Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές της 12ης και 24ης Απριλίου οδήγησαν στην επανεκλογή του Εμανουέλ Μακρόν. Τα εκλογικά αποτελέσματα έχουν συζητηθεί και αναλυθεί εκτενώς, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, λόγω της σημασίας που έχει η η Γαλλία για την Ευρώπη και τον κόσμο, καθώς και της ιδιαίτερης ελληνογαλλικής σχέσης -οι πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις στη Γαλλία θεωρούνται σταθερά σημεία αναφοράς στην Ελλάδα. Με την απόσταση όμως κάποιων ημερών κι ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 12ης Ιουνίου, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε πέντε ερωτήματα που προκύπτουν από τις γαλλικές εκλογές και αφορούν συνολικά τα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα.
Ερώτημα 1: Έχει αναδυθεί ένα νέο πολιτικό σύστημα;
Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και η απίσχνανση των δύο παραδοσιακών κομμάτων της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας έχουν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων (ή μόνο προσωπικοτήτων;) που εξελίσσονται σε πυλώνες του πολιτικού συστήματος. Αρκεί μια ματιά στα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των τριών τελευταίων προεδρικών εκλογών για να φανεί η αλλαγή που έχει συντελεστεί.
Βλέπουμε λοιπόν ότι μέσα σε μια δεκαετία το εκλογικό σκηνικό άλλαξε τελείως. Από ένα λίγο-πολύ σύστημα δύο πόλων (Κεντροαριστεράς-Κεντροδεξιάς) φαίνεται ότι περνάμε σε ένα τρικομματικό ή τριπολικό πολιτικό σύστημα στο οποίο δεν έχουν κεντρικό ρόλο τα πρώην κόμματα εξουσίας. Η αλλαγή γίνεται ακόμα πιο καθαρή αν λάβουμε υπόψη μας ότι η υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων, Βαλερί Πεκρές, πήρε στις πρόσφατες εκλογές 4,78% και η υποψήφια των Σοσιαλιστών, Αν Ινταλγκό, μόλις 1,26%.
Η ερευνητική ομάδα Quantité Critique 1 επισημαίνει: “Με τις εκλογές αυτές, συνεχίζεται η διαδικασία ανασύνθεσης του εκλογικού πεδίου, που ξεκίνησε το 2017, προς μια τριχοτόμησή του μεταξύ της άκρας Δεξιάς, της φιλελεύθερης Δεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς”. Η ερευνητική ομάδα κάνει δε λόγο για εμβάθυνση της τριμερούς διαίρεσης του πολιτικού συστήματος.
Ωστόσο, θα πρέπει να κρατήσουμε ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με το αν έχουμε αφήσει οριστικά πίσω το παλιό πολιτικό σύστημα της Γαλλίας. Ο ακτιβιστής-ερευνητής, Κριστόφ Αγκιτόν, στην ανάλυση που έγραψε για τις Όψεις | Γαλλικές Εκλογές παρατηρεί ότι κόμματα των τριών πρώτων υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές “δεν ασκούν σημαντική επιρροή στις μεγαλύτερες πόλεις, αλλά ούτε σε τοπικό, περιφερειακό συλλογικό επίπεδο – το αντίθετο δηλαδή από τα παραδοσιακά κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (ΚΚΓ), οι Ρεπουμπλικάνοι ή οι Πράσινοι, που έχουν πιο σημαντικά δίκτυα ψηφοφόρων σε τοπικό επίπεδο”. Αυτή η αντοχή των παραδοσιακών κομμάτων στο επίπεδο της τοπικής εκπροσώπησης φάνηκε στη συμφωνία Μελανσόν-Σοσιαλιστών για την κοινή κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές. Η συμφωνία δίνει στους υποψηφίους των Σοσιαλιστών 70 περιφέρειες (εκ των οποίων οι 30 μπορούν να κερδηθούν), που είναι πολύ περισσότερες από ό,τι θα αντιστοιχούσε σε εκλογικό αποτέλεσμά τους.2
Έχει ενδιαφέρον να δούμε αν αυτό το πρωτότυπο τριπολικό σύστημα μπορεί να έχει διάρκεια στο χρόνο ή θα επιστρέψουμε σε κάποιου είδους δικομματισμό/διπολισμό.
