PROJECT: Rapture

PROJECT: Rapture

Κλείσιμο
Project: Rapture
  • Σχετικά με το project

    Οι ρίζες της ραπ και της χιπ χοπ κουλτούρας εντοπίζονται στα μέσα της δεκαετίας του 70 στις γειτονιές του Μπρονξ και του Χαρλεμ. Γεννιέται στους κόλπους της αφροαμερικάνικης κοινότητας με ισχυρά πολιτικά νοήματα και βιωματικό τόνο. Στην Ελλάδα, η ραπ εμφανίζεται την δεκαετία του ‘80, έχει χαρακτηριστικά ρεύματος υπο-κουλτούρας, έχει συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας, συγκεκριμένη μορφολογία και πολιτισμικές αναφορές.
    Με την πάροδο των χρόνων η ραπ σκηνή άλλαξε αρκετά, χωρίς ωστόσο, να απομακρύνεται εντελώς από τα αρχικά της περιεχόμενα. Την τελευταίο δεκαετία αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα μουσικά είδη ειδικά στη νέα γενιά και συχνά βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος.
    Η παρούσα έρευνα, μακριά από λογικές δαιμονοποίησης ή εξιδανίκευσης, επιδιώκει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική καταγραφή και κατανόηση της δυναμικής της ραπ μουσικής στη gen z και της επίδρασης που ασκεί στην πολιτικοποίηση της, στη συγκρότηση της ταυτότητας, στη διαμόρφωση θέσεων και αναπαραστάσεων.

  • Ταυτότητα

    Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Μάιο του 2025.

    Project Coordinator έιναι η Μαρία Λούκα. maria.louka@eteron.org

  • Συντελεστές/τριες
sadf
τραπ

Το τραπ μέσα από μία σκουληκότρυπα

29.09.2025

Η μουσική σε σχέση με την εποχή, το αμερικάνικο όνειρο και τα daddyissues στο ελληνικό τραπ.   

Σε μια πρόσφατη μεξικάνικη ταινίας επιστημονικής φαντασίας,την «Εποχή μας», ένα ζευγάρι φυσικών έχει βρεθεί μέσα από μια «σκουληκότρυπα»από το 1966 στο 2025, κάνοντας ένα άλμα στο μέλλον. Σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή, μέσα στην έκπληξη που τους προκαλούν οι αλλαγές που έρχονται αντιμέτωποι, ακούγεται στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι, με στίχους που τους σοκάρουν («μανάρι, κούνα το κωλαράκι, χορεύουμε στο πάρτι»). Η -απολύτως κατανοητή- αντίδραση του συζύγου  είναι να πατήσειαυτομάτως το STOPκαι να σχολιάσει «Η σιωπή ακούγεται καλύτερα». Στην αρχή της ταινίας το ζευγάρι ακούει ένα από τα ρομαντικά, υπερβολικά γλυκερά τραγουδάκια της δεκαετίας του ’60 που μίλαγε για αιώνια αγάπη και για τον πόνο του χωρισμού. 

Προσπάθησα να φανταστώ ποια θα ήταν η αντίδραση ενός ανθρώπου που ήταν σε εφηβική ηλικία τις δεκαετίες του ’50 ή του ’60,που μεγάλωνε στην Ελλάδα με Γούναρη, Καζαντζίδη ή νέο κύμα,αν άκουγε ξαφνικά τον Bossikanνα ραπάρει: «Πίνω τα drugs μου και φτάνω στο peak / δεν κατεβαίνει, γουστάρει το dick / είναι ανοιχτή sodeep / δες πάτο, sothick / τρώει χαρτόνι, nice / ροδάκινο κώλος, icetea / τα μάτια μου κόκκινα και τα λεφτά μου / είναιμαύρασαντο Deep Web / παίζειτόσο άσπρο σεαυτή τη μαύρη πόλη / κοιμάμαι όλη τη μέρα ξυπνάω όταν νυχτώνει / έχω ένα στανταράκι να με ξεκαυλώνει / και μια χοντρούλα μόνο για να με πιπώνει». Το σοκ δεν θα ήταν μόνο για τις άγνωστες αγγλικές λέξεις που θα τους φαίνονταν ακατανόητες.  

