Πολλές αναλύσεις της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης στη Γαλλία υπογραμμίζουν την επιρροή που ασκεί στη διακυβέρνηση της χώρας η μακρόχρονη παρουσία και διαρκής άνοδος της ακροδεξιάς. Οι αναλύσεις αυτές –θεωρητικές, δημοσιογραφικές, ή βασισμένες σε απόψεις ψηφοφόρων– εκλαμβάνουν ως δεδομένο το αξίωμα ότι η πίεση που ασκεί η ακροδεξιά στα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα προκαλεί μια κλιμακούμενη διολίσθηση του πολιτικού πεδίου προς τα δεξιά.
Κατ’ αυτή την άποψη, η διολίσθηση εντείνεται από το γεγονός ότι η Μαρίν Λεπέν έχει αμβλύνει τις πλέον κατακριτέες όψεις της ιδεολογίας της παράταξής της, επιδιώκοντας να προσεγγίσει, φαινομενικά τουλάχιστον, τη λεγόμενη σκληρή Δεξιά ώστε να καταστεί εκπρόσωπος μιας mainstream πολιτικής παράταξης.
Ταυτόχρονα, όπως έχει παρατηρηθεί σε πολλά άλλα κράτη, η παράταξή της επωφελείται από τη συντηρητικοποίηση πολλών κοινωνικών στρωμάτων που, έχοντας εκπέσει σε καθεστώς εξαθλίωσης ή μόνιμης επισφάλειας, αισθάνονται προδομένα από το παλαιό δικομματικό πολιτικό σύστημα, αιωρούνται χωρίς σημεία αναφοράς και στρέφονται προς την παράταξη εκείνη που, ρητορικά έστω, ενδιαφέρεται για το μέλλον τους –εν προκειμένω την ακροδεξιά.
Στη σημερινή αβεβαιότητα της νεοφιλελεύθερης ρευστότητας, η ακροδεξιά αντιδιαστέλλει την καθησυχαστική εικόνα ενός κόσμου σταθερού, ικανού να εγγυηθεί ένα καλύτερο μέλλον για τους τωρινούς ή μελλοντικούς απόκληρους. Θεωρείται επομένως ότι, δρώντας υπό τη σκιά αυτής της απειλής, οι κυβερνώντες προσπαθούν να αποδυναμώσουν την εκλογική βάση της ακροδεξιάς εντάσσοντας στην ατζέντα τους ολοένα και περισσότερα από τα αιτήματά της. Καθώς δε είναι απρόθυμοι να ανακόψουν τις ολέθριες συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού, τείνουν να αντισταθμίσουν το έλλειμμα της προσωπικής και κοινωνικοοικονομικής ασφάλειας ενισχύοντας την εσωτερική ασφάλεια.
Αν και φαινομενικά εύλογο, το αξίωμα αυτό δεν είναι αυταπόδεικτο. Εάν ίσχυε, θα σήμαινε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα τα κυβερνώντα κόμματα αδυνατούν να αντιληφθούν ότι, μεταξύ παρεμφερών πολιτικών θέσεων, οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν “το πρωτότυπο και όχι το αντίγραφο”, όπως είχε εύστοχα δηλώσει ο Ζαν-Μαρί Λεπέν το 1990. Δεδομένης της συνεχούς ανόδου της ακροδεξιάς, αυτό, με τη σειρά του, θα σήμαινε ότι τα κόμματα αυτά όχι μόνο αδυνατούν να ερμηνεύσουν ορθά τα αλλεπάλληλα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογικών αναμετρήσεων από το 2002 και μετά, αλλά αδυνατούν ακόμα και να συνειδητοποιήσουν ότι η υιοθέτηση ακροδεξιών θέσεων νομιμοποιεί, κανονικοποιεί και, τελικά, ενισχύει την ακροδεξιά.
Το αξίωμα αυτό θα σήμαινε επίσης ότι η διαρκής ενίσχυση του μηχανισμού καταστολής είναι κατά κύριο λόγο απόρροια μιας αντισταθμιστικής στρατηγικής, η οποία εφαρμόζεται συστηματικά, προσεγγίζοντας ή υιοθετώντας ακροδεξιές θέσεις, παρά τον εμφανή κίνδυνο της τελικής απώλειας της εξουσίας από τους εκάστοτε κυβερνώντες.
Εάν αμφισβητήσουμε αυτή την εικόνα του μακροχρόνιου διακομματικού ανορθολογισμού και του εγκλωβισμού σε μια κατ’ επίφαση αντισταθμιστική πολιτική, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η προώθηση αυτής της ερμηνείας της πραγματικότητας υποκρύπτει ορισμένα από τα αληθινά αίτια των μετασχηματισμών του πολιτικού πεδίου: τον εγγενή αυταρχισμό του νεοφιλελευθερισμού και τη ριζική αναδιάρθρωση του πεδίου της εσωτερικής ασφάλειας βάσει της ιδίας δυναμικής του.
