Το FootballON: More Than Goals είναι το πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα του Eteron για την ποδοσφαιρική βιομηχανία στην Ελλάδα και τον κόσμο. Διεισδύουμε σε διαφορετικές θεματικές ενότητες και φωτίζουμε πτυχές και διαστάσεις του αθλήματος που βγαίνουν έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, περνούν στην κερκίδα, στο επαγγελματικό, επενδυτικό και ερευνητικό πεδίο, και εισχωρούν στη σφαίρα της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων.
Στόχος του προγράμματος είναι να διευρύνουμε το πεδίο αντίληψης του σύγχρονου ποδοσφαίρου και να κατανοήσουμε πως οικοδομείται, που φτάνει, ποιους αφορά, πως μεταλλάσσεται και εξελίσσεται μέσα σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό περιβάλλον.
Το project πραγματοποιείται σε συνεργασία με το AnotherFootball, έναν οργανισμό που οραματίζεται και χτίζει ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο και κόσμο, βασισμένο στην αλληλεγγύη, τη συνεργασία και τη βιωσιμότητα.
Το ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2025.
Επικοινωνία: d.rapidis@eteron.org
Βασίλης Κωστάκης
Καθηγητής στο τεχνολογικό πανεπιστήμιο του Ταλίν και ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, συγγραφέας και μέλος του οργανισμού AnotherFootball.
Δημήτρης Ραπίδης
Υπεύθυνος Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων και Πολιτικός Ερευνητής ΕΤΕΡΟΝ
Ο Βασίλης Κωστάκης είναι πανεπιστημιακός, συγγραφέας και μέλος του οργανισμού AnotherFootball. Συμμετέχει στο project FootballON: More Than Goals του ETERON, μιλώντας για το ποδόσφαιρο ως εργαλείο μάθησης για παιδιά, για τη διαφορά του ποδοσφαίρου που παίζεται στις πόλεις και στα χωριά, για τη σημασία των ακαδημιών στην ανάπτυξη όχι μόνο παικτών αλλά ολοκληρωμένων ανθρώπων.
Όλα τα αθλήματα αποτελούν εγγενώς εργαλεία μάθησης. Το θέμα είναι πως αυτά χρησιμοποιούνται και τι αξίες προωθούνται. Καλλιεργείται ο ακραίος ανταγωνισμός ή η συνεργασία; Η τιμωρία ή η ενσυναίσθηση; Το ποδόσφαιρο διαθέτει αυτή τη μαγική ιδιότητα να είναι ταυτόχρονα απλό και πολύπλοκο. Ένα παιδί κλωτσάει τη μπάλα και νιώθει χαρά. Ωστόσο μέσα από αυτή την απλή πράξη μαθαίνει βαθιές αλήθειες για τη ζωή.
Μέσω του ποδοσφαίρου, τα παιδιά μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία της συνεργασίας, να βιώσουν την ομορφιά της συλλογικής προσπάθειας και να εμπεδώσουν την έννοια της αλληλεγγύης. Χωρίς βαρετές διαλέξεις και μελέτη βιβλίων. Αλλά μέσα από την πράξη και το βίωμα. Πρωτοβουλίες, όπως το ίδρυμα του John Moriarty στην Αυστραλία, χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο για να ενδυναμώσουν παιδιά από περιθωριοποιημένες κοινότητες, βοηθώντας τα να αναπτύξουν την κριτική τους σκέψη και την ενσυναίσθησή τους.
Επιπλέον, η παιδαγωγική του Πάουλο Φρέιρε, που επικεντρώνεται στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων μέσω της κριτικής σκέψης, μπορεί να εφαρμοστεί και στο ποδόσφαιρο. Όταν τα παιδιά μαθαίνουν να παίζουν με τρόπο που προτεραιότητα έχει η χαρά του παιχνιδιού και όχι η νίκη, όταν ενθαρρύνονται να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, τότε το ποδόσφαιρο γίνεται ένας χώρος όπου τα παιδιά μπορούν να ανακαλύψουν τον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους.
Η αφετηρία του κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική. Έτσι, δημιουργούνται ανισότητες και καταπίεση. Το ποδόσφαιρο, παρόλο που φαινομενικά είναι δίκαιο – με τους ίδιους κανόνες για όλους και όλες – αντανακλά τις ανισότητες της κοινωνίας μας.
Οι κοινωνικές, οικονομικές και φυλετικές ανισότητες διαμορφώνουν το ποιος/α έχει την ευκαιρία να φτάσει στο επαγγελματικό επίπεδο. Τα παιδιά από προνομιούχα περιβάλλοντα ή από χώρες με ποδοσφαιρική παράδοση έχουν πρόσβαση σε καλύτερες υποδομές, προπονητές, διατροφή και ιατρική περίθαλψη. Ακόμη και το φύλο παίζει καθοριστικό ρόλο — για παράδειγμα οι επιτυχίες των γυναικών παραβλέπονται ή υποτιμώνται.
Επιπλέον, το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει γίνει πεδίο έκφρασης των ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και φτωχών συλλόγων. Οι ομάδες με τα περισσότερα χρήματα μπορούν να αποκτήσουν τους καλύτερους παίκτες, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι.
Το πραγματικά δίκαιο ποδόσφαιρο θα απαιτούσε μια ριζική αναδιοργάνωση που θα αντιμετώπιζε τις δομικές ανισότητες, όχι μόνο στο παιχνίδι αλλά και στην κοινωνία από την οποία αναδύεται.
Αυτό που με γοητεύει είναι η δυνατότητα του ποδοσφαίρου να λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και ως εργαλείο για την αλλαγή της. Με συναρπάζει η διττή του φύση: είναι τέχνη και αγώνας, συνεργασία και ανταγωνισμός, ατομική έκφραση και συλλογική προσπάθεια.
Το ποδόσφαιρο, στην ουσία του, είναι μια φυσική έκφραση. Κάθε κίνηση, κάθε άγγιγμα της μπάλας είναι σαν μια πινελιά. Κάθε αγώνας είναι ένας πίνακας. Αυτή η παραγωγή τέχνης που συμβαίνει συλλογικά έχει την ικανότητα να μας συγκινεί βαθιά και να δημιουργεί στιγμές που μένουν για πάντα στη συλλογική μνήμη.
Επίσης, με συναρπάζουν οι στιγμές όπου το ποδόσφαιρο έχει γίνει όχημα για κοινωνική αλλαγή. Από τη Democracia Corinthiana στη Βραζιλία μέχρι τις προσπάθειες του Τζον Μοριάρτι να χρησιμοποιήσει το ποδόσφαιρο ως μέσο ενδυνάμωσης των κοινοτήτων των Αβορίγινων στην Αυστραλία. Αυτές οι στιγμές μας δείχνουν ότι ένα άλλο ποδόσφαιρο είναι εφικτό – ένα ποδόσφαιρο που δεν θα είναι απλώς καθρέφτης των ανισοτήτων του κόσμου μας, αλλά προεικόνιση ενός καλύτερου μέλλοντος.
Το ποδόσφαιρο των μεγάλων αστικών κέντρων συχνά υπακούει στη λογική της αγοράς: τυποποιημένα προγράμματα προπόνησης, έμφαση στην εξειδίκευση και επαγγελματοποίηση από πολύ νωρίς, κυνήγι της απόδοσης και του αποτελέσματος. Αντίθετα, το ποδόσφαιρο που παίζεται στις αλάνες, στις πλατείες των χωριών, δίπλα στη θάλασσα ή στα βουνά, ίσως διατηρεί την αυθεντικότητα και τη χαρά του παιχνιδιού.
Ειδικός δεν είμαι. Όμως θυμάμαι την αλάνα στα Λακκώματα των Ιωαννίνων όπου μεγάλωσα – με τις ανηφόρες και κατηφόρες που κατέληγαν σε έναν μικρό τσιμεντένιο γκρεμό. Εκεί το παιχνίδι προσαρμοζόταν στο περιβάλλον, και όχι το αντίστροφο. Σε τέτοιους χώρους, οι κανόνες είναι πιο ρευστοί, η συμμετοχή πιο ανοιχτή, η ιεραρχία λιγότερο άκαμπτη.
Αυτή η αποσύνδεση από τις δομές και τις προσδοκίες του τυπικού, θεσμοθετημένου ποδοσφαίρου επιτρέπει μια πιο ελεύθερη έκφραση. Τα παιδιά που παίζουν στην πλατεία του χωριού δεν έχουν προπονητή να τους λέει τι να κάνουν – αυτοσχεδιάζουν, πειραματίζονται, τσακώνονται, συμφιλιώνονται και βρίσκουν τη δική τους φωνή μέσα στο παιχνίδι. Αυτό το αυθόρμητο, αυτοδιαχειριζόμενο ποδόσφαιρο έχει μια απελευθερωτική διάσταση που συχνά χάνεται στις ακαδημίες των μεγάλων πόλεων. Χρειάζεται ένα μέτρο, μια σύνθεση των καλών στοιχείων του οργανωμένου ποδοσφαίρου των ακαδημιών με το ποδόσφαιρο της αλάνας.
Η επένδυση στις ακαδημίες και η ανάπτυξη νέων παικτών και παικτριών είναι θεμελιώδης όχι μόνο για τη βιωσιμότητα ενός συλλόγου, αλλά και για τη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής ποδοσφαιρικής ταυτότητας. Οι σύλλογοι που αναφέρεις δεν επενδύουν απλώς σε ταλέντα – καμιά φορά καλλιεργούν φιλοσοφίες παιχνιδιού, αξίες και τρόπους αντίληψης του αθλήματος που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα τους.
Ο Άγιαξ του Άμστερνταμ, για παράδειγμα, έχει χτίσει την παράδοσή του στο Total Football, ένα ρευστό και δημιουργικό στυλ παιχνιδιού που απαιτεί παίκτες με υψηλή τεχνική κατάρτιση και αντίληψη του χώρου. Η Αθλέτικ Μπιλμπάο, από την άλλη, με την cantera policy της, ενισχύει την τοπική ταυτότητα και συνδέεται βαθιά με την κοινότητά της.
Αντιθέτως, η προσέγγιση των “γρήγορων επιτυχιών” μέσω ακριβών μεταγραφών συχνά οδηγεί σε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα χωρίς μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Βλέπουμε συλλόγους που δαπανούν εκατοντάδες εκατομμύρια σε μεταγραφές χωρίς να χτίζουν μια συνεκτική ταυτότητα ή φιλοσοφία.
Επιπλέον, η επένδυση στις ακαδημίες έχει βαθύτερες κοινωνικές προεκτάσεις. Οι ακαδημίες μπορούν να λειτουργήσουν ως χώροι όπου οι νέοι άνθρωποι βρίσκουν νόημα, ανοίγουν τους ορίζοντές τους και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους – όχι μόνο ως παίκτες/παίκτριες αλλά και ως άνθρωποι.
Τελικά, η πραγματική επιτυχία των συλλόγων δεν θα πρέπει να μετριέται μόνο με τίτλους, αλλά με το πόσο συμβάλλουν στην καλλιέργεια ενός υγιούς ποδοσφαιρικού οικοσυστήματος και στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων ανθρώπων.