Ερώτημα 2. Αρχηγοί χωρίς κόμματα;
Το νέο πολιτικό σύστημα που φαίνεται ότι αναδύεται, αποτελείται από πολιτικές προσωπικότητες των οποίων τα κόμματα είναι πολύ αδύναμα ή τουλάχιστον πολύ πιο αδύναμα από τα παραδοσιακά κόμματα; Ο καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο, Γεράσιμος Μοσχονάς, στο podcast που κάναμε για τις Όψεις | Γαλλικές Εκλογές τονίζει ότι παραδοσιακά το γαλλικό προεδρικό σύστημα ευνοεί τις “πολιτικές προσωπικότητες”. Προσθέτει ότι τα τελευταία χρόνια το μέγεθος των κομμάτων περιορίζεται. Μολονότι οι παρατηρήσεις Μοσχονά φαίνονται ακριβείς, ενδέχεται να έχει γίνει ένα βήμα παραπάνω στην κατεύθυνση της αποδυνάμωσης των κομμάτων.
Αναφερόμενος στα “Η Δημοκρατία Προχωρά Μπροστά!” (Μακρόν) “Εθνική Συσπείρωση” (Λεπέν) και “Ανυπόταχτη Γαλλία” (Μελανσόν) ο Κριστόφ Αγκιτόν χρησιμοποιεί τον όρο “προσωποπαγή κόμματα” . Υπογραμμίζει δε ότι “μπορεί αυτού του τύπου τα προσωποπαγή κόμματα (“κόμματα του ενός αρχηγού”) να αποτελούν χρήσιμα εργαλεία προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές, ωστόσο δεν καταφέρνουν να οδηγήσουν στη δημιουργία μιας σταθερής βάσης μάχιμων δικτύων ούτε να φέρουν αποτελέσματα σε επίπεδο νομαρχιακών/ δημοτικών εκλογών”.
Μιλώντας για την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, ο Στάθης Κουβελάκης υποστηρίζει:3 “ Η απουσία τοπικών ερεισμάτων δεν προκύπτει ούτε κατά λάθος ούτε ως αποτέλεσμα μιας καθυστέρησης στην ανάπτυξη – είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής, που εφαρμόζεται απαρέγκλιτα τα τελευταία πέντε χρόνια: του “αέριου” μοντέλου οργάνωσης, που είναι καθετοποιημένο, ενώ είναι ταυτόχρονα και προεκλογικό και επικεντρωμένο σε ένα μόνο ψηφοδέλτιο, και ασχολείται με την “οργάνωση της αποδιοργάνωσης”, για να χρησιμοποιήσουμε την οξύμωρη διατύπωση του Μανουέλ Σερβερά-Μαρζάλ”.
Επομένως, φαίνεται ότι δεν μιλάμε απλώς για αντικατάσταση των παλιών κομμάτων-πυλώνων του πολιτικού συστήματος, αλλά για την ανάδυση ενός νέου τύπου κόμματος που μοιάζει περισσότερο με μια εκλογική συσπείρωση, παρά με τις “σκληρές δομές” του παρελθόντος που απλώνονταν σε κάθε γειτονιά, παρεμβαίνοντας στην καθημερινοτητα. Είναι ανοιχτό βέβαια αν αυτό το νέο κομματικό μοντέλο μετεξελιχθεί στην πορεία.
Ερώτημα 3: Η “στρατηγική του Κέντρου” του Μακρόν έχει φτάσει στο όριο της;
Από μια σκοπιά, το ερώτημα μοιάζει άτοπο. Με 58,55% έναντι 41,45% της Λεπέν, ο Μακρόν κατήγαγε στον δεύτερο γύρο μια μεγάλη νίκη. Συγκρίνοντας μάλιστα τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, διαπιστώνουμε ότι έχει αυξήσει τα ποσοστά του σχεδόν κατά 4 μονάδες, παίρνοντας 27,85% έναντι 24,1% το 2017. Εκ πρώτης όψεως, η “στρατηγική του Κέντρου” του Μακρόν η οποία έχει σα βάση στο προεδρικό σύστημα των δύο γύρων, φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά. Όποιος και αν αντιμετώπιζε στον δεύτερο γύρο, ο Μακρόν θα κέρδιζε -αν και με τον Μελανσόν κατά πάσα πιθανότητα θα δυσκολευόταν περισσότερο.