Ως προς το πρώτο αίτιο, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι η εξ ορισμού μη ανθρωποκεντρική φύση του νεοφιλελευθερισμού, με τις συνεπακόλουθες ολέθριες συνέπειες της εφαρμογής του, εμπεριέχει έναν διττό αυταρχισμό. Τον πρωτογενή αυταρχισμό της καθεαυτής ιεράρχησης των συμφερόντων μιας ολιγαρχίας πάνω από το κοινό καλό και τον δευτερογενή αυταρχισμό που απαιτείται για την επιβολή αυτής της ιεράρχησης μέσω της καταστολής προκειμένου να καμφθούν οι λαϊκές αντιστάσεις. Ως προς το δεύτερο αίτιο, αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι οι μετασχηματισμοί του πεδίου ασφάλειας, που έχουν δρομολογηθεί από τη δεκαετία του 1980 στην ηπειρωτική Ευρώπη, χαρακτηρίζονται από μια παρεμφερή μη ανθρωποκεντρική φιλοσοφία, η οποία επιπλέον τείνει να αποκοπεί από την υπαρκτή πραγματικότητα.
Στο βαθμό που ο κατασταλτικός μηχανισμός αποκλίνει ολοένα και περισσότερο από την έννοια της διαχείρισης του κινδύνου που προκύπτει από την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης από ένα δράστη, η ενοχή του οποίου αποδεικνύεται δικαστικά βάσει αποδείξεων, για να διαρθρωθεί γύρω από την έννοια του εν δυνάμει κινδύνου που απορρέει από την πιθανή τέλεση ενός αδικήματος από άτομο που επιτηρείται και ενδεχομένως τιμωρείται ως ύποπτο λόγω της υπαρκτής ή πιθανολογούμενης σχέσης του με ομάδες υψηλού κινδύνου, οι μέχρι πρότινος προστατευτικές δικονομικές εγγυήσεις καθίστανται ανενεργές διότι δεν είναι πλέον συμβατές με τον συλλογικό και μη εγγεγραμμένο στην υπαρκτή πραγματικότητα στόχο της καταστολής.
Η σύζευξη του εγγενούς αυταρχισμού της καταστολής με την τεχνολογία, που της επιτρέπει να διαχειριστεί αποτελεσματικότερα την εικονική πραγματικότητα στην οποία εφεξής εντάσσει τα μέλη των στοχοποιημένων ομάδων υψηλού κινδύνου, ανοίγει απεριόριστους ορίζοντες σε έναν περαιτέρω αυταρχισμό, απαλλαγμένο από τα όρια του ανθρωποκεντρικού κράτους δικαίου. Η αναδιαμόρφωση των σχέσεων πολίτη-Πολιτείας διαφαίνεται μέσα από την ανάπτυξη πολυάριθμων μορφών επιτήρησης όλου του πληθυσμού ή στοχοποιημένων ομάδων και μέσα από τη διαρκή διεύρυνση της εξουσίας των αστυνομικών δυνάμεων.
Αυτός ο διφυής πολυεπίπεδος αυταρχισμός και η συνεπακόλουθη συρρίκνωση της αστικής δημοκρατίας αποτυπώνονται στο πεδίο της εσωτερικής ασφάλειας μέσω της νομοθεσίας και της αστυνομικής καταστολής. Οι εν εξελίξει μετασχηματισμοί του πολιτικού πεδίου αναδεικνύονται σαφώς αν ανατρέξει κανείς στα σχετικά μέτρα που υιοθετήθηκαν στις δύο προηγούμενες προεδρικές θητείες, από το 2012 και μετά.
Κλιμακούμενος νομοθετικός αυταρχισμός
Επί της θητείας του Φρανσουά Ολλάντ, υιοθετήθηκε το 2015 ένας από τους πιο ελευθεροκτόνους νόμους του 21ου αιώνα, ο οποίος νομιμοποίησε τις λεγόμενες γκρίζες πρακτικές επιτήρησης, επιτρέποντας στις κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών να κάνουν νόμιμα ό,τι μέχρι πρότινος έκαναν παράνομα, χωρίς ωστόσο να προσδιοριστούν σαφώς οι επιδιωκόμενοι σκοποί αυτών των διευρυμένων μορφών επιτήρησης.
