Αν τόσο η αναμέτρηση του δεύτερου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών όσο και το αποτέλεσμά της ήταν προδιαγεγραμμένα, και κατά συνέπεια, πηγή κοινωνικής και πολιτικής δυσφορίας, η εξέλιξη του πρώτου γύρου κλόνισε τη βεβαιότητα της επανάληψης του ίδιου και ανέδειξε ως ενεργές τις κοινωνικές δυνάμεις που ταλανίζονται στη μέγγενη του διπόλου, ή του διδύμου, νεοφιλελευθερισμός – ακροδεξιά.
Ενώ μέχρι τις αρχές του Μάρτη, οι δημοσκοπήσεις δεν έδιναν πάνω από 13% στην Λαϊκή Ένωση, τον εκλογικό σχηματισμό της Ανυπότακτης Γαλλίας, με επικεφαλή τον Ζακ Λυκ Μελανσόν, η τελευταία ανέπτυξε μια αξιοθαύμαστη δυναμική τις τελευταίες βδομάδες πριν τις εκλογές και κατέγραψε μια μεγάλη εκλογική επιτυχία.
Τα ξημερώματα της 11ης Απριλίου, για μία ώρα περίπου, η πιθανότητα να βρεθεί ο Μελανσόν στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών ήταν παρούσα, μέχρι τα τελικά αποτέλεσματα να σφραγίσουν στο 27% για τον Εμμανουέλ Μακρόν, στο 23% για την Μαρίν Λεπέν, και στο 22% για τον Ζαν Λυκ Μελανσόν, αφήνοντας μακριά πίσω τους υπόλοιπους υποψηφίους της Αριστεράς, της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς.
Ηταν ενδεχομένως η εκδίπλωση αυτής της δυναμικής, σε συνδυασμό με την συσσώρευση της εμπειρίας, που αυτή τη φορά οδήγησαν την Ανυπότακτη Γαλλία και τον ίδιο τον Μελανσόν να υποδεχτούν με αξιοπρέπεια το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου, και να δώσουν άμεσα μια νέα, εκλογική, προοπτική, αυτή των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου.
Ο διακηρυγμένος στόχος αυτής της προοπτικής είναι να εκλεγεί πρωθυπουργός ο Μελανσόν, εμποδίζοντας έτσι τον Μακρόν να σχηματίσει κυβέρνηση και να εφαρμόσει την πολιτική του. Μια τέτοια εξέλιξη θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας πολιτικής κρίσης και ίσως και το τέλος της 5ης Δημοκρατίας, προϊόν του πολέμου της Αλγερίας, κατά την οποία ο Πρόεδρος συγκεντρώνει μια σχεδόν απόλυτη εξουσία.
Ένας ενδιάμεσος, κι ίσως πιο ρεαλιστικός στόχος, θα ήταν η συγκρότηση μιας ισχυρής κοινοβουλευτικής ομάδας υπό την ηγεσία του Ζ. Λ. Μελανσόν, στην υπεράσπιση των λαϊκών στρωμάτων και των αγωνιζόμενων κοινωνικών τάξεων.
Σε αυτή τη λογική κινήθηκαν οι διαπραγματεύεις και η τελική συμφωνία για μια διευρυμένη Λαϊκή Ένωση εν όψει των βουλευτικών εκλογών με την συμμετοχή του εναπομείνοντος Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Κόμματος των Πρασίνων και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας.
Μένει να δούμε αν ο νέος, και διευρυμένος, εκλογικός σχηματισμός, από τον οποίο απουσιάζει το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα λόγω των προγραμματικών υποχωρήσεων της Λαϊκής Ένωση προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΣΚ, θα καταφέρει να διατηρήσει και να αναπτύξει περαιτέρω τη δυναμική που εκφράστηκε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης της ψήφου, ο Μελανσόν, πράγματι, κατάφερε να καταλύσει το δίπολο Μακρόν-Λεπέν και να επιβάλλει ένα τριαδικό διαμοιρασμό του πολιτικού πεδίου. Με εξαίρεση την ηλικιακή κατηγορία των νέων όπου έρχεται πρώτος, φαίνεται να έρχεται σταθερά δεύτερος στις διαφορετικές επαγγελματικές και εισοδηματικές κατηγορίες.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την δημοσκόπηση που διεξήγαγε η Ipsos-Sopra Steria, μεταξύ 6 και 9 Απριλίου, σε δείγμα 4.000 ατόμων, ο Ζ. Λ. Μελανσόν έρχεται πρώτος στις προτιμήσεις ψήφου των 15-24 και 25-35 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ηλικιακές κατηγορίες παρουσιάζουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά αποχής της τάξης του 42% και 46% αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τις επαγγελματικές κατηγορίες, ενώ στα στελέχη έρχεται πρώτος ο Μακρόν με 35%, και η Λεπέν ακολουθεί με 12%, στους εργάτες έρχεται πρώτη η Λεπέν με 36% και ο Μακρόν φτάνει το 23%. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Μελανσόν είναι δεύτερος.
Αντίστοιχα, σε ότι αφορά τις εισοδηματικές κατηγορίες, σε όσους αμοίβονται με λιγότερα από τα 1.250 ευρώ του βασικού μισθού έρχεται πρώτη η Λεπέν, δεύτερος ο Μελανσόν, και ακολουθεί ο Μακρόν. Σε όσους αμοίβονται με περισσότερα από 3.000 ευρώ, συμβαίνει το ακριβώς αντίστροφο, με δεύτερο πάντα τον Μελανσόν.
Παρότι ο Μελανσόν ψηφίζεται περισσότερο στις μεγάλες πόλεις και τις περιφέρειές τους, σε γενικές γραμμές, ο τόπος κατοικίας σηματοδοτεί μικρές διαφορές. Οι κοινότητες κάτω των 2.000 κάτοικων ψηφίζουν λίγο περισσότερο Λεπέν, ενώ αυτές των άνω των 20 000, λίγο περισσότερο Μακρόν.
Πέραν όμως αυτών των γενικών και κάπως αναμενόμενων χαρακτηριστικών της ψήφου, το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών για τη Λαϊκή Ένωση είναι προϊόν μιας έντονης κινητοποίησης των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας.
Πρώτα η εμπειρική παρατήρηση, κι έπειτα οι αναλύσεις ψήφου, έδειξαν ότι η μεγάλη και νέα εισροή ψήφων στον Μελανσόν προέρχεται από τους νέους, κυρίως από αυτούς που ψηφίζουν για πρώτη φορά, και από τις λαϊκές γειτονιές και τα προάστια. Κι εκεί η αποχή παραμένει υψηλή, αλλά σε αυτές τις εκλογές, εμφανίζεται μικρότερη από αυτή που σημειώνεται σε εθνικό επίπεδο.
Είναι ενδεικτικό ότι ο Μελανσόν παίρνει 50% στα λαϊκά βόρεια προάστια της Μασσαλίας και στην εξίσου λαϊκή Σεν Σαιν Ντενί της παρισινής περιφέρειας, ενώ το ξεπερνά στην υπερπόντια Γαλλία, στη γαλλική Γουιάνα, τη Μαρτινίκα, και τη Γουαδελούπη όπου η συμμετοχή αυξάνεται συγκριτικά με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων και εν μέρει της νεολαίας αποτέλεσε εξάλλου και το τυφλό σημείο των δημοσκοπήσεων καθώς πρόκειται για κοινωνικές κατηγορίες απομακρυσμένες από την πολιτική. Έπρεπε κάποιος να στήσει αυτί στα πηγαδάκια των νέων, να παρατηρήσει την προεκλογική εκστρατεία στις λαϊκές γειτονιές ή τις ουρές στα εκλογικά κέντρα των τελευταίων τη μέρα των εκλογών για να διαπιστώσει τις διαφορές με τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κινητοποίηση έπαιξαν οι βίαιες ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές επιθέσεις που εξαπέλυσε ο Ζεμούρ σχεδόν σε καθημερινή βάση στα πλατώ των τηλεοράσεων. Η υπερβολική προβολή του τελευταίου από τα κυρίαρχα μίντια όχι μόνο δεν διέσπασε το μπλόκ των υποστηρικτών της Μαρίν Λεπέν, η οποία επέλεξε μια σιωπηρή καμπάνια, αλλά, αντίθετα, διεύρυνε το ακροατήριο και τελικά τους υποστηρικτές της Ακροδεξιάς στη Γαλλία.
Ωστόσο, η ψήφος στον Μελανσόν δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με όρους άμυνας σε μια δεδομένη συγκυρία. Για μια βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικών δυναμικών που εξέφρασε θα πρέπει να πάμε τόσο στις κοινωνικές συγκρούσεις που αναστάλθηκαν από την πανδημία όσο και στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων από την τελευταία.
Κατά αυτή την έννοια, το πρόγραμμα της Λαϊκής Ένωσης, προβλέποντας αυξήσεις μισθών, στήριξη του δημοσίου τομέα και των υπηρεσιών του, μέτρα για το περιβάλλον, τη βία κατά των γυναικών, το ρατσισμό και την ομοφοβία, τη ρήξη με την ΕΕ, την κατάργηση των νόμων για τα εργασιακά και τις συντάξεις που επιβλήθηκαν από το 2016 κι έπειτα, συγκρότησε νόημα για τις διαφορετικές κοινωνικές κατηγορίες που υποστήριξαν το εν λόγω πρόγραμμα, και πολύ περισσότερο για αυτές που συσσωρεύουν περισσότερες από μία από τις παραπάνω προβληματικές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μελανσόν έρχεται πρώτος στους επισφαλείς εργαζόμενους, στις γυναίκες, στη μορφωμένη νεολαία των μεγαλουπόλεων που βλέπει ότι δεν θα καταφέρει ποτέ να αποκτήσει αυτά που απέκτησε η γενιά των γονιών της, αλλά και σε αυτή των λαϊκών γειτονιών που στιγματίζεται, που μαστίζεται από την επισφάλεια και την ανεργία, και που βλέπει τους γονείς της να επιβιώνουν με την προνοιακή σύνταξη έπειτα από δεκαετίες σκληρής δουλειάς.
Η ψήφος στον Μελανσόν αποτελεί μια πολύμορφη, αλλά όχι ετερόκλητη απόρριψη της μορφής που έχει πάρει το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της Γαλλίας, ενώ το ερώτημα της συγκρότησης αυτών των δυνάμεων γύρω από ένα συνεκτικό όραμα κοινωνικού μετασχηματισμού παραμένει ανοιχτό.
Αυτό που θα κριθεί αυτήν την περίοδο είναι η δυνατότητα του διευρυμένου σχήματος να διατηρήσει, αν όχι να αναπτύξει, την κοινωνική δυναμική που έχει διαμορφωθεί αναζητώντας μια ουσιαστική ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη διαχείρηση του κράτους και των εργασιακών σχέσεων, και τις λογικές των συστημικών διακρίσεων και του αυταρχισμού.