Είτε συμφωνείς είτε όχι με αυτά που λέει ο Bossikan, η «Μαύρη Πόλη» είναι ένα από τα κομμάτια που έχουν γράψει την ιστορία του ελληνικού τραπ, χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ραπ subgenre, καιηχητικά και σε θεματολογία των στίχων: την αναζήτηση της επιτυχίας, το flex, την αναγνώριση της ηδονής ως υπέρτατου σκοπού. Για έναν έφηβο του 2025 είναι ένα συνηθισμένο τραγούδι διασκέδασης (αυτό που είναι το τραπ, δηλαδή, γενικά ως είδος), και ο στίχος -που ακούγεται σεξιστικός και πρόστυχος σε ανθρώπους που έχουν διαφορετικά μουσικά βιώματα- φαίνεται εντελώς φυσικός. Το ίδιο πρόστυχα φαίνονταν και άλλα τραγούδια διασκέδασης που σημάδεψαν την dance κουλτούρα σε προηγούμενες δεκαετίες -όπως το «Lovetoloveyoubaby»της Donna Summer ή το «French Kiss» του LilLouis, ακόμα και το «Relax»των Frankie Goes To Hollywood. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κάθε άτομο ένα τραγούδι καθορίζεται, κυρίως, από το υπόβαθρό του: εξαρτάται από τα βιώματά του, την ηλικία του και την χρονική περίοδο που έχει ζήσει. Για την γενιά Ζ το τραπ είναι κυρίαρχο μουσικό είδος, η μουσική που τη μεγάλωσε, και, για την πλειονότητα των ατόμων, η μοναδική μουσική που έχουν ακούσει. Είναι μέρος της ζωής του, γιατί είναι η μουσική που ακούει από παιδί στο κινητό και το τάμπλετ(το οποίο τού επιβλήθηκε από το σχολείο μέσα στην καραντίνα), που ακούνε οι φίλοι του, που ανταλλάσσουν μεταξύ τους στο messenger, που μοιράζονται στα στόρι. Το πόσο μπορεί να ταυτιστεί ή τον εκφράζει είναι ζήτημα βιωμάτων, του κοινωνικού περιβάλλοντος και των συνθηκών που έχει μεγαλώσει, και εξαρτάται από το αν μπορεί να διαχωρίσει την πραγματικότητα από το role playing στη μουσική, γιατί η τραπ είναι το μουσικό είδος που φλερτάρει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο με το φαντασιακό. Οι στίχοι αναφέρονταισε αυτό που θα ήθελε ο ράπερ να είναι, αυτά πουθα ήθελε να πετύχει: λεφτά, ακριβά ρούχα, αυτοκίνητα που κοστίζουν μια περιουσία, χλιδή, το σεξ που θα ήθελε να κάνει με πολλές ερωτικές συντρόφους, και είναι ένας τρόπος να κοκορευτεί για τα μελλοντικά του κατορθώματα, ζώντας την επιτυχία σε φαντασιακό επίπεδο. 

Αγνοώ αν η γενιά Ζ είναι όντως η πιο ανοιχτόμυαλη, αλλά σίγουρα είναι πιο εξοικειωμένη με θέματα φύλου, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού και γενικά διαφορετικότητας από τις προηγούμενες. Ωστόσο καμία γενιά δεν μεγαλώνει ανεπηρέαστη από τις προηγούμενες, και το κοινωνικό περιβάλλον είναι σε μεγάλο μέρος υπεύθυνο για την τοξικότητα κάθε είδους. Ο Kendrick Lamar, ο πρώτος ράπερ που θεωρήθηκε αρκετά διανοούμενος για να βραβευτεί με Πούλιτζερ, εξηγεί το πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από τα στερεότυπα που σε έχουν μεγαλώσει στο τραγούδι του «Father Time»από το άλμπουμ του «Mr. Morale and the Big Steppers», στο οποίο εξηγεί πόσο τοξική είναι η κουλτούρα του σεξ στη μαύρη κοινότητα. Λέει ότι πρέπει να αρχίσουν να ασχολούνται οι άνθρωποι με αυτή την προβληματική πεποίθηση,να μιλήσουν, επιτέλους, για όσα κάνουν ένα αγόρι να φέρεται υποτιμητικά στη γυναίκα (και όχι μόνο) και να έχει το σεξ ως εργαλείο τιμωρίας.Η σεξουαλική κακοποίηση που υφίστανται τόσα μαύρα παιδιά είναι «κατάρα μιας γενιάς»  – γενικά για τους μαύρους ανθρώπους. Στο τέλος του κομματιού μεταφορικά απελευθερώνεται από αυτή την κατάρα. Τονίζει ότι είναι άνθρωπος και (γι’ αυτό) είναι επιρρεπής στα λάθη, κι αυτό το κάνει συχνά στο άλμπουμ. Στο συγκεκριμένο τραγούδι αποκαλύπτει την ψυχολογική πίεση στην οποία τον υπέβαλε ο πατέρας του, μεταδίδοντάς του με το ζόρι την τοξική αρρενωπότητα, κάτι που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, ενεργά, από έναν πατέρα που είναι παρών ή λόγω της έλλειψής του. Ομολογεί ότι έχει «daddy issues» και ότι τα daddy issues είναι ο λόγος της κουλτούρας των συμμοριών που έχουν οι μαύροι άντρες στην ευρύτερη κοινωνία.   