Το 2016, δημιουργήθηκε ένα κεντρικό ηλεκτρονικό αρχείο με σκοπό τη συγκέντρωση όλων των προσωπικών δεδομένων που αναγράφονται στις ταυτότητες, στα διαβατήρια και στα βιομετρικά έγγραφα περίπου 60 εκατομμυρίων πολιτών. Παρά τις έντονες αντιδράσεις όλων των δικαιωματικών χώρων, το 2018 η δημιουργία του αρχείου εγκρίθηκε οριστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το 2017, διευρύνθηκαν οι κανόνες χρήσης πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς για να εξομοιωθούν με αυτούς της χωροφυλακής, προκαλώντας τις σφοδρές κριτικές πολλών δικαιωματικών οργανώσεων. Επί Ολλάντ επίσης, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του 2015, κηρύχθηκε η χώρα προσωρινά σε κατάσταση ανάγκης. Αυτό το καθεστώς εξαίρεσης, που παρέχει ιδιαίτερα διευρυμένες εξουσίες στον κατασταλτικό μηχανισμό, παρατάθηκε επανειλημμένως και τελικά εντάχθηκε μόνιμα στο δικαιικό σύστημα το 2017, στην πρώτη θητεία του Εμανουέλ Μακρόν.
Επί Μακρόν, το 2019 ψηφίστηκε ο “κουκουλονόμος”, που προβλέπει ποινή φυλάκισης ενός έτους και πρόστιμο 15.000 ευρώ σε όποιο άτομο καλύπτει έστω και μερικώς το πρόσωπό του σε διαδήλωση. Το 2020, μεταβλήθηκαν τρία ηλεκτρονικά αρχεία της αστυνομίας και της χωροφυλακής, όπου συγκεντρώνονταν πληροφορίες για άτομα επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη, ώστε να περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα επικίνδυνα για την κρατική ασφάλεια και πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη συνδικαλιστική δράση των πολιτών.
Το 2021, ψηφίστηκε ένας νόμος που διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της βιντεοεπιτήρησης και νομιμοποίησε τη χρήση drones από την αστυνομία. Αυτά τα αλλεπάλληλα πλήγματα στις ατομικές ελευθερίες αντέστρεψαν τις μέχρι τότε καθιερωμένες θέσεις του θεματοφύλακα και του αντίπαλου της αστικής δημοκρατίας, με τη Μαρίν Λεπέν να επωμίζεται ρητορικά τον ρόλο του προασπιστή της δημοκρατίας καταγγέλλοντας τις σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του γαλλικού λαού.
Άνευ φραγμών αστυνομική καταστολή
Στο επίπεδο της αστυνομικής καταστολής, η κυβέρνηση Μακρόν απέφυγε να παρέμβει διορθωτικά στο πλαίσιο άσκησης της αστυνομικής εξουσίας. Παρά τις αρχικές υποσχέσεις, δεν μεταρρύθμισε την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της αστυνομίας, επέδειξε ανοχή στη διαιώνιση των αστυνομικών ελέγχων στο δρόμο βάσει φυλετικών ή εθνοτικών κριτηρίων και, πρωτίστως, δεν κατήγγειλε ποτέ την παροξυστική άνοδο της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, ιδίως κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων των Κίτρινων Γιλέκων. Η ακραία καταστολή αυτών των διαδηλώσεων, η σύνθεση των οποίων κάλυπτε όλο το πολιτικό φάσμα, προκάλεσε 2.500 τραυματίες, εκ των οποίων 24 τυφλώθηκαν και 5 ακρωτηριάστηκαν. Μεταξύ των θυμάτων περιλαμβάνονται πάρα πολλοί ειρηνικοί διαδηλωτές καθώς και απλοί περαστικοί.
Το πολιτικό κόστος αυτής της καταστολής αποτυπώθηκε μεν στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση, αλλά ο πραγματικός του αντίκτυπος θα φανεί σε βάθος χρόνου. Η καταστολή των Κίτρινων Γιλέκων σηματοδότησε την αφύπνιση της κοινωνίας ως προς την επικινδυνότητα της αστυνομικής βίας που, μέχρι τότε, στόχευε κυρίως τον χώρο της Αριστεράς και τη νεολαία στα υποβαθμισμένα προάστια. Η στοχοποίηση του ειρηνικού μέσου Γάλλου πολίτη, που απευθυνόταν στον πληθυντικό στους ένστολους, ζητώντας τους ευγενικά να μη βιαιοπραγούν παράνομα και δεχόταν, ως απάντηση, άκρατη βία, κλόνισε συθέμελα τη μέχρι τότε ισχυρή εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και, κατ’ επέκταση, σ’ αυτή καθαυτή την έννοια της αστικής δημοκρατίας.
Η ακραία επίδειξη αστυνομικής ισχύος, που κλιμακωνόταν παρά τη δημόσια κατακραυγή, ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή προκειμένου να μη δοθεί η εντύπωση ότι η κυβέρνηση υποχωρούσε λόγω του εύρους και της διάρκειας των λαϊκών κινητοποιήσεων. Είναι ενδεικτικό ότι, τον Μάρτιο του 2019, όταν ο αρχηγός της αστυνομίας του Παρισιού έδωσε εντολή να υιοθετηθούν ηπιότερες πρακτικές διαχείρισης των διαδηλωτών ώστε να μην υπάρξουν άλλα θύματα, αποστρατεύτηκε αμέσως.
Η καταστολή των Κίτρινων Γιλέκων εντάσσεται σε ένα πλαίσιο ευρύτερης όξυνσης της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας που, από το 2017 μέχρι σήμερα, έχει προκαλέσει 17 θανάτους και εκατοντάδες τραυματισμούς πολιτών. Το αίσθημα ατιμωρησίας των ενστόλων ενισχύεται τόσο από την ανεκτική στάση της κυβέρνησης Μακρόν όσο και από τη δικαστική επιείκεια, δεδομένου ότι οι περισσότερες κύριες ανακρίσεις καταλήγουν γρήγορα στο συμπέρασμα ότι οι ένστολοι έδρασαν σε καθεστώς νόμιμης άμυνας. Εντούτοις, πολλά συνδικάτα της αστυνομίας, που πρόσκεινται στη δεξιά, επιδιώκουν να διασφαλίσουν ακόμα περισσότερο την ατιμωρησία των συναδέλφων τους.
Αρχικά διατυπωμένο από την ακροδεξιά, το νομικά ανορθολογικό αίτημα να θεσπιστεί τεκμήριο νόμιμης άμυνας για αστυνομικούς εμπλεκόμενους σε περιστατικά βίας σε βάρος πολιτών έχει εγερθεί εδώ και μια δεκαετία και συνεχίζει να προβάλλεται από τα δεξιά συνδικάτα ύστερα από κάθε νέο περιστατικό, χωρίς ωστόσο να έχει ποτέ εισακουστεί. Μεγαλύτερης προσοχής τυγχάνουν όμως οι ολοένα και συχνότερες συνδικαλιστικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, προκειμένου να καταγγελθεί η δικαστική επιείκεια σε τυχόν αθώωση κατηγορούμενου για επίθεση σε ένστολο ή η δικαστική αυστηρότητα σε τυχόν καταδίκη ενστόλου. Τον Μάϊο του 2021, σε μία από τις συγκεντρώσεις αυτές παρευρέθηκαν εκπρόσωποι όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, εκτός από τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, για να συνομιλήσουν με τους συνδικαλιστές της αστυνομίας.
Η καθυπόταξη κάθε μορφής κοινωνικής αντίστασης δεν επιδιώκεται μόνο μέσω της αστυνομικής καταστολής. Στις 11 Μαΐου, η δικαιοσύνη θα αποφανθεί για το αν είναι νόμιμη η διάλυση της αντιφασιστικής ομάδας Gale, που επιβλήθηκε με διοικητική απόφαση τον Μάρτιο του 2022 καθώς η ομάδα κατηγορήθηκε για προτροπή σε βία εναντίον ατόμων ή υλικών αγαθών. Εάν επιβεβαιωθεί, η διάλυση ακροαριστερής ομάδας, βάσει ενός νόμου που ψηφίστηκε το 2021 προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, θα είναι η πρώτη μετά από αυτή της Action directe το 1982.
Η σωρεία νομοθετημάτων που αποβλέπουν κυρίως στην ενίσχυση διάφορων μορφών επιτήρησης, η συστηματική ανοχή των βίαιων αστυνομικών πρακτικών, η συνάφεια των σχετικών κυβερνητικών πολιτικών και η μεθοδική επιβολή τους δηλώνουν σαφώς μια συνειδητή κλιμακούμενη απόκλιση από τους θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας.
Η απόδοση αυτού του συγκροτημένου μετασχηματισμού του πολιτικού πεδίου στην επιρροή της ακροδεξιάς θα μετέτρεπε τους εκάστοτε κυβερνώντες σε άβουλα πολιτικά εργαλεία, έρμαια του αντίπαλου δέους. Το αντίθετο ισχύει. Ο πολύμορφος αυταρχισμός των γαλλικών κυβερνήσεων από το 2012 μέχρι σήμερα είναι αμιγής έκφραση μιας ελευθεροκτόνου μορφής διακυβέρνησης που επιθυμούν να επιβάλουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, ανεξαρτήτως ιδεολογικού τους προσήμου, στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Εάν αυτή η διακυβέρνηση τέμνεται με την ακροδεξιά, αυτό δεν οφείλεται στην επιρροή της ακροδεξιάς αλλά στα κοινά σημεία που την ενώνουν με τις κατά καιρούς κυβερνώσες παρατάξεις του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου.