Project Απόρρητο
Υποκλοπές – Προσωπικά Δεδομένα – Δημοκρατία
Η υπόθεση των υποκλοπών κατέστησε σαφές ότι το απόρρητο των επικοινωνιών και τα προσωπικά δεδομένα παραβιάζονται συστηματικά, κατά παράβαση των νόμων και του Συντάγματος.
Το ζήτημα συζητιέται, επίσης, έντονα από τη σκοπιά της διαφάνειας των κυβερνητικών και κρατικών δραστηριοτήτων, ενώ ανοίγει ερωτήματα γύρω από την ποιότητα της δημοκρατίας και την κρίση του κράτους δικαίου.
Στόχος μας είναι να συμβάλουμε στον δημόσιο διάλογο και να διαμορφώσουμε προτάσεις πολιτικής σε θεσμικό και τεχνικό επίπεδο για την προστασία του απορρήτου και της διαφάνειας.
Το project ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2022. Επικοινωνία: project-aporrito@eteron.org
Ως Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με τα ζητήματα των παρακολουθήσεων της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών και των προσωπικών δεδομένων ως πύλη εισόδου για τα βαθύτερα προβλήματα των παραβιάσεων του κράτους δικαίου στην Ελλάδα που λειτουργούν σωρευτικά εις βάρος της δημοκρατίας.
Η αφορμή είναι προφανώς η υπόθεση των υποκλοπών που ήρθε να επικαθίσει πάνω σε μία σειρά δημοκρατικών ελλειμμάτων που προϋπήρχαν, είτε ως συνέπεια άμεσων πολιτικών επιλογών, είτε ως συστημικά προβλήματα.
Για ένα Ινστιτούτο όπως το Eteron η θεματική αυτή παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, κυρίως από την πλευρά που καθιστά το θέμα αυτό της επικαιρότητας κομβικό για τη λειτουργία της δημόσιας συζήτησης, της ουσίας του διαλόγου, του κράτους δικαίους, της λογοδοσίας και της διαφάνειας και των προτάσεων θεσμικής θωράκισης. Δηλαδή κομβικών πυλώνων της λειτουργίας της δημοκρατίας.
Από τον Αύγουστο η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα έχει μπει σε μία νέα σφαίρα. Οι αποκαλύψεις για την υπόθεση των υποκλοπών σε τηλέφωνα δημοσιογράφων και πολιτικών που φώτισε συστηματικά η εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία -με σειρά δημοσιευμάτων από τις αρχές του 2022- μετατόπισε τις τεκτονικές πλάκες της πολιτικής σκακιέρας, προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη αλλά κυρίως ανέδειξε το κεντρικό ζήτημα της ιδιωτικότητας και του απορρήτου των επικοινωνιών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ως βασικό πυλώνα του κράτους δικαίου.
Ο ρόλος της ΕΥΠ -με τον “κλασικό” τρόπο των υποκλοπών των τηλεφώνων- καθώς και οι ιδιώτες πάροχοι υπηρεσιών παγίδευσης με παράνομα λογισμικά που μετατρέπουν τα κινητά σε συσκευές παρακολούθησης της προσωπικής ζωής, έχουν δημιουργήσει ένα δυστοπικό σκηνικό διαρκούς κατασκοπίας ατόμων δημόσιου ενδιαφέροντος.
Το ζήτημα των υποκλοπών έχει ανοίξει με τη σειρά του μία σειρά από σοβαρά θέματα που βάζουν προβληματικές στη δημόσια συζήτηση:
Η ανάπτυξη τεχνολογιών κατασκοπίας και οι “συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα” στο πεδίο αυτό από την μία απαιτούν δημοκρατική εγρήγορση και από την άλλη θεσμικό και ελεγκτικό πλαίσιο που να ακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις και να δίνει τη δυνατότητα στους αρμόδιους φορείς να ελέγχουν, να τεκμηριώνουν και να καταστέλλουν τέτοιου τύπου πρακτικές αποδίδοντας διαφάνεια και καθιστώντας υπόλογους όσους καταφεύγουν σε αυτές.
Η υπόθεση των υποκλοπών δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα μία είδηση, όπως σωστά έχει ειπωθεί. Θίγει στον πυρήνα του το κράτος δικαίου και τελικά την ίδια τη δημοκρατία.