Στην Ελλάδα μπορεί να μην υπάρχει το ίδιο ακριβώς υπόβαθρο, αλλά τα στερεότυπα δεν είναι και πολύ διαφορετικά και οι περισσότεροι ράπερ που ασχολήθηκαν με το τραπ έχουν daddyissues και δανείζονται τα όνειρα των Αμερικάνων ράπερ, έχοντας ακριβώς τους ίδιους στόχους. Τη συνθήκη για ανθίσει το τραπ τη δημιούργησε ο απόηχος του τρόπου ζωής που γεννήθηκε τη χρυσή δεκαετία του ΠΑΣΟΚ (τα ’80s) από τα lifestyle μέσα και προωθήθηκε εμμονικά μέχρι που έσκασε η φούσκα του χρηματιστηρίου και ήρθε το ελληνικό κραχ λίγο πριν το 2000, επιβάλλοντας στην ελληνική κοινωνία το «αμερικάνικο όνειρο»: το πρότυπο του γαμίκουλα wannabe μεγιστάνα που είναι αυτοδημιούργητος, πετυχαίνει με κάθε τρόπο, νόμιμο ή παράνομο, έχει χαρέμι από γκόμενες, σνιφάρει βουνά από κόκα και πλουτίζει απ’ τον τζόγο, τις επιδοτήσεις και τις απατεωνιές. Τα περισσότερα παιδιά που ασχολήθηκαν με το τραπ μπορεί να μην πρόλαβαν να έχουν μνήμες από αυτές τις δύο δεκαετίες ασυδοσίας και ευημερίας (για τους περισσότερους ψεύτικης, για κάποιους πραγματικής) που οδήγησαν στην χειρότερη μεταπολεμική κρίση λίγο μετά τους ολυμπιακούς αγώνες, αλλά βίωσαν την οικονομική κρίση, η οποία στη συνέχεια έφερε ένα ντόμινο από κρίσεις κάθε είδους. Σίγουρα βίωσαν τις επιπτώσεις των κρίσεων στην ελληνική κοινωνία. Γεννήθηκαν μέσα σε οικογένειες που διαλύονταν επειδή δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τις δυσκολίες που έφερνε η ανεργία, τα χρέη προς τις τράπεζες, η μείωση των μισθών, η ανάγκη για δύο δουλειές και των δύο γονιών για να τα βγάλουν πέρα, τα δυσβάσταχτα φορτία που έπρεπε να σηκώσουν με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τις δεκάδες συνεντεύξεις με ράπερ που έχω κάνει τα τελευταία χρόνιαείναι ότι προέρχονται στην πλειονότητά τους από μονογονεϊκές οικογένειες (σχεδόν το 90%)ˑ μεγαλώνουνμόνο με τη μάνα. Παιδιά κυρίως χαμηλής και μεσαίας τάξης, που βίωσαν από νωρίς τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει μια οικογένεια που δεν είναι πυρηνική, χωρίς προοπτική και ελπίδα, για τα οποία η μουσική έγινε το αποκλειστικό όχημα για την επίτευξη των στόχων τους: να βγάλουν λεφτά άμεσα, χωρίς να χάσουν χρόνο για σπουδές και να επιβαρύνουν και άλλο τη μάνα τους οικονομικά. Για τα πιο πολλά από αυτά, το ραπ δεν ήταν μόνο διέξοδος, ήταν μονόδρομος. Όπως και ένα άλλο μουσικό είδος που έγινε τρομερά δημοφιλές στην Ελλάδα την δεκαετία του 1930, η χαβάγια, η οποία κάλυψε την ανάγκη για «διαφυγή» που είχε ο νεαρόκοσμος, δίνοντας ευκαιρίες για νοητά «ταξίδια» και όνειρα, με πολύ λιγότερο ρεαλιστικό, βέβαια, τρόπο. Τα ρομαντικά «Πάμε στη Χονολουλού» και «Όνειρο στη Χάβαη» της υπερσυντηρητικής περιόδου του Μεσοπολέμου, του διαστήματος που μεσολάβησε από τον Α’ μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγιναν στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ωμά, σκληρά τραγούδια επιβίωσης και, κατά βάση, διασκέδασης, με γλώσσα που δεν συνηθιζόταν μέχρι τότε σε mainstreamμουσική. Ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε τόσο ωμή και ακατέργαστη η γλώσσα του δρόμου, το lingo των πιτσιρικάδων που διαμορφώθηκε από την επαφή τους με τον ψηφιακό κόσμο, με αμέτρητους νεολογισμούς, και, κυρίως, τονίστηκε με τους στίχους το «εγώ» των δημιουργών, που προσπάθησαν να επιβληθούν σε έναν χώρο που θεωρούσαν ότι τους ανήκει. Το ραπ είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα είδος που το άτομο είναι πιο σημαντικό από το σύνολο και στόχος του είναι να γίνει GOAT (Greatest Of AllTime, ο πιο σπουδαίος όλων των εποχών). Αυτός είναι ένας από τους λόγους που σταδιακά άρχισε να χάνεται η έννοια του συγκροτήματος στο νέο ραπ, μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς. 

Κι όπως οι χαβάγιες έγιναν το κυρίαρχο αστικό τραγούδι, το οποίο προκαλούσε πανδαιμόνιο σε όλες τις πόλεις που παρουσιαζόταν live, το πιο δημοφιλές είδος της δεκαετίας του ’30, έτσι και το τραπ, προσφέροντας τη δική του διέξοδο, έγινε το κυρίαρχο μουσικό είδος από το 2015 και μετά, εκτινάσσοντας το ελληνικό ραπ σε νούμερα που δεν είχαμε ξαναδεί. Κι επειδή ήταν η πρώτη μουσική που δημιουργήθηκε από μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στον ψηφιακό κόσμο, διαδόθηκε εύκολα μέσω των «εργαλείων» που πρόσφερε εύκολα και δωρεάν το Internet, χωρίς την ανάγκη διαμεσολαβητή -που μέχρι τότε ήταν οι εταιρείες. Το τραγούδι που έφτιαχνες με τη βοήθεια των φίλων σου σε ένα στούντιο ή ακόμα και μόνος με ένα στοιχειώδες πρόγραμμα δημιουργίας ήχων, είχες τη δυνατότητα να το ανεβάσεις εύκολα σε πλατφόρμες όπως το YouTube, τοSoundcloud, το Spotifyκαι να διαδοθεί αστραπιαία, αρκεί να είχε τα χαρακτηριστικά που θα το έκαναν ελκυστικό σε ένα κοινό με μουσικές, κοινωνικές και αισθητικές συγγένειες. Όσο ετερόκλητο και να φαινόταν αυτό το κοινό στην αρχή, πάντα υπήρχαν στοιχεία με τα οποία μπορούσαν να ταυτιστούν. Κι επειδή τίποτα δεν είναι πιο ελκυστικό για έναν νέο άνθρωπο από το σεξ και τη διασκέδαση, όταν τους τα έδινες στην ίδια συσκευασία ήταν λογικό το κομμάτι να γίνει viral. Και να γίνει δικό του, γιατί η καφρίλα ήταν, είναι και θα είναι ακαταμάχητη -και όχι μόνο στις νεαρές ηλικίες. Γενικά το τραπείχε από την αρχή όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να κάνουν ένα κομμάτι viral, το σεξ, το flex, το beef, ήχους που γίνονταν αμέσως εθιστικοί και επέβαλαν το replay, ενώ η DIY λογική έδινε στον ράπερ την ελευθερία να πει πράγματα που δεν είχαν ακουστεί ξανά σε τραγούδια.Σε προηγούμενες εποχές το moderation των εταιρειών δεν θα επέτρεπε να «περάσουν» οι περισσότεροι από τους στίχους που χαρακτήρισαν το νέο ραπ. Τουλάχιστον στα ελληνικά, που πολλές αμερικάνικες λέξεις αποκτούν άλλη διάσταση, πολύ πιο προσβλητική -μέχρι και χυδαία. Επειδή το DIY έχει συνδεθεί με χαμηλού επιπέδου παραγωγές και ήχο που παραπέμπει σε ακουστική φολκ και ανθρώπους που παίζουν ξεκούρδιστες κιθάρες σε ένα γκαράζ μέσα στο δάσος, πρέπει να διαχωριστεί από την λογική του DIYστο ραπ, όπου οι παραγωγές ήταν το δυνατό του χαρτί, με καταπληκτικό ηλεκτρονικό ήχο και τη χρήση της τεχνολογίας με πρωτότυπο τρόπο, κάτι που έκανε τα τραπ κομμάτια να ξεχωρίσουν από την πρώτη στιγμή. Το DIY στο τραπ σήμαινε ότι όλα γίνονταν έξω από το πλαίσιο μας εταιρείας και κόντρα στους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας, γιατί τα πάντα ελέγχονταν από τον ίδιο τον ράπερ. Και οι εταιρείες που εμφανίστηκαν, λειτουργούσαν εντελώς αυτόνομα, με δικούς τους κανόνες, μέχρι να πέσουν πάνω τους οι μεγάλες εταιρείες και να τις αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό.  

Οι παραγωγές στα ελληνικά τραπ κομμάτια που άρχισαν να εμφανίζονται δυναμικά και να γίνονται αυτόματα δημοφιλή, ήταν τόσο υψηλού επιπέδου που ήταν δύσκολο να τα αγνοήσεις. Έστω και ως ένοχη απόλαυση, αρχικά, κι αργότερα ως οικείο ήχο που αναζητάς να τον ακούσεις ξανά και ξανά, καταλήγοντας να αγνοείς εντελώς τον στίχο, όσο ενοχλητικός και να σου φαινόταν την πρώτη φορά που τον άκουγες. Αυτό συνέβη με τον νεαρόκοσμο που διασκέδαζε με αυτά τα κομμάτια αβίαστα και χωρίς δεύτερες σκέψεις (και αργότερα και άτομα μεγαλύτερης ηλικίας), παρότι μπορούσαν να εντοπίσουν σε αυτά και σεξισμό, και χυδαιολογία, και αρνητικά πρότυπα που σαφώς και ξεκάθαρα υπάρχουν, όπως και στίχοι που είναι αδύνατο να δικαιολογήσεις εάν έχεις στοιχειώδη λογική. Και αυτό το άρθρο δεν έχει σκοπό ούτε να τα προτείνει ούτε να τα υπερασπιστεί, απλά ποτέ ένα νόμισμα δεν έχει μόνο μία πλευρά. 

Σε ένα από τα καλύτερα τραπ κομμάτια του MadClip -που κυκλοφόρησαν μετά τον πρόωρο θάνατό του-, το «Νάνι», o Light ραπάρει στο δεύτερο μέρος: «Από τότε που’μαι single τα μουνιά με έχουν στην πρέσα / μου ζητάν να τις γαμήσω και οι μισές να χύσω μέσα / λέει με έχει ξεμαλλιάσει, μού ξερίζωσες την τρέσα / θα σου πάρω άλλες δέκα σκύλα μην παραπονιέσαι / baby, it’s a mansworld, μα ο θεός είναι γυναίκα / συνεχώς με δοκιμάζει για να την γαμάω με νεύρα / δεν με ανησυχεί ο πρώην σου, είναι φλώρος, γάμησέ τα / θα λυνόταν και με λόγια, άλλα προτιμώ τα χέρια / μού στέλνει photos απ’ το ντους, δεν μπορώ να περιμένω / πριν να μου τον ακουμπήσει είμαι ήδη καυλωμένος / ο άλλος έμπλεξε μαζί μου και τον ψάχναν σαν τον Νέμο / θέλει να την κακομάθω, ξέρει πως γουστάρω / να ανέβει από πάνω να μου κάνει κουμάντο / μού λέει “baby βάλτο”, θέλει να την πιάνω / κρατιέται σφιχτά σαν να καβαλάει ταύρο / κουνιέται καλά, πιάνει νότες σοπράνο / λέει πως δεν είχε ξαναπάει με μαύρο / τελειώνω και την κάνω, σεντόνια κάνουν μπάνιο / αν είναι η Billie Jean τότε είμαι ο Michael Jackson».

Ομολογώ ότι είχα βρει το κομμάτι τόσο άρτιο μουσικά που χρειάστηκαν μήνες για να προσέξω τι λέει ο Light.Και θα είχε όντως μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς την αντίδραση κάποιου ανθρώπου που είχε περάσει την «σκουληκότρυπα» και είχε μεταφερθεί από το 1960 στο 2025 αν άκουγε να παίζει το «Νάνι»…

Το κείμενο αυτό είναι η ολοκληρωμένη μορφή της συμμετοχής του Τάσου Μπρεκουλάκη στο διεθνές υβριδικό συνέδριο του Εργαστηρίου Ανθρωπολογικής Έρευνας του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου  που διοργανώθηκε τον Ιούνιο του 2025 με τίτλο “The Hip and the Street”: Hip Hop και Street κουλτούρες σε καιρούς διαρκών κρίσεων.

Πολιτική Cookies