Ωστόσο, με μια προσεκτική ματιά η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη. Κατ΄αρχάς, η πρώτη ένδειξη για το ότι ακτινοβολία του Μακρόν περιορίζεται, είναι αυτό καθαυτό το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου. Το 2017 ο Μακρόν κέρδισε με 66,10% έναντι 33,90%, ενώ τώρα με 58,55% έναντι 41,45%. Η διαφορά των 33 μονάδων έγινε 17. Επιπλέον, με 38,52% επί των εγγεγραμμένων, ο Μακρόν είναι ο Πρόεδρος που εκλέχτηκε με το μικρότερο ποσοστό από το 1969, όταν το πολύ ισχυρό τότε Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας είχε καλέσει σε αποχή στον δεύτερο γύρο.4
Σε σχέση με το 2017, ο Μακρόν χάνει σχεδόν 2 εκατομμύρια ψήφους και η Λεπέν ανεβαίνει κατά 2,6 εκατομμύρια. Περίπου το ⅓ του εκλογικού σώματος αρνήθηκε το δίλημμα Μακρόν ή Λεπέν. Το 45% όσων ψήφισαν Μακρόν στον δεύτερο γύρο, το έκαναν για να φράξουν τον δρόμο στη Λεπέν.5 Η μεγάλη πλειονότητα αυτών που μετακινήθηκαν στον δεύτερο γύρο από τους προοδευτικούς υποψηφίους προς τον Μακρόν δεν το έκαναν για λόγους προγραμματικής/ιδεολογικής συγγένειας αλλά για να εμποδίσουν τη νίκη της Ακροδεξιάς. Είναι ενδεικτικός άλλωστε ο τίτλος της έρευνας του Ινστιτούτου IPSOS: Δεύτερος γύρος: μια ψήφος χωρίς ενθουσιασμό.6
Εν ολίγοις, η παλιά πολιτική γοητεία του Μακρόν μοιάζει να έχει ξεθωριάσει. Για την ακρίβεια, ο Γάλλος Πρόεδρος φαίνεται ότι έχει αποξενωθεί από τους ψηφοφόρους της Αριστεράς. Σύμφωνα με την ομάδα Quantité Critique o Μακρόν εκφράζει πλέον πολύ περισσότερο την Κεντροδεξιά παρά την Κεντροαριστερά: “Από τους ψηφοφόρους του Φρανσουά Φιγιόν του 2017, το 39% ψήφισε στον πρώτο γύρο του 2022 τον Μακρόν, ενώ μόνο το 21% επέλεξε την (υποψήφια των Ρεπουμπλικάνων) Βαλερί Πεκρές, η οποία έλαβε μόνο 4,78% των συνολικών ψήφων. Αντίστοιχα, το 47% των ψηφοφόρων του Νικολά Σαρκοζί του 2012 ψήφισε τον απερχόμενο πρόεδρο το 2022. Η στροφή του Μακρόν προς το δεξιό εκλογικό ακροατήριο αντισταθμίζει τις απώλειές του στο αριστερό τμήμα της εκλογικής του βάσης. Το 2017 ήταν η πρώτη επιλογή όσων δήλωναν υποστηρικτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή των Πρασίνων, θέση από την οποία τον εκτόπισε το 2022 ο Μελανσόν. Το σύμπλεγμα των ψηφοφόρων του Μακρόν γέρνει επομένως όλο και περισσότερο προς τα δεξιά, σύμφωνα και με όσα καταγράφηκαν στις ενδιάμεσες εκλογές.”7
Φαίνεται λοιπόν ότι το “Κέντρο” του Μακρόν εξελίσσεται σε μια πιο τυπική “Κεντροδεξιά”. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι ο Μακρόν δεν μπόρεσε να διαμορφώσει το πολιτικό τοπίο στη βάση ενός διπολισμού, όπου ο ίδιος θα εξέφραζε τόσο την Κεντροαριστερά όσο και την Κεντροδεξιά. Επομένως, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την εκτίμηση ότι “η στρατηγική του Κέντρου” έχει φτάσει στο όριο της και λογικά θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί.
Ερώτημα 4: Μέχρι που μπορεί να φτάσει η Ακροδεξιά
Στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών η Μαρίν Λεπέν ηττήθηκε καθαρά με 17 μονάδες διαφορά. Η δημοκρατική κινητοποίηση ενάντια στην Ακροδεξιά παραμένει ισχυρή, αν και λιγότερο από ό,τι στο παρελθόν, Ας δούμε συγκριτικά τα αποτελέσματα στον δεύτερο γύρο όταν συμμετέχει η Ακροδεξιά:
Την τελευταία εικοσαετία, το 17,79% του πατέρα Λεπέν έγινε από την κόρη Λεπέν 41,45%. Η διαφορά γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή αν λάβουμε υπόψη ότι το 2002 το 17,79% του δεύτερου γύρου το 2002 προήλθε από ένα 16,86% στον πρώτο γύρο -στην πράξη στο δεύτερο γύρο η Ακροδεξιά δεν είχε κερδίσει ψήφους από άλλους χώρους. Το 2022 το 23,15% του πρώτου γύρου έγινε στον δεύτερο 41,45%, δείχνοντας ότι η Λεπέν έχει απήχηση και σε σημαντικό τμήμα ψηφοφόρων άλλων κομμάτων. Η Lucie Delaporte δίνει ένα ακόμα αξιοσημείωτο στοιχείο που δείχνει πόσο έχει επεκταθεί η δύναμη της Ακροδεξιάς. Από τα 4,5 εκατομμύρια ψήφους του Ζαν Μαρί Λεπέν το 1995 περάσαμε φέτος στα 13 εκατομμύρια.8 Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο ζοφερή, αν στο 23,15% της Λεπέν στον πρώτο γύρο προσθέσουμε το 7,07% του (ακόμα πιο ακραίου) Ερίκ Ζεμούρ. Με ένα 30,22% η Ακροδεξιά πέτυχε ένα ιστορικό υψηλό στις γαλλικές εκλογικές αναμετρήσεις
Από τις έρευνες προκύπτει ότι το Νο1 θέμα για τους/τις ψηφοφόρους ήταν η αγοραστική δύναμη, σύμφωνα με την έρευνα του IPSOS.9 Το 58% των ερωτηθέτων της έρευνας προέκρινε ως βασικό θέμα των εκλογών την αγοραστική δύναμη. Στους ψηφοφόρους της Λεπέν το ποσοστό έφτασε το 69%. Δηλαδή η Λεπέν (συγκριτικά με το 2017) αύξησε τα ποσοστά της από 21,30% σε 23,15% στον πρώτο γύρο και από 33,90% σε 41,44% στον δεύτερο γύρο, σε μια εκλογή στην οποία δεν ήταν κυρίαρχη η παραδοσιακή ατζέντα της Ακροδεξιάς, δηλαδή η μετανάστευση και η ασφάλεια, αλλά η αγοραστική δύναμη, ένα ζήτημα που θεωρείται προνομιακό για την Αριστερά.
Ο ιστορικός, Ροζέ Μαρτελί, στην ανάλυσή του που δημοσιεύουμε στις Όψεις | Γαλλικές Εκλογές, επισημαίνει ότι στον πρώτο γύρο “η Λεπέν έχει επιρροή σε Δήμους (πάνω από 12 εκατομμύρια συνολικά) όπου οι εργάτες και οι υπάλληλοι ξεπερνούν το 60% των ενεργών ψηφοφόρων, χωρίς να ξεπερνά τον Μακρόν”.10 Σύμφωνα με την έρευνα του IPSOS, την Λεπεν ψήφισε το 80% όσων δηλώνουν δυσαρεστημένοι από τη ζωή και το 65% όσων θεωρούν ότι ανήκουν σε μη προνομιούχα περιβάλλοντα.11 Στο έξοχο “Επιστροφή στη Ρενς”, ο Ντιντιέ Εριμπόν ρίχνει φως στη διαδικασία μέσα από την οποία σημαντικό τμήμα των εργατικών/λαϊκών στρωμάτων μεταστράφηκε στην Ακροδεξιά. Μια διαδικασία που φαίνεται ότι βρίσκεται ακόμα σε σε εξέλιξη και συνδέεται ευθέως με την εγκατάλειψη από την κυβερνώσα Αριστερά του “Κοινωνικού Ζητήματος”.12
Χωρίς αμφιβολία, το άνοιγμα της Λεπέν στην “κοινωνική ατζέντα” του λαϊκού εισοδήματος την ωφέλησε και της άνοιξε νέα ακροατήρια. Η δε παρουσία του Ζεμούρ στα δεξιά της της έδωσε ένα τεκμήριο (δήθεν) μετριοπάθειας. Επιπρόσθετα, ας λάβουμε υπόψη την παρατήρηση της καθηγήτριας εγκληματολογίας, Αναστασίας Τσουκαλά, στην ανάλυση της που δημοσιεύουμε στις Όψεις | Γαλλικές Εκλογές: “Τα αλλεπάλληλα πλήγματα (ΣτΣ απο τις γαλλικές κυβερνήσεις) στις ατομικές ελευθερίες αντέστρεψαν τις μέχρι τότε καθιερωμένες θέσεις του θεματοφύλακα και του αντίπαλου της αστικής δημοκρατίας, με τη Μαρίν Λεπέν να επωμίζεται ρητορικά τον ρόλο του προασπιστή της δημοκρατίας, καταγγέλλοντας τις σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του γαλλικού λαού”.
Δεδομένων λοιπών των ανοιγμάτων που κάνει η Λεπέν, της απήχησης που έχει έτσι κι αλλιώς η ρατσιστική/ξενοφοβική ρητορεία της, καθώς και της κοινωνιολογικής ταυτότητας του εκλογικού σώματός της, το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι η Ακροδεξιά μπορεί να τα πάει ακόμα καλύτερα σε μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Ερωτηση 5η: Συγκροτεί ο Μελανσόν ένα καινούργιο μοντέλο για την Αριστερά;
Το εγχείρημα του Μελανσόν τάραξε τα νερά, τόσο με το καλό αποτέλεσμά του στις προεδρικές εκλογές όσο και με το ενωτικό κατέβασμα της Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογές της 12ης Ιουνίου υπό τη σκέπη της Νέας Λαϊκής Οικολογικής και Κοινωνικής Ένωσης.. Ενώ η Αριστερά βρισκόταν στο περιθώριο, τώρα μπήκε πάλι στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Είναι ενδεικτικός ο τίτλος του σχολίου του κορυφαίου δημοσιογράφου και διευθυντή του MEDIAPART, Εντί Πλενέλ: “Η απρόσμενη ευκαιρία της ένωσης της Αριστεράς”.13 Ο Πλενέλ κάνει λόγο για μια “αναπάντεχη και ανέλπιστη δυναμική” που μπορεί να οδηγήσει στη “συγκατοίκηση”, δηλαδή σε ένα πρωθυπουργό (εν προκειμένω τον Μελανσόν) διαφορετικής παράταξης από αυτήν του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Συγκρίνοντας τα αποτελέσματα του 2017 και του 2022 η άνοδος του Μελανσόν δεν φαίνεται εντυπωσιακή. Από το 19,58% πέρασε στο 21,95%. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το το 2017 ο Μελανσόν είχε την υποστήριξη του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου ο υποψήφιος, Πιερ Ρουσέλ, πήρε στις φετινές προεδρικές εκλογές 2,28%. Οι υποψήφιοι Πρασίνων και Σοσιαλιστών (Ζαντό και Ινταλγκό) αθροίζουν 6,38%, ακριβώς το ίδιο δηλαδή με το αποτέλεσμα του κοινού τους υποψηφίου Μπενουά Αμον το 2017 (6,36%). Συνολικά η άνοδος του μπλοκ της Αριστεράς είναι 4,65%. Το +4,65% είναι καλή επίδοση αλλά όχι εντυπωσιακή. Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι ότι αν η Αριστερά κατέβαινε ενωμένη στις προεδρικές εκλογές ή αν έστω το ΚΚΓ υποστήριζε τον Μελανσόν, αυτός θα περνούσε στον δεύτερο γύρο, αφήνοντας έξω την Λεπέν. Συσχετίζοντας με όσα ήδη είπαμε για τη “στρατηγική του Κέντρου”, προκύπτει ότι μετά από μια πενταετία Μακρόν, η Αριστερά όχι μόνο δεν εξατμίστηκε όπως πολλοί “προέβλεπαν”, αλλά επέστρεψε στο προσκήνιο.
Αυτή η επιστροφή θα ήταν ανέφικτη χωρίς την ενότητα των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων. Η αρχή έγινε στις προεδρικές εκλογές όπου η υποψηφιότητα Μελανσόν μπήκε υπό τη σκέπη της “Λαϊκής Ενότητας” και όχι της “Ανυπότακτης Γαλλίας”, προκειμένου να συμπεριληφθούν προσωπικότητες της Αριστεράς και των κινημάτων, όπως η Ορελί Τρουβέ.14 Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τη δυναμική του εκλογικού αποτελέσματος, ο Μελανσόν μπόρεσε να συνάψει συμφωνίες για κοινή εκλογική κάθοδο με τους Οικολόγους, τους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές -ειδικά η συμφωνία με τους τελευταίους αποτέλεσε τη μεγάλη έκπληξη.
Είναι η τέταρτη φορά που η γαλλική Αριστερά συμμαχεί σε εκλογική μάχη. Ο Ροζέ Μαρτελί υπενθυμίζει ότι οι προηγούμενες απόπειρες (1934 Λαϊκό Μέτωπο, 1972 Κοινό Πρόγραμμα, 1997 Πληθυντική Αριστερά) εκτός από τα προφανή κοινά σημεία τους, είχαν και ουσιαστικές διαφορές, τόσο ως προ το πολιτικό περιεχόμενο όσο και ως προς τη μορφή της συμμαχίας.15 Στην τρέχουσα συμμαχία (Νέα Λαϊκή Οικολογική και Κοινωνική Ένωση) πέρα από την από κοινού κάθοδο από τον πρώτο γύρο των εκλογών, παρατηρούμε μια σημαντική καινοτομία. Εν αντιθέσει με το παρελθόν, το πιο ριζοσπαστικό κόμμα της συμμαχίας (δηλαδή ο σχηματισμός του Μελανσόν) έχει την αδιαμφισβήτητη ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία.
Ο Κριστόφ Αγκιτόν παρατηρεί: “Αυτή η πράσινη συμμαχία δεν χτίστηκε εύκολα, ειδικά όσον αφορά το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Τα εκλογικά ποσοστά του Ζαν-Λυκ Μελανσόν τού επέτρεψαν να αξιοποιήσει τον συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του για να επιβάλλει ένα φιλόδοξο κοινωνικό και οικολογικό πρόγραμμα. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έρχεται σε ρήξη με προηγούμενες θέσεις των Σοσιαλιστών και η στήριξή του από την πλειοψηφία του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι ενδεικτική της αντίθεσης των νέων στελεχών του προς τους παλαιότερους επικεφαλής του, όπως τον Φρανσουά Ολάντ, που είχε εκλεγεί πρόεδρος το 2012, αλλά και της εξέλιξης που έχει επέλθει σε ένα κόμμα που υπήρξε ισχυρότατο στο παρελθόν αλλά πλέον έχει αποδυναμωθεί σημαντικά”.
Θα λειτουργήσει αποτελεσματικά αυτή η συμμαχία που ηγεμονεύεται από τη ριζοσπαστική πτέρυγά της; Θα μπορέσει επίσης να επανασυνδέσει την Αριστερά με τα λαϊκά στρώματα από τα οποία έχει αποξενωθεί τα τελευταία χρόνια; Οι πρώτες δημοσκοπήσεις είναι πολύ θετικές για τον Μελανσόν, αλλά έχουμε ακόμα δρόμο μέχρι τις κάλπες. Αν τελικά τα καταφέρει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα δημιουργήσει ένα καινούργιο πολιτικό παράδειγμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Σημειώσεις