Τον τελευταίο καιρό διαρκώς αναμασάται το επιχείρημα ότι είναι πολυτέλεια να συζητάμε για το ζήτημα των υποκλοπών. Από τις παραινέσεις του τύπου “το θέμα δεν ενδιαφέρει”, μέχρι τις πιο πολιτικά “αιτιολογημένες” θέσεις που ισχυρίζονται εμμέσως ότι είναι ελιτίστικη η ενασχόληση με ζητήματα που αφορούν το κράτος δικαίου σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης και ανατιμήσεων, συγκροτείται ένα αστερισμός -ρητών και υπόρρητων- επιχειρημάτων που επιχειρούν να υποβαθμίσουν εργαλειακά το ζήτημα των υποκλοπών και κατ’ επέκταση της σημασίας του κράτους δικαίου.
Η υπεράσπιση του κράτους δικαίου όμως δεν μπορεί να τίθεται αντιπαραθετικά ως πολιτική προτεραιότητα με τα υπόλοιπα ζητήματα, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά, όσο πιο άμεσα κι αν επηρεάζουν με υλικό τρόπο την καθημερινότητα των πολιτών. Γιατί οι κανόνες του κράτους δικαίου, όπως ορίζονται συνταγματικά στην χώρα μας και όπως προκύπτουν από τις διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει επικυρώσει η Ελλάδα, πέραν της τυπικότητας, ορίζουν τους κανόνες, το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η πολιτική αντιπαράθεση πάνω σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα.
Χωρίς τον σεβασμό, χωρίς την ουσιαστική ύπαρξη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συγκροτούν το κράτος δικαίου, οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική αντιπαράθεση μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς κανόνες ναρκοθετώντας τη δημοκρατία, αλλά και διαπαιδαγωγώντας την κοινωνία στην αντιπαράθεση χωρίς όρια και στην υποταγή στο “δίκαιο του πιο ισχυρού”.
Για να γίνει πιο κατανοητό το επιχείρημα, ας πάρουμε το παράδειγμα που επικαλείται ως σημαντικότερο θέμα συζήτησης και αφορά την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια. Χωρίς τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου πώς μπορεί να συζητηθεί πολιτικά και κοινωνικά η ενεργειακή κρίση; Χωρίς την ύπαρξη διαφάνειας και λογοδοσίας πώς θα ενημερωθεί η κοινωνία για το τι πραγματικά πράτει η εκάστοτε κυβέρνηση, ποιον ευνοεί, ποιον αδικεί και ποιος εν τέλει πληρώνει τον λογαριασμό; Χωρίς πλουραλιστική λειτουργία των ΜΜΕ πώς μπορούν να διαμορφώσουν άποψη οι πολίτες; Χωρίς την διαφύλαξη των δικαιωμάτων της διαμαρτυρίας, του συνέρχεσθαι και της ελευθερίας έκφρασης πώς μπορεί κάποιος/α που διαφωνεί να εκφράσει άποψη;
Πολύ περισσότερο, χωρίς τον σεβασμό της ιδιωτικότητας των επικοινωνιών (ειδικά των πολιτικών και των δημοσιογράφων, χωρίς να απαξιώνουμε την καθολικότητα της ιδιωτικότητας) πώς μπορούμε να συζητάμε για δημόσια διαβούλευση κρίσιμων ζητημάτων με σοβαρούς όρους;
Η υποτίμηση του κράτους δικαίου σε σχέση με κρίσιμα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα είναι σαν να προετοιμάζει ένας προπονητής μία ποδοσφαιρική ομάδα να κατέβει στον αγώνα, να κάνει σχέδια, αναλύσεις και σενάρια, αλλά το γήπεδο να είναι διαρκώς ανηφορικό για την ομάδα αυτή, οπότε όλα τα προηγούμενα να γίνονται μάταια. Χρειάζεται αγώνας και πίεση για την εξασφάλιση ίσων όρων, ώστε να μπορεί να διεξαχθεί οποιαδήποτε συζήτηση και πολιτική που αφορά τους πολίτες και τις ζωές τους.