρονα κίνδυνος υψηλού πληθωρισμού αλλά και στασιμότητας – ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως στασιμοπληθωρισμός – καθώς η ζήτηση πιθανά θα βρεθεί υπό πίεση, και παράλληλα τα αίτια του πληθωρισμού δεν ελέγχονται από τους φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής.
Το κατά πόσον ο κίνδυνος αυτός θα υλοποιηθεί εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, μια πλήρης διακοπή παροχής ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη πιθανότατα θα οδηγούσε σε περιορισμό της χρήσης του στη βιομηχανία, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής και πιθανές απώλειες θέσεων εργασίας ή/και εργατοωρών. Η Ρωσία έχει ήδη διακόψει την προμήθεια φυσικού αερίου σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και μένει να δούμε αν θα ακολουθήσει αυτή την τακτική και κατά τους επόμενους μήνες.
Οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να αμβλύνουν τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στα εισοδήματα του κόσμου. Αντλώντας από την εμπειρία της πανδημίας και υπολογίζοντας ότι η πορεία απεξάρτησης της Ευρώπης από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα δεν θα έχει ολοκληρωθεί ως τον επερχόμενο χειμώνα, θα μπορούσαν να στηρίξουν προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας και επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις, ώστε αυτές να μπορέσουν να αντέξουν αυτό το προσωρινό, αν και όχι βραχύβιο σοκ.
Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν δημοσιονομικά μέτρα για να στηρίξουν τα νοικοκυριά, ιδίως τα πιο ευάλωτα, έναντι των επιπτώσεων των αυξημένων τιμών ενέργειας και τροφίμων στους πραγματικούς προϋπολογισμούς.
Για να μειωθεί ο δημοσιονομικός αντίκτυπος αυτών των μέτρων, θα μπορούσαν να επιβληθούν φόροι στα έκτακτα κέρδη των εταιρειών καυσίμων. Επιπλέον, κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα μπορούσαν να βοηθήσουν, ιδίως σε χώρες με μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, στη διατήρηση της συνολικής ζήτησης μέσω αυξημένων επενδύσεων, αν και ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί επίσης να έχει αντίκτυπο στην πραγματική αξία των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η στήριξη της ενεργειακής ανακαίνισης των οικιστικών κτιρίων, ιδίως αυτών όπου ζουν νοικοκυρια με χαμηλότερο εισόδημα, θα συμβάλει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στη μείωση των επιπτώσεων του πληθωρισμού στους προϋπολογισμούς τους και άρα και στη ζήτηση για κατανάλωση.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται μέχρι στιγμής να κινείται πιο επιφυλακτικά από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ στο μεταίχμιο ανάμεσα στην ανάληψη δράσης για την αναχαίτιση του πληθωρισμού (και τις προσδοκίες για κάτι τέτοιο), την αποφυγή ενός φραγμού στην ανάκαμψη στην Ευρωζώνη και την αποτροπή ακόμη και του κατακερματισμού στις αγορές κρατικών ομολόγων. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν ενδείξεις για σπιράλ τιμών-μισθών, καθώς οι διαπραγματευόμενοι μισθοί δεν αντιστάθμισαν σε γενικές γραμμές πλήρως τον πληθωρισμό. Για όσο διάστημα δεν προκύπτουν τέτοια σπιράλ, η ΕΚΤ ορθώς διατηρεί αυτήν την ισορροπημένη προσέγγιση. Ωστόσο, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό κρύβει το ενδεχόμενο, αν δεν υπάρξει επαρκής δημοσιονομική στήριξη, οι μισθωτοί να γίνουν πιο μαχητικοί στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν την αγοραστική τους δύναμη μέσω της διαπραγμάτευσης υψηλότερων (ονομαστικών) μισθών. Από την άλλη πλευρά, η αυστηρότερη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ με μεγαλύτερες αυξήσεις επιτοκίων, ενδέχεται να ασκήσει πιέσεις που να οδηγήσουν το ευρώ σε υποτίμηση. Κάτι τέτοιο θα αύξανε τις πιέσεις τόσο στα πραγματικά εισοδήματα όσο και στην ΕΚΤ που λογικά θα έσπευδε να εφαρμόσει πιο αυστηρή πολιτική, ώστε να προστατεύσει τη φήμη της.
Επομένως, αν το δούμε συνολικά, το φάντασμα του στασιμοπληθωρισμού μοιάζει να ξανακάνει την εμφάνισή του πάνω από την Ευρώπη, αν και δεν πρόκειται για βέβαιο συμπέρασμα.