Όψεις: Γυναικοκτονία

Κλείσιμο
Γνώμες
03.03.2022

Γυναικοκτονία: Η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας έχει όνομα. Να το διεκδικήσουμε

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν αναβαθμιστεί στο δημόσιο λόγο ζητήματα που ήταν έως πρόσφατα ανύπαρκτα σε αυτόν, όπως η έμφυλη ισότητα, η ορατότητα των θυμάτων έμφυλης βίας, η προστασία των δικαιωμάτων τους και η νομοθετική κατοχύρωση όλων των μορφών έμφυλης βίας. Είναι ευνόητο ότι η αναγνώριση της γυναικοκτονίας θα αποκτούσε κεντρικό ρόλο στην αναβάθμιση αυτής της συζήτησης για τα έμφυλα ζητήματα.

Οι ίδιες οι νομοθετικές και κοινωνικές εξελίξεις άλλωστε συνέτειναν σε αυτό: από τη μία είχαμε σειρά νομοθετικών αλλαγών, όπως η ένταξη της συναίνεσης στο άρθρο του βιασμού (336 ΠΚ) με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 2019, ο Ν. 4531/2018 για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, ο Ν. 4604/2019 για την Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας, ο Ν. 4808/2021 για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας.

Από την άλλη, κοινωνικές εξελίξεις, όπως η ραγδαία αύξηση των γυναικοκτονιών, ιδίως του τελευταίου έτους, η έκρηξη του ελληνικού Metoo στους χώρους της τέχνης και του αθλητισμού, οι συνεχείς καταγγελίες για μία σειρά εγκλημάτων κατά της σωματικής ακεραιότητας και της σεξουαλικής ελευθερίας που μέχρι σήμερα καταγγέλλονταν ακόμα πιο σπάνια και συνήθως υπό κλίμα ενοχής και ντροπής του θύματος – όπως η άσκηση ενδοοικογενειακής και συντροφικής βίας, οι σεξουαλικές επιθέσεις και βιασμοί κατά ανηλίκων και ενηλίκων, οι παρενοχλήσεις σε χώρους εργασίας, ακόμα και κυκλώματα εμπορίας ανηλίκων και νεαρών γυναικών -, καθώς και η συγκρότηση μαζικών κοινωνικών δικτύων αλληλεγγύης στα θύματα, έχουν φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της έμφυλης ανισότητας και της ευαλωτότητας των γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, τα νομοθετικά και θεσμικά κενά και την αναγκαιότητα ριζικών μετασχηματισμών όχι μόνο σε επίπεδο θεσμικό αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής συνειδητοποίησης και κοινωνικής πρακτικής.

Σε αυτά τα πλαίσια αναδείχθηκε με σαφήνεια ότι η υπεράσπιση και προστασία των θυμάτων έμφυλης και σεξουαλικής βίας, η διεκδίκηση της τιμωρίας των δραστών και η διαμόρφωση μίας διαφορετικής συλλογικής κουλτούρας συμπερίληψης και ισότητας, απαιτεί μεταξύ άλλων, τη διεκδίκηση χώρου και ορατότητας στον δημόσιο λόγο, ο οποίος συχνά είναι εμποτισμένος με έμφυλα στερεότυπα και προκαταλήψεις: μια περισσότερο ή λιγότερο σαφής αποτύπωση μομφών προς τα θύματα αναφύεται σε κάθε περίπτωση έμφυλης κακοποίησης, ακόμα και γυναικοκτονίας.

Τα θύματα έμφυλων εγκλημάτων, υφίστανται εκ νέου κακοποιητικές συμπεριφορές, καθώς εναντίον τους αναπτύσσονται επιχειρήματα αποδόμησης της μαρτυρίας τους, ενοχοποίησης των επιλογών τους και απαξίωσης του λόγου τους. Είναι ενδεικτικό της έμφυλης ανισότητας και των συντηρητικών, πατριαρχικών στερεοτύπων που διέπουν τον κυρίαρχο λόγο, ότι παρόλο που πολλά από τα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου συχνότατα τελούνται χωρίς μάρτυρες (εξύβριση, εκβίαση, ληστεία κλπ.), τα έμφυλα εγκλήματα συνιστούν τις μόνες περιπτώσεις που ακούγεται μονίμως το επιχείρημα περί ψευδών καταγγελιών. Αυτό δυστυχώς ακούγεται συχνά ακόμα και από τους επαγγελματίες που πρώτοι λαμβάνουν την καταγγελία των θυμάτων.

Ως πρακτική per se ενσωματώνει μία έμφυλη διάκριση, ενώ είναι αναληθές και από πλευράς ερευνητικών δεδομένων και βέβαια, επανατραυματίζει το θύμα. Η όλη διαδικασία άλλωστε καταγγελίας κακοποιητικών συμπεριφορών συχνά καταλήγει σε επαναθυματοποίηση των θυμάτων – χωρίς επαρκείς ιατροδικαστικές υπηρεσίες, χωρίς διερμηνείς, χωρίς ψυχολόγους, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου αδικήματος ακόμα και όπου προβλέπεται.

Για τους λόγους αυτούς η έννοια της γυναικοκτονίας ως ακραία μορφή έμφυλης βίας, οφείλει να αναγνωριστεί πλέον και θεσμικά. Όλες οι ανθρωποκτονίες γυναικών λόγω του φύλου τους και του κοινωνικού ρόλου που αποδίδεται σε αυτό, επί δεκαετίες παρουσιάστηκαν λανθασμένα ως εγκλήματα πάθους ή τιμής, υπερβολικής αγάπης και έρωτα, οικογενειακά δράματα, προσωρινής τύφλωσης και ζήλιας, αποτέλεσμα ψυχοπαθολογίας του δράστη. Επουδενί συμπτώματα μιας σεξιστικής, πατριαρχικής αντίληψης και συμπεριφοράς που αναπαράγεται από την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται όμως για την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, με κίνητρο την άσκηση ελέγχου στα σώματα και τις επιλογές των θυμάτων. Επιλογές που επειδή δε γίνονται αρεστές, τιμωρούνται ακόμα και με την απώλεια της ζωής των γυναικών, όταν οι υπόλοιπες μορφές βίας προς ‘σωφρονισμό’ δε θεωρούνται αρκετές!

Πρόκειται για μια βία που στηρίζεται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία οι γυναίκες υπόκεινται στην ανδρική εξουσία και μέσω της έμφυλης βίας, ελέγχονται και σωφρονίζονται, ώστε να αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς. Στην έμφυλη βία, όπως και στη γυναικοκτονία, δεν υπάρχει όριο ή περιορισμός ανάλογα με τα κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά χαρακτηριστικά των θυμάτων και των δραστών. Ο μύθος ότι τόσο η κακοποιημένη γυναίκα όσο και ο δράστης είναι συνήθως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου καταρρίπτεται, καθώς το 30% των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι απόφοιτοι τεχνολογικών ή πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και το 40% είναι απόφοιτοι λυκείου. Ταυτόχρονα, το 60% των δραστών είναι απόφοιτοι τουλάχιστον Λυκείου, ενώ μόλις ένας στους δέκα είναι άνεργος.

Ο ίδιος ο όρος της γυναικοκτονίας (femicide) δεν είναι καινούριος. Ήδη αναφέρεται σε λεξικό νομικών όρων από το 1801, ενώ στη σύγχρονη επιστήμη ήταν το 1976, όταν η εγκληματολόγος Νταϊάνα Ράσελ εισήγαγε την έννοια, ορίζοντας έτσι το εγκληματολογικό αυτό φαινόμενο. Ως έννοια, υπάρχουν αρκετές έννομες τάξεις που την έχουν ήδη ενσωματώσει – κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής – ενώ αναγνωρίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), τη EUROSTAT και το Γραφείο για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα των Ηνωμένων Εθνών (UNODC).

Η EUROSTAT συγκεκριμένα αναφέρεται στην αναγκαιότητα στατιστικής καταγραφής της γυναικοκτονίας ως τέτοια, με ξεχωριστή αναφορά. Σύμφωνα δε με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών και κοριτσιών επειδή είναι γυναίκες, δηλαδή λόγω του φύλου τους. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άντρες αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας. Στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονία διαπράττει σύντροφος ή πρώην σύντροφος που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή/και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή/και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν». Ο ΠΟΥ επίσης αναφέρει ότι η κύρια αιτία θανάτου των γυναικών ηλικίας από 16 έως 44 ετών είναι η δολοφονία από κάποιο οικείο πρόσωπο. Από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών το 2017, το 58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους.

Ο όρος γυναικοκτονία δεν αναιρεί, ούτε αντιτίθεται στον όρο ανθρωποκτονία. Προκύπτει στο σήμερα ως επιτακτική ανάγκη, σχηματοποιεί και ονοματίζει κάτι που πλέον θα αντιμετωπίζεται ως τέτοιο, από την αστυνομία, τις δικαστικές αρχές, τους ενόρκους, το κοινωνικό σύνολο. Η σωστή αποτύπωση και ο σαφής χαρακτηρισμός του βοηθάει να γίνει “ορατό” το πρόβλημα, να βρεθούν οι αιτίες που το γεννούν και η ιδιαιτερότητά του, ώστε να πάρουμε και τα σωστά μέτρα αντιμετώπισης και εξάλειψής του. Οι νομοθετικές αλλαγές άλλωστε (θα πρέπει να) αντιστοιχούν σε μία κοινωνική αναγκαιότητα – μέχρι πριν λίγα χρόνια ο βιασμός εντός της έγγαμης συμβίωσης δε συνιστούσε αδίκημα, ενώ οι διατάξεις περί της ενδοοικογενειακής βίας δεν είχαν καν θεσπιστεί.

O όρος δεν περιγράφει μόνο τις περιπτώσεις δολοφονίας της συζύγου από το σύζυγο, σύντροφο κλπ., αλλά και τη δολοφονία κάθε γυναίκας η οποία, στο πλαίσιο μιας διαπροσωπικής σχέσης, ή και όχι, «αθέτησε» τον ρόλο της ως γυναίκας. Εκτός λοιπόν από τη σύζυγο, η πράξη της γυναικοκτονίας μπορεί κάλλιστα να αφορά κάθε γυναίκα, την ερωτική σύντροφο, μια συγκυριακή σχέση, την κόρη ή, σπανιότερα, τη μητέρα. Στα μάτια του θύτη, η γυναίκα είχε έναν ρόλο που δεν εκπλήρωσε ως όφειλε.

Φυσικά η ποινική τυποποίηση του αδικήματος δεν είναι αφ’ εαυτής επαρκές εργαλείο για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, τα αίτια της οποίας ανάγονται στις έμφυλες διακρίσεις που διατρέχουν οριζόντια όλο το κοινωνικό σύνολο. Είναι ωστόσο ένα πρώτο βήμα καταπολέμησης του φαινομένου. Η δε τυποποίηση αυτή θα μπορούσε να ενταχθεί στον Ποινικό Κώδικα με διάφορους τρόπους, είτε προσθέτοντας επιβαρυντική περίσταση απευθείας στα άρθρα 299 ΠΚ περί ανθρωποκτονίας και 311 ΠΚ περί θανατηφόρας σωματικής βλάβης, είτε με προσθήκη στο άρθρο 82Α ΠΚ (Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά), σύμφωνα με το οποίο ‘Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου’, προσαυξάνεται το ελάχιστο όριο ποινής, είτε με προσθήκη στο άρθρο 79 ΠΚ για τη δικαστική επιμέτρηση της ποινής, στην παράγραφο 5 του οποίου προβλέπονται περιστάσεις και στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου.

Με αυτά τα δεδομένα, η εγκύκλιος του Εισαγγελέα του ΑΠ για την αντιμετώπιση των καταγγελιών για έμφυλη βία, οι δηλώσεις του προέδρου της Ένωσης Ποινικολόγων για τη γυναικοκτονία και η τοποθέτηση της συνήθως απούσας από κοινωνικά ζητήματα Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων για την έξαρση της έμφυλης βίας, όπως και η χρήση του όρου ‘γυναικοκτονία’ από αρκετά πλέον ΜΜΕ και δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, συνιστούν θετικά βήματα. Δεν είναι όμως αρκετά. Μία τέτοια εξέλιξη δε θα επιφέρει την προστασία των θυμάτων, ούτε την πρόληψη των έμφυλων εγκλημάτων. Η θεσμική πλαισίωση ενάντια στην έμφυλη βία, απαιτεί δημόσιες δωρεάν δομές υποστήριξης και ξενώνες σε όλους τους δήμους, δωρεάν νομική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, επαρκείς ιατροδικαστικές υπηρεσίες, εκπαίδευση στις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές που είναι οι επαγγελματίες ‘πρώτης γραμμής’ και σε άμεση επαφή με τα θύματα, εκπαίδευση στις έννοιες της συναίνεσης, της συμπερίληψης και της έμφυλης ισότητας.

Η κατοχύρωση λοιπόν της έννοιας λειτουργεί σε ποινικό και κοινωνικό επίπεδο – αφενός παρέχει μια γνωσιακή πλαισίωση στους επαγγελματίες που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, έναν διακριτό ορισμό αναγκαίο για τη στατιστική αποτύπωση πάνω στην οποία χαράσσονται οι πολιτικές πρόληψης και προστασίας, αφετέρου διαμορφώνει μια κοινωνική συνείδηση και αλλάζει τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες του συγκεκριμένου αδικήματος. Όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν αποτρεπτικά προς τους θύτες και προστατευτικά για τα θύματα.

Οφείλει λοιπόν η πολιτεία να εντάξει την έννοια της γυναικοκτονίας στον Ποινικό Κώδικα, με ταυτόχρονες αλλαγές των ποινικών διατάξεων ώστε να εισάγεται αυτή είτε ως επιβαρυντική περίσταση, είτε ως ρατσιστικό έγκλημα το θύμα του οποίου επιλέχθηκε λόγω του φύλου του και της σχέσης του με το δράστη, είτε στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής, στο οποίο μάλιστα αποκλείεται εννοιολογικά ο βρασμός ψυχικής ορμής. Επιπλέον είναι αναγκαία η συγκρότηση ξεχωριστού κεφαλαίου για τα έμφυλα εγκλήματα στον Ποινικό Κώδικα, όπου θα καταγράφονται όλες οι μορφές τους, όπως και η κακοποίηση μέσω εικόνας (γνωστή ως ‘εκδικητική πορνογραφία’), η οποία δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια.

Παράλληλα, είναι αναγκαία η συγκρότηση δικτύων προστασίας των θυμάτων έμφυλων εγκλημάτων και η κατοχύρωση έμφυλης ισότητας. Απαιτούνται ολοκληρωμένα πλαίσια δράσης που να προσεγγίζουν το ζήτημα ολιστικά, με μέτρα πρόληψης, κοινωνικής επανεκπαίδευσης, προστασίας και αποκατάστασης των θυμάτων.

Πολιτική